Όχι καφέJacob Norberg

Η μελέτη του Γιούργκεν Χάμπερμας Ο δομικός μετασχηματισμός της δημόσιας σφαίρας, που εκδόθηκε το 1962, επιδίωκε να υπενθυμίσει στη σύγχρονη κοινωνία την ίδια της την κληρονομιά, κυρίως το όραμα της συμμετοχής των πολιτών σε έναν κρίσιμο διάλογο με αντικείμενο την έρευνα γύρω από την πολιτική του κράτους [1]. Επαναφέροντας μία συζήτηση για την ιστορία του εκδημοκρατισμού, ο Χάμπερμας προκάλεσε το σύγχρονο ευρωπαϊκό έθνος-κράτος γενικά, και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ειδικότερα, με μίαν εξιδανικευμένη εικόνα του σφύζοντος πολιτικού πολιτισμού του Διαφωτισμού. Επιπλέον, η μελέτη περιλαμβάνει και κάποια στοιχεία για τον καφέ.

Στη μελέτη του για τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη καθιερώνει σταδιακά εαυτήν ως δημόσιο συνομιλητή σε θέματα διακυβέρνησης, ο Χάμπερμας αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η τάξη αυτή αναδύεται ως μία συλλογικότητα που διεκδικεί το δικαίωμα να υποβάλλει τις πολιτικές αποφάσεις με όρους επιχειρηματολογικής συλλογιστικής. Η παραδειγματική περίπτωση μίας επιτυχούς μετάβασης από τον αυταρχισμό στη δημόσια συζήτηση είναι, για τον Χάμπερμας, αυτή της σύγχρονης Αγγλίας. Και το κύριο σημείο για τον αγγλικό αστικό διάλογο είναι ένα νέο κοινωνικό σημείο συγκέντρωσης, το καφενείο [2]. Το καφενείο προσφέρει στον Χάμπερμας τον πλέον ικανοποιητικό ιστορικό εγχρονισμό των συνθηκών της ομιλίας, τις οποίες κρίνει θεμελιώδεις για έναν ορθολογικό πολιτικό αυτοπροσδιορισμό: μη ιεραρχική δημόσια συζήτηση, ριζωμένη σε κοινές συλλογιστικές ικανότητες, αποστασιοποιημένη από τις οικονομικές συναλλαγές και ελευθερωμένη από τα δεσμά του θρησκευτικού δόγματος.

Γιατί, όμως, το καφενείο παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας [3]; Και γιατί ο καφές και όχι το εξίσου εξωτικό τσάι ή η σοκολάτα, δύο άλλα καταναλωτικά αγαθά που κάνουν την εμφάνισή τους μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα και των οποίων οι σταδιοδρομίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την άνοδο της Αγγλίας ως παγκόσμιας εμπορικής δύναμης; Ποιο είναι το ιδιαίτερο στοιχείο που δίνει στον καφέ τη δύναμη να καθιστά την αστική μία τάξη με πολιτική φωνή δυνατότερη; Η καφεΐνη είναι εξάλλου μία «ψυχοτρόπος εθιστική ουσία» με «αντι-υπνωτικές και τονωτικές ιδιότητες» [4]. Η κατάποση αυτού του φαρμάκου αφυπνίζει άραγε μιαν υπνώττουσα τάξη, μακράν ανεπίγνωστη του πολιτικού της δυναμικού, από τη ζάλη; Μήπως η ύποπτη κατανάλωση ενός ανατολίτικου ποτού είναι ενδεικτική μιας συστηματικής νομιμοποίησης της επιδίωξης για πολυτέλεια, περιφρονημένης νωρίτερα, καθ’ όλα σύμφωνης με τις νέες αρχές της πολιτικής οικονομίας [5]; Ή μήπως η ξαφνική ανησυχία της αστικής τάξης και η αυξανόμενη ρητή φιλοδοξία της να επηρεάζει τη νομοθεσία τροφοδοτούνται από μίαν ώση καφεΐνης;

Οι ιστορικοί των διεγερτικών ουσιών έχουν προσπαθήσει να επενδύσουν τον καφέ με ιδιότητες που ερμηνεύουν τη συμβατότητά του με την αστική τάξη. Ο καφές δεν περιέχει αλκοόλ και εύκολα μπορεί να προωθηθεί ως αντίδοτό του, ως μέσο διατήρησης της ενεργητικής νηφαλιότητας και της αδιάκοπης εργασίας, μία τάση σύμφωνη με το ασκητικό κοινωνικό ήθος των φορέων του πρώιμου καπιταλισμού [6]. Δεν είναι και λίγες οι διαφημίσεις από την εν λόγω περίοδο που υποστηρίζουν την άποψη αυτήν. Προσεγγίζοντας την πουριτανική προπαγάνδα περί καφέ, ο ιστορικός Βόλφγκανγκ Σίβελμπους υποστηρίζει ότι, με τον καφέ, ο ορθολογισμός διείσδυσε στην ψυχολογία του ανθρώπου [7]. Οι σωματικές του επιδράσεις τον συνδέουν με την παραίνεση για συνεχή εγρήγορση και δραστηριότητα.

Για τον Χάμπερμας, όμως, τα χημικά συστατικά και η τονωτική επίδραση του καφέ δεν παίζουν κανέναν προφανή ρόλο στη συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας. Ως διανοητής με μαρξιστικές συνάφειες, αποφεύγει το φετιχισμό που φαίνεται εγγενής στην κατηγορία της ιστορίας των εμπορευμάτων, στην οποία τα καταναλωτικά αντικείμενα αποκτούν απροσδόκητες δυνάμεις και γίνονται πρωταγωνιστές σε περιπετειώδεις αφηγήσεις [8]. Και όμως, κανένας μαρξιστής δεν θα πίστευε ότι οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν τεχνηέντως να αποδεσμευτούν από τον εμπορευματικό καπιταλισμό. Κατά τον Χάμπερμας, οι αστοί ως άτομα είναι σε θέση να συνάπτουν καινοφανή είδη σχέσεων στα καφενεία, καθώς οι δεσμοί μεταξύ οικογένειας, κοινωνίας των πολιτών και κράτους αναδομούνται υπό καπιταλιστικές συνθήκες.

