Για το Montly ReviewΛευτέρης Ριζάς & Βαγγέλης Χωραφάς

Στις 7 Ιουνίου 2024 έφυγε ο Λευτέρης Ριζάς. Από το 1978 ήταν ο εκδότης της Μηνιαίας Επιθεώρησης, της ελληνικής έκδοσης του Monthly Review. Από το 1991 έως το 2011, προστέθηκε ως εκδότης της Μηνιαίας Επιθεώρησης και ο Βαγγέλης Χωραφάς.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τους δυό τους το 2009 με αφορμή τα 60 χρόνια από την έκδοση του Monthly Review.

Σύντομη ιστορία του Monthly Review

Το Monthly Review ξεκίνησε την έκδοσή του τον Μάιο του 1949 στη Νέα Υόρκη, σε μια δύσκολη περίοδο που χαρακτηριζόταν από την κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου. Το πρώτο τεύχος του κυκλοφόρησε με κύριο άρθρο το «Why Socialism?» («Γιατί σοσιαλισμός;») του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Από τα πρώτα βήματά του, το Monthly Review προσδιορίσθηκε από την υπεράσπιση του σοσιαλισμού, την αντίθεσή του στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τη στήριξη των εργατικών αγώνων, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και της κοινωνικής αμφισβήτησης.

Από την αρχή, το Monthly Review ήταν ανεξάρτητο από οποιονδήποτε πολιτικό οργανισμό, και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.

Την περίοδο του μακαρθισμού, οι πρώτοι εκδότες του περιοδικού Πωλ Σουήζυ και Λήο Χιούμπερμαν αποτέλεσαν στόχους της αντικομμουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ και διώχθηκαν δικαστικά.

Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στο πλαίσιο της παγκόσμιας εξέγερσης ενάντια στον καπιταλισμό, στον ιμπεριαλισμό και στην εμπορευματοποίηση της καθημερινής ζωής –σε αυτό που με συντομία αναφερόμαστε ως «1968»– το Monthly Review έπαιξε διεθνή ρόλο. Μια γενιά από πολιτικά στελέχη, ακτιβιστές και θεωρητικούς επηρεάστηκαν, σε διαφορετικά επίπεδα, από τις αναλύσεις, τις αρχές και τις θεωρητικές προσεγγίσεις του περιοδικού.

Στις επόμενες δεκαετίες της παγκόσμιας αντεπανάστασης, το Monthly Review υιοθέτησε μια σταθερή γραμμή. Αυτή η γραμμή καθοριζόταν από τη σε βάθος επεξεργασία των θεμάτων που αναδείκνυε η συγκυρία, πάντοτε όμως με γνώμονα την υπεράσπιση συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων: αυτών της πλειονότητας των ανθρώπων, των εργατών, των αγροτών, των μη εχόντων, των μη προνομιούχων, των κοινωνικά αποκλεισμένων. Σε αυτήν την πορεία των 60 χρόνων αναδείχθηκαν έξι βασικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία του Monthly Review:

  1. Η χρησιμοποίηση του μαρξισμού ως εργαλείου ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων. Ο ιδιαίτερος τρόπος διανοητικής παραγωγής του περιοδικού το βοήθησε να κρατηθεί έξω από δογματισμούς, ανορθολογικές εσχατολογίες και ιδεολογική χρήση της θεωρίας του Μαρξ. Η μετριοπάθεια των εκδοτών του αντανακλάται στο γεγονός του «ανοίγματός» του σε μια σειρά διαφορετικών μαρξιστικών προσεγγίσεων, καθώς επίσης και σε άλλες ριζοσπαστικές απόψεις που κινούνται έξω από το μαρξισμό, αλλά δεν είναι εχθρικές προς αυτόν.
  2. Η σταθερή στάση του απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Οι εκδότες του Monthly Review στάθηκαν και στέκονται στην πρώτη γραμμή όσων αντιτίθενται τα τελευταία πενήντα χρόνια στον καπιταλισμό, στο ρατσισμό και σε οποιανδήποτε άλλη μορφή καταπίεσης. Το Monthly Review κατάφερε να ξεπεράσει την εποχή του μακαρθισμού, τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση της περιόδου Ρέηγκαν, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του «τέλους της ιστορίας», χωρίς να παρασυρθεί από τις ήττες όλων των ρευμάτων της Αριστεράς και χωρίς να προσαρμοσθεί στους συγκυριακούς συσχετισμούς και στις διανοητικές παρορμήσεις του συρμού.
  3. Οι ιδιαίτερες δυνατότητές του στον τομέα της πολιτικής οικονομίας. Τα οικονομικά κείμενα του Monthly Review απέφυγαν συστηματικά τη λογική των μαθηματικών μοντέλων, του επαγγελματισμού των οικονομολόγων και των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς. Η μεγάλη πείρα των Σουήζυ, Μπαράν, Μάγκντοφ και Μπρέηβερμαν βοήθησε στην αποφυγή του ακαδημαϊκού μαρξισμού και συνέβαλε στο συσχετισμό των οικονομικών φαινομένων με μια ολιστική αντίληψη της κοινωνίας, της πολιτικής και της κουλτούρας.
  4. Η ικανότητά του να αντιμετωπίζει το παρόν μέσα από τη μακροχρόνια προοπτική. Η αντιμετώπιση των καθημερινών γεγονότων απαιτεί έναν εξαιρετικά απαιτητικό τρόπο μαρξιστικής γραφής. Η αποφυγή της θεωρητικολογίας και της ομφαλοσκόπησης βοήθησε στο να αναπτυχθεί μία σε βάθος αντιμετώπιση της ιστορίας. Οι 60 τόμοι του περιοδικού είναι περισσότερο μία τρέχουσα καταγραφή της καπιταλιστικής πραγματικότητας παρά μία αφηρημένη, θεωρητική ανάλυσή της.
  5. Ο αποδεδειγμένος διεθνισμός του. Αν και το πρώτο άρθρο του Monthly Review («Where We Stand»: «Πού βρισκόμαστε») εξέφραζε την άποψη ότι προτεραιότητα των Αμερικανών σοσιαλιστών έπρεπε να είναι οι προοπτικές του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ, σε σύντομο χρονικό διάστημα το περιοδικό απέκτησε παγκόσμια εμβέλεια. Το γεγονός αυτό ήταν αποτέλεσμα αφενός του ενδιαφέροντος που έδειχνε για τις παγκόσμιες επαναστατικές ανατροπές και αφετέρου της συνειδητοποίησης ότι το μεταπολεμικό καπιταλιστικό σύστημα, όπως οικοδομήθηκε στις ΗΠΑ, θα επιχειρούσε να κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή, το Monthly Review εναντιώθηκε στην αμερικανική (στρατιωτική, πολιτική και οικονομική) επικυριαρχία στους λαούς του πλανήτη και ταυτόχρονα στήριξε όλες τις αντισυστημικές κινήσεις στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και όπου αλλού το παγκόσμιο κίνημα αμφισβητούσε τον πατερναλιστικό καπιταλισμό.
  6. Η κατανόηση των συνεχών αλλαγών του ιμπεριαλισμού. Η εξέταση του ιμπεριαλισμού πέρα από τις αγκυλώσεις της παραδοσιακής Αριστεράς και η ανάδειξη των ανισοτήτων μεταξύ κέντρου-περιφέρειας αποτέλεσαν μια μεγάλη συμβολή του περιοδικού στους αντι-αποικιακούς και αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες.

