Ριζοσπαστισμός: Ο συντηρητισμός του αύριο εφαρμοσμένος στις υποθέσεις του σήμερα ‒ Bierce
Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο[1] μου, μπορούμε εύκολα να εξάγουμε συμπεράσματα για τις εξελίξεις που αφορούν στον πολιτικό σχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ως αυτοχαρακτηριζόμενου εκπροσώπου της «ριζοσπαστικής αριστεράς».
Για τους προσεκτικούς μελετητές της ιστορικής πραγματικότητας δεν έχει υπάρξει καμία έκπληξη για όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα. Έκπληξη θα ήταν αν τα γεγονότα ακολουθούσαν την αντίθετη κατεύθυνση από τη σημερινή. Δεν είναι στις προθέσεις μας μια λεπτομερής αναφορά στην πορεία ( αντιπολιτευτική και κυβερνητική) του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που θέλουμε να αναδείξουμε αφορά μόνο σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν δίνει απαντήσεις είτε οι απαντήσεις που δίνει πόρρω απέχουν από τις αναμενόμενες για ένα κόμμα που θέλει να ονομάζεται ριζοσπαστικό. Συνεπώς η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να απαντήσει – κάτι που μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει- στις ακόλουθες βασικές ερωτήσεις: τι επικαλείται ως ριζοσπαστισμό, τι είδους κοινωνία επιθυμεί, πως μπορεί να αλλάξει η κληρονομημένη κοινωνία και πως σκέπτεται την πολιτική, ως αναγκαίο μέσο της αλλαγής.
Φυσικά υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση των ερωτήσεων και όλες με κάποιο τρόπο συνδέονται. Ας προσπαθήσουμε να τις διερευνήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα.
Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με το τι εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως «ριζοσπαστική αριστερά». Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοχαρακτηρίζεται ως «Κίνημα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Όμως ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να πει τι ουσιαστικά σημαίνει ο επιθετικός προσδιορισμός «ριζοσπαστική». Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται από τμήματα της κινηματικής Αριστεράς, κυρίως μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη δεκαετία του 1990, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης από αυτόν (αλλά και από τον ευρωκομουνισμό, την ανανεωτική αριστερά και τις λοιπές εκφάνσεις της αριστεράς)[2] αλλά και υπό το καθεστώς της ιδεολογικής εξάντλησης και αποπροσανατολισμού που διακατείχε τότε την Αριστερά. Μέσα σε αυτό το κέλυφος βρήκαν καταφύγιο σχεδόν όλα τα ηττημένα ιδεολογικά και εκλογικά, περιθωριακά, αντισυστημικά κινήματα διατηρώντας το καθένα από αυτά τις δικές του ιδεολογικές προκείμενες που εκτείνονταν σε μια μεγάλη γκάμα γενικών ιδεολογικών αντιλήψεων, (πρωταρχικά προερχομένων κυρίως από τον μαρξιστικό χώρο ). Όμως όλες αυτές οι πολύ μικρές οργανώσεις που αναφέρονται στον «επαναστατικό μαρξισμό» (Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδος, Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (Κ.Ε.Δ.Α.), Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (Κ.Ε.Δ.Α.) αλλά και οι υπόλοιπες όπως οι Ενεργοί Πολίτες ήταν εντελώς αδύνατον να επιβάλλουν τις απόψεις τους δεδομένου ο κύριος όγκος του ΣΥΡΙΖΑ, προέρχονταν πρωτίστως από το κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑ) και δευτερευόντως από το κόμμα της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (Α.Κ.Ο.Α), δηλαδή τα δύο κόμματα που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού το 1986. Και τα δύο αυτά κόμματα ήταν φορείς ιδεολογικών αντιλήψεων του Ευρωκομουνισμού (ο οποίος αν δεν ήταν ήδη νεκρός έπνεε τα λοίσθια) αλλά και των μεταμοντέρνων πολιτιστικών[3] ανησυχιών, που μετά την κυριαρχία τους στις ΗΠΑ κατέκλυζαν και τη Γηραιά ήπειρο, με αιχμή πάντως τα ζητήματα των ταυτοτήτων και την υπεράσπιση πάσης φύσεως δικαιωμάτων, κυρίως εκείνων που αφορούν στις μειονότητες (οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες, άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού, εμφύλια βία κτλ).
Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία για να δειχθεί ότι και οι δύο κομματικοί μηχανισμοί που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτ καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με ό,τι ονομάζεται επαναστατικός μαρξισμός. Τα πολιτικά τους προτάγματα – Δημοκρατικός Σοσιαλισμός[4] και άλλα παρεμφερή – τους τοποθετούσε σχεδόν στον αντίποδα των πολιτικών προταγμάτων των υπολοίπων οργανώσεων που συμμετείχαν στο εγχείρημα. Η χρησιμοποίηση του όρου «ριζοσπαστική αριστερά», εκτός των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως, διευκόλυνε το εγχείρημα της συνεργασίας με τις λοιπές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Άλλωστε το ανομοιογενές ιδεολογικά και πολιτικά αναδύθηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να ψηφίσει το μνημόνιο που του αναλογούσε. Οι αποχωρήσεις διαφόρων συνιστωσών ήταν μαζική. Προηγουμένως, οι πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά- Ε. Βενιζέλου είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής του. Στο πλαίσιο αυτό, προσχώρησαν στο ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές και στελέχη που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που εν τοις πράγμασι δημιούργησε περισσότερα προβλήματα ακόμη και στον ρητορικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διασωζόταν, χάρις την αντιμνημονιακή ρητορεία.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
1.