Η καπιταλιστική αναδιοργάνωση του κοινωνικού συνόλου επιτρέπει περισσότερο ρευστές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, οι οικονομικοί και κοινωνικοί δεσμοί των οποίων προσλαμβάνουν κυρίως συμβατικούς τύπους. Η οικονομία της αγοράς επιτρέπει σε εμπορικούς φορείς να λειτουργούν ανεξάρτητοι από κοινωνικούς δεσμούς κυρίου και υπηρέτη, αλλά και το νοικοκυριό επίσης παύει να είναι χώρος κατασκευών και εμπορίου. Κατά συνέπεια, ο οικείος οικογενειακός κύκλος γονέων και παιδιών φαίνεται να αποτελείται από αυτόνομα άτομα που τα ενώνει όχι η παραγωγή, αλλά η αμοιβαία αγάπη και συμπάθεια. Μέσα στην απελευθερωμένη σφαίρα της οικειότητας, η αστική τάξη επίσης ανακαλύπτει και εξερευνά έναν νέο τρόπο υποκειμενικότητας, και τα μέλη της οικογένειας γίνονται αναγνώστες και συγγραφείς έμπλεων συναισθηματικά επιστολών και ημερολογίων. Στη βάση του νέου αυτού ρεπερτορίου εμπειριών, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ανθρώπινα όντα με ύπαρξη πέραν των προδιαγεγραμμένων επίσημων ρόλων.

Το ιδιωτικό πεδίο της ανθρώπινης οικειότητας δεν παραμένει αποσφραγισμένο από άλλες κοινωνικές περιοχές. Αντίθετα, τα άτομα συζητούν μεταξύ τους σε νέα περιβάλλοντα, όπως στα καφενεία. Όταν το πράττουν, ωστόσο, διατηρούν τη νέα τους υπόσταση ως αυτόνομα και ισότιμα ανθρώπινα όντα, αδέσμευτα από τις περίπλοκες φεουδαρχικές τελετουργίες, μέσα από τις οποίες γινόταν κάποτε η επιδεικτική έκθεση και επιβεβαίωση της ιεραρχίας [9]. Όταν τα μέλη της αστικής τάξης συναντιόνται για καφέ, συνέρχονται ως συμμέτοχοι στην αληθινή ανθρωπιά: ισχυρίζονται ότι δεν εκπροσωπούν κανένα ιδιαίτερο εκλογικό σώμα ή συμφέρον, αλλά ότι ενσαρκώνουν μίαν οικουμενική κοινότητα. Στην πραγματικότητα, είναι εν μέρει λόγω του ισχυρισμού τους πως εκπροσωπούν την ανθρωπότητα ως τέτοια, αντί για μία καθορισμένη ομάδα εντός ενός καθιερωμένου πλέγματος, που τους επιτρέπεται να ιδιοποιούνται τη δικαιοδοσία σε πολιτικά θέματα. Η διαφωτισμένη κοινή γνώμη μπορεί νόμιμα να ελέγχει την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, διότι στον δημόσιο διάλογο, που ξεδιπλώνεται μέσω της εκούσιας διαντίδρασης μεταξύ ατόμων που δεν φέρουν το βάρος των φεουδαρχικών εμποδίων, η ορθολογική επιχειρηματολογία προέχει κάθε άλλου μελήματος.

Στην αφήγηση του Χάμπερμας, λοιπόν, η επιτυχία του αγγλικού καφενείου ως πρωταρχικού οργάνου της αστικής πολιτικής επιρροής απορρέει από την ικανότητά του να αυτοπροσωπογραφείται ως ο χώρος μιας οικουμενικής κοινότητας. Εκείνοι που μαζεύονται στα καφενεία στον ελεύθερο χρόνο τους δεν ενώνονται ούτε από την εξουσία ούτε από οικονομικό συμφέρον, αλλά από τον κοινό νου. Πάντως, η επίφαση αυτή υποστηρίζεται από περιοριστικές πολιτικές εισόδου: σχεδόν επιπόλαια, ο Χάμπερμας σημειώνει το πώς η φήμη του καφενείου ως χώρου νηφάλιου ορθολογισμού απαιτεί τον αποκλεισμό των γυναικών. Το καφενείο παραμένει χώρος προσδιορισμένου φύλου: η ανθρωπότητα, συμπεραίνουμε, αποτελείται από άντρες καφεπότες [10].

Η περιγραφή του Χάμπερμας για το αγγλικό καφενείο έχει με πολλούς τρόπους διασχίσει τα σύνορα της ακαδημαϊκής μελέτης και έχει πάρει διαστάσεις μύθου, ένα ιστορικό μοντέλο που παραμένει περιέργως προκλητικό. Η έννοια ενός ζωηρού πνευματικού πολιτισμού που ταυτίζεται με έναν συγκεκριμένο χώρο, που είναι δημόσιος και όμως χαρακτηρίζεται από χαλαρή επικοινωνία, μας βρίσκει σύμφωνους, διότι παραμένει αναγνωρίσιμη. Παίρνουμε τον καφέ μας, συναντιόμαστε σε καφενεία, καθόμαστε για συζήτηση με φίλους και γνωστούς· η απεικόνιση του Χάμπερμας για το καφενείο εξακολουθεί να αντιστοιχεί στην καθημερινότητα. Ο Δομικός μετασχηματισμός της δημόσιας σφαίρας συγχωνεύει υποβλητικά ένα κανονιστικό όραμα ενός απελευθερωμένου διαλόγου με μία κοινή, ακόμη και τετριμμένη εμπειρία. Η μείξη αυτή εξηγεί μερικώς τον υπερβολικά αισιόδοξο ενθουσιασμό για το καφενείο ως χώρο όπου οι συγκρούσεις μπορούν να επιλύονται ή τουλάχιστον να τίθενται σε πλαίσια. Σε πρόσφατο τεύχος του σουηδικού περιοδικού Αxess, μία από τους συγγραφείς αναρωτιέται αν «τα καφενεία της Ευρώπης μπορούν να θεραπεύσουν τον εθνικισμό» [11]. Εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, διακρίσεις και ταξικές διαφορές: ίσως θα μπορούσαν να εξαλειφθούν, ως εκ θαύματος, με τη συνάντησή μας για έναν καφέ.