Αν και ο 20ός αιώνας ήταν ένας «αμερικανικός αιώνας», ο 21ος (που θα κριθεί από τις παγκόσμιες ανακατατάξεις των επόμενων δεκαετιών) δεν είναι απαραίτητο να φέρει την ίδια σφραγίδα – ούτε καμία άλλη σφραγίδα καταπίεσης, ανισότητας και πολεμικών συγκρούσεων. Στην πορεία αυτή, το Monthly Review φιλοδοξεί να έχει τη δική του συμβολή στους αγώνες, στις αναζητήσεις, στις αναλύσεις, στην εκπαίδευση και την επιμόρφωση των νέων μαρξιστών και ριζοσπαστών διανοουμένων, ακτιβιστών και πολιτικών.

Οι εκδότες του Μοnthly Review

Το Monthly Review είχε μέχρι σήμερα έξι εκδότες. Οι θεμελιωτές του περιοδικού ήταν ο Πωλ Σουήζυ και ο Λήο Χιούμπερμαν.[1] Ο δεύτερος πέθανε το 1968, και τη θέση του πήρε το 1969 ο Χάρρυ Μάγκντοφ. Το εκδοτικό σχήμα διατηρήθηκε χωρίς καμία αλλαγή μέχρι την περίοδο 1997–2000, οπότε το ρόλο του τρίτου εκδότη ανέλαβε η Έλεν Μέικσινς Γουντ. Τον Μάιο του 2000 οι Τζων Μπέλλαμυ Φόστερ και Ρόμπερτ Μακ Τσέζνυ εισήλθαν στην εκδοτική ομάδα. Με το θάνατο του Πωλ Σουήζυ, τον Φεβρουάριο του 2004, και την ανάληψη από τον Ρόμπερτ Μακ Τσέζνυ της διεύθυνσης του Monthly Review Foundation, ως εκδότες του περιοδικού έμειναν οι Χάρρυ Μάγκντοφ και Τζων Μπέλλαμυ Φόστερ. Μετά το θάνατο του Χάρρυ Μάγκντοφ, τον Ιανουάριο του 2006, μοναδικός εκδότης παραμένει ο Τζων Μπέλλαμυ Φόστερ.

H λογική της εκδοτικής ομάδας μπορεί να περιγραφεί ως ένας συνδυασμός του νέου, που αναδεικνύεται από τα διεθνή γεγονότα, και της κατανόησης των μακροχρόνιων τάσεων. Η παράδοση των 60 χρόνων του περιοδικού συνοψίζεται σε αυτό που ο Πωλ Σουήζυ περιέγραφε ως «το παρόν σαν ιστορία».

Με την πάροδο των χρόνων, οι δραστηριότητες του Monthly Review Foundation (δηλαδή η έκδοση του περιοδικού και η λειτουργία του εκδοτικού οίκου Monthly Review Press) διευρύνθηκαν μέσα από την προώθηση όλων των απαραίτητων διοργανώσεων, κινήσεων κ.λπ. που απαιτούσε η πολιτική γραμμή του περιοδικού. Η διεύρυνση του ρόλου του Monthly Review έγινε δυνατή μόνο μέσα από τη στήριξη χιλιάδων ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο. Το Monthly Review απέκτησε παγκόσμια φήμη και, εκτός από τα αγγλικά και τα ελληνικά, έχει εκδοθεί στα ισπανικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά.