Χρειάστηκαν περίπου 10-15 έτη, μετά τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, για να μπορέσει ο δυτικός κόσμος να ξαναβρεθεί σε μια «κανονική πορεία», με την έννοια της συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία είχε διακοπεί με τη μεγάλη οικονομική κρίση και τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επαναφορά στην οικονομική «κανονικότητα», τις δεκαετίες 1960-1970, καθορίστηκε από την παγκόσμια εξάπλωση των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, γεγονός που προκάλεσε τη δραστική εξάπλωση της μαζικής κατανάλωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και στην Ιαπωνία. Παράλληλα, υπήρξαμε μάρτυρες της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων (στην περίπτωση της Κούβας), και της εμπλοκής της μίας από αυτές (ΗΠΑ) σε έναν αιματηρό πόλεμο (Βιετνάμ), με πολλαπλές παράπλευρες επιπτώσεις.
Την ίδια περίοδο, μαζί με τις νέες πολιτισμικές ιδέες που είχαν τις ρίζες τους στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα και στον αντιαποικιακό αγώνα, στα αντιπολεμικά και αντιπυρηνικά κινήματα, στα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και στην εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος και της σεξουαλικής επανάστασης, εμφανίστηκε ο μαζικός πολιτισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, η «λαϊκή» κουλτούρα και υποκουλτούρα, καθώς και η κουλτούρα των νέων ως παρεπόμενα της νέας εποχής άνθισης του καπιταλισμού.
Η πολιτισμική θεώρηση των πραγμάτων αυτής της περιόδου (δεκαετίες 1960-1970) στην ουσία κατευθύνονταν σε δύο στόχους ταυτόχρονα: την πολιτική και την προσωπική ζωή.
Υπήρχαν οι διεκδικήσεις του εργαζόμενου λαού, των πολιτικών δικαιωμάτων, το φεμινιστικό κίνημα, ο αγώνας ενάντια στην αμερικανική ιμπεριαλιστική εξάπλωση, οι αγώνες των λατινικών χωρών. Συγχρόνως, υπήρχε η έντονη κριτική στο σταλινικό και σοβιετικό καθεστώς, η προσπάθεια αναπροσαρμογής της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης (ευρωκομμουνισμός κ.τ.λ.) μπροστά στις νέες πραγματικές συνθήκες του καπιταλισμού. Αυτή η κριτική επεκτάθηκε και στον τρόπο που τα καθεστώτα αυτά αντιμετώπιζαν τη σεξουαλικότητα, το φύλο, την ηδονή και γενικά ό,τι απασχολούσε εν ευρεία έννοια το σύγχρονο δυτικό άτομο.
Συνεπώς, ο δεύτερος στόχος της πολιτισμικής θεώρησης ήταν η ενασχόληση με ζητήματα της βιωμένης εμπειρίας και της καθημερινής ζωής.
Παράλληλα, η πολιτιστική θεώρηση επιδίωξε να παρουσιαστεί, επιδεικτικά και συνειδητά, ως δυναμικός αντίπαλος αυτού που ονόμαζε «αστική σύνθεση» και που μοναδικό στόχο είχε την ολοκληρωτική αντιστροφή της. «Η ανοιχτή περιφρόνηση προς τους “καλούς τρόπους” και οι προκλητικές εμφανίσεις συμπορεύθηκαν με μη συμβατικές προτιμήσεις στο ντύσιμο και στην τροφή, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ζωής από την ημέρα στη νύχτα, με την αδιαφορία απέναντι στην ακρίβεια και στις τακτικές συνήθειες εργασίας, και επιπλέον με την καταρχήν συμπαθητική τοποθέτηση προς όλα όσα σύμφωνα με τα αστικά κριτήρια θεωρούνταν ως έγκλημα ή διαστροφή, καθώς και με ανορθολογιστικές αντιλήψεις, οι οποίες διαδόθηκαν στο πλαίσιο της αναζήτησης του γνήσιου ή του αρχέγονου, και της πάλης για υπέρβαση όλων των τεχνητών ορίων. Όλες αυτές οι στάσεις και οι ιδέες συμπυκνώθηκαν στην πρωτοκαθεδρία της αρχής της ηδονής» [5]. Με σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, και με έντονα στοιχεία αντι-αστικού ρομαντισμού, η πολιτιστική θεώρηση προσπάθησε να αντικαταστήσει το στενό πνεύμα του καπιταλιστικού κέρδους και του ανταγωνισμού «με ανθρώπινη ευαισθησία και διευρυμένη συνείδηση».
