Η συνεχιζόμενη στασιμότητα της Αριστεράς. Ευρωεκλογές 2019Βαγγέλης Χωραφάς

Η νέα αποτυχία της Αριστεράς (αναφερόμαστε στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς που τοποθετείται στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας), σε ότι αφορά την αντιπροσώπευσή της στο Ευρωκοινοβούλιο, ήρθε σε μία συγκυρία που οι παραδοσιακές παρατάξεις της ευρωπαϊκής Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας υπέστησαν σοβαρές εκλογικές απώλειες.

Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται μία δεκαετία μετά την έναρξη της κρίσης της Ευρωζώνης και παρά τις συντονισμένες προσπάθειες της τελευταίας, τα αρνητικά αποτελέσματα της κρίσης παραμένουν ορατά: η οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδο ΕΕ εξακολουθεί να είναι χαμηλή, τα ποσοστά ανεργίας εξακολουθούν να είναι υψηλά, κυρίως στις χώρες του Νότου, οι ανισότητες μειώνονται με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τη περίοδο πριν από το 2009 και η νέα χρηματοπιστωτική κρίση διαγράφεται στον ορίζοντα.

Οι συνήθεις αναλύσεις που γίνονται τείνουν να συγκρίνουν τις αποδόσεις της Αριστεράς στις ευρωεκλογές του 2014 και του 2019. Αν ακολουθηθεί αυτή η μέθοδος θα γίνει εμφανές ότι η Αριστερά υπέστη μία σχεδόν καταστροφική ήττα. Από τις 52 έδρες έπεσε στις 41 και από το 6,92% στο 5,46%.

Αυτή όμως δεν είναι η πραγματική εικόνα, είναι μία προσωρινή εικόνα. Αν δούμε τα αποτελέσματα της Αριστεράς από τις πρώτες ευρωεκλογές του 1979, σχηματίζεται η ακόλουθη εικόνα.

Έτος Ποσοστό Έδρες Σύνολο εδρών
1979 10,73 44 410
1984 9,45 41 434
1989 8,11 42 518
1994 4,94 28 567
1999 6,71 42 626
2004 5,60 41 732
2009 4,76 35 736
2014 6,92 52 751
2019 5,46 41 751
Μέσος όρος 6,96 40

 

Η διαχρονική εικόνα των επιδόσεων της Αριστεράς επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η παράταξη αυτή δεν παίζει κάποιο ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, δεν διαθέτει κάποια ιδιαίτερη δυναμική, ενώ τείνει προς τη στασιμότητα και πιθανώς, την περιθωριοποίηση.

Η επιλογή των ευρωεκλογών, ως πεδίου ανάλυσης προτιμάται παρά το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές, για πολλούς αναλυτές, θεωρούνται εκλογές δεύτερης σημασίας που δεν καταγράφουν επαρκώς τις τάσεις στα διάφορα κράτη μέλη. Η άποψη αυτή που θεωρεί τις ευρωεκλογές ως εκλογές δεύτερης σημασίας, βασίζεται στο σκεπτικό ότι το ποσοστό αποχής σε αυτές είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από αυτό των εθνικών εκλογών και αυτό, έχει ως αποτέλεσμα να μην εκφράζονται σε αυτές οι λαϊκές τάξεις.

Η προτίμηση για επιλογή των ευρωεκλογών ως πεδίου ανάλυσης προκύπτει από το ότι οι ευρωεκλογές καταγράφουν καλύτερα τις συνολικές τάσεις στην ΕΕ, καθώς και το ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι η μεγαλύτερη λαϊκή συμμετοχή σημαίνει καλύτερα αποτελέσματα για την Αριστερά, τουλάχιστον την τελευταία 15ετία. Σε ότι αφορά την Αριστερά, οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να περιγράφουν τις εξελίξεις της, σε επίπεδο κρατών μελών, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, ενώ η εικόνα που υπάρχει στην Ανατολική Ευρώπη είναι τελείως διαφορετική. Το ίδιο ισχύει αν για το συγκεκριμένο θέμα, γίνει ανάλυση στη βάση του διαχωρισμού του ευρωπαϊκού Νότου από τον ευρωπαϊκό Βορρά.

 Η ιστορική εξέλιξη

Την περίοδο 1979-1989, στην οποία διεξήχθησαν τρεις ευρωεκλογές, η Αριστερά σημειώνει τα τρία υψηλότερα ποσοστά της (10,73% το 1979 με 44 έδρες, 9,45% το 1984 με 41 έδρες, 8,11% το 1989 με 42 έδρες), αν και με φθίνουσα πορεία. Οι έδρες της είναι σταθεροποιημένες, λίγο πάνω από τις 40, χωρίς να κατορθώσει να εκμεταλλευτεί την αύξηση των εδρών του κοινοβουλίου από 410 σε 518.

Οι πρώτες ευρωεκλογές γίνονται το 1979, σε μία περίοδο που σβήνει πολιτικά το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού. Μετά από χρόνια ανόδου (στη δεκαετία του ’70 το ΚΚ Γαλλίας συγκέντρωνε ποσοστά της τάξης του 21%, το ΚΚ Ισπανίας 10% και το ΚΚ Ιταλίας 30,5%, στα εθνικά κοινοβούλια), η σύντομη συμμετοχή σε κυβερνητικό συνασπισμό των Ιταλών κομμουνιστών τη περίοδο 1976-1978, σηματοδότησε το τέλος της συμμετοχής των κομμάτων αυτού του ρεύματος στη διακυβέρνηση κάποιας ευρωπαϊκής χώρας. Την ίδια περίοδο, τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα, εξακολουθούν να έχουν αξιοσημείωτη δυναμική στην Ελλάδα με 9,36% (αυτό το ποσοστό είναι του ΚΚΕ στις εκλογές του 1977, ενώ στις εκλογές συνολικά όλη η Αριστερά πήρε 9,47%), στην Κύπρο με 34% και στην Πορτογαλία με πάνω από 15%.

Στη δεκαετία του ’80 η πορεία αποδιάρθρωσης του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος (Γαλλία 12,4%, Ισπανία 5,9%, Ιταλία 28,2% σε εθνικό επίπεδο), συμβάδισε με μία μικρή και προσωρινή άνοδο του κομμουνιστικού ρεύματος (ΚΚΕ 10,5%, ΑΚΕΛ 30%, ΚΚ Πορτογαλίας 15,6%. Ο Συνασπισμός ΚΚΕ και ΕΑΡ κέρδισε σε μέσο όρο ποσοστό 12,1% στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1989).

Η άνοδος στην ηγεσία του ΚΚΣΕ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1985-1991) και η εφαρμογή της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, προκάλεσε μεγαλύτερη σύγχυση παρά βοήθησε τα κόμματα του κομμουνιστικού ρεύματος που δεν έβρισκαν εύκολες λύσεις προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.

Αυτή η πτώση ή η στασιμότητα του ευρωκομμουνιστικού και του κομμουνιστικού ρεύματος, συμβαδίζει με την άνοδο των σοσιαλιστικών κομμάτων του Νότου. Τα σοσιαλιστικά κόμματα των χωρών της Μεσογείου (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία), εξέφρασαν μία ρήξη με το κυρίαρχο σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο της Βόρειας Ευρώπης. Η ρήξη σχετίζεται με μία ιδεολογική αναγέννηση και έναν αυξανόμενο κοινωνικό και πολιτικό δυναμισμό, που έρχονταν σε αντιδιαστολή με τις πολιτικές της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και του κυρίαρχου μοντέλου του Βορρά που βασίζονταν μόνο στο κράτος πρόνοιας. Τα κόμματα αυτά, σταδιακά θα ενσωματωθούν στη Σοσιαλιστική Διεθνή, με τελευταίο το ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’90, καθώς η συμμετοχή των χωρών τους στην ΕΟΚ/ΕΕ θα τα οδηγήσει σε ομογενοποιήσεις της πολιτικής τους με το υπάρχον, κυρίαρχο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα.

Οι ευρωεκλογές του 1994 είναι οι πρώτες που διεξάγονται μετά την κατάρρευση/ανατροπή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Σε αυτές η Αριστερά σημειώνει τη χειρότερή της επίδοση με 4,94% και 28 έδρες, παρά τη νέα αύξηση των εδρών του Ευρωκοινοβουλίου.

Στο αρνητικό αυτό αποτέλεσμα συνέβαλε η αποδιάρθρωση των περισσότερων κομμάτων του κομμουνιστικού ρεύματος και η σταδιακή περιθωριοποίησή του, γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναμενόμενο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Σε πτώση βρέθηκαν και τα κόμματα του ευρωκομμουνισμού, με μόνη εξαίρεση μία προσωρινή ανάκαμψη του ΚΚ Ισπανίας.

Η πενταετία 1989-1994 θεωρείται μεταβατική για τις εξελίξεις στην Αριστερά και για τη διαμόρφωση ενός νέου λόγου και εικόνας που προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα παγκόσμια δεδομένα που προέκυψαν από την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού.

Τα κόμματα της Αριστεράς ανακάμπτουν μερικώς στις επόμενες ευρωεκλογές του 1999, κερδίζοντας 6,71% και 42 έδρες. Το σημαντικότερο μέρος της επιτυχίας τους οφείλεται στο ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν υιοθετήσει το 1992 τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τα οικονομικά αποτελέσματα (η εφαρμογή ήπιων πολιτικών λιτότητας και η επαγγελλόμενη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ) της οποίας έγιναν εμφανή στους ευρωπαϊκούς λαούς σε όλη τη περίοδο 1993-2000. Η πτώση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ευνόησε το χώρο της Αριστεράς.

Στις ευρωεκλογές του 2004, η Αριστερά βλέπει μείωση των ποσοστών και μείωση των εδρών της, 5,60% και 41 έδρες, ενώ οι έδρες στο ευρωκοινοβούλιο αυξάνονται και πάλι. Η υιοθέτηση του ευρώ (2001-2008) ευνόησε τη σοσιαλδημοκρατία και μείωσε τις προοπτικές της Αριστεράς στα κράτη μέλη. Ο ισχυρός ευρωπαϊσμός σε συνδυασμό με το εκσυγχρονιστικό ρεύμα (κυρίως σε Ηνωμένο βασίλειο, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) διαμόρφωσαν, προσωρινά, ένα νέο και επιτυχημένο πρόσωπο στη Σοσιαλδημοκρατία.

Από το 2008 η ΕΕ εγκλωβίζεται στην οικονομική κρίση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση των επιδόσεων της Αριστεράς σε πρώτη φάση, αφού από νωρίς γίνεται αντιληπτό ότι τα κόμματα αυτού του χώρου δεν μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από τις κοινωνικές ανακατατάξεις που δημιουργεί η οικονομική κρίση. Την ίδια ή και μεγαλύτερη πτωτική πορεία ακολουθεί και η Σοσιαλδημοκρατία.

Στις ευρωεκλογές του 2009 η Αριστερά σημειώνει τη δεύτερη χειρότερη επίδοσή της (τη χειρότερη σε ποσοστά, αλλά τη δεύτερη χειρότερη σε έδρες) με 4,76% και 35 έδρες. Ανάλογη είναι και η πτώση της σοσιαλδημοκρατίας.

Την περίοδο αυτή (2008-2013) το ΑΚΕΛ αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Κύπρου με πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Δημήτρη Χριστόφια. Είναι η πρώτη φορά που κόμμα του ρεύματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σχηματίζει κυβέρνηση σε χώρα της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Είχε προηγηθεί η ανάληψη της εξουσίας στη Μολδαβία τη περίοδο 2001-2009 από το Κόμμα των Κομμουνιστών της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, που συμμετέχει στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Στις ευρωεκλογές του 2014 η Αριστερά σημειώνει την καλύτερη επίδοσή της, μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού με 6,92% και 52 έδρες. Η δυναμική που ανέπτυξε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα σε συνδυασμό με αυτή των Ποδέμος στην Ισπανία καθώς και η ενίσχυση του Sinn Fein, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες αυτής της επιτυχίας. Παράλληλα, η αρνητική επίδοση της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ στη Κύπρο δεν επηρέασε την εικόνα του ριζοσπαστικού ρεύματος.

Αναπτύσσεται μία ρητορική για αντι-λιτότητα, καθώς και για το ότι «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δομημένη στρατηγική, αλλά για συνθηματολογία που θα ανατραπεί εύκολα την επόμενη πενταετία μέσα από την αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Το 2014 αποχωρεί και το ΚΚΕ από τη GUE/NGL, στο βαθμό που δεν θέλει να προσαρμοστεί στις βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις αυτής της πολιτικής ομάδας. Αντίθετα, παραμένουν στο ρεύμα το ΚΚ Πορτογαλίας και το ΚΚ Βοημίας-Μοραβίας.

Την ίδια περίοδο η μικρή ανάκαμψη της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, φαίνεται ως προσωρινή μέσα στη γενικότερη πτωτική τάση της.

Στις ευρωεκλογές του 2019, η Αριστερά καταγράφει νέα πτώση, αυτή τη φορά σημαντική. Η κυβερνητική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με τη μικρότερη του αναμενομένου δυναμική των Ποδέμος, οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 5,46% και οι έδρες έπεσαν στις 41, με αποτέλεσμα το ρεύμα της Αριστεράς να θεωρείται από τους μεγάλους ηττημένους αυτών των ευρωεκλογών, μαζί με τη Σοσιαλδημοκρατία.

Αυτή τη στιγμή η Αριστερά αποτελεί τη μικρότερη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Οι κυβερνητικές αποτυχίες του ΑΚΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ θολώνουν την εικόνα της, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυναμική στα εθνικά κράτη.

Με την εξαίρεση της Ελλάδας που ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί να διαμορφώσει μία πολιτική συμμαχία που να μπορεί να διεκδικήσει ξανά τη διακυβέρνηση της χώρας, πουθενά αλλού δεν διαγράφονται τέτοιες προοπτικές. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν προοπτικές για διάφορα κόμματα αυτού του ρεύματος να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις ως εταίροι, αλλά όχι ως ηγετικά κόμματα.