Πωλ Σουήζυ (1910–2004)

O Πωλ Σουήζυ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1910. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (1928–1932) και εξέδιδε το περιοδικό Grimson του Πανεπιστημίου. Από το 1932 έως το 1933 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο (London School of Economics) και την περίοδο 1933–37 εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, για την οποία βραβεύτηκε το 1938 με το βραβείο «D.A. Weller». Από το 1938 ξεκίνησε τη διδασκαλία της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας στο Χάρβαρντ. Από τις σημειώσεις και τις εισηγήσεις αυτής της περιόδου προέκυψε το βιβλίο του The Theory of Capitalist Development (Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, 1942).

Κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του καριέρας, ο Σουήζυ ανέπτυξε στενές φιλικές σχέσεις με τον Χάρολντ Λάσκι και τον Γιόζεφ Σουμπέτερ, οι οποίοι τον επηρέασαν στην απόφασή του να κάνει το μαρξισμό οργανικό και αξιοσέβαστο στοιχείο της πνευματικής ζωής των ΗΠΑ.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ από την Ευρώπη και παρά την υποτροφία που έλαβε από το Science Research Council (Συμβούλιο Επιστημονικής Έρευνας), ο Σουήζυ αποφάσισε να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα, αλλά να ασχοληθεί συστηματικά με τη μαρξιστική θεωρία και τη διάδοσή της. Την περίοδο 1948–49 έγραψε το βιβλίο Socialism (Σοσιαλισμός) και ασχολήθηκε επισταμένως με τις προετοιμασίες έκδοσης του Monthly Review.

Το 1954, στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής μακαρθικής εκστρατείας, ο Paul Sweezy κλήθηκε από τον γενικό εισαγγελέα του Νιου Χάμσαϊρ να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούσαν την εμπλοκή του στο Προοδευτικό Κόμμα (Progressive Party) και τις αριστερού περιεχομένου διαλέξεις που είχε δώσει σε πανεπιστήμια της περιοχής. Αρνήθηκε να δώσει οποιανδήποτε απάντηση και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών, η οποία αναιρέθηκε τελικά το 1957 από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε ένα από τα σημάδια της επικείμενης κατάρρευσης του μακαρθισμού τα επόμενα χρόνια. Η μετέπειτα ζωή του αφιερώθηκε στη λειτουργία του Monthly Review Foundation και στην προώθηση του σοσιαλισμού σε όλο τον κόσμο.

Τα κυριότερα έργα του:

  • The Theory of Capitalist Development (1942)
  • The Theory of Socialism (1949)
  • The Present as History (1953)
  • Cuba: Anatomy of a Revolution (1960)
  • Monopoly Capital (σε συνεργασία με τον Πωλ Μπαράν, 1966)
  • Socialism in Cuba (σε συνεργασία με τον Λήο Χιούμπερμαν, 1969)
  • The Dynamics of US Capitalism (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1970)
  • Lenin Today (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1970)
  • Vietnam: The Endless War (σε συνεργασία με τους Λήο Χιούμπερμαν και Χάρρυ Μάγκντοφ, 1970)
  • On the Transition to Socialism (1971)
  • Modern Capitalism and Other Essays (1972)
  • Revolution and Counterrevolution in Chile (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1974)
  • The End of Prosperity (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1977)
  • The Transition from Feudalism to Capitalism (1979)
  • The Deepening Crisis of US Capitalism (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1980)
  • Post-revolutionary Society (1980)
  • Four Lectures on Marxism (1981)
  • Stagnation and the Financial Explosion (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1987)
  • The Irreversible Crisis (σε συνεργασία με τον Χάρρυ Μάγκντοφ, 1989)
Λήο Χιούμπερμαν (1903–1968)

O Λήο Χιούμπερμαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσι της Νέας Υόρκης. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης το 1926, συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία (London School of Economics, 1933–34) και έλαβε το Master of Arts από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης το 1937. Διατέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών στο New College (1938–39), υπεύθυνος για τα εργατικά θέματα της φιλελεύθερης εφημερίδας PM (1940–41), αρθρογράφος της εφημερίδας US Week (1941–42), διευθυντής δημόσιων σχέσεων και εκπαίδευσης (1942–45) της National Maritime Union (Εθνική Ένωση Ναυτικών), και εκδότης ενός πειραματικού φυλλαδίου του εκδοτικού οίκου Reynal and Hitchcock (1945–46).

Ο Λήο Χιούμπερμαν, άτομο με εξαιρετικές ικανότητες στην εκλαΐκευση, την έκδοση και την προώθηση ιδεών και θέσεων, αφιέρωσε όλη την ενεργητικότητά του στο Μοnthly Review έως το θάνατό του από καρδιακή προσβολή στο Παρίσι, το 1968.

Το 1953 ο Χιούμπερμαν κλήθηκε από την Επιτροπή Μακάρθυ σε απολογία για το περιεχόμενο των βιβλίων του. Χωρίς να κάνει χρήση των συνταγματικών δικαιωμάτων του, δήλωσε ότι είναι μαρξιστής, ότι δεν έχει σχέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα και ότι υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου.