Για τον μοντέρνο, κοσμοπολίτη άνθρωπο, η κουλτούρα αντικατέστησε τόσο την εργασία όσο και τη θρησκεία ως μέσο αυτοπραγμάτωσης ή αισθητικής δικαίωσης της ζωής. Πίσω από αυτή την αλλαγή βρίσκεται το ιδιόμορφο σταυροδρόμι στη συνείδηση, ιδιαίτερα στα νοήματα εκφραστικής συμπεριφοράς μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Την περίοδο αυτή η κουλτούρα, με τη μορφή της «πρωτοπορίας», έσπρωξε στα όρια τη διερεύνηση της σχέσης της με το «δαιμονικό». Το αποδέχτηκε, το εξερεύνησε, το απολάμβανε και το είδε ως πηγή ενός ορισμένου είδους δημιουργικότητας. «Από τη στιγμή που η κουλτούρα άρχισε να καταπιάνεται με το δαιμονικό, γεννάται το αίτημα σχετικά με την “αυτονομία του αισθητικού”, η ιδέα ότι η εμπειρία, καθ’ εαυτήν και αφ’ εαυτής, έχει υπέρτατη αξία: το καθετί πρέπει να εξερευνάται, το καθετί πρέπει να επιτρέπεται (τουλάχιστον στη σφαίρα της φαντασίας), συμπεριλαμβάνοντας τη λαγνεία, τον φόνο, και άλλα θέματα τα οποία έχουν κυριεύσει τον χώρο του μοντερνιστικού υπερπραγματικού[6]. Η έλευση του μεταμοντερνισμού δεν απείχε πλέον παρά λίγα βήματα. Παράλληλα, όπως σωστά σημειώνει ο Τέρι Ήγκλετον[7], «Η κουλτούρα υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένας τρόπος για να κρατηθεί επίκαιρη η ριζοσπαστική πολιτική, μια συνέχισή της με άλλα μέσα. Σταδιακά, ωστόσο, έμελλε να γίνει ένα υποκατάστατό της. Κατά κάποιο τρόπο, η δεκαετία του 1980 έμοιαζε με αυτή του 1960, χωρίς την πολιτική. Καθώς οι αριστεριστικές πολιτικές ελπίδες ξεθώριασαν, οι πολιτισμικές σπουδές βγήκαν στο προσκήνιο. Τα όνειρα για μεγαλεπήβολη κοινωνική αλλαγή καταγγέλθηκαν ως “μεγάλες αφηγήσεις”, που ήταν πιο πιθανό να οδηγήσουν στον ολοκληρωτισμό παρά στην ελευθερία».
Η νέα «οικογένεια» των αντισυστημικών κινημάτων, που συγκλόνισε τον κόσμο την περίοδο του 1968[8], αποτέλεσε ταυτόχρονα μια αντίδραση εναντίον των ανανεωτικών τάσεων των συστημικών δυνάμεων, που τελούσαν υπό την αμερικανική ηγεμονία, και ταυτόχρονα μια αντίδραση απέναντι στη φτωχή, ακόμα και αρνητική, απόδοση των παλιών αριστερών κινημάτων – μια αντίδραση στην αδυναμία, στη διαφθορά, στη συνενοχή, στη ματαίωση και στην αλαζονεία τους. Η έκρηξη αυτή ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της συστημικής κρίσης της δεκαετίας του 1970. Τα αριστερίστικα αντισυστημικά κινήματα ηττήθηκαν παντού. Μάλιστα, η εξέλιξη πολύ σύντομα οδήγησε στην άνοδο και στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Οι διάφοροι ριζοσπαστικοί κύκλοι «ανακάλυψαν» ότι οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή πρέπει πρωτίστως να είναι «πολιτισμική».
Θα πρέπει κάθε πολιτική αλλαγή, για να είναι αποτελεσματική, να εδράζεται και να αντανακλά τις πεποιθήσεις, τα αισθήματα και τις αντιλήψεις του κόσμου στον οποίο κατευθύνεται, με απλά λόγια να έχει τη συναίνεσή του. Η «πολιτισμική πολιτική» είχε γεννηθεί[9]. Η έμφαση πλέον δίνεται στον επιθετικό προσδιορισμό. Με το πέρασμα του χρόνου, ο πολιτισμός θα αποκτήσει αυτόνομη παρουσία. Η πολιτική θα αποσυρθεί στα παρασκήνια. Ο δρόμος προς τον μεταμοντερνισμό είναι ανοιχτός.
Μπορούμε, πλέον, αβίαστα να ισχυριστούμε ότι τα ζητήματα ταυτότητας φύλου και σεξουαλικών προτιμήσεων αποτέλεσαν κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη του μεταμοντερνισμού. Η κοινωνική κριτική των (αστικών) ιεραρχιών, που βασίζονταν σε διαφορές φυλής, τάξης, φύλου, εθνικότητας, σεξουαλικών προτιμήσεων και σε άλλες μορφές ταυτότητας, αποτέλεσαν το έναυσμα των εξελίξεων στην παγκόσμια τέχνη που οδήγησαν στον μεταμοντερνισμό. Μεταξύ αυτών, πρωτοποριακό ρόλο είχαν το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Η φεμινιστική και ομοφυλόφιλη προβληματική άρχισε να επηρεάζει την τέχνη, την ίδια ακριβώς στιγμή που ανέτελλε και ο μεταμοντερνισμός. Η κινηματική λογική, η οποία χαρακτήριζε τις δύο συγκεκριμένες προβληματικές, καθώς και η έμφαση που δίνεται στην έννοια της «κοινότητας», σε αντιδιαστολή με την εξουσία (αστικής τάξης), αποτέλεσε το βασικό όχημα αμφισβήτησης της ιεραρχικής δομής της τελευταίας και της σύγκλισης της θεωρίας του μεταμοντερνισμού με την τέχνη και τον ακτιβισμό που βασίζονται στην ιδιαίτερη ταυτότητα των φορέων τους. Το πραγματικό γεγονός που έσπρωξε στην ενοποίηση των δύο κινημάτων, μεταξύ τους, και στη συνέχεια με τη μεταμοντέρνα προβληματική ήταν η εξάπλωση του έιτζ[10]. Από το σημείο αυτό διαμορφώθηκε ως βασική θέση η υπεράσπιση των συγκεκριμένων μειονοτήτων, που στη συνέχεια επεκτάθηκε στην υπεράσπιση των φυλετικών μειονοτήτων, των μεταναστών κ.τ.λ. Προέκυψε, λοιπόν, η ανάγκη προσδιορισμού, μιας ταυτότητας και του μηχανισμού καταπίεσης που την παράγει, που τη δημιουργεί.
