Η εμφάνιση μιας αγοράς τηλεοπτικών δικαιωμάτων, με την ανάπτυξη της συνδρομητικής τηλεόρασης, μεταμόρφωσε την οικονομία του ποδοσφαίρου, πυροδοτώντας μια θεαματική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1980. Αυτή η εξέλιξη έκανε τις τηλεοράσεις τους κύριους χρηματοδότες της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας, δημιουργώντας μια διπλή «τηλε-εξάρτηση»: Για τους συλλόγους σε σχέση με αυτά τα έσοδα, και για το ποδόσφαιρο στο σύνολό του, που έχει γίνει «τηλεοπτικό προϊόν» και ως εκ τούτου, απαιτείται σιωπηρά να ανταποκρίνεται στα αιτήματα των χορηγών του.
Αυτό ενθάρρυνε ιδιαίτερα τους διοργανωτές –επαγγελματικά πρωταθλήματα, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες– να αναδιαρθρώσουν τα προγράμματα μετάδοσης, αλλά και να πολλαπλασιάσουν τους αγώνες προκειμένου να αυξήσουν και τα ποσά των δικαιωμάτων που δημιουργούνται. Η εξέλιξη αυτή, έτεινε επίσης να αυξήσει τον αριθμό των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, περιπλέκοντας τη κατάσταση και καθιστώντας την πρόσβαση για τους τηλεθεατές πιο ακριβή, με κίνδυνο να οδηγήσει σε μια υπερέκθεση του αθλήματος και επομένως, να μειώσει τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου.
Τέλος, οι τηλεοράσεις άφησαν το στίγμα τους στο παιχνίδι με ένα σκηνικό που στοχεύει στη θεαματοποίησή του μέσω μιας αύξησης των τεχνικών μέσων, για την παραγωγή ενός «techno show» στο οποίο πνίγεται το ποδόσφαιρο και το οποίο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτό που βλέπει ο θεατής στο γήπεδο, μερικές φορές σε σημείο που να βλάπτει την κατανόηση του αγώνα. Διεξάγοντας τις μόνιμες δίκες των διαιτητών, ασκώντας προκαταβολικά τη βιντεο-διαιτησία, έκαναν μια εκστρατεία υπέρ της, πολύ πριν από την υιοθέτησή της, χωρίς τον παραμικρό προβληματισμό για τις συνέπειές της, οι οποίες ωστόσο ήταν σημαντικές για το παιχνίδι και τους τρόπους λειτουργίας του.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΡΑΦΩΝ
Ακόμα κι αν ήταν μέρος μιας συνολικής δυναμικής απορρύθμισης, η απόφαση Μπόσμαν είχε στην πραγματικότητα σημαντικές συνέπειες, επιτρέποντας ‒με τη σχεδόν ολοκληρωτική κατάργηση των ποσοστώσεων για ξένους παίκτες‒ στις πλουσιότερες ομάδες να συγκεντρώσουν τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στην ομάδα τους. Έχει επίσης ευνοήσει τον πληθωρισμό των ποσών μεταγραφών και των μισθών, που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των συλλόγων, και την ακραία κινητικότητα των παικτών, που συχνά εκλαμβάνεται ως θέμα «μισθοφορίας». Οι καλύτεροι παίκτες, σε μια πολύ κατακερματισμένη αγορά εργασίας και οι πράκτορές τους, ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι αυτής της εξέλιξης.
Το παράδοξο είναι ότι ένα από τα πιο προβληματικά αποτελέσματα της απελευθέρωσης του ποδοσφαίρου ‒που βλέπει τους ποδοσφαιριστές να μετατρέπονται σε κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία‒ περιλαμβάνει αδιαφανείς χρηματοοικονομικές ροές πολύ ευνοϊκές για τη διαφθορά και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αναθέτει στις προπονητικές ομάδες λειτουργίες εκτροφής παικτών και συμβάλλει στην απώλεια της ταυτότητας των ομάδων, μετατρέποντας το ποδόσφαιρο σε θέαμα των μέσων ενημέρωσης.
Το «παράθυρο μεταγραφών», το οποίο έχει το πλεονέκτημα της παροχής ποδοσφαιρικού περιεχομένου κατά τις περιόδους διακοπής των αγώνων, έχει γίνει από μόνο του είδηση, στην οποία οι φήμες είναι πληροφορίες, που προκαλούν το ενδιαφέρον σαν ένα τεράστιο παιχνίδι, για το οποίο πολλοί υποστηρικτές είναι παθιασμένοι και του οποίου οι ίδιοι γίνονται ειδικοί, ενώ οι ομάδες τους είναι, ως επί το πλείστον, θύματα αυτού του συστήματος.
ΟΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΕΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Το επικερδές Champions League, που ξεκίνησε το 1992 ως «premium» διοργάνωση, αποτέλεσε έναν από τους κύριους μοχλούς των διευρυνόμενων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στον αθλητισμό, οδηγώντας σε μεγαλύτερο πλουτισμό των πλουσιότερων ομάδων. Πρώτον, μέσω μιας φόρμουλας αγώνων (φάση ομίλων, μερίδιο θέσεων που προορίζονται για τα μεγάλα πρωταθλήματα) που ευνόησε τους συλλόγους που ήδη είχαν τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές. Στη συνέχεια, μέσω ενός συστήματος διανομής εισοδημάτων που τεχνητά ‒ανεξαρτήτως αθλητικής αξίας‒ τους διέθεσε το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας.
