Η εξαπάτηση των άλλων αποτελεί, στις ανθρώπινες κοινωνίες, μόνιμη και πανταχού παρούσα δραστηριότητα. «Mundus vult decipi, ergo decipiatur», είχαν διαπιστώσει μειδιώντας οι Ρωμαίοι. Δηλαδή: «ο κόσμος αρέσκεται στην εξαπάτηση, ας τον εξαπατήσουμε λοιπόν», [Φράση που αποδίδεται στον Πετρώνιο (27-66 μ.χ.)].
Φυσικά δεν εξαπατούν μόνο οι αρχηγεσίες τον λαό. Και ο λαός επιχειρεί να εξαπατήσει τις αρχηγεσίες. Επίσης, τόσο οι αρχηγεσίες όσο και ο λαός επιχειρούν να εξαπατήσουν τους όμοιούς τους. Στις εμπορικές σχέσεις οι προσπάθειες απόκρυψης πληροφοριών (ασύμμετρη πληροφόρηση) προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το ίδιον όφελος ,ουσιαστικά αποτελούν επιχειρήσεις εξαπάτησης των άλλων. Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ένας πωλητής μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που έχει στην ιδιοκτησία του: προσπαθεί να αποκρύψει τα ελαττώματα του αυτοκινήτου του και να προβάλλει τις αρετές του. Το ίδιο συμβαίνει με κάποιον που ζητά δάνειο από μια τράπεζα ή επιθυμεί να συνομολογήσει ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο με κάποια ασφαλιστική εταιρεία.
Όμως είναι τόσο απλή και επιφανειακή αυτή η διαδικασία; Απλά ο καθένας επιζητεί να εξαπατήσει τον άλλο; Μήπως προηγείται αυτής της διαδικασίας κάποια άλλη που επιμελώς προσπαθούν οι άνθρωποι να αποκρύψουν;
Νομίζω, ακολουθώντας σύγχρονες αντιλήψεις, ότι πίσω από την προσπάθεια εξαπάτησης των άλλων, κρύβεται ουσιαστικά η εξαπάτηση του εαυτού μας.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν με σοβαρότητα: Γιατί εξαπατούμε τον εαυτό μας; Γιατί αποκρύπτουμε την αλήθεια από τον εαυτό μας; Γιατί προβάλλουμε στους άλλους χαρακτηριστικά που στην πραγματικότητα αφορούν εμάς και ύστερα τους επικρίνουμε για αυτά; Γιατί απωθούμε δυσάρεστες εμπειρίες, κατασκευάζουμε πλαστές αναμνήσεις, εκλογικεύουμε ανήθικες συμπεριφορές, πασχίζουμε να βελτιώσουμε την αυτοεκτίμησή μας και διαθέτουμε πληθώρα μηχανισμών προστασίας του εγώ μας; Γιατί, κοντολογίς, εξαπατούμε τους εαυτούς μας ;
Η βασική απάντηση, στις παραπάνω ερωτήσεις, είναι ότι εξαπατούμε τον εαυτό μας προκειμένου να μπορέσουμε αποτελεσματικότερα να εξαπατήσουμε τους άλλους. Στην προσπάθειά μας να ξεγελάσουμε τους γύρω μας, οργανώνουμε την εσωτερική μας πληροφόρηση με κάθε λογής απίθανους τρόπους – και κατά μεγάλο μέρος ασυνείδητα.
Στο ανθρώπινο είδος, η εξαπάτηση και η αυτοεξαπάτηση αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν περιορισθεί η έννοια της εξαπάτησης αποκλειστικά στη συνειδητή εξαπάτηση –στα εξόφθαλμα ψεύδη– τότε δεν θα ληφθεί υπόψη η πολύ ευρύτερη κατηγορία της ασυνείδητης εξαπάτησης, στην οποία συγκαταλέγεται η αυτοεξαπάτηση.
Αν, πάλι, μελετηθεί η αυτοεξαπάτηση χωρίς να αναγνωρισθεί το γεγονός ότι πηγάζει από την προσπάθεια εξαπάτησης των άλλων, θα παραβλέψουμε την κύρια λειτουργία της. Σε τέτοια περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να εκλογικευτεί η φύση της αυτοεξαπάτησης ως αμυντική, όταν στην πραγματικότητα είναι συνήθως επιθετική.
Η αυτοεξαπάτηση, επιπλέον, μειώνει το γνωστικό φορτίο των απατηλών συμπεριφορών, αλλά και παρέχει ένα πρόσφορο μέσο άμυνας απέναντι στην ενδεχόμενη αποκάλυψη της εξαπάτησης («Δεν ήξερα τι έκανα!). Αφενός η αυτοεξαπάτηση συμβάλλει στο να μην εκπέμπονται τα σήματα που συνοδεύουν τη συνειδητή εξαπάτηση, αποτρέποντας έτσι την αποκάλυψη της απάτης. Αφετέρου οι γνωστικές λειτουργίες επιβαρύνονται λιγότερο από την εξαπάτηση όταν η αλήθεια παραμένει στο μη συνειδητό μέρος του νου.
Αν το άτομο δεν έχει επίγνωση των απατηλών πράξεων του, τότε, σε περίπτωση που αυτές γίνουν αντιληπτές, μπορεί ευκολότερα να δικαιολογηθεί στους άλλους υποστηρίζοντας ότι δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσει.
Παράλληλα, υπάρχουν περιπτώσεις, που η αυτοεξαπάτηση μπορεί να προσδώσει στο άτομο κάποιο άμεσο προσωπικό πλεονέκτημα είτε στον ειδικό χώρο εργασίας της είτε στον δημόσιο βίο. Όμως η εξαπάτηση του εαυτού κοστίζει διότι το να βασίζονται συνειδητές ενέργειες σε ψευδή δεδομένα, τις περισσότερες φορές αποβαίνει σε βάρος του πράττοντος, αν αφορά στον ειδικό του χώρο δράσης ή εις βάρος του συνόλου αν αφορά στα δημόσια πράγματα.
Αν δεν έχουμε συνείδηση της γενικότερης ροπής των ανθρώπων προς την εξαπάτηση και την αυτοεξαπάτηση, βρισκόμαστε σε εξόχως μειονεκτική θέση. Διατρέχουμε τον κίνδυνο να πιστέψουμε άκριτα όσους μας λένε ψέματα, ιδίως άτομα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Η ελληνική περίπτωση της πολιτικής εξουσίας αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα προς επίρρωση των αναφερομένων. Να πιστέψουμε ό,τι γράφεται στις εφημερίδες και ειδικά στα λεγόμενα μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης. Να πέσουμε θύματα επαγγελματιών απατεώνων που ενεργούν σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας. Να ενστερνιστούμε αναληθή ιστορικά αφηγήματα. Να δεχθούμε γνώμες ως γεγονότα. Υποθέσεις ως πραγματικότητα.
Για τον άνθρωπο αυτό σημαίνει μια αέναη προσπάθεια να εξαπατήσει και να μην εξαπατηθεί. Ο άνθρωπος μπλεγμένος στα πλοκάμια της πορείας του προς το άγνωστο. Ο άνθρωπος ως σκιά. «Και δεν είναι τώρα η πρώτη φορά που θεωρώ μια σκιά τα ανθρώπινα και δεν φοβάμαι να πω ότι εκείνοι που νομίζονται σοφοί και βαθυστόχαστοι αποδεικνύονται στο τέλος οι πιο αστόχαστοι. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος ευδαίμων», (Ευριπίδης, Μήδεια).