Όψεις της γεωπολιτικής του Παγκόσμιου Κυπέλλου ΠοδοσφαίρουΒαγγέλης Χωραφάς

Μετά από 80 χρόνια το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου διεξήχθη για πρώτη φορά στην Αφρική – το 19ο Παγκόσμιο Κύπελλο, στη Νότια Αφρική το 2010. Το 2014, το Παγκόσμιο Κύπελλο διεξήχθη στη Βραζιλία. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές φαινόμενο στα χρονικά του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: δύο συνεχόμενες διοργανώσεις διεξήχθησαν εκτός Ευρώπης. Αυτό το γεγονός, σε συσχετισμό με την ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, είναι ενδεικτικό της πολιτικής διαπάλης η οποία διεξάγεται στους κόλπους της FIFA.

Η ανάθεση της διεξαγωγής τελικού Παγκόσμιου Κυπέλλου λαμβάνεται με βάση το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας, την αθλητική της υποδομή, την αθλητική τεχνογνωσία και εξέλιξή της, τις δυνατότητες κινητοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού της, τις συνολικές υποδομές της κ.ά. Όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά, στο βαθμό που οι αναθέσεις σχετίζονται άμεσα και με γεωπολιτικά κριτήρια. Η κυριαρχία των χωρών της Δύσης στο θεσμικό πλαίσιο του παγκόσμιου αθλητισμού τούς επέτρεψε να διαχειρίζονται με βάση τα συμφέροντά τους τους τρόπους και τους όρους διεξαγωγής των μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων.

ΟΙ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Η FIFA ιδρύθηκε το 1904 αποκλειστικά από ευρωπαϊκές χώρες. Το 1909 εντάχθηκε στη FIFA η Νότια Αφρική, το 1912 η Αργεντινή και η Χιλή, και το 1913 οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Το πρώτο διεθνές τουρνουά ποδοσφαίρου οργανώθηκε από τη FIFA το 1908 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου και νικήτρια αναδείχθηκε η Μεγάλη Βρετανία. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη, νικήτρια αναδείχθηκε η Ουγγαρία. Και στις δύο αυτές διοργανώσεις συμμετείχαν μόνο ευρωπαϊκές ομάδες.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1920 στην Αμβέρσα του Βελγίου συμμετείχαν 14 ομάδες, μεταξύ των οποίων και η Αίγυπτος, η πρώτη μη ευρωπαϊκή χώρα που συμμετείχε σε μια τέτοια διοργάνωση. Οι αγώνες αυτοί σηματοδοτούν και την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να εγκαταλείψει τη FIFA, αρνούμενη να αγωνισθεί με ομάδες των οποίων τα κράτη αποτέλεσαν εχθρούς της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή τις χώρες της επονομαζόμενης Συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων στην οποία πρωτοστατούσε η Γερμανία. Παράλληλα, υπήρξε και διαφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και FIFA για τη σχέση μεταξύ ερασιτεχνισμού και επαγγελματισμού στο ποδόσφαιρο. Οι συγκρούσεις αυτές κράτησαν τη Μεγάλη Βρετανία εκτός FIFA μέχρι το 1946.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924, από τις 22 χώρες, οι τρεις δεν ανήκαν στην Ευρώπη – Αίγυπτος, ΗΠΑ και Ουρουγουάη, με την τελευταία να κερδίζει και τον τίτλο. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και το 1928 στους Ολυμπιακούς του Άμστερνταμ, με την Ουρουγουάη να είναι πάλι η νικήτρια σε ένα τουρνουά με 17 συμμετέχοντες, εκ των οποίων οι έξι εκτός Ευρώπης.

Το 1928 η FIFA αποφασίζει να ξεκινήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο ως θεσμό ο οποίος δεν θα διασυνδέεται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η διάδοση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια κλίμακα και το περιοριστικό πλαίσιο που διαμόρφωνε ο ερασιτεχνισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία των Ολυμπιακών κρίθηκαν από τη FIFA αποτρεπτικοί παράγοντες στην ανάπτυξη του αθλήματος. Η απόφαση διεξαγωγής του Παγκόσμιου Κυπέλλου στην Ουρουγουάη το 1930 –σαν επιβράβευση των δύο τίτλων που είχε κατακτήσει το 1924 και το 1928– δεν έγινε εύκολα δεκτή από τις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συμμετάσχουν μόνο 4 ευρωπαϊκές χώρες, που ανταγωνίσθηκαν με 9 αμερικανικές για το τρόπαιο, το οποίο κέρδισε πάλι η Ουρουγουάη.

Οι πιέσεις των Ευρωπαίων συνέτειναν στο να διεξαχθούν τα επόμενα δύο Παγκόσμια Κύπελλα στην Ευρώπη, το 1934 στην Ιταλία και το 1938 στη Γαλλία. Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις δύο διοργανώσεις (τις οποίες κέρδισε η Ιταλία), τόσο για λόγους προπαγάνδας όσο και για λόγους εσωτερικής συσπείρωσης της χώρας. Οι χώρες της Αμερικής –με εξαίρεση τη Βραζιλία, που αγωνίσθηκε και στα δύο Παγκόσμια Κύπελλα, και την Αργεντινή, που αγωνίσθηκε σε αυτό του 1934– απείχαν από τις διοργανώσεις για λόγους οικονομικούς, αλλά και για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για τη μη συμμετοχή των Ευρωπαίων στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930.

ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Στη μεταπολεμική περίοδο, οι παγκόσμιοι αθλητικοί θεσμοί αναδιοργανώνονται μαζί με το συνολικότερο πλέγμα θεσμών που εγκαθιστά η Δύση, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Ο πρότυπος θεσμός ελέγχου και διάδοσης του αθλητισμού σε παγκόσμια κλίμακα ήταν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή. Στα πρότυπά της οργανώθηκαν όλες οι παγκόσμιες ομοσπονδίες των επιμέρους αθλημάτων.

Στο χώρο του ποδοσφαίρου ο έλεγχος της Δύσης διασφαλίσθηκε σε πολλαπλά επίπεδα. Ο Ψυχρός Πόλεμος, που κυριάρχησε στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως, επέβαλλε τον αποκλεισμό των χωρών του Ανατολικού Συνασπισμού από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Οι ιθύνοντες και οι αξιωματούχοι προέρχονταν από τις χώρες της Δύσης. Από το 1904 μέχρι σήμερα (με εξαίρεση την προεδρία του Βραζιλιάνου Ζοάο Χαβελάνζε την περίοδο 1974–1998 και την προσωρινή τετράμηνη προεδρεία του Ίσα Χαγιάτου από το Καμερούν, μετά την καθαίρεση του Σεπ Μπλάτερ ) όλοι οι ηγέτες της FIFA προέρχονταν από τις χώρες της Δύσης. Ο αποκλεισμός των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού συνεχίσθηκε και στην ανάθεση των διοργανώσεων του Παγκόσμιου Κυπέλλου, που ποτέ δεν δόθηκε σε ανατολική χώρα. Το ίδιο ισχύει και στο επίπεδο της UEFA, τόσο στα διοικητικά όργανα όσο και στις αναθέσεις του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου – με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, η οποία ανέλαβε τη διοργάνωση το 1976 μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης στρατηγικής που ακολουθούσε η Δύση για προσέγγιση με τον Τίτο και απομάκρυνσή του από την επιρροή της ΕΣΣΔ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Δύση να ενισχύσει ιδιαίτερα τη Γιουγκοσλαβία στον τομέα του αθλητισμού, δίνοντάς της την ευκαιρία να αναλάβει διοργανώσεις παγκόσμιας εμβέλειας που τη βοήθησαν να επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο αθλητικής ανάπτυξης. Η αντιπαράθεση με τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ανάγκασε τις χώρες της Δύσης να επιδιώξουν ένα συμβιβασμό με τα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, να αμβλύνουν τις προπολεμικές αντιπαραθέσεις, χωρίς όμως να χάσουν και την ηγεμονία τους.

Έτσι, στη δεκαετία του ’50 το Παγκόσμιο Κύπελλο διεξήχθη μία φορά στη Λατινική Αμερική (Βραζιλία 1950) και δύο φορές στην Ευρώπη (Ελβετία 1954 και Σουηδία 1958). Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 σηματοδοτούν το ξέσπασμα των αντιαποικιακών αγώνων στον Τρίτο Κόσμο και την άνοδο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Δημιουργούνται νέες χώρες, που εισέρχονται σταδιακά στη FIFA αλλάζοντας τους συσχετισμούς ισχύος στο εσωτερικό της και διαμορφώνοντας νέα γεωπολιτικά δεδομένα.

Η FIFA, λοιπόν, από τη δεκαετία του ’60 αρχίζει να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα εκ περιτροπής ανάθεσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διεξαχθούν έξι Παγκόσμια Κύπελλα στην Ευρώπη (Αγγλία 1966, Γερμανία 1974 και 2006, Ισπανία 1982, Ιταλία 1990, Γαλλία 1998) και έξι στον υπόλοιπο κόσμο (Χιλή 1962, Μεξικό 1970 και 1986, Αργεντινή 1978, ΗΠΑ 1994, Ιαπωνία/Νότια Κορέα 2002).

Αυτή η μέθοδος δεν μπόρεσε να σταματήσει τις αντιδράσεις και τις ενστάσεις, αφού πολλές χώρες θεωρούσαν ότι ήταν υπερβολικό να ανατίθενται τα μισά Παγκόσμια Κύπελλα στην Ευρώπη. Το μεγάλο όμως σκάνδαλο της FIFA το 2006, που έδωσε τη διεξαγωγή στη Γερμανία και όχι στη Νότια Αφρική (την οποία οι ΗΠΑ υπολόγιζαν από τη δεκαετία του ’90 ως «κράτος-άξονας» για την προώθηση των συμφερόντων της Δύσης στην Αφρική, πριν καταλήξει στους BRICS) δρομολόγησε νέες εξελίξεις. Ο πρόεδρος της FIFA Σεπ Μπλάτερ αποφάσισε ότι η πολιτική εναλλαγή των διοργανώσεων θα αλλάξει – θα γίνεται μεταξύ των 6 συνομοσπονδιών CONMEBOL, AFC, UEFA, CAF, OFC, CONCACAF.