Αλλά ο ίδιος ο Χάμπερμας παρουσίασε μία μάλλον απαισιόδοξη εκδοχή της μοίρας της δημόσιας σφαίρας ως μίας σειράς διασυνδεόμενων χώρων για διάλογο πρόσωπο-με-πρόσωπο μετά την περίοδο του Διαφωτισμού. Η επιτυχία του καφενείου ως μέσου για τη διαμόρφωση της αστικής κοινής γνώμης βασίστηκε σε θεσμικές προκείμενες που χάθηκαν με το χρόνο. Ως ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς, όπου αυτόνομα άτομα μπορούν να απολαύσουν την κοινή ανθρωπιά τους σε απεριόριστες συζητήσεις, η δημόσια σφαίρα εξαφανίζεται μαζί με την αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση μεταξύ κυβερνητικής εξουσίας και εμπορικών επιχειρήσεων. Οι καπιταλιστικές εταιρίες διαρκώς περισσότερο ασκούν εξουσία και, καθώς το κράτος επεκτείνει τη δικαιοδοσία του για να τις αντισταθμίσει και να εγγυηθεί στα άτομα ένα μέτρο ασφάλειας, η απορρέουσα διαντίδραση μεταξύ των εταιριών μεγάλης κλίμακας και του αυξανόμενου κράτους αφήνει λίγα περιθώρια για έναν αποτελεσματικό ελεύθερο διάλογο.

Στη Γερμανία, με την παραδοσιακά ισχυρή διευθυντική και πολιτικά αδύναμη μεσαία τάξη, είναι αμφισβητούμενο ακόμη και το εάν η κουλτούρα της ορθολογικής επιχειρηματολογίας όπως τη σκιαγραφεί ο Χάμπερμας εμφανίστηκε ποτέ στα διάκενα των κρατικών δομών και των αγορών. Στην πραγματικότητα, ο καφές διαθέτει ελαφρά διαφορετικές συνδηλώσεις στα γερμανικά συμφραζόμενα. Συχνά συνδέεται με συγκεκριμένες αξίες –ή ίσως με μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και διάθεση– [12] συγκεφαλαιούμενες στην έννοια της Gemütlichkeit, μίας σχεδόν οικιακής θαλπωρής και άνεσης. Η Gemütlichkeit είναι το μότο μιας πολύ λιγότερο διεκδικητικής αστικής τάξης, μίας τάξης που ποτέ στην πραγματικότητα δεν κατακτά έναν δημόσιο χώρο, αλλά μάλλον αποσύρεται στο πλήρως απομονωμένο διαμέρισμά της, επιπλωμένο με «πορσελάνινες στόφες, βαριά παραπετάσματα, τουρκικά χαλιά, βελούδινους καναπέδες και πολυθρόνες» [13]. H γερμανική αστική τάξη ταμπουρώνεται πίσω από την πολυτελή επίπλωση, οχυρώνοντας με τον τρόπο αυτό τα σπίτια της από την ενόχληση του δημόσιου κόσμου [14].

Σε μία σημείωσή του, στο μεταπολεμικό, πικρόχολο γλωσσάρι του, ο νομικός και πολιτικός θεωρητικός Καρλ Σμιτ συλλαμβάνει τη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του αστικού εσωτερικού χώρου και καταδεικνύει τον καφέ ως σύμβολο της επιθυμίας για απόλαυση της απερίσπαστης ασφάλειας μέσα στα όρια της οικίας:

Γαλλικά: sécurité· γερμανικά (μέχρι τούδε): Gemütlichkeit. Είναι η εσωτερικευμένη –ή εσωτερικοποιημένη– αλλά ταυτόχρονα εκκοσμικευμένη διαβεβαίωση μιας θείας χάρης, το τέλος του φόβου και της τρεμούλας, μπροστά σ’ ένα φλιτζάνι καφέ και σε μια πίπα γεμάτη μυρωδάτο καπνό. Είναι η επανεμφάνιση μιας καλά προστατευμένης αισθησιακής απόλαυσης, μετά την οργισμένη επίθεση του Λουθήρου και των Μοραβών ενάντια στην ασφάλεια ως εμπράγματη μορφή αισθησιασμού [15].

Κατά την άποψη του Σμιτ, ο τυπικός αστός άξεστος, που προσωπογραφείται τέλεια στο λήμμα του, δεν είναι τόσο ασκητικά ενάντιος στην απόλαυση, όσο είναι ανήσυχος για την απόλαυση που δεν μπορεί να τη χαρεί κανείς με ασφάλεια – δηλαδή δίχως ανησυχία [16]. Ο καφές, σε συνδυασμό με τον καπνό, σημαίνει τοξίνωση δίχως κίνδυνο· είναι ένα διεγερτικό που δεν χαλαρώνει επικίνδυνα την αυτοκυριαρχία του ατόμου. Σηματοδοτεί μία φευγαλέα μακαριότητα που διαχωρίζεται από το εκστατικό, κάτι που σημαίνει μία κίνηση υπέρβασης του δέσμιου εγώ που ενοικεί στην ασφάλεια της βελούδινης άνεσης [17].

Πάντως, η σημείωση περιέχει μία πολύ πιο μεγαλεπήβολη κριτική. Ο Σμιτ διατείνεται ότι η άνετη ζωή στον αστικό εσωτερικό χώρο, παρά την πεζή και μετριόφρονα πλευρά της, σαγηνεύει τους άνδρες σε μιαν αμαρτωλή πρόσδεση στην εγκόσμια απόλαυση. Το αμαρτωλό στοιχείο έγκειται στην επιδίωξη της ασφάλειας: η θέληση να επιτύχει κάποιος μία κατάσταση πλήρους ασφάλειας στο θωρακισμένο σαλόνι προδίδει μία βλάσφημη πίστη στη δυνατότητα μίας ανθρωπόπλαστης ουτοπίας.

Το λήμμα στο ημερολόγιο του Σμιτ θα μπορούσε να αποδειχθεί μία παράξενη έκφραση ενός αυστηρού χριστιανικού ήθους, αυτός όμως συντάσσεται στη μακρά γραμμή των επικριτών της αστικής τάξης, που την πολέμησαν για την ανικανότητά της να εκτιμήσει μία κοινότητα που θα εκτείνεται πέραν του πεδίου της οικογένειας. Ο αστός ιδιώτης πιστεύει τυπικά ότι η πραγματική του ζωή διεξάγεται στην ιδιωτική σφαίρα και αντιλαμβάνεται τον υπόλοιπο κόσμο ως ξένη και επικίνδυνη περιοχή. Στην έκταση όπου η αστική τάξη όντως δρα πολιτικά, ωστόσο, συνεχίζει να διέπεται από την επιθυμία για ασφάλεια, όπως αυτή τρέφεται στο σπίτι, και από τη φιλοδοξία να μετατρέψει τον κόσμο σε ήρεμο εσωτερικό χώρο. Για την αστική τάξη, η σύγκρουση διαταράσσει ωμά τη συνεχή κυκλοφορία του διαλόγου – απλώς δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Στο σημείο αυτό, η έκκληση του αστού οικοδεσπότη για την επανεγκατάσταση της ευχάριστης συνομιλίας– «Πάντα με αγάπη πια!» ή «Ψυχραιμία! Ψυχραιμία!»– ακούγεται ολοένα πιο δυσοίωνη.