Τα κυριότερα έργα του (εκτός από τις συνεργασίες του, που προαναφέρθηκαν, με τους άλλους συνεκδότες):

  • We, the People (1932)
  • Man’s Worldly Goods (1936)
  • The Labor Spy Racket (1937)
  • The Great Bus Strike (1941)
Χάρρυ Μάγκντοφ (1913–2006)

Ο Χάρρυ Μάγκντοφ γεννήθηκε το 1913 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Ρωσο-εβραίους μετανάστες γονείς. Το 1930 άρχισε τις σπουδές του στο City College της Νέας Υόρκης στη Φυσική και στα Μαθηματικά, ενώ παράλληλα ενεργοποιήθηκε στην προοδευτική φοιτητική οργάνωση Social Problems Groups (Όμιλοι Κοινωνικού Προβληματισμού), γεγονός που του στοίχισε δύο φορές την αποβολή του από το Πανεπιστήμιο. Αργότερα προσέγγισε τη National Students League (Εθνική Ένωση Φοιτητών) και εξέδωσε το περιοδικό της Student Review. Στην τελευταία περίοδο των σπουδών του πήρε το πτυχίο του από την Εμπορική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

Αφού εργάσθηκε σε διάφορες κρατικές θέσεις, το 1946 έγινε ειδικός σύμβουλος του υπουργού Εμπορίου Χένρυ Ουάλλας. Με την άνοδο του μακαρθισμού, αποκλείσθηκε από κάθε κρατική θέση και πιέστηκε να εγκαταλείψει την Ουάσιγκτον. Απασχολήθηκε σε πολλές δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, και στα μέσα της δεκαετίας του ’60 επιχείρησε να ιδρύσει μια σοσιαλιστική οργάνωση. Ήταν μία από τις πολλές οργανωτικές προσπάθειες που έκανε, επί μία 15ετία περίπου, να κινητοποιήσει τμήματα της οργανωμένης εργασίας των μειονοτήτων, της νεολαίας και της ριζοσπαστικής διανόησης παράλληλα με τη διδασκαλία του στη New School for Social Research και στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ.

Τον Μάιο του 1969, μετά το θάνατο του Λήο Χιούμπερμαν, εμφανίσθηκε για πρώτη φορά ως εκδότης του Μοnthly Review. Μέχρι το θάνατό του, ο Χάρρυ Μάγκντοφ συνέχιζε να γράφει, να δίνει διαλέξεις και να προωθεί τη μαρξιστική ανάλυση σε τομείς όπως η παγκοσμιοποίηση, ο ιμπεριαλισμός και η κρίση στις ΗΠΑ.

Τα κυριότερα έργα του (εκτός από τις συνεργασίες του, που προαναφέρθηκαν, με τους Πωλ Σουήζυ και Λήο Χιούμπερμαν):

  • The Age of Imperialism (1969)
  • Imperialism: From Colonial Age to the Present (1978)
  • Globalization – To What End? (1993)
  • Imperialism without Colonies (2003)
Τζων Μπέλλαμυ Φόστερ (1953–)

O Τζων Μπέλλαμυ Φόστερ έχει αποκτήσει διεθνή φήμη ειδικού μελετητή των περιβαλλοντικών θεμάτων. Η εξειδίκευσή του αυτή σε συνδυασμό με τις εργασίες του στην πολιτική οικονομία δημιουργούν το υπόβαθρο για τη συστηματική μελέτη των τάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού.

Τα κυριότερα έργα του:

  • Τhe Faltering Economy: The Problem of Accumulation under Monopoly Capitalism (1982)
  • In Defense of History (σε συνεργασία με την Έλεν Μέικσινς Γουντ, 1996)
  • Capitalism and the Information Age (σε συνεργασία με τους Έλεν Μέικσινς Γουντ και Ρόμπερτ Μακ Τσέζνυ, 1998)
  • The Vulnerable Planet (1999)
  • Hungry for Profit: The Agribusiness Threat to Farmers, Food, and the Environment (σε συνεργασία με τους Φρεντ Μάγκντοφ και Φρέντερικ Μπάτελ)
  • Marx’s Ecology: Materialism and Nature (2000)
  • Ecology against Capitalism (2002)
  • Pax Americana: Exposing the American Empire (σε συνεργασία με τον Ρόμπερτ Μακ Τσέζνυ, 2004)
  • Naked Imperialism: The US Pursuit of Global Dominance (2006)
  • Critique of Intelligent Design: Materialism versus Creationism from Antiquity to the Present (σε συνεργασία με τους Μπρετ Κλαρκ και Ρίτσαρντ Γιορκ, 2008)
  • The Great Financial Crisis: Causes and Consequences (με τον Φρεντ Μάγκντοφ, 2009)
  • The Ecological Revolution: Making Peace with the Planet (2009)

