Τα ρωσικά περιουσιακά στοιχείαΗλίας Σταυρίδης

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης, Σαρλ Μισέλ, επισήμανε τον ευρωπαϊκό επανεξοπλισμό σε ομιλία του στο Φόρουμ της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων το 2024: «Από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, έχουμε σπάσει αμέτρητα ταμπού. Κάνουμε αυτό που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και λίγες μέρες πριν την έναρξη του πολέμου: να προμηθεύουμε όπλα στην Ουκρανία μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ειρήνης, αξίας άνω των 5 δις. ευρώ. Η στρατιωτική υποστήριξη που παρέχεται στην Ουκρανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της από την έναρξη του πολέμου ανέρχεται σε περίπου 28 δισεκατομμύρια ευρώ».

Σε μια περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης, αυτό το χρηματικό ποσό πρέπει να περικοπεί από άλλα κεφάλαια, που προορίζονταν για τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και οι αγροτικές πολιτικές. Γι’ αυτό, ως βάση αυτών των περικοπών, χρησιμοποιείται το αφήγημα της «ρωσικής απειλής».

Ο Τραμπ ζήτησε από τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο επίπεδο του 2%, αλλά στη Γηραιά Ήπειρο είναι γενναιόδωροι: κατά μέσο όρο οι προϋπολογισμοί αυξήθηκαν περισσότερο από 8% πέρυσι, παραδέχτηκε ο Μισέλ, χωρίς όμως όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ να έχουν επιτύχει το κοινά συμφωνηθέν 2%.

Ο επανεξοπλισμός και ο πόλεμος δεν είναι πλέον ταμπού στην Ευρώπη. Σε περίπτωση που κάποιος δεν το θυμάται η Ευρωπαϊκή Ένωση πάντα δικαιολογούσε τον εαυτό της με το πρόσχημα της αποφυγής των πολέμων στη Γηραιά Ήπειρο. Επιπλέον, η προπαγάνδα έλεγε ότι χάρη σε μια «Ευρώπη χωρίς σύνορα» δεν υπήρξαν πόλεμοι εδώ και δεκαετίες, με κάποιες πάντα εξαιρέσεις, όπως ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία.

Τώρα η Ευρώπη επιστρέφει σε πολεμικές προετοιμασίες.

«Αυτή είναι η ένατη συνεχόμενη χρονιά αυξημένων αμυντικών δαπανών. Το 2022, το ένα τέταρτο των συνολικών αμυντικών δαπανών, σχεδόν 60 δισ. ευρώ, θα αφιερωθεί σε επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να επενδύσουμε τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα τα επόμενα δέκα χρόνια», είπε ο Μισέλ.

Αλλά η Ευρώπη δεν έχει ούτε ένα ευρώ για αυτή τη σπατάλη, οι φόροι δεν μπορούν να αυξηθούν και η περαιτέρω μείωση των κοινωνικών δαπανών μπορεί να οδηγήσει στο άνοιγμα του «εσωτερικού μετώπου».

Μια λύση είναι να ολοκληρωθεί η ιδιοποίηση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν πριν από δύο χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε ένα βήμα παραπάνω προς την αξιοποίηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας με την υιοθέτηση ενός νέου νόμου τη Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου.

Η κίνηση αυτή, σύμφωνα με τα βήματα που έχουν γίνει από τους G7, θεσπίζει μια νομοθετική οδό μέσω της οποίας τα κέρδη που προκύπτουν από κατασχεθέντα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία υπό συγκεκριμένες συνθήκες θα μπορούσαν τελικά να βρουν το δρόμο τους προς την Ουκρανία μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ.

Τόσο η ΕΕ όσο και οι G7 δέσμευσαν περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά υπήρξαν διστακτικοί ως προς το αν και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια.

Τα δύο τρίτα των κεφαλαίων βρίσκονται στην ΕΕ, με την πλειονότητα να κατέχεται από τον βελγικό οίκο εκκαθάρισης Euroclear. Μέχρι στιγμής, μόνο οι φόροι επί των περιουσιακών στοιχείων στο Βέλγιο έχουν διατεθεί σε ένα ειδικό ταμείο για την Ουκρανία που χειρίζεται η βελγική κυβέρνηση.

Τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν δώσει το πολιτικό τους πράσινο φως τον Ιανουάριο, στο πλαίσιο της στήριξης του μπλοκ προς την Ουκρανία ενόψει της δεύτερης επετείου της εισβολής της Ρωσίας τον Φεβρουάριο.

Δεδομένου ότι η βοήθεια προς την Ουκρανία είναι ήδη μέρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν οι Βρυξέλλες διατηρήσουν τις ρωσικές περιουσίες, τότε θα υπάρξουν περισσότερα χρήματα για να βοηθήσουν την «ανοικοδόμηση της Ουκρανίας», δηλαδή τη συνέχιση του πολέμου.

Η ιστορία της ιδιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων πρέπει να συμπληρωθεί με άλλες διαστάσεις. Η πρώτη είναι ότι η δήμευση είναι ένα μέτρο που επιβάλλεται όταν συνειδητοποιείται ότι οι κυρώσεις δεν θα ήταν αρκετές για να βάλουν ένα τέλος στη Ρωσία, όπως υποσχέθηκε ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, Μπρούνο Λε Μερ, στην αρχή του πολέμου.

Το δεύτερο είναι, ότι για πολλοστή φορά οι Ευρωπαίοι ακολουθούν τις επιταγές των Αμερικανών. Στις 24 Ιανουαρίου, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας εισήγαγε ένα νομοσχέδιο «Ανασυγκρότηση της ευημερίας και της οικονομικής ευκαιρίας για τους Ουκρανούς», που ονομάζεται REPO, για την κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων και τη μεταφορά τους στην Ουκρανία.

Όμως, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη δεν έχει επαρκή πολεμική βιομηχανία και δεν φαίνεται διατεθειμένη να αφήσει τα χρήματα να πάνε για να ενισχύσουν τη βιομηχανία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κατά συνέπεια, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να προχωρήσει στην ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας της, με ρωσικά χρήματα και υπό την κάλυψη της «ρωσικής απειλής» και της «ανοικοδόμησης της Ουκρανίας».

Όπως συμβαίνει συνήθως, στις Βρυξέλλες δεν μετρούν καλά τα βήματα. Εάν ένα κράτος μπορεί να ιδιοποιηθεί τα κρατικά κεφάλαια ενός άλλου, οι κανόνες του παιχνιδιού παραβιάζονται. Κανείς δεν θα θέλει να αφήσει τα χρήματά του στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γνωρίζοντας ότι μπορεί να τα χάσει εάν στους ιδιοκτήτες του χρηματοκιβωτίου δεν αρέσουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται.

Το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα θα εκτεθεί υπό την υποψία της αναξιοπιστίας. Εάν ολοκληρωθεί η ιδιοποίηση, το πρώτο πράγμα που θα κάνει η Ρωσία είναι να ανταπαντήσει. Εφόσον δεν έχει κρατικά κεφάλαια για να οικειοποιηθεί, θα το κάνει με ιδιωτικά κεφάλαια ή, με άλλα λόγια, η Ρωσία θα κάνει τις δυτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο έδαφός της να πληρώσουν αυτές για τις αποφάσεις των κυβερνήσεών τους.

Αυτού του είδους οι δημεύσεις, θα οδηγήσουν σε μεγάλη διεθνή κρίση και σοβαρή οικονομική αποσταθεροποίηση σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι πολύ πιθανό να προκληθεί χιονοστιβάδα αποεπένδυσης και αποδολαριοποίησης από τρίτες χώρες. Οι απώλειες, σύμφωνα με πρώτες εκτιμήσεις, μπορούν να ποσοτικοποιηθούν: η Ολλανδία θα χάσει έως και 50 δισεκατομμύρια, η Ελβετία 28 δισεκατομμύρια, το Ηνωμένο Βασίλειο 19 δισεκατομμύρια, η Γερμανία 17 δισεκατομμύρια, η Γαλλία 16 δισεκατομμύρια, η Ιταλία 13 δισεκατομμύρια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έως και 9 δισεκατομμύρια.

Σε κάθε περίπτωση, θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, κυρίως για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες και πάλι θα είναι οι περισσότερο χαμένες από τις εξελίξεις.