Στοιχεία των ευρωεκλογών του 2019

Τα αποτελέσματα των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στα επιμέρους κράτη-μέλη, ήταν στις περισσότερες των περιπτώσεων αρνητικά ή στάσιμα.

Η μόνη επιτυχία της Αριστεράς εντοπίζεται στο Βέλγιο όπου το ΡΤΒ εξέλεξε ευρωβουλευτή για πρώτη φορά. Εκτός από αυτό, μόνος τη Σλοβενία, στην Κύπρο και στη Σουηδία τα κόμματα της Αριστεράς μπορεί να ισχυριστούν ότι είχαν επιτυχίες, διά της αύξησης των ψήφων τους, ενώ στην Κύπρο και στη Σουηδία εξέλεξαν ίδιο αριθμό ευρωβουλευτών με το 2014, ενώ στη Σλοβενία δεν έγινε δυνατή η κατάκτηση έδρας.

Σε κάποιες χώρες που διαθέτουν περισσότερα από ένα κόμματα της Αριστεράς, υπήρξαν αλληλοαναιρούμενα αποτελέσματα. Στην Πορτογαλία το Αριστερό Μπλοκ βελτίωσε τα αποτελέσματά του, αυξάνοντας τις έδρες του από 1 σε 2, αλλά συνολικά η ριζοσπαστική Αριστερά είδε τα ποσοστά της να μειώνονται λόγω της επίδοσης του ΚΚ Πορτογαλίας, το οποίο έχασε σημαντικό ποσοστό ψήφων. Στη Δανία η Κόκκινο-Πράσινη Συμμαχία εξέλεξε 1 ευρωβουλευτή με ποσοστό 5,5%, αλλά το Λαϊκό Κίνημα Εναντίον της ΕΕ απέτυχε.

Τα κόμματα που το 2014 έδωσαν δυναμισμό στην ευρωπαϊκή Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ποδέμος είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Η στρατηγική της αντι-λιτότητας που είχε επιλεγεί, κατέρρευσε πολιτικά και ιδεολογικά με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο 2015, στην αντιπαράθεσή του με τους θεσμούς της ΕΕ. Αυτό επηρέασε αρνητικά όλα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές δεν τον έριξε πολύ πίσω σε επίπεδο ποσοστών σε σύγκριση με το 2014, αλλά η διαφορά από τη ΝΔ ήταν πολύ μεγάλη και τον ανάγκασε να πάει σε εθνικές εκλογές, τις οποίες και έχασε. Οι Ποδέμος μέσα σε 5 χρόνια έχασαν σχεδόν τη μισή τους δύναμη, από 18% το 2014 στο 10% το 2019 και από τις 11 έδρες, στις 5.

Το ΚΚ Γαλλίας με 2,5% δεν εξέλεξε ευρωβουλευτή, ενώ παρά τη ρητορική του –στη πλειονότητα των περιπτώσεων χωρίς υπόβαθρο– ο Ζαν Λυκ Μελανσόν με την Ανυπότακτη Γαλλία έμεινε στο 6,3%. Το Die Linke στη Γερμανία, το ΚΚ Βοημίας-Μοραβίας στη Τσεχία, η Αριστερή Συμμαχία στη Φινλανδία και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ολλανδία, είχαν από άσχημα έως καταστροφικά αποτελέσματα. Η στήριξη του ΚΚ Βοημίας-Μοραβίας στην κυβέρνηση μειοψηφίας του Αντρέι Μπάμπις, φαίνεται ότι πληρώθηκε ακριβά, ενώ στην Ολλανδία το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν διάβασε καλά τις μεταβολές στην κοινωνική βάση και δεν εξέλεξε ευρωβουλευτή.

Το γενικότερο ερώτημα είναι, αν η Αριστερά εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στο κομματικό σύστημα της ΕΕ ή τείνει να περιθωριοποιείται. Μετά από 40 χρόνια συμμετοχής στις ευρωεκλογές, η κοινωνική της βάση βρίσκεται περίπου στο 7% και οι βουλευτικές έδρες που κερδίζει περίπου στις 40. Η εικόνα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως εικόνα αντοχής και σταθεροποιημένης εκλογικής βάσης ή μπορεί να θεωρηθεί και ως εικόνα ενός περιθωριοποιημένου πολιτικού σχηματισμού.

Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, πρέπει πρώτα να ανιχνευθούν οι ιδεολογικές βάσεις και οι στρατηγικές της Αριστεράς, όπως εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα. Αλλά και οι λύσεις που προτείνονται για το μέλλον.

Συνεχίζεται…