Ο τρόπος του Σμιτ να ομογενοποιεί την έννοια της ασφάλειας, η οποία από την εποχή της Απολυταρχίας και εντεύθεν κατέχει κεντρική θέση στη γλώσσα της πολιτικής φιλοσοφίας, με την καθημερινή έννοια της οικογενειακής γαλήνης, υποβάλλει τελικά μία κριτική της σύγχρονης ουτοπίας. Ο Σμιτ υποστηρίζει ότι στους πολιτικούς σχεδιασμούς της η αστική τάξη μεταθέτει τις αξίες που είναι εμμενείς στην Gemütlichkeit σε μία πολιτική περιοχή που αναγκαστικά οριοθετείται από τη σύγκρουση. Από θεολογική άποψη, αυτό εξισούται με βλασφημία, και όμως ο Σμιτ καταδεικνύει επίσης τις καταστροφικές πολιτικές συνέπειες του μη αναγνωρισμένου οράματος για έναν παγκόσμιο εσωτερικό χώρο. Πιστεύοντας ότι οι συγκρούσεις είναι μη αναγκαίες και μη υλικές, η αστική τάξη απαξιοί να αναγνωρίσει τους όποιους αντιπάλους και ο οιοσδήποτε τολμήσει να εγείρει αντίσταση και να αρθρώσει αντιπολίτευση ενάντια στην προκαθορισμένη κοινωνική αρμονία, όπως αυτή συλλαμβάνεται στην έννοια της sécurité, θα σαρώνεται και δεν θα θεωρείται τίποτε περισσότερο από απλή ενόχληση.

Παρά την ειρηνόφιλη διάθεσή της, λοιπόν, η αστική τάξη μπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό αντίπαλο. Στη μελέτη του για την έννοια του πολιτικού, ο Σμιτ μας προειδοποιεί ενάντια στους φιλελευθέρους που αυτοπροσδιορίζονται ως άνθρωποι ελεύθεροι από κάθε ειδικό καθορισμό και που ισχυρίζονται ότι δρουν εν ονόματι της ανθρωπότητας. Ο όρος «ανθρωπότητα» δεν προσδιορίζει κάποιο αυθεντικό πολιτικό υποκείμενο, ενσυνείδητο της πολεμικής θέσης του σε έναν χώρο που δομείται από συγκρούσεις. Εκείνος που μονοπωλεί την ανθρώπινη υπόσταση, αντιθέτως, θα αποκλείει τους αντιπάλους του ως μη ανθρώπινους και θα προβαίνει στην εκμηδένισή τους. Η επιδίωξη της ασφάλειας που αποκορυφώνεται στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης, με τελικό στόχο την οικοδόμηση ενός επίγειου παραδείσου μιας τέλειας Gemütlichkeit, καταλήγει συνεπώς να περιθωριοποιεί τους δυνάμει ανταγωνιστές της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, δηλαδή ληστεύοντας την ιδιότητά τους του μέλους της ανθρώπινης κοινότητας. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από τις οικογενειακές αξίες.

Κατά τον Χάμπερμας, η αστική τάξη καταναλώνει καφέ στη μεταβατική πλην υποσχόμενη δημόσια σφαίρα· κατά τον Σμιτ, το πράττει στην κίβδηλη αρμονία του αστικού εσωτερικού χώρου. Αμφότεροι οι διανοητές περιγράφουν εν τέλει το πώς εκείνοι που συναντώνται για καφέ τείνουν να θεωρούν εαυτούς ως ανθρώπινα όντα ελευθερωμένα από τις πιέσεις της πολιτικής διχόνοιας ή των κοινωνικών περιορισμών. Πίνει καφέ κανείς σε έναν χώρο αποσπασμένο από όλα τα πλαίσια που προκαθορίζουν τις σχέσεις. Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για καφέ, οι συνθήκες που κανονικά περιγράφουν την ύπαρξη σημαδεμένη από τη σύγκρουση και την ανισότητα τίθενται σε εκκρεμότητα, και εντός της απορρέουσας κατάστασης μπορεί κανείς να ταυτοποιήσει την αρχή μιας υγιούς δημόσιας σφαίρας ή μιαν απολιτική, και συνεπώς μοιραία, ουτοπία.

Ο συγγραφέας και κινηματογραφιστής Αλεξάντερ Κλούγκε μπορεί να ειπωθεί ότι καταλαμβάνει μια θέση μεταξύ των δύο πόλων που περιγράφονται παραπάνω. Η στάση του διαφαίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην ιστορία του «Ανθυπολοχαγού Μπουλανζέρ», που δημοσιεύτηκε στη συλλογή του Ιστορίες ζωής (Lebensläufe) το 1962, την ίδια χρονιά που εμφανίστηκε και η πραγματεία του Χάμπερμας για τη δημόσια σφαίρα. Το «Ανθυπολοχαγός Μπουλανζέρ» σχετίζει την τρικυμιώδη σταδιοδρομία ενός φιλόδοξου νέου, του Μπουλανζέρ, ο οποίος, μετά την αποτυχία του να αποκτήσει πτυχίο ιατρικής, προσλαμβάνεται ως βοηθός κάποιου καθηγητή Χιρτ στο Πανεπιστήμιο Ράιχ του Στρασβούργου το 1942. Τα καθήκοντά του είναι ανατριχιαστικά – περιλαμβάνουν την απόκτηση κρανίων εβραίων μπολσεβίκων κομισαρίων από το Ανατολικό Μέτωπο, και στον Μπουλανζέρ εμπιστεύονται την απομόνωση και εκτέλεση αυτής της ομάδας-στόχου μεταξύ των αιχμαλώτων πολέμου. Ο στόχος του καθηγητή είναι να ολοκληρώσει τη συλλογή του με δείγματα τύπων από «υπάνθρωπα είδη» που ενσαρκώνουν οι εβραίοι των υψηλόβαθμων τάξεων του σοβιετικού στρατού [18], και ο Μπουλανζέρ πιστεύει ότι η αποδοχή του για την ειδική αυτήν αποστολή θα προωθήσει τις ευκαιρίες του για μία «μετάθεση στην έρευνα», παρά την προηγούμενη αποτυχία του να ξεκινήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία [19].

Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης καλύπτει περιγραφές του τρόπου με τον οποίο ο Μπουλανζέρ διεκπεραιώνει τα καθήκοντά του όσο πιο κλινικά και συστηματικά μπορεί. Παίρνει συνεντεύξεις από αιχμάλωτους Σοβιετικούς στρατιώτες, ώστε να επιλέξει εκείνους που μοιάζουν να ανήκουν στην συγκεκριμένη ομάδα, τους σκοτώνει με ενέσεις, τους κατακρεουργεί τα κεφάλια και τα στέλνει στο Στρασβούργο σε ειδικά σχεδιασμένα δοχεία. Ο Μπουλανζέρ –ο φούρναρης– στην πραγματικότητα έχει προσληφθεί να εκτελεί «χρέη χασάπη» [20]. Με άλλα λόγια, η ποθητή προαγωγή στον ακαδημαϊκό χώρο δεν πραγματοποιείται.

Ωστόσο, το τελευταίο απόσπασμα του κειμένου αναφέρεται σε ένα γεγονός που λαμβάνει χώρα σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, το 1961. Ο Μπουλανζέρ εργάζεται ως συσκευαστής σε κάποιον μύλο στην Κολονία, όπου προσπαθεί να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να αποφύγει περαιτέρω ποινικές συνέπειες από την προηγούμενη απασχόλησή του. Αλλά δεν τον ξεχνούν: κάποιος Γάλλος δημοσιογράφος της αριστερής εφημερίδας L’Humanité τον βρίσκει και κανονίζει συνέντευξη μαζί του. Στη διάρκεια της συνέντευξης, η έκθεση της οποίας καταλαμβάνει το τελευταίο μέρος της νουβέλας, ο δημοσιογράφος επικεντρώνεται στην μέθοδο επιλογής του Μπουλανζέρ ως βοηθού του καθηγητή Χιρτ. Πώς εντόπιζε τους εβραίους-μπολσεβίκους κομισαρίους, πώς προχωρούσε;

Η συνέντευξη, που τελειώνει και τη νουβέλα, αντιστρέφει έτσι τη διανομή των ρόλων που ίσχυαν στα προηγούμενα μέρη. Το 1961 ο Μπουλανζέρ δεν διεξάγει πια ανακρίσεις με δυνάμει θύματα, έχει όμως επίσης απομακρυνθεί από μία θέση ισχύος και γίνονται στον ίδιο μία σειρά ερωτήσεις για τη συμμετοχή του σε εγκλήματα, οι απαντήσεις στις οποίες θα αποκαλύψουν τη συμμετοχή του στον εθνικο-σοσιαλιστικό μηχανισμό. Η ιστορία του Κλούγκε πλάθεται από μία σειρά ανακριτικές κινήσεις και το κείμενο είναι γραμμένο στη γυμνή γλώσσα του εγκληματικού προφίλ ή της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης, που εκφράζεται καλύτερα σε ένα σύντομο απόσπασμα προς το τέλος, όπου κάθε διατύπωση σημειώνεται είτε ως «Ερώτηση» είτε ως «Απάντηση» [21].

Πάντως, το κυρίαρχο ύφος της ανάκρισης διακόπτεται στη σύντομη, τελευταία παράγραφο, όταν ο δημοσιογράφος έχει τελειώσει τη συνέντευξή του, αλλά δεν είναι και ακριβώς έτοιμος να αφήσει τον Μπουλανζέρ. Παρά την αυστηρά ρυθμισμένη ανακριτική μορφή της συνέντευξης, μία σκηνή έντασης συμβαίνει μεταξύ των δύο ανθρώπινων όντων, και αμφότεροι, δημοσιογράφος και Μπουλανζέρ, θέλουν να συνεχίσουν να συζητούν εκτός των πλαισίων της έρευνας. Αντίθετα από τον ίδιο τον Μπουλανζέρ, ο οποίος άρχιζε συζητήσεις με ανθρώπους των οποίων η υπόσταση ως ανθρώπινων υποκειμένων είχε ήδη εκμηδενιστεί ακριβώς από τη διαδικασία της προσπάθειας να καταγράψει τα θετικά χαρακτηριστικά μίας υπανθρώπινης κατηγορίας, ο Γάλλος δημοσιογράφος-λήπτης της συνέντευξης επιδιώκει να διασπάσει τη φόρμα της ανάκρισης, για να εμπλακεί σε ένα άλλο είδος διαλόγου. Όμως, αυτός ο πιο εύκαμπτος και ισότιμος τρόπος διαλόγου εμποδίζεται αμέσως, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές δεν μπορούν να πιουν μαζί έναν καφέ:

Όχι καφέ: κατά τη διάρκεια της συνέντευξης είχε αναπτυχθεί μία ανθρώπινη σχέση μεταξύ του Μπουλανζέρ και του εκπροσώπου (Vertreter) της L’Humanité. Με το τέλος της συνέντευξης θα ήθελαν να πάρουν μαζί έναν καφέ. Αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. Την ώρα εκείνη δεν σέρβιραν καφέ στην καφετέρια, ώστε να μην δοθεί στο προσωπικό λόγος αποχώρησης από τη δουλειά του. Επίσης, δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να καθίσει στην καφετέρια. Έτσι, ο Μπουλανζέρ και ο λήπτης της συνέντευξης χώρισαν, χωρίς να έχουν πιει μαζί καφέ [22].

Προηγούμενοι σχολιαστές έχουν παρατηρήσει ότι η ανθρώπινη επαφή μεταξύ δημοσιογράφου και Μπουλανζέρ δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω εξαιτίας των σκληρών κανονισμών στον χώρο εργασίας, που έχουν καταρτιστεί για τη μέγιστη αποδοτικότητα: οι χαλαρές συναντήσεις απαγορεύονται οργανωτικά χάριν του κέρδους [23]. Η εταιρική καφετέρια δεν είναι ακριβώς καφενείο, ένας χώρος σχόλης εκτός των δεσμών της ιεραρχίας και της παραγωγής. Πάντως, η ερμηνεία αυτή μόλις και μετά βίας εξαντλεί την επικριτική πρόθεση της τελευταίας παραγράφου. Η ειρωνεία που στοχεύει στον σύγχρονο βιομηχανικό καπιταλισμό περιπλέκεται από την παρουσία ενός άλλου προβλήματος, δηλαδή τη δυνατότητα ή μη δυνατότητα μιας «ανθρώπινης σχέσης» με τον Μπουλανζέρ. Ακόμη και αν ο Μπουλανζέρ έχει μεταμορφώσει τη νοοτροπία του και μετανοεί για την εμπλοκή του με τον καθηγητή Χιρτ, σε ποιαν έκταση μπορεί κάποιος να καθήσει μαζί του, για να εξερευνήσει και να επιβεβαιώσει μία κοινή ανθρωπιά;

Ο Κλούγκε δεν γράφει ότι η απόπειρα καλλιέργειας μιας πιο ανθρώπινης επαφής με τον Μπουλανζέρ είναι ανεπίτρεπτη ή μη ενδεδειγμένη, αλλά ότι είναι «αδύνατη». Είναι αδύνατο να γεφυρωθεί η απόσταση που χωρίζει, και όντως πρέπει να χωρίζει, τον ανακριτή δημοσιογράφο και τον πρώην ναζί βοηθό ερευνητή. Σε αυτήν την ερμηνεία, ο Γάλλος δημοσιογράφος δεν αντιπροσωπεύει μόνο μίαν αριστερή ιδεολογία ή μία χώρα που έχει υποστεί εισβολή· είναι επίσης, όπως το γερμανικό κείμενο δηλώνει, ένας εκπρόσωπος (Vertreter) της ανθρωπιάς (L’Humanité, στα γαλλικά). Δεδομένου ότι ο Μπουλανζέρ συμμετείχε σέ ένα ερευνητικό πρόγραμμα βασισμένο στην προκείμενη ότι δεν υπάρχει οικουμενική ανθρωπότητα αλλά μόνο διακριτές και σαφώς ιεραρχημένες φυλετικές ομάδες, ίσως δεν είναι καν σε θέση να αναγνωρίσει έναν τέτοιο πρέσβη.

Η τελική παράγραφος του Κλούγκε παρέχει στον αναγνώστη ακόμη και ένα αδιέξοδο. Αν καταλάβει κανείς τη θέση του εκπροσώπου της ανθρωπότητας σε σχέση με τον Μπουλανζέρ, αναπόφευκτα θα ωθηθεί με κάποιον τρόπο να προδώσει την ουσία εκείνου που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί. Από τη μία πλευρά, δεν μπορεί κανείς να χορηγήσει στον Μπουλανζέρ κάποιο μέτρο ανθρώπινης επαφής, δίχως να απαλύνει την εκούσια συμμετοχή του σε φρικτά εγκλήματα. Δούλεψε εντός μίας σκευής σχεδιασμένης να ακυρώνει την ύπαρξη μιας δεδομένης ανθρώπινης κοινότητας, και η έρευνα την οποία βοήθησε να έλθει σε πέρας προμήθευσε ψευδεπιστημονικές αποδείξεις για προγράμματα εξόντωσης. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να του αρνηθεί μιαν ανθρώπινη σχέση, δίχως κατά κάποιον τρόπο να επαναλάβει ένα είδος διαφοροποίησης και αποκλεισμού. Η κατάσταση, όπως γράφει ο Κλούγκε, είναι «αδύνατη».

Η προβληματική αυτή υποβάλλεται μέσα σε μία παράγραφο για ένα φλιτζάνι καφέ. Δεν υπάρχει χώρος για να πιει έναν καφέ ο δημοσιογράφος με τον Μπουλανζέρ, για να συμμετάσχει μαζί του στην πλέον ανθρώπινη πράξη, δηλαδή να σταματήσει να δουλεύει και να κουβεντιάσει μαζί του για κάτι γενικό και ασήμαντο. Ο καφές στέκει ως έμβλημα μίας κοινωνικότητας που διαφεύγει των περιορισμών της ανάκρισης ή της συγκρότησης του όποιου είδους συντελεστικής επικοινωνίας. Το φλιτζάνι του καφέ σηματοδοτεί μετωνυμικά την ευκαιρία των ανθρώπων να συζητούν μεταξύ τους πέραν των περιορισμών των διεπόμενων από στόχους συναλλαγών και να ανακουφίζονται από εξειδικεύσεις εγγενείς σε προδιαγεγραμμένους ρόλους. Ο Κλούγκε δεν αποφάσκει την ανάγκη μας για τέτοιες ευκαιρίες, αλλά θέτει το ερώτημα ως προς το ποια προβλήματα θα μπορούσαμε να επιλύσουμε κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος για καφέ ή ποιες διαφορές θα ήταν δυνατό να υπερβούμε [24]. Είναι δύσκολο –ή αδύνατο– να πιεις καφέ με τον Μπουλανζέρ.

Χάμπερμας, Σμιτ, Κλούγκε: τα ανόμοια κείμενά τους συζητούν την ιδέα αγαστών, αυτορρυθμιζόμενων τρόπων διαντίδρασης, καθώς και τα δυνάμει πολιτικά περιεχόμενα και χρήσεις αυτής της μορφής διαντίδρασης. Η κοινωνική ιστορία του καφέ όπως εμφανίζεται στις δηλώσεις τους ίσως φαίνεται περίεργη, αλλά απέχει πολύ από το να καταλήγει σε συμπεράσματα. Σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν επίσης να αναγνώσουν την εξαπλούμενη κουλτούρα του καφέ ως εκδήλωση των αξιακών μετατοπίσεων στην κοινωνία:

Στο διαλυμένο σουηδικό κράτος πρόνοιας (folkhemsbygget) υπήρξε η ιδέα ότι το κράτος έφερε σε κάποιον βαθμό ευθύνη για το κοινωνικό και για το τι έκαναν οι άνθρωποι εκτός χώρου εργασίας. […] Πλέον η ευθύνη αυτή επαφίεται, όπως και τόσα πολλά άλλα, στο άτομο, και το μόνο πράγμα που έχει συμβεί είναι πως έχουν ανοίξει περισσότερα καφενεία [25].