Η παρουσίαση της εκδοτικής ομάδας του Monthly Review δεν θα ήταν πλήρης, αν παραλείπαμε να αναφέρουμε τις προσπάθειες όσων δημιούργησαν τον εκδοτικό οίκο Μοnthly Review Press. Όλα ξεκίνησαν το 1952, όταν ο Ίσιντορ Φάινσταϊν Στόουν δεν μπόρεσε να δημοσιεύσει το επικριτικό –κατά την επίσημη άποψη– έργο του για τον Πόλεμο της Κορέας. Το The Hidden History of the Corean War (Η κρυφή ιστορία του Πολέμου της Κορέας, 1952) ήταν ο πρώτος τίτλος του Μοnthly Review Press, που για περισσότερα από 15 χρόνια εξέδιδε βιβλία που αντετίθεντο στην αμερικανική πολιτική και δεν ήταν ευχάριστα στο κατεστημένο των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Το γεγονός αυτό δεν σήμαινε ότι ο Μοnthly Review Press ήταν ένας περιθωριακός εκδοτικός οίκος, αλλά μια συλλογική προσπάθεια που εξέδιδε βιβλία σύμφωνα με τις πολιτικές του αρχές.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Μοnthly Review Press λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Λήο Χιούμπερμαν. Από το 1967 το ρόλο αυτόν ανέλαβε ο Χάρρυ Μπρέηβερμαν (1920–1976), πρώην διευθυντικό στέλεχος της Grove Press στη Νέα Υόρκη. Ο Μπρέηβερμαν, που εργάσθηκε για χρόνια ως μισθωτός εργάτης στα ναυπηγεία και στη βιομηχανία χάλυβα, αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο του συνδικαλισμού και του σοσιαλιστικού ακτιβισμού. Ακολουθώντας μια 15ετή πορεία στον τροτσκιστικό χώρο, εξέδιδε το περιοδικό American Socialist μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60, οπότε ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Μοnthly Review. Το κυριότερο έργο του, το Labor and Monopoly Capital (Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο), αποτέλεσε το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ του Μοnthly Review Press και αναδείχθηκε σε κλασικό έργο στο χώρο της κοινωνιολογίας της εργασίας.

Ο Τζουλς Γκέλλερ (1913–1990) διαδέχθηκε τον Μπρέηβερμαν στη διεύθυνση του εκδοτικού οίκου από το 1976 έως το 1983. Ακολούθησε η Σούζαν Λόουζ από το 1983 έως το 1995.

Σήμερα, ο Μοnthly Review Press διευθύνεται από ένα «υβρίδιο» αυτοδιαχειριζόμενων τμημάτων και από μια κοινή εκδοτική επιτροπή, σε μια προσπάθεια απόκτησης μεγαλύτερης ευλυγισίας, συμμετοχής και αποτελεσματικότητας.

Η πολιτική του Monthly Review

Δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί αν το Μonthly Review αποτελεί μια προσπάθεια της «παραδοσιακής» ή της «νέας» Αριστεράς – ίσως επειδή αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είναι κοινώς αποδεκτοί. Αν όμως, με μια συμβατική λογική, έπρεπε να κάνουμε αυτή την επιλογή, θα λέγαμε ότι το Μonthly Review είναι ένα περιοδικό της παραδοσιακής Αριστεράς, που επεξέτεινε την επιρροή του στη νέα Αριστερά, γιατί εξαρχής είχε συγκεκριμένες θέσεις που ταυτίζονταν με τις βασικές πεποιθήσεις της τελευταίας. Και ακόμη, επειδή καλλιέργησε σχέση αλληλεπίδρασης με τα κινήματα και τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60, λειτουργώντας ως χώρος «συνάντησης» των γενεών της Αριστεράς.

Οι εκδότες, οι αναγνώστες και οι συνεργάτες του Μonthly Review προέρχονταν, κυρίως, από την παραδοσιακή Αριστερά. Στη δεκαετία του ’50 εμφανίστηκαν στις σελίδες του οι Carey McWilliams, Anne Braden, Agnes Smedley, A.L. Strong, Edgar Snow, Stanley Moore, Joseph Starobin, Jean Paul Sartre, Scott Nearing, Annette Rubinstein, Carl Mazzani.

Παράλληλα, όμως, το περιοδικό διέθετε και μια σειρά χαρακτηριστικών της νέας Αριστεράς. Το 1956 οι εκδότες του Μonthly Review κράτησαν κριτική στάση απέναντι στη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία και στις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ για τα εγκλήματα του Στάλιν. Ταυτόχρονα, προώθησαν απόψεις που υποστήριζαν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 εμφανίστηκαν στο περιοδικό κείμενα των W. Du Bois, Sirley Graham, Oliver Cromwell Cox, James και Grace Lee Boggs, Conrad Lynn, Lorraine Hansburry καθώς και μια συνέντευξη με τον Malcolm X.

H δηλωμένη ανεξαρτησία του περιοδικού από κάθε πολιτικό έλεγχο συμβάδιζε με την κουλτούρα της νέας Αριστεράς, ενώ παράλληλα η πολιτική στήριξης όλων των αριστερών ήταν σύμφωνη με τις αρχές του μη αποκλεισμού και του ανοικτού διαλόγου, που χαρακτήριζαν τότε ορισμένα τμήματα της νέας Αριστεράς.

Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη συνεργασία του Μonthly Review με συγγραφείς της νέας Αριστεράς, όπως ήταν οι: Staughton Lynn, William Appleman Williams, C. Wright Mills, Raymond Williams, Ralph Miliband, James Weinstein, Eric Hobsbawm, Todd Gitlin, Carl Ogelsby, Ronald Radosh, David Horowitz, Noam Chomsky.

Ένα πρόσθετο σημείο σύγκλισης του Μonthly Review και των ρευμάτων της Αριστεράς ήταν η στάση που κράτησε το περιοδικό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ – συγκεκριμένα, στην αντιμετώπιση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και στη στήριξη των επαναστάσεων στην Κίνα και την Κούβα. Την περίοδο εκείνη η πιθανότητα να θεωρηθεί η Κούβα ως ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης που απέκλινε από τον συμβατικό κομμουνισμό και από την «αμερικανική αυτοκρατορία» ήταν ευρέως διαδεδομένη στους κύκλους των αριστερών και ριζοσπαστών, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Η έμπρακτη στήριξη των Χιούμπερμαν και Σουήζυ στην κουβανική επανάσταση, με πολλά ταξίδια που πραγματοποίησαν στο νησί, είχε ως αποτέλεσμα –μεταξύ άλλων– τη συνεργασία του Τσε Γκεβάρα και του Φιντέλ Κάστρο με το Μonthly Review.

Η στάση του περιοδικού απέναντι στην εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είχε διττό χαρακτήρα: αφενός έπρεπε να αντιμετωπισθούν η εργατική αριστοκρατία της Δύσης, ο συντηρητισμός της εργατικής τάξης και οι προσπάθειες ενσωμάτωσής της στο σύστημα, και αφετέρου να στηριχθεί η κατά καιρούς εμφανιζόμενη ριζοσπαστικοποίησή της. Πολλές φορές οι συνεργάτες του Μonthly Review αναζήτησαν πηγές επαναστατικών αλλαγών έξω από το χώρο της οργανωμένης εργασίας και έφεραν στην επιφάνεια τις δυνατότητες του κινήματος των μαύρων –μέσα και έξω από την παραδοσιακή εργατική τάξη–, καθώς και των κινημάτων της νεολαίας και των γυναικών.

Η στροφή της ευρωπαϊκής και αμερικανικής Αριστεράς προς το σοσιαλισμό, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήταν συχνά αντιφατική. Συνδύαζε την αναγνώριση της αδυναμίας απελευθέρωσης κάτω από τον καπιταλισμό, την πανσπερμία απόψεων γύρω από τα διδάγματα του «Μάη του ’68», την αναζήτηση και προβολή του μοναδικού ορθού αριστερού λόγου –κατά συνέπεια, το φραξιονισμό και την πολυδιάσπαση– καθώς και την ψευδαίσθηση ανάδειξης επαναστατικών πρωτοποριών. Ήταν η απαρχή της ανάδειξης των αδιεξόδων της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, του τριτοδιεθνιστικού κομμουνισμού και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

H περίοδος αυτή ταυτίζεται με τον Πόλεμο του Βιετνάμ· έναν πόλεμο που δημιούργησε όχι μόνο ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και μια αυξανόμενη ανάγκη κατανόησης των μακροχρόνιων τάσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο Μonthly Review αναπτύσσεται ένας διπλός συνδυασμός θεμάτων. Οι οικονομικές αναλύσεις του Σουήζυ The Theory of Capitalist Development και Monopoly Capital (η δεύτερη από κοινού με τον Μπαράν), σε συνδυασμό με τις μελέτες του Μάγκντοφ για τον ιμπεριαλισμό, διαμορφώνουν μια βάση ανάλυσης για τις δομές των καπιταλιστικών οικονομιών και τις ανάγκες της διεθνούς επέκτασής τους. Ο ιμπεριαλισμός δεν αντιμετωπίζεται σαν μια επιλεγμένη πολιτική αλλά ως η πραγματική ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας, γεγονός που συνεπάγεται ότι και ο πόλεμος –που συμβαδίζει με τον ιμπεριαλισμό– δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά τον κανόνα λειτουργίας του συστήματος.[2]

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι Andre Gunder Frank, Samir Amin, Ανδρέας Παπανδρέου, Kwame Nkrumah, Eduardo Galeano, Aime Cesaire, Amilcar Cabral, επεξέτειναν τη «θεωρία της εξάρτησης» του Μπαράν, υποστηρίζοντας ότι ο Τρίτος Κόσμος είναι υπανάπτυκτος, όχι επειδή απαρτίζεται από προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά επειδή ο καπιταλισμός του Κέντρου τον κρατά σε αυτήν τη θέση. Επομένως, ο μόνος τρόπος αναίρεσης αυτής της κατάστασης είναι η αποσύνδεση του Τρίτου Κόσμου από την «αυτοκρατορία» του καπιταλισμού. Απόρροια της άποψης αυτής ήταν η στήριξη από το Monthly Review όλων των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και επαναστάσεων στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, καθώς και των περισσότερων χωρών που είχαν απαλλαγεί από δικτατορικά καθεστώτα, όπως ήταν η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Η ανάμειξη των εκδοτών του Μonthly Review στο σοσιαλιστικό «πείραμα» της Χιλής ήταν ακόμη πιο άμεση, με την εισήγηση στην κυβέρνηση Αλλιέντε για την αναγκαιότητα λήψης μέτρων λαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης απέναντι στο στρατιωτικό κατεστημένο.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αριστεράς του 20ού αιώνα ήταν η στάση που θα κρατούσε απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και σε παρεμφερή κράτη, που προήλθαν από λαϊκές επαναστάσεις, ήταν διαφορετικά στη δομή, την ιδεολογία και την ταξική οργάνωση από τον καπιταλισμό, αλλά απουσίαζε εμφανώς από αυτά η εργατική δημοκρατία. Οι διαφωνίες στο χώρο της Αριστεράς δεν οφείλονταν μόνο στη διαφορετική κατανόηση της ταξικής φύσης αυτών των κοινωνιών, αλλά και στην αντίληψη του ρόλου τους στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Για το Monthly Review, ο ορισμός του σοσιαλισμού παρέμεινε σταθερός για 60 ολόκληρα χρόνια: ήταν η άρνηση του καπιταλισμού, ο ολοκληρωτικός μετασχηματισμός των σχέσεων ιδιοκτησίας και η απόρριψη του κέρδους ως οργανωτικής αρχής της παραγωγής. Με το πέρασμα των χρόνων αποδείχθηκε ότι αυτές ήταν αναγκαίες –αλλά όχι ικανές– συνθήκες για το σοσιαλισμό. Ενώ η αρχική άποψη ήταν ότι η ΕΣΣΔ διαμόρφωσε ένα λειτουργικό σοσιαλιστικό σύστημα με το πρώτο «πενταετές πλάνο», τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά τα επόμενα χρόνια. Η όλη μεταπολεμική πορεία της ΕΣΣΔ (με τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, τη σύγκρουση με την Κίνα, την εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, το πραξικόπημα στην Πολωνία στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κ.λπ.) έπεισε τους εκδότες του περιοδικού ότι η ΕΣΣΔ ήταν μια απο-πολιτικοποιημένη, μη επαναστατική κοινωνία, με έντονες κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κυρίως μεταξύ της άρχουσας ομάδας της κομματικής γραφειοκρατίας και των οικονομικών διαχειριστών του συστήματος, από τη μια πλευρά, και της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, από την άλλη.

Στο βαθμό όπου οι κοινωνίες αυτές δεν εξασφάλιζαν τον έλεγχο των παραγωγών στην παραγωγική διαδικασία (όπως υποστηρίχθηκε από τους Πωλ Σουήζυ και Σαρλ Μπεττελέμ), αλλά ούτε και τη λειτουργία της δημοκρατίας, τότε έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως μεταβατικές, μετεπαναστατικές –οπωσδήποτε πέρα από τον καπιταλισμό–, αλλά όχι ως σοσιαλιστικές κοινωνίες. Η θέση αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τις απόψεις των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων, που θεωρούσαν ότι οι παραπάνω χώρες είχαν περάσει στο σοσιαλισμό, και μάλιστα ότι ορισμένες από αυτές βάδιζαν στο πρώτο στάδιο του κομμουνισμού.

Μετά τη συνολική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» από τις εξεγέρσεις του 1989, οι περισσότερες από τις μετεπαναστατικές κοινωνίες οδηγήθηκαν μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς στον καπιταλισμό. Άλλες, όπως η Κούβα και η Κίνα, επέζησαν των αλλαγών, αλλά το μέλλον τους δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα.

Η υποστήριξη των εκδοτών του Monthly Review στην κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση στόχευε στην ανάδειξη δομών και διαδικασιών που θα μπορούσαν να δώσουν νέα πολιτική ώθηση στις μετεπαναστατικές κοινωνίες, και όχι στη στήριξη «αλλαγών» που εκφυλίσθηκαν (βλ. Κίνα) σε ενδοκομματικές φραξιονιστικές διαμάχες.

Όμως, στη μεταπολεμική περίοδο, το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα παρουσίασε και άλλες εκδοχές. Η απόρριψη από το Monthly Review, σε θεωρητικό επίπεδο, του «σοσιαλισμού της αγοράς», τόσο για τις χώρες της Δύσης όσο και για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο ή την Κίνα του Τενγκ Σιάο-πινγκ, διαμόρφωσε μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στις εξελίξεις στην Αριστερά. Η Σοσιαλδημοκρατία είχε χάσει –πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– τη δυναμική της, και τα μεταπολεμικά «κοινωνικά συμβόλαια» αντιπροσώπευαν εποχικούς συμβιβασμούς μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που δεν θα μπορούσαν να αναπαραχθούν μετά τη δεκαετία του ’80. Για το Monthly Review, ο ευρωκομμουνισμός δεν αποτελούσε βιώσιμη στρατηγική για τη δεκαετία του ’70, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον γρήγορο μαρασμό του. Όσο για τον υπερεπαναστατισμό της άκρας Αριστεράς, αποτελούσε μια μόνιμη παθογένεια στον αριστερό χώρο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει ιστορική δικαίωση.

Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις τους για τις στρατηγικές της Αριστεράς, οι εκδότες του Monthly Review στήριξαν όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έγιναν, ενισχύοντας παράλληλα τις πιο αριστερές τάσεις, ενώ την ίδια στιγμή εναντιώθηκαν στην πολιτική συνεργασία με τους καπιταλιστικούς θεσμούς και τις δομές του ιμπεριαλισμού. Η στάση τους αυτή έγινε εμφανής από τον θετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν την «επανάσταση των γαριφάλων» στην Πορτογαλία και τις πρώτες κυβερνήσεις των Φρανσουά Μιττεράν και Ανδρέα Παπανδρέου, στη Γαλλία και την Ελλάδα αντίστοιχα.

Η στάση του Monthly Review απέναντι στις εξελίξεις στην Αριστερά τον 20ό αιώνα τού επέτρεψε να υποστηρίξει ότι η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ την περίοδο 1989–1992 δεν σηματοδοτούσε το τέλος του σοσιαλισμού. Ήταν όμως εξίσου προφανές ότι η σοσιαλδημοκρατία, ο ευρωκομμουνισμός, ο τριτοδιεθνιστικός κομμουνισμός και ο ακροαριστερός φραξιονισμός δεν αποτελούσαν πλέον βιώσιμες λύσεις για το σοσιαλιστικό κίνημα του 21ου αιώνα.