Αυτό οδήγησε στο να δοθούν οι δύο επόμενες διοργανώσεις στη Νότια Αφρική για το 2010 και στη Βραζιλία –η οποία ως μέλος των BRICS έχει αποκτήσει αναβαθμισμένη ισχύ στα διεθνή δρώμενα– για το 2014. Και οι δύο προτάσεις έχουν αποδειχθεί αρκετά προβληματικές, με τη Νότια Αφρική να παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα στον τομέα της ασφάλειας και τη Βραζιλία να μη βρίσκoνταν εκείνη την εποχή, σε καλή οικονομική κατάσταση. Αντίδραση υπήρξε και από την Ευρώπη, με βάση το σκεπτικό ότι είναι ανεπίτρεπτο το Παγκόσμιο Κύπελλο να διεξάγεται σε ευρωπαϊκό χώρο κάθε 20–24 χρόνια. Οι πιέσεις ανάγκασαν τη FIFA να αλλάξει ξανά την πολιτική της. Ο νέος κανόνας ήταν: κάθε χώρα μπορεί να μπει στο διαγωνισμό ανάθεσης, αρκεί να μην ανήκει στις δύο συνομοσπονδίες που διοργάνωσαν τελευταίες το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αυτό σημαίνει ότι χώρες από την Αφρική και τη Νότια Αμερική δεν θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό του 2018, και η Νότια Αμερική δεν μπορεί να συμμετάσχει ούτε το 2022. Επομένως, η Ευρώπη θα μπορεί να διοργανώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο κάθε 12 χρόνια, ποσοστό αρκετά υψηλό –αλλά μη συγκρινόμενο με τις ένδοξες ημέρες του παρελθόντος– στο βαθμό που η Ευρώπη αντιπροσωπεύει το 25% των μελών της FIFA.

Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 έγινε στη Ρωσία. Όταν αποφασίστηκε η ανάθεση του, οι σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση δεν ήταν ακόμα αντιπαραθετικές. Ακολούθησαν όμως τα γεγονότα της Ουκρανίας το 2014, η προσάρτηση της Κριμαίας, η ανεξαρτητοποίηση του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ και οι Συμφωνίες του Μινσκ που υπογράφηκαν για να μην τηρηθούν Το 2018 ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν ακόμα χρήσιμος εταίρος, με τον οποίο μπορούσε κάποιος να διαπραγματευτεί, παρά τον αμφιλεγόμενο ρόλο του στον πόλεμο της Συρίας. Ακούστηκε ένας μικρός θόρυβος, αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες πέρασαν από τις εξέδρες των γηπέδων της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης χωρίς να δείξουν ιδιαίτερη ενόχληση. Όπως είχαν κάνει το 2008 για τoυς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, πριν το ΝΑΤΟ 2030 και η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ μετατρέψουν την Κίνα σε συστημικό αντίπαλο και τη Ρωσία σε εχθρό προτεραιότητας.

Η απονομή του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ, το 2010, προκάλεσε τεράστιο εκνευρισμό σε όσους είχαν στοιχηματίσει να μεταφέρουν τη διοργάνωση στις ΗΠΑ, με τον Μπιλ Κλίντον ως πρωταγωνιστικό παράγοντα της επιχείρησης δημοσίων σχέσεων και τον Χένρι Κίσινγκερ ως επιβλέποντα του εγχειρήματος. Λέγεται ότι πολλοί μηχανισμοί χρησιμοποιούνται από την Ουάσιγκτον για να κυνηγήσουν μέχρι τέλους τους πρωταγωνιστές του σχεδίου, που απένειμε στο εμιράτο το Μουντιάλ. Εν αναμονή των δικαστικών αποφάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, η πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο έχει ήδη λάβει την αποζημίωσή της: οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διοργανώσουν το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο (2026), μαζί με τον Καναδά και το Μεξικό, σε ένα είδος κοινοπραξίας, που θα αναζωογονήσει αυτόν τον τεράστιο χώρο ελεύθερου εμπορίου που σχεδιάστηκε στη NAFTA (Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου), ακριβώς όπως όταν ο Κλίντον ήταν στον Λευκό Οίκο.

Το Παγκόσμιο Κύπελο του 2030 σηματοδοτεί την 100ετηρίδα του θεσμού, αφού το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο έγινε στην Ουρουγουάη το 1930. Οι υποψήφιες χώρες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, ανήκουν στη Νότια Αμερική, στην Αφρική (Μαγκρέμπ και Υποσαχάρια Αφρική) και στην Ευρώπη, η οποία, θεωρώντας ότι είναι η ήπειρος στην οποία γεννήθηκε το ποδόσφαιρο, θα πρέπει να αναλάβει μια διοργάνωση με υψηλό συμβολισμό.

Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το Παγκόσμιο Κύπελλο έχει διεξαχθεί 11 φορές στην Ευρώπη, 5 φορές στη Νότια Αμερική, 3 φορές στη Βόρεια Αμερική, 2 φορές στην Ασία και 1 φορά την Αφρική.