«Το μόνο πράγμα που έχει συμβεί είναι πως έχουν ανοίξει περισσότερα καφενεία»: δεν θα έπρεπε να υποτιμήσει κανείς το ρόλο του καφέ στο αστικό κοινωνικό φαντασιακό. Οι συγκεκριμένες τελετουργίες και συμπεριφορές κατανάλωσης που έχουν προκύψει γύρω από την πόση του φαίνεται όντως ότι καταλαμβάνουν ειδική θέση στη ζωή της αστικής τάξης: ο καφές δεν είναι τοξικός, συμβάλλει μάλιστα στην εργασία, χρειάζεται όμως πάντα να κάνει κανείς ένα διάλειμμα για να τον καταναλώσει· η συζήτηση που συνοδεύει την κατανάλωση καφέ μπορεί να εκτείνεται από το κοινότοπο έως το σοβαρό, αλλά ποτέ δεν διεξάγεται μεταξύ αδιάλλακτων εχθρών και τείνει να παρουσιάζεται ως ευκαιρία εξουδετέρωσης επιζήμιων συγκρούσεων· είναι ευχάριστο να παίρνεις έναν καφέ παρέα με άλλους, εντούτοις η πράξη της πόσης του δεν αποτελεί ουσιωδώς συλλογικό εγχείρημα και, συνεπώς, δεν παραβιάζει την ιδέα μιας κοινωνίας καθαρά χωριστών ατόμων. Το καφενείο ή η καφετέρια είναι, συνεπώς, ο χώρος όπου η αστική τάξη, καθ’ όλη την πορεία της ιστορίας της, έχει δείξει ότι είναι ικανή να συλλαμβάνει έναν τύπο ανθρώπινης διαντίδρασης ο οποίος, κατ’ ελάσσονα λόγο, υπερβαίνει τις επαφές που απαιτούνται για τις καθαρά οικονομικές συναλλαγές. Μπορεί να πει κανείς ότι η αστική κοινωνία επιτρέπει τουλάχιστον την ύπαρξη ενός χώρου, όπου η κοινότητα εμφανίζεται ως κάτι άλλο από μία δευτερεύουσα και κάπως μυστήρια επίδραση της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος. Μπορούμε να συζητούμε, για λίγο, πλάι σ’ ένα φλιτζάνι καφέ. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν όλα τα καφενεία που έχουν εμφανιστεί από τη στιγμή που το κράτος άρχισε να αποσύρεται από την κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων ενσαρκώνουν, με οποιονδήποτε τρόπο, το είδος της δημόσιας σφαίρας που περιέγραψε ο Χάμπερμας: ένα φόρουμ συζητήσεων, διαθέσιμο σε όλους όσοι θέλουν να εκφράσουν τις απόψεις τους και είναι προετοιμασμένοι να ενισχύσουν και να ακούσουν επιχειρήματα, δίχως να λαμβάνουν υπ’ όψιν ιεραρχίες και επίσημες θέσεις. Η πόση του καφέ προϋποθέτει επιλογή τρόπου ζωής και αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο χτίζουμε τις ταυτότητές μας μέσω πράξεων επιτηδευμένης κατανάλωσης:

Ο καφές έχει πλέον συντροφέψει το κρασί, το ουίσκι και τα πούρα. Το έξυπνο μάρκετινγκ και η αυξανόμενη κατανάλωση έχουν ωθήσει το σνομπισμό σε πρωτοφανή ύψη. […] Δεν αρκεί να παραγγείλεις έναν απλό εσπρέσο στις μέρες μας. Όχι, καλύτερα έναν κολομβιανό ντεκαφεϊνέ Ναρίνιο Σουπρέμο, καλλιεργημένο στη σκιά [26].

 

Υποσημειώσεις:

[1] Jürgen Habermas, Strukturwandel der Öffentlichkeit: Untersuchungen zu einer Kategorie der bürgerlichen Gesellschaft, Hermann Luchterhand, Νόυβιτ 1962.

[2] Ένα παράθεμα που εισάγει ο Χάμπερμας σημειώνει την εξάπλωση των ρητά πολιτικών συμφερόντων πέραν αυτού του πρωταρχικού χώρου, επιβεβαιώνοντας έτσι την κρισιμότητά του για τη διαδικασία της πολιτικοποίησης της αστικής τάξης· βλ. Habermas, ό.π., σελ. 73: «Οι άνθρωποι έχουν επιφυλάξει για τον εαυτό τους μίαν ελευθερία, όχι μόνο στα καφενεία αλλά και σε άλλους χώρους ή συναντήσεις, τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς, να λογοκρίνουν και να δυσφημούν τις ενέργειες του κράτους».

[3] Για μία πιο εμπειρικά προσανατολισμένη μελέτη του αγγλικού καφενείου και της σημασίας του για τα κοινωνικά δίκτυα και την καταναλωτική κουλτούρα κατά τον 18ο αιώνα, βλ. το βιβλίο του Brian Cowan, The Social Life of Coffee, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 2005. Για μία γενική παρουσίαση του ηπειρωτικού [ευρωπαϊκού] καφενείου και του ρόλου του ως σημείου συνάντησης, χώρου εργασίας και τόπου λογοτεχνικών συναθροίσεων, βλ. την ανθολογία του Michael Rössner (επιμ.), Literarische Kaffehäuser, Böhlau, Βιέννη 1999.

[4] Bennett Alan Weinberg & Bonnie K. Bealer, The World of Caffeine: the Science and Culture of the World’s Most Popular Drug, Routledge, Νέα Υόρκη 2001, σελ. xi, 292.

[5] Για μία συζήτηση της μεταβαλλόμενης αντίληψης περί πολυτέλειας στην εποχή της αστικής τάξης, βλ. Joseph Vogl, «Luxus», ästhetische Grundbegriffe: historisches Wörterbuch in sieben Bänden, τόμ. 3 (επιμ.: Karlheinz Barck), J. B. Metzler, Στουτγάρδη 2001, σελ. 694-708.

[6] Για μία συζήτηση περί καφέ και αστικών ιδεωδών της νηφαλιότητας, βλ. Wolfgang Schivelbusch, Das Paradies, der Geschmack und die Vernunft: eine Geschichte der Genußmittel, Carl Hanser, Μόναχο 1980, σελ. 29.

[7] Schivelbusch, Das Paradies, ό.π., σελ.52. Οι Πήτερ Στάλλυμπρας και Άλλον Ουάιτ διατηρούν μία παρόμοια θέση, υποστηρίζοντας ότι ο καφές αποδείχθηκε «ένα νέος και απροσδόκητος παράγοντας στον παρατεταμένο αγώνα του καπιταλισμού να πειθαρχήσει το εργατικό δυναμικό του»: Peter Stallybrass & Allon White, The Politics and Poetics of Transgression, Methuen, Λονδίνο 1986, σελ. 97.

[8] Ο Χάμπερμας συζητεί τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος στο Jürgen Habermas, Theorie und Praxis: sozialphilosophische Studien, Hermann Luchterhand, Νόυβιτ 1963, σελ. 179-188, 317. Για μίαν επισκόπηση πρόσφατων βιογραφιών των εμπορευμάτων, βλ. Bruce Robbins, «Commodity Histories», Proceedings of Modern Language Association, τόμ. 120, τεύχ. 2, Μάρτιος 2005, σελ. 454-463.

[9] Ο Χάμπερμας δεν είναι ο μόνος θεωρητικός της κοινωνίας που ξεχωρίζει το καφενείο ως το χώρο όπου η ακάματα αναδυόμενη αστική τάξη μπορεί να συνέρχεται. Στη μελέτη του για τον τύπο του διανοουμένου, ο Λιούις Κόζερ γράφει ότι το αγγλικό καφενείο επέτρεπε την «καθημερινή συνεύρεση, πέρα από τα σχίσματα της γέννησης και της ιεραρχίας και της θέσης» και με τον τρόπο αυτό «βοήθησε να αντικατασταθεί η αλληλεγγύη η βασισμένη σε κοινούς τρόπους ζωής ή στην κοινή καταγωγή με μίαν άλλη, βασισμένη στην ομοιότητα της άποψης»: Lewis Coser, Men of Ideas: a Sociologists View, Free Press, Νέα Υόρκη 1965, σελ. 20-21.

[10] Για μία πρόσφατη συζήτηση περί του καφενείου ως χώρου προσδιορισμένου φύλου, βλ.: Emma J. Clery, The Feminization Debate in Eighteenth-Century England: Literature, Commerce, and Luxury, Palgrave Macmillan, Basingstoke 2004, ιδίως τις σελ. 13-25· Robert Cowan, «What Was Masculine about the Public Sphere? Gender and the Coffeehouse Milieu in Post-Restoration England», History Workshop Journal, τόμ. 51, 2001, σελ. 127-157. Και οι δύο μελετητές διερευνούν τη συνεχή προσπάθεια της κοινότητας των καφενείων να εξασφαλίζουν την «αρσενικότητα» του χώρου συγκέντρωσης, για παράδειγμα μέσω της δυσφήμησης του δανδή, μία στρατηγική που καταδεικνύει το άγχος για την αποδυνάμωση των [διαχωριστικών] γραμμών μεταξύ των φύλων.

[11] Annika Ström-Melin, «Kan Europas kaféer bota nationalismen?», Axess, τεύχ. 9, 2006.

[12] O Χάρολντ Νίκολσον γράφει: «Το επίθετο gemütlich και το ουσιαστικό Gemütlichkeit εννοούν τόσο μιαν ατμόσφαιρα όσο και μια διάθεση. […] Ένα είδος ευγενικής, φιλικής, άνετης, κάπως ληθαργικής διάθεσης»: Harold Nicolson, Good Behavior Being a Study of Certain Types of Civility, Constable & Co, Λονδίνο 1955, σελ. 204-205.

[13] Στο ίδιο, σελ. 205.

[14] Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σημειώνει: «Ο χαρακτήρας της οχύρωσης υπό την αστική τάξη μένει ο ίδιος για τα έπιπλα όσο και για τις πόλεις»: Walter Benjamin, Gesammelte Schriften, τόμ. V.I, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1991, σελ. 284.

[15] Carl Schmitt, Glossarium: Aufzeichnungen der Jahre 1947–1951 (επιμ.: Eberhard Freiherr von Medem), Duncker & Humblot, Βερολίνο 1991, σελ. 185.

[16] Για μία συζήτηση της ετυμολογίας της λέξης «ασφάλεια» (security), βλ. Werner Conze, «Sicherheit, Schutz», στο Otto Brunner/Werner Conze & Reinhart Koselleck (επιμ.), Geschichtliche Grundbegriffe: historisches Lexikon zur politischsozialen Sprache in Deutschland, τόμ. 5, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 1984, σελ. 832.

[17] «Ο εσωτερικός χώρος είναι όχι μόνο το σύμπαν αλλά και η θήκη του ιδιώτη. “Κατοικώ” σημαίνει “αφήνω ίχνη”»: Benjamin, Gesammelte Schriften, τόμ. VI, ό.π., σελ. 53.

[18] Alexander Kluge, Case Histories (μετ.: Leila Vennewitz), Holmes & Meier, Νέα Υόρκη 1988, σελ. 114.

[19] Στο ίδιο, σελ. 115.

[20] Στο ίδιο, σελ. 117.

[21] Στο ίδιο, σελ. 124-125.

[22] Στο ίδιο, σελ. 128.

[23] Βλ., για παράδειγμα, Rainer Lewandowski, Alexander Kluge, C.H. Beck, Μόναχο 1980, σελ. 30.

[24] Καθώς η συνέντευξη με τον Μπουλανζέρ συνιστά το πλείστο του τελευταίου μέρους του κειμένου, η μη δυνατότητα της συνάντησης αυτής καταδεικνύει επίσης τη μη δυνατότητα να γράψει κανείς για τον Μπουλανζέρ με έναν ευκολότερα αναγνωρίσιμο ως πιο «ανθρώπινο» τρόπο. Η ποθητή πλην εμποδισμένη συζήτηση δίπλα σ’ ένα φλιτζάνι καφέ, μία συζήτηση που υποτίθεται πως επιβεβαιώνει και αναπτύσσει την ανθρώπινη επαφή, θα όφειλε να ξεπερνά τα πλαίσια της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης. Θα όφειλε, με άλλα λόγια, να γραφτεί σε ένα ύφος περισσότερο ζεστό και ρευστό από εκείνο της ιστορίας που προηγείται, ένα ύφος που ενδεχομένως θα υπερέβαινε τη μη καλλωπισμένη γλώσσα του προφίλ ή της ανάκρισης. Αλλά, και πάλι, αυτό είναι αδύνατο. «Όχι καφέ»: μια φράση που υποβάλλει την υπόσχεση μιας πιο αυθόρμητης και ισότιμης σχέσης μόνο για να την αποσύρει, κωδικοποιεί τη μη δυνατότητα αφήγησης της ζωής του Μπουλανζέρ σε μιαν «ανθρώπινη» γλώσσα. Δεν υπάρχει χώρος για λογοτεχνική ζεστασιά στην ιστορία του. Ο δημοσιογράφος παραμένει ένας «λήπτης συνέντευξης» μέχρι και την τελευταία γραμμή του κειμένου.

[25] Gabriella Håkansson, «Ja, vi shoppar för mycket», Dagens Nyheter, 19 Φεβρουαρίου 2007.

[26] Niklas Ekdal, «Ett kungarike för en kopp», Dagens Nyheter, 15 Νοεμβρίου 2006.