Η φάση των νοκ-άουτ αγώνων την άνοιξη, ευνόησε σταδιακά μια ολιγαρχία συλλόγων από τις τέσσερις πιο ισχυρές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία συν την PSG) που λάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών και αθλητικών πόρων, αναδεικνύοντας μια δραστική αλλαγή στην ελίτ των ποδοσφαιρικών συλλόγων και μια ολοένα και στενότερη συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ισχύος και των αποτελεσμάτων. Η αθλητική αβεβαιότητα, την οποία πασχίζουν να εξαλείψουν αυτοί οι σύλλογοι επειδή είναι αντίθετη με την ανάγκη διασφάλισης των επενδύσεών τους, απλώς αναδημιουργείται μέσα στους κόλπους αυτής της μικρής ελίτ.
Αυτό εγείρει την απειλή ενός ιδιωτικού και κλειστού πρωταθλήματος εδώ και 25 χρόνια, ωθώντας την UEFA να υποχωρεί συστηματικά προσαρμόζοντας το Champions League σύμφωνα με τα συμφέροντα αυτών των συλλόγων. Ακόμα κι αν η έναρξη μιας τέτοιας «Ευρωπαϊκής Σούπερ Λίγκας» τον Απρίλιο του 2021, ηττήθηκε χάρη σε ένα ευρύ μέτωπο άρνησης, όλες οι μεταρρυθμίσεις του Champions League (συμπεριλαμβανομένης αυτής που θα εφαρμοστεί την επόμενη σεζόν) μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό. Όλες οι εξελίξεις στο ποδόσφαιρο, που ελάχιστα έχουν καταπολεμηθεί, τείνουν προς αυτό το μοντέλο κλειστού ανταγωνισμού που γυρίζει την πλάτη του στο μοντέλο του ευρωπαϊκού αθλητισμού – το οποίο βασίζεται σε ένα πυραμιδικό σύστημα αγώνων, βασισμένο στις ανόδους και τους υποβιβασμούς μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΜΕ
Πολλές εξηγήσεις μπορούν να δοθούν για την παθητικότητα των αθλητικών ΜΜΕ. Το κυριότερο, εκτός από έλλειψη κριτικής και πολιτικής κουλτούρας, είναι ότι βρήκαν το δικό τους ενδιαφέρον για την ανάπτυξη αυτού του μοντέλου ποδοσφαίρου, το οποίο έχει αποκτήσει κοινωνική νομιμότητα και υψηλή θέση στην ιεραρχία της πληροφορίας. Η σιωπηρή υποστήριξή τους σε αυτό το σύστημα, εκτός από τη σποραδική αγανάκτηση, παραμένει προβληματική: διεκδικούν συνεχώς «αξίες», αυτές του αθλητισμού, γνωρίζοντας ήδη ότι αυτές υπονομεύονται βαθιά, από τον τρόπο λειτουργίας του ποδοσφαίρου.
Οι δημόσιες αρχές, ιδιαίτερα στις χώρες της ΕΕ, ταλαντεύονται μεταξύ μιας μορφής περιφρόνησης για τον αθλητισμό και της αντίληψής του ως ψυχαγωγίας για τις μάζες. Ανάλογη αδιαφορία εξέφρασε και η Αριστερά, θεωρώντας τον αθλητισμό όχι ως πεδίο αγώνα, αλλά ως έκφραση του βιομηχανικού καπιταλισμού και στη συνέχεια του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Μια χαμένη υπόθεση, με λίγα λόγια, για την οποία δεν αξίζει να παλέψει η Αριστερά παρά τους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ ποδοσφαίρου, λαϊκού πολιτισμού και εργατικών κινημάτων.
Αυτή η συλλογική παραίτηση οδήγησε κυρίως στην αποτυχία υπεράσπισης, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, μιας «ιδιαιτερότητας των αθλητικών δραστηριοτήτων» που βασίζεται σε αυτό που θεωρεί και προστατεύει τον πολιτισμό ως κοινό αγαθό και που θα προστατεύει τους συλλόγους και το ίδιο το ποδόσφαιρο, ως κοινά αγαθά, ιδίως με την αποκατάσταση ισχυρών κανονισμών, διασφαλίζοντας δεσμούς με τη τοπικότητα και τους θεατές. Αυτή η συλλογική κληρονομιά δεν πρέπει να αξιοποιείται από συμφέροντα που της είναι εντελώς ξένα ‒οικονομικά και τώρα γεωπολιτικά συμφέροντα‒ όπως είδαμε με τη Ρωσία, το Κατάρ ή τώρα τη Σαουδική Αραβία.
Εάν δεν γίνει δυνατή η ύπαρξη των προϋποθέσεων για μια πραγματική πολιτική συζήτηση για τον αθλητισμό, η υποβάθμιση του ποδοσφαίρου θα συνεχιστεί.