Η περίοδος 1990-2018 ξεκίνησε με ένα πόλεμο, συνεχίστηκε με άλλους πολέμους και επεμβάσεις, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων της στο όνομα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Παράλληλα, ξεκίνησε και έληξε επίσης με τον φαινομενικό θρίαμβο του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού, όπως αυτός εκφράστηκε αμεσότερα στο βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα, Το Τέλος της Ιστορίας.
Και τα δύο έμοιαζαν να προτείνουν κοσμοϊστορικές νομιμοποιήσεις για την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το Τέλος της Ιστορίας διακήρυσσε ότι η φιλελεύθερη, καπιταλιστική δημοκρατία ήταν η απάντηση στην «ανθρώπινη κατάσταση». Ο καπιταλισμός ήταν η τελευταία λέξη στην οικονομία, καθώς μεγιστοποιούσε την ευημερία, και ο φιλελευθερισμός ήταν η τελευταία λέξη στην πολιτική, καθώς μόνον αυτός ικανοποιούσε την ανθρώπινη ανάγκη για ατομική αξιοπρέπεια και αμοιβαία αναγνώριση. Η πρώτη ιδέα εκφραζόταν στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» για την οικονομική πολιτική, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η δεύτερη αποκρυσταλλώθηκε στον «οικουμενικό ανθρωπισμό» που οδήγησε τη Δύση στον πόλεμο του Κοσόβου και σε σειρά άλλων επεμβάσεων (Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή).
Διαπιστώνεται, με γυμνό οφθαλμό, μετατόπιση του πολιτικού στοιχείου προς το οικονομικό και ηθικό. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να ξεσκεπαστεί η φιλελεύθερη ιδεολογία του τέλους της ιστορίας. Οι φαινομενικά καθολικές αρχές της ηθικής και της οικονομίας δεν ήταν (είναι) παρά μέσα για να επιτευχθούν δυτικά συμφέροντα – εν ανάγκη διά της βίας. Μπορούσαν και μέχρι πρόσφατα, να υποστηρίζονται πειστικά και να δείχνουν απολιτικές στο βαθμό που είχε επιλυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής τάξης – με την κυριαρχία της μοναδικής πλέον μεγάλης δύναμης, η οποία ήταν, όμως, εν πολλοίς φιλελεύθερη. Η μεγάλη αυτή δύναμη θα σεβόταν το διεθνές δίκαιο όταν οι συνθήκες θα ήταν κανονικές, αλλά κάθε φορά που θα ένιωθε ότι απειλείται, θα μπορούσε απλώς να το αναστέλλει με μια κυρίαρχη απόφασή της που θα κήρυσσε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Με έναν τρόπο που επιχειρήθηκε να κρατηθεί σχεδόν κρυμμένος, η φιλελεύθερη ηθική και η οικονομία έγιναν συνένοχοι στην πρόκληση της βίας την οποία υποτίθεται ότι θα ξεπερνούσαν το εμπόριο και ο ηθικός διάλογος.
Η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη δεν ισοδυναμούσε απλώς με τη μεταπολιτική διάλυση του πολιτικού και την υποβάθμιση του κράτους σε ένα απλό όργανο αστυνόμευσης που υπηρετεί τις συναινετικά οριζόμενες ανάγκες των δυνάμεων της αγοράς και τον πολυπολιτισμικό ανεκτικό ανθρωπισμό. Ο φιλοσοφικός οικουμενισμός, ο φιλελεύθερος διεθνισμός και ο ανθρωπισμός εξέφραζαν στην ουσία μια μορφή δυτικού ιμπεριαλισμού.
Η ηθική έχει θολώσει λαθραία τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη χρηστή τέχνη της κρατικής διοίκησης και μια επικίνδυνη «ηθική των πεποιθήσεων», υπονομεύοντας τον ασφαλή ως τότε καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των ιδιωτών. Με δύο λόγια, ο οικουμενικός ανθρωπισμός που απέβλεπε σε μια «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» ήταν το τελευταίο παράδειγμα της υποκρισίας του Φιλελευθερισμού (ως κομμάτι του Διαφωτισμού) και η ηθική κριτική για τη διαρκώς διχασμένη ανθρωπότητα προκαλούσε αναγκαστικά μια διαρκή κρίση, αν όχι τον κίνδυνο ενός παγκοσμίου εμφυλίου πολέμου.
Κατά παράδοξο τρόπο, η παγκόσμια πολυπολιτισμική διαχείριση της «ενότητας μέσα στη διαφορά» και η διαμόρφωση μιας ορθολογικής συναίνεσης γύρω από τις ανθρωπιστικές αρχές ήταν στην πραγματικότητα οι αιτίες που προκάλεσαν τις φαινομενικά παράλογες και απροσδόκητες εκρήξεις απανθρωπιάς και βίας.
Η «αιώνια ειρήνη», σε αντίθεση με τις αντιλήψεις των σημερινών φιλελευθέρων, πρέπει να χτιστεί στα θεμέλια διακριτών και σταθερών συνταγματικών κρατών. Αντίθετα, οι σημερινοί δήθεν υπέρμαχοι της ειρήνης δημιούργησαν έναν κόσμο μεροληπτικών, διασταυρούμενων ή ασταθών κυριαρχιών όπου διάφορες ημι-αυτόνομες, ημι-νόμιμες πολιτικές οντότητες συνυπήρχαν με «αποτυχημένα κράτη» και de facto προτεκτοράτα. Νομικά και εννοιολογικά, οι νέοι τούτοι πολιτικοί χώροι βρίσκονται σε μια ζώνη διαρκούς ημίφωτος ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη. Πέρα από αυτή τη ζώνη υπάρχει μια περιφέρεια όπου είχε εκλείψει κάθε νομιμοποιημένη εξουσία και όπου οι συνδυασμένες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και του εμφυλίου πολέμου απειλούν ολόκληρους πληθυσμούς. Παράλληλα, δεν ήταν τυχαίο ότι τα αποτυχημένα κράτη μετατρέπονται σε εκκολαπτήρια της τρομοκρατίας. Όσο περισσότερο ηθικοποιείται η παγκόσμια πολιτική, τόσο πιο ορατά γίνονται τα στίγματα της ανηθικότητας.
Ο μοιραίος συνασπισμός των «πεφωτισμένων τεχνοκρατών» και των «φιλελεύθερων υπέρμαχων της πολυπολιτισμικότητας», οι οποίοι αποτελούσαν το «μεταπολιτικό φιλελεύθερο κατεστημένο», απωθούσαν το πολιτικό με την έννοια της «δίκης» και με την έννοια του «ανταγωνισμού».
Η φιλελεύθερη εικόνα της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια κίβδηλη μορφή οικουμενισμού, η οποία απωθούσε το πολιτικό με την πραγματική τους έννοια, στο όνομα της ηθικής και της οικονομίας.
Το πρόβλημα ήταν, ότι αν το πολιτικό παρέμεινε αποκλεισμένο από το «μεταπολιτικό σύμπαν της πλουραλιστικής διαπραγμάτευσης και της συναινετικής ρύθμισης» θα επέστρεφε κάποια μέρα μοιραία ως καισαρισμός, «ως μια ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής που οδηγείται στην ανοιχτή πολεμική σύρραξη ανάμεσα σε Εμάς και Εκείνους».
Πόσο μακριά βρισκόμαστε από αυτή την κατάσταση; Ο καθένας ας το σκεφτεί…