Παράλληλα, εντός του ίδιου κοινωνικού πλαισίου της μετανεωτερικότητας, άρχισαν να ανδρώνονται τα διάφορα κινήματα της Νέας Δεξιάς[11], κατά τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980. Τα κινήματα αυτά σε απόλυτο συγχρονισμό με τις εξελίξεις που περιγράψαμε παραπάνω, αντικατέστησαν το πρωτείο που απέδιδε ο φασισμός στο πολιτικό με το πρωτείο του πολιτισμικού στοιχείου. Ενώ τα φασιστικά κόμματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα επεδίωξαν να καταλάβουν το κράτος και να επιβληθούν στην κοινωνία με σκοπό την εθνική αναγέννηση, τα κινήματα της Νέας Δεξιάς έδωσαν βάρος στην αναμόρφωση, κατ’ αρχάς, της αυτοεικόνας της κοινωνίας. «Η αντίληψη της Νέας Δεξιάς για το πολιτικό ήταν πολιτισμική με μια διττή έννοια. Αφενός ο πολιτισμός καθόριζε τις ουσιαστικές πολιτικές εντάσεις, αφετέρου ο δρόμος προς την πολιτική εξουσία περνούσε κατεξοχήν μέσα από τον πολιτισμό»[12]. Η αντίληψη αυτή είχε γεννηθεί στην τεταμένη ατμόσφαιρα του Μάη του 1968, όταν έγινε φανερό ότι ο πολιτισμός δεν θα έβαζε τέλος στις βαθιές πολιτικές αλλαγές στη μετα-πολεμική Ευρώπη, αλλά ήταν εκείνος που τις πυροδοτούσε. Ο πολιτισμός έπρεπε να αντικαταστήσει την τάξη ως στοιχείο διαφοροποίησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο ομοιογενείς κοινωνικά και καλούνταν ως σύνολα να υπερασπίσουν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τους απέναντι στους μη Ευρωπαίους ξένους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους.
2.
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και πλήρης ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων[13] στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού φαίνεται ότι παρέσυρε και ολόκληρη την ικμάδα της αριστερής διανόησης. Ο υλιστικός πυρήνας του Μαρξισμού εγκαταλείφθηκε υπέρ της πολιτισμικής εκδοχής του. Οι διαμάχες για την ανισοκατανομή του πλούτου, τις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς, τα δημόσια αγαθά είναι βαρετές και μονότονες. Αντιθέτως οι συζητήσεις που επιβάλλουν τα ΜΜΕ, για τους ομοφυλόφιλους, τις νέες πολιτισμικές τάσεις, τις ιδιαιτερότητες των επωνύμων, γενικά για ότι προβάλλεται ως life style προκαλούν ενδιαφέρον και συζητήσεις. Είναι σέξι. Ο Μαρξισμός γίνεται εντελώς ιδεαλιστικός. Όχι μόνο ο μαρξισμός αλλά και όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις που εμπεριέχουν τον υλικό πυρήνα ύπαρξης των κοινωνιών στο επίκεντρο των αναλύσεών τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο η οικονομία είναι αυτή που καθορίζει όλα τα υπόλοιπα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης.[14]
Η οικονομία δεν παύει φυσικά να έχει το ιδιαίτερο βάρος της μέσα στους διαμορφωτικούς παράγοντες τής κοινωνικής ζωής, όμως υποτάσσεται στη γενική λογική και στη γενική μορφολογία των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες υπάρξεις που ζουν κοινωνικά. Μιλώντας κανείς για ανθρώπους, για σχέσεις μεταξύ τους, για δυνάμεις που συγκροτούν και συγκρατούν κοινωνίες, εισέρχεται στο βαθύ και έσχατο επίπεδο της ανάλυσης, δηλαδή στο επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας[15]. Όμως: «Η σπανιότητα των οικονομικών και κοινωνιολογικών αναλύσεων, ο πληθωρισμός των πολιτισμικών προσεγγίσεων, η βεβαιότητα ότι οι κουλτούρες ουσιωδώς αποκλίνουν, η αποτυχία ή ανικανότητα να ληφθούν υπόψη οι δυνάμεις της αφομοίωσης και της ομογενοποίησης, και η έλλειψη οποιουδήποτε πολιτικού οράματος ή εναλλακτικής πρότασης, χαρακτηρίζουν τις τρέχουσες συζητήσεις περί πολυπολιτισμικότητας»[16], και περί πολιτικής των ταυτοτήτων.
Σχεδόν το σύνολο αυτών των αντιλήψεων υιοθετήθηκαν στο έπακρο από τις δύο βασικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ από τη δεκαετία του 1990 και μετά, για να αποτελέσουν βασική ιδεολογική συνιστώσα του περίπου από το 2012, λαμβάνοντας τη μορφή του δικαιωματισμού με όλες τις αρνητικές συνδηλώσεις που τον συνοδεύουν[17]. Μάλιστα οι εξελίξεις που πηγάζουν από τον πυρήνα του δικαιωματισμού οδήγησαν σταθερά στην εμφάνιση των σύγχρονων και άκρως επικίνδυνων και φασιζόντων κινημάτων της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας, της cancer culture, woke κτλ, στα οποία, δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάποια αξιολόγηση από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο «δικαιωματισμό» επενδύθηκε μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό κεφάλαιο με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «ριζοσπαστισμός» του πόρρω να απέχει από αυτό που συνιστά, κατά το κοινώς λεγόμενο, την ουσιαστική λειτουργία του ριζοσπαστισμού, που δεν είναι άλλη από τη συστηματική προσπάθεια να «πηγαίνει» πραγματικά στην αναζήτηση της ρίζας των πραγμάτων.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, Η ΕΕ
Παράλληλα η κριτική στα υποστηρικτικά οικονομικά δόγματα της παγκοσμιοποίησης ήταν σκληρή και δριμεία. Όμως κανείς στην πραγματικότητα δεν έχει αντιληφθεί μέχρι τώρα τι πραγματικά ήθελε η Ριζοσπαστική Αριστερά να τοποθετήσει στη θέση της Παγκοσμιοποίησης. Οι ριζοσπάστες αριστεροί έμοιαζαν να μπερδεύουν συχνά τη διαφορά μεταξύ του αγώνα για μια άλλη, πιο δίκαια παγκοσμιοποίηση και της καταστροφής κάθε πράγματος που εμφανιζόταν υπό την αιγίδα της αμερικανικής ηγεμονίας. Αδυνατώντας να ζουν μέσα στη διαρκή «οργανωμένη υποκρισία» και τους «νομικούς μύθους» της διεθνούς τάξης, ορισμένοι έμοιαζαν να προτιμούν και να εύχονται τον μεγάλο κατακλυσμό αντί να ζουν με τις αμφισημίες της σταδιακής προόδου σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο και μεσολαβημένο κόσμο.
Οι περισσότεροι, όμως, υιοθέτησαν τον αγώνα για την υποστήριξη των δημοκρατικών κατακτήσεων της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι οποίες βάλλονταν κατά ριπάς, από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό και την εξαπλούμενη παγκοσμιοποίηση. Έτσι για την εξαντλημένη ιδεολογικά Αριστερά η «δημοκρατία» έγινε ο νέος σοσιαλισμός. Δημοκρατία εναντίον (νέο) φιλελευθερισμού.
Κανείς ωστόσο από τους υποστηρικτές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν μπόρεσε να εξηγήσει ποια ήταν τα πραγματικά τα ριζοσπαστικά στοιχεία αυτής της αντίληψης. Η υποστήριξη των βασικών πυλώνων της ιστορικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως εφαρμόστηκε στη Δύση, κυρίως τα τριάντα χρόνια μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να φαντάζει γενικά σωστή, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για μια απελπισμένη προσπάθεια να περισωθούν τα κατάλοιπα αυτής της ιστορικής εποχής που βρίσκεται σε αποδρομή[18].
Επίσης η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν κατάφερε να προτείνει ένα συνεκτικό σχέδιο για το όραμά της για μια άλλη Ευρώπη, ή για να ξεκαθαρίσει τη σχέση της με την ΕΕ. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της ΕΕ εν όψει των παγκόσμιων προβλημάτων, όπως η κλιματική καταστροφή, η υπερθέρμανση του πλανήτη, οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές και η βιώσιμη παγκόσμια ανάπτυξη; Πώς συνεχίζει η Αριστερά να αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση; Προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να αναπτυχθούν οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών, μεταξύ περιφερειών και δήμων, μεταξύ της Ευρώπης και του ενιαίου κόσμου στον οποίο ζούμε;
Πρόκειται για κεφαλαιώδη ζητήματα που όλα συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ανεύρεσης ενός εναλλακτικού οικονομικού υποδείγματος από αυτό που σήμερα εφαρμόζεται. Ενός οικονομικού υποδείγματος που πρωταρχικά να εφάπτεται με τη νέα πραγματικότητα να την λαμβάνει υπόψη του διατηρώντας τη βασική θέαση της αριστερής προοπτικής. Το σωστό διάβασμα της πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης αιτιότητας που το διέπει. Το διάβασμα της πραγματικότητας αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία εκδήλωσης όποιων ενεργειών που αποβλέπουν στην αλλαγή ή την προσαρμογή της.
Οι αναλυτικές κατηγορίες μέσω των οποίων η Ριζοσπαστική Αριστερά επιχειρεί να διαβάσει τη σημερινή πραγματικότητα μοιάζουν ξεπερασμένες, αποσπασματικές δίχως συνοχή και δίχως σκοπό. Με αποτέλεσμα, η Ριζοσπαστική Αριστερά συνολικά, σπάνια να είναι σε θέση να αρθρώσει προοδευτικά μηνύματα ή, για να το πούμε καλύτερα, ευρωπαϊκά οράματα με ριζοσπαστική αριστερή προοπτική. Μέχρι στιγμής μοιάζει, τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά, με απολίθωμα του περασμένου αιώνα.
Το βασικό λάθος που συνήθως πράττει η Ριζοσπαστική Αριστερά συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πώς θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα, αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η πραγματικότητα. Οι αναλύσεις τέτοιου είδους, στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. «Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θάπρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί»[19].
Όμως η Ριζοσπαστική Αριστερά υποπίπτει και στο ακριβώς αντίθετο λάθος με το παραπάνω: διαβάζει λάθος την υφιστάμενη πραγματικότητα και σε σειρά ζητημάτων προσαρμόζεται με ευκολία και μένει εντυπωσιακά εγκλωβισμένη σε αυτή.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ
1.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι με μια βαθιά ειρωνεία. Ενώ για τη Δεύτερη και Τρίτη Διεθνή η (αστική) δημοκρατία αποτελούσε ένα μέσο για να επιτευχθεί ο σοσιαλισμός, αλλά και συγχρόνως ένα συστατικό της ολοκληρωμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας – τώρα η «ριζοσπαστική αριστερά» έμοιαζε να αποτελεί ένα απλό μέσο για να περισωθούν τα κατάλοιπα της λεγόμενης «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και κυρίως του πυλώνα που αφορά στο κράτος πρόνοιας. Ουσιαστικά η Ριζοσπαστική Αριστερά επιδιώκει να αναστήσει το κράτος ως φορέα που ασκεί σημαντικό κυριαρχικό έλεγχο στην οικονομική του πολιτική. Οι αριστεροί ριζοσπάστες αναζήτησαν αρχικά ένα ρόλο «για τον λαό» αλλά τελικά βρήκαν το κράτος[20] Η Ριζοσπαστική Αριστερά στηρίζει ανεπιφύλακτα αυτόν τον κοινοβουλευτισμό (παρά την πλήρη κατάρρευση του ως θεσμού έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας), τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις πρακτικές που συνδέονται συνήθως με τις αρχές της αντιπροσώπευσης. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα άμεσης λήψης αποφάσεων από το λαό σε σημαντικές σφαίρες του πολιτικού βίου. Τη μοναδική φορά που τέθηκε (δημοψήφισμα 2015) θάφτηκε το αποτέλεσμα με μια θεαματική υπαναχώρηση – πλήρη μεταστροφή (λαϊκά «κωλοτούμπα»).
Η διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες. Παρότι τονίζει ότι η δημοκρατία είναι συγκρουσιακή και ότι οι συγκρούσεις είναι ανάγκη να εκφράζονται ανοιχτά αντί να καταπιέζονται από τον φιλελεύθερο ορθολογισμό ή την επιδίωξη συμβιβασμού των οικονομικών συμφερόντων, στην πράξη αποδέχτηκε την άποψη ότι η δημοκρατία είναι συνώνυμο των οριοθετημένων συγκρούσεων, και έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τη δυνατότητα αναθεώρησης κάθε απόφασης, μια λειτουργία που εξαρτάται από την έκταση της συνταγματοποίησης[21]. Νοθεύει δηλαδή τη δημοκρατία με πλήθος φιλελεύθερες απόψεις, αποδεχόμενος τη μεθερμηνεία του ολιγαρχικού ιστορικού φιλελευθερισμού με το ιστορικό καθεστώς της λεγόμενης φιλελεύθερης δημοκρατίας[22]. Έχει λησμονήσει παντελώς, ότι τα δύο βασικά ρεύματα σκέψης, ο αστικός φιλελευθερισμός αγγλοσαξωνικής προέλευσης είναι πρόσφατος, και έχει ως βάση του το άτομο και τις αρνητικές ελευθερίες του, και η δημοκρατία έχει μακριά παράδοση και στηρίζεται στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, βρίσκονται ουσιαστικά στις δύο διαφορετικές όχθες του ποταμού. Η σύγκλιση που επιχειρήθηκε πάνω στον ρέοντα ποταμό της ιστορίας, ήταν πάντοτε υποκείμενη στις καταστάσεις που επικρατούσαν στα ταραχώδη νερά του καθώς και στα δυνατά υπόγεια ρεύματα των ασταμάτητων κοινωνικών διεργασιών τα οποία κυριαρχούσαν ολόκληρη αυτή την περίοδο, με αποτέλεσμα οι δυναμικές ισορροπίες που επιτυγχάνονταν να ήταν βραχυπρόθεσμες και ασταθείς.
Η σημερινή, τέταρτη φάση[23], φαντάζει σαν επιστροφή στην εποχή του 19ου αιώνα. Υπάρχουν σειρά από σημερινές εξελίξεις οι οποίες ερμηνευόμενες με γενικό και επιφανειακό τρόπο να δίνουν την εντύπωση ότι πράγματι διαπιστώνεται μια ροπή επιστροφής στο 19ο αιώνα. Οι «σύγχρονοι φιλελεύθεροι» (μάλιστα υπάρχουν και αυτοί στις μέρες μας) οι οποίοι οραματίζονται την επιστροφή στην εποχή της επικράτησης της απόλυτης ατομοκρατίας ίσως να θεωρούν ότι όσα σήμερα διαδραματίζονται είναι μια καλή ένδειξη για την επανακυριαρχία των φιλελεύθερων ιδεών στην πρωταρχική τους μορφή, οι οποίες συμπυκνώνονται ουσιαστικά στην αποκατάσταση της έννοιας του ατόμου όπως αυτή είχε νοηθεί τον 19ο αιώνα. Όμως οι αντιλήψεις αυτές αποτελούν απλές επιθυμίες και οραματισμούς που δεν έχουν καμία ανταπόκριση στη ζώσα πραγματικότητα. Οι λόγοι είναι απλοί και εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού.
2.
Με την επίκληση της «ηθικής του σκοπού», πολιτικά κόμματα αναρριχώνται στην εξουσία κι ευθύς σπεύδουν να υιοθετήσουν την «ηθική της ευθύνης», δηλαδή την ανημποριά να έλθουν σε ρήξη μ’ αυτή την πραγματικότητα. Ασκούν στην πράξη μια πολιτική διάσωσης της καθεστηκυίας κατάστασης – τη λεγόμενη «ηθική του καθήκοντος- ταυτιζόμενα πλήρως με αυτή,και εγκαταλείπουν την όποια δική τους βούληση. Η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ότι και τα λεγόμενα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ, ΑΚΕΛ), όταν ανέλαβαν κυβερνητικές θέσεις, όχι μόνο ενσωματώθηκαν στην «ηθική της ευθύνης» αλλά υπερακόντισαν στα κελεύσματά της αποδεχόμενα πλήρως τη λογική της. Τα χιλιάδες «επιχειρήματα και οι μυριάδες δικαιολογίες αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς αποτελούν απλά… εκλογικεύσεις και μάλιστα του εσχάτου επιπέδου. Απλά διότι η αδήριτη πραγματικότητα είναι αψευδής μάρτυρας της συμπεριφοράς τους. Η κυβερνητική θητεία και των δύο κομμάτων έδειξε με απόλυτη σαφήνεια την απουσία οποιασδήποτε θεωρητικής προσέγγισης στο επίπεδο της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πρότασης που να εκφράζει «αριστερό ριζοσπαστισμό». Αλλά δεν είναι μόνο η ιστορική περίοδος της κυβερνητικής πρακτικής η οποία αποτελεί καθρέπτη της συμπεριφοράς τους. Υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο και πολύ πιο σοβαρό που θέτει ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια την ύπαρξη αυτών των μορφωμάτων που αυτοαποκαλούνται «ριζοσπαστική αριστερά». Πρόκειται για την παντελή θεωρητική ένδεια που είναι παρούσα σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις μιας βαθύτερης συζήτησης για τα σύγχρονα (και συγχρόνως διαχρονικά) ζητήματα που τίθενται στο τραπέζι των θεωρητικών προβληματισμών. Απουσιάζει παντελώς, κάτι που να λειτουργεί ως θεωρητικό πλαίσιο με βάση το οποίο να προσανατολίζονται τα επιδιωκόμενα βήματα των πράξεων τους. Ανυπόφορες ρητορείες χωρίς καμία θεωρητική προσέγγιση. Καμία θεωρητική βάση. Τσαλαβούτημα σε θολά νερά που επιτηδευμένα λαμβάνουν μορφή μιας ενδελεχούς αναζήτησης αλλά που στη ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από προσπάθεια κάλυψης μια όλο και μεγαλύτερης άγνοιας. Μια άγνοια, που από τη στιγμή δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, καθίσταται άκρως επικίνδυνη καθόσον αυτοεξαπατά εαυτούς και στη συνέχεια εξαπατά τους άλλους.
3.
Μπορούμε να εμβαθύνουμε στο σημείο αυτό θέτοντας σε αντιπαράθεση την «κλασική» μαρξιστική έννοια του κοινωνικού ανταγωνισμού με την αντίστοιχη του αποκαλούμενου «μεταμαρξισμού»[24].
«Η «κλασική» έννοια εμπεριέχει δύο αλληλένδετα γνωρίσματα:
- Ένα θεμελιακό ανταγωνισμό που διαθέτει οντολογική προτεραιότητα, και έτσι «διαμεσολαβεί» όλους τους άλλους ανταγωνισμούς, προσδιορίζει τη θέση τους και το ειδικό τους βάρος (ταξικός ανταγωνισμός, οικονομική εκμετάλλευση)
- Η ιστορική ανάπτυξη επιφέρει αν όχι μιαν αναγκαιότητα, τουλάχιστον μια αντικειμενική δυνατότητα» λύσης αυτού του θεμελιακού ανταγωνισμού και, συνεπώς, διαμεσολάβησης όλων των υπολοίπων – για να θυμηθούμε μια πασίγνωστη μαρξιστική διατύπωση: η ίδια λογική που οδήγησε την ανθρωπότητα στην αλλοτρίωση και στην ταξική διαίρεση δημιουργεί επίσης τις προϋποθέσεις κατάργησής της.
Η ενότητα αυτών των δύο γνωρισμάτων προσφέρει τη βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η μαρξιστική έννοια της επανάστασης, της επαναστατικής κατάστασης: μιας κατάστασης μεταφορικής συμπύκνωσης κατά την οποία καθίσταται επιτέλους σαφές στην καθημερινή συνείδηση ότι δεν είναι δυνατή η επίλυση κανενός επιμέρους ζητήματος δίχως την επίλυση όλων- δίχως δηλαδή την επίλυση του θεμελιακού ζητήματος που ενσαρκώνει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής ολότητας… Όσο οι κοινωνικές σχέσεις θα κυριαρχούνται από το Κεφάλαιο, θα εξακολουθεί να υπάρχει σεξισμός στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, απειλή πλανητικού πολέμου, κίνδυνος άρσης των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών, και η ίδια η φύση θα παραμένει πάντα αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης».
Σχετικά τώρα με τη θέση του αποκαλούμενου «μεταμαρξισμού», συνεχίζει ο Zizek, « βασικό της γνώρισμα αποτελεί η ρήξη με την παραπάνω λογική- η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν έχει αναγκαστικά μαρξιστική συνήχηση: σχεδόν οποιοσδήποτε από τους ανταγωνισμούς, οι οποίοι φαντάζουν ως δευτερεύοντες υπό το φως του μαρξισμού, μπορεί να αναλάβει αυτό τον ουσιώδη ρόλο διαμεσολαβητή όλων των υπολοίπων. Παραδείγματος χάριν, έχουμε τον φεμινιστικό φονταμενταλισμό (δεν υφίσταται παγκόσμια απελευθέρωση δίχως την χειραφέτηση των γυναικών, δίχως την κατάργηση του σεξισμού), τον δημοκρατικό φονταμενταλισμό (η δημοκρατία αποτελεί τη θεμελιακή αξία του δυτικού πολιτισμού. Όλοι οι άλλοι αγώνες ‒ο οικονομικός, ο φεμινιστικός, οι μειονοτικοί, και οι υπόλοιποι‒ απλώς αποτελούν επιπλέον εφαρμογές της βασικής δημοκρατικής αρχής), τον οικολογικό φονταμενταλισμό (το οικολογικό αδιέξοδο συνιστά το θεμελιώδες πρόβλημα της ανθρωπότητας) καθώς και το ψυχαναλυτικό φονταμενταλισμό (το κλειδί της απελευθέρωσης έγκειται στην αλλαγή της κατασταλτικής λιμπιντικής δομής)».
Είναι σαφές ότι σε καμία από τις δύο παραπάνω θέσεις δεν θα μπορούσε να αντιστοιχεί η λεγόμενη Ριζοσπαστική Αριστερά. Δεν υπάρχει στον προγραμματικό ρόλο της συστηματική αναφορά που να υποστηρίζει αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος. Εκείνο που ίσως αποτελεί το μέγιστο των απαιτήσεων της, θα μπορούσε να αναζητηθεί σε μια προσωρινή, πρόσκαιρη, επιτυχημένη λύση ενός ή πολλών επιμέρους προβλημάτων στο πλαίσιο των «καλύτερων» στιγμών του παρόντος συστήματος.
Ο ριζοσπαστισμός είναι άδειο κέλυφος όταν δεν προσδιορίζεται κάθε φορά από συγκεκριμένες καταστάσεις και δεν αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Η απλή ζωή έχει δείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέφυγε καθόλου από αυτή την κατάσταση!!! Ο ριζοσπαστισμός που επικαλέστηκε ήταν γεννημένος νεκρός!!!!
[1] Κ. Μελάς, Περί των αριστερών και συναφών αντισυστημικών κινημάτων, ΦΡΕΑΡ Νο 004, Φθινόπωρο 2021.
[2] Για όλα αυτά βλ. το άρθρο στην υποσημείωση 1.
[3] Κ. Μελάς, Το Ανυπόφορο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017
[4] Ειρήσθω εν παρόδω η έννοια του Σοσιαλισμού με την πάροδο του χρόνου και μάλιστα πολύ γρήγορα εξαφανίστηκε από το λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ.
[5] Κονδύλης, Π., Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σελ. 269.
[6] Μπελ, Ντ., Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σελ. 195.
[7] Ήγκλετον, Τ., Μετά τη Θεωρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σελ. 65.
[8]«Το «’68» δεν αποτέλεσε μια στιγμή της χειραφέτησης από το κεφάλαιο, αλλά χειραφέτησης του κεφαλαίου, το οποίο απαλλάχθηκε από την παλαιά αστική κουλτούρα (ηθική, θρησκεία, κράτος, Bildung κ.τ.λ.): η μάχη που έδωσε το «’68» εναντίον της αστικής κουλτούρας προλείανε το έδαφος στον σημερινό μετα-αστικό καπιταλισμό. Ο τελευταίος, διατηρεί τα χαρακτηριστικά του «’68» και είναι αμφισβητίας, επιτρεπτικός και ενάντιος στην πειθαρχία, μη αναγνωρίζοντας καμία αρχή ικανή να θέσει φραγμούς στην απόλυτη κυριαρχία του εμπορεύματος». Fusaro, D., Ευρώπη και Καπιταλισμός, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2015, σελ. 9.
[9] Ήγκλετον, Τ., Μετά τη Θεωρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σελ. 66.
[10] Για το σημείο αυτό, βλ. Reed, C., «Μεταμοντερνισμός και Τέχνη της Ιδιαίτερης Ταυτότητας» στο Στάγκος, Ν., (επιμ), Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010.
[11] Με κύριους ιδεολογικούς εκπροσώπους : Alain de Benoist στη Γαλλία, Gianfranco Miglio στην Ιταλία και Botho Strauss στη Γερμανία.
[12] Jan-Werner Muller, Ένας επικίνδυνος νους, Πόλις 2010, σ.327.
[13] Κ. Μελάς : Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία : από την πολιτική στο νεοφιλελευθερισμό. Monthly Review, Νο 27, Μάρτιος 2007.
[14] Κ. Μελάς: Ισχύς και Οικονομία, Ιστοχώρος CIPT.gr, Μάιος 2008.
[15] Π. Κονδύλης: «Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου», Περιοδικό Διαβάζω, τ.384, Απρίλιος 1998.
[16] Ράσελ Τζάκομπι, Το Τέλος της Ουτοπίας, Εκδόσεις Τροπή, 2001, σελ. 85.
[17] Γιάννης Πανούσης, «Ο δικαιωματισμός και η τυραννία της μειοψηφίας», Ηλεκτρονική Καθημερινή, 30.03.2019.
[18] Κ. Μελάς, Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017.
[19] N. Machiavelli, «Ο Ηγεμόνας», στο: N. Machiavelli, Έργα, τόμος. Ι, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1984, σελ. 266-267.
[20] Jan- Werner Muller, Ένας επικίνδυνος νους, Εκδόσεις Πόλις, 2010,σ.364.
[21] Jan- Werner Muller, Ένας επικίνδυνος νους, όπως παραπάνω
[22] Π. Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, όπως παραπάνω
[23] Κ. Μελάς, Περί της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Νο 002, Χειμώνας 2021.
[24] Η ανάλυση ανήκει στον Slavoj Zizek, Το υψηλό αντικείμενο της Ιδεολογίας, εκδ. Scripta, 2006, σελ. 25-34.