Η σοσιαλδημοκρατία, μέσα από τις στρατηγικές του «τρίτου δρόμου» των Κλίντον και Μπλαιρ, προσαρμόσθηκε στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε σοσιαλιστική στρατηγική. Τα όποιας μορφής κομμουνιστικά ρεύματα συρρικνώθηκαν –εφόσον δεν είχαν καμία εναλλακτική στρατηγική για την καπιταλιστική κοινωνία– και αποτελούν σήμερα κομμάτια μιας «αδύναμης» Αριστεράς, που προσπαθεί να βρει όρους ύπαρξης στα πολιτικά συστήματα των καπιταλιστικών χωρών.

Σήμερα, οι εκδότες και οι συνεργάτες του Monthly Review εξακολουθούν να αναζητούν βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα που θέτει το παρόν στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αφήνοντας στην άκρη ό,τι η ιστορία έκρινε ως ανεπαρκές, εξακολουθούν να στηρίζουν τα παλιά και τα νέα κοινωνικά κινήματα, καθώς και το κίνημα της εργατικής τάξης, στην προσπάθεια αλλαγής της καπιταλιστικής κοινωνίας· μιας αλλαγής που δεν γίνεται με προκατασκευασμένες συνταγές, ούτε με φαντασιακά κοινωνικά υποκείμενα, αλλά πάντα μέσα από τη συνεχή ανατροπή των υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Στην πραγματικότητα, υπήρξε και τρίτος εκδότης του περιοδικού, ο Όττο Νέηθαν (1893–1987), μετανάστης από τη Γερμανία, πρώην σύμβουλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Αν και έγραψε πολλά άρθρα το 1949, ο Νέηθαν δίστασε να εμφανισθεί δημόσια ως εκδότης του Monthly Review, και το 1950 αποχώρησε. Θα πρέπει ακόμη να μνημονεύσουμε τον Φράνσις Όττο Ματάισσεν (1902–1950), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, που χρηματοδότησε με 15.000 δολάρια την έκδοση του περιοδικού το 1949.

Ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του Monthly Review έπαιξε και ο Πωλ Μπαράν (1910–1964), αν και ποτέ δεν συμμετείχε στο εκδοτικό σχήμα. Η οικογένεια του Πωλ Μπαράν έζησε στη Ρωσία, στο Nικολάιεφ της Μαύρης Θάλασσας, αλλά το 1921 αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Πολωνία. Ο Πωλ Μπαράν τελείωσε τις σπουδές του στη Γερμανία και έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Επέστρεψε στη Μόσχα το 1926 και μετά την ήττα της αριστερής αντιπολίτευσης αναχώρησε οριστικά για τη Γερμανία το 1928. Το 1930 προσέγγισε το SPD και άρχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης. Το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ, και από εκεί μέσω Λονδίνου εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου εργάσθηκε στο Office of Strategic Services (Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών) και από το 1945 και μετά στη Federal Reserve Bank (Ομοσπονδιακή Τράπεζα) της Νέας Υόρκης. Αν και εξασφάλισε μόνιμη θέση στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, κατηγορήθηκε από την εφημερίδα Times Herald ως κατάσκοπος των Σοβιετικών. Το κράτος τού αρνήθηκε τη χορήγηση διαβατηρίου για να διδάξει στην Οξφόρδη. Ο Μπαράν ανακρίθηκε πολλές φορές από το FBI και αναγκάστηκε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο «Historicus» μέχρι το 1956. Το 1948 επέστρεψε στον ακαδημαϊκό χώρο, εξασφαλίζοντας μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, στο οποίο μονιμοποιήθηκε το 1951. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με την έκδοση του βιβλίου του The Political Economy of Growth (Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης, 1957), στο οποίο ερμηνεύει το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών ως αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών δομών της παγκόσμιας οικονομίας. Οι εμπειρίες του από τη Σχολή της Φρανκφούρτης ενσωματώθηκαν, εν μέρει, στο βιβλίο του Marxism and Psychoanalysis (Μαρξισμός και ψυχανάλυση, 1960). Το τελευταίο έργο του, γραμμένο από κοινού με τον Πωλ Σουήζυ, με τίτλο Monopoly Capital (Μονοπωλιακό κεφάλαιο, 1966), αποτέλεσε για την επόμενη 20ετία το κυριότερο σημείο αναφοράς της νέας γενιάς ριζοσπαστών και αριστερών οικονομολόγων. Ο Πωλ Μπαράν πέθανε το 1965. Στο ειδικό τεύχος του Monthly Review που κυκλοφόρησε με αφορμή το θάνατό του έστειλαν συνεργασίες οι Τσε Γκεβάρα, Παλμίρο Τολιάττι, Σαρλ Μπεττελέμ, Τζόαν Ρόμπινσον, Έρικ Χόμπσμπωμ, Άιζαακ Ντόυτσερ κ.ά.

[2] Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του περιοδικού δεν εμπόδισε μια σειρά ακαδημαϊκών οικονομολόγων να δημοσιεύσουν κείμενά τους σ’ αυτό. Διακρίναμε τα άρθρα των Joan Robinson, Oscar Lange, J. Steindl, T. Scitovsky και άλλων, που επιχείρησαν να τοποθετηθούν έξω από το κυρίαρχο πρότυπο της οικονομικής θεωρίας.