Το ευρωπαϊκό και αμερικανικό μπάσκετ στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησηςΒαγγέλης Χωραφάς & Ηλίας Σταυρίδης

Εισαγωγή

Για πολλά χρόνια υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει στην Ελλάδα μια διαμάχη μεταξύ των ειδικών για το αν το μπάσκετ ή το ποδόσφαιρο θα έπρεπε να είναι το «εθνικό άθλημα» της χώρας. Ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο με όρους επιτυχιών του ενός ή του άλλου αθλήματος.

Πρέπει να απαντηθεί μέσα σε ένα συνολικότερο πλαίσιο που εξετάζει την πορεία της χώρας και τις δυνατότητές της. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που ανήκει στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, δηλαδή στο κέντρο των διατλαντικών θεσμών. Η εξέλιξή της υπερκαθορίζεται από αυτή ακριβώς τη θέση της και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται με ανάλογο τρόπο όλες οι εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής γενικότερα και ο αθλητισμός ειδικότερα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο αθλητισμός δεν αποτελεί μόνο ένα προϊόν του κάθε μεμονωμένου κράτους. Επηρεάζεται από τις γενικότερες τάσεις της παγκοσμιοποίησης και, στην περίπτωση των ευρωπαϊκών χωρών, από τις εξελίξεις στη διαδικασία οικοδόμησης της ΕΕ.

Επομένως, τόσο το ποδόσφαιρο όσο και το μπάσκετ πρέπει να εξετασθούν μέσα στα ευρύτερα –και όχι μόνο– πλαίσια για να γίνει κατανοητός ο ρόλος τους στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας καθώς και η θετική ή αρνητική συμβολή τους στην προσαρμογή της Ελλάδας στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Κατ’ αναλογία το ευρωπαϊκό μπάσκετ πρέπει να εξετασθεί μέσα σε μια συγκεκριμένη ολότητα, αυτή του Ευρωπαϊκού Αθλητικού Μοντέλου, για να γίνει εμφανής η δυναμική του μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου μπάσκετ.

 

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργίας του αθλητισμού

Εδώ και πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητά τη δημιουργία ενός σταθερότερου νομικού πλαισίου για τα σπορ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και μετά την περίπτωση Μποσμάν που εκδικάσθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάσθηκε να χειρισθεί έναν αυξανόμενο αριθμό υποθέσεων του χώρου του αθλητισμού και ιδιαίτερα τη δυνητική εφαρμογή των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού στους κανόνες και στις πρακτικές των σπορ. Η Επιτροπή δημοσίευσε το 1999 τις «Πρωταρχικές οδηγίες για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στα σπορ» [1] για να ανταποκριθεί στα αιτήματα που είχαν συσσωρευθεί και αφορούσαν την εφαρμογή του Κοινοτικού Νόμου για τον ανταγωνισμό στον αθλητισμό [2]. Την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που έφτασαν στο Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού (CAS) μετά τη δημιουργία του το 1986 [3].

Η πρώτη αναφορά στον αθλητισμό σε ευρωπαϊκή συνθήκη εμπεριέχεται στη Διακήρυξη που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997). Σε αυτή, ενώ αναγνωρίζεται ο κοινωνικός ρόλος και η σημασία του αθλητισμού, δεν γίνεται καμία προσπάθεια ερμηνείας του τι σημαίνει αυτή η αναγνώριση σε πρακτικό επίπεδο [4]. Στην Έκθεση του Ελσίνκι (1999) που συντάχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή γίνεται υπόδειξη για συγκεκριμένα βήματα που πρέπει να γίνουν ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο σταθερό νομικό πλαίσιο για τον αθλητισμό, χωρίς όμως να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα [5].

Στη Συνθήκη της Νίκαιας (2000) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παραθέτει έναν αριθμό ειδικών χαρακτηριστικών του αθλητισμού τα οποία έχουν αξία και σημασία για το σύνολο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Μέσα σε 17 παραγράφους γίνεται μια προσπάθεια διατύπωσης οδηγιών πολιτικής για το πώς πρέπει να προσεγγισθούν συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τον αθλητισμό ως θέματα του Κοινοτικού Δικαίου, χωρίς όμως να υπάρχει οποιαδήποτε νομική δέσμευση [6].

Το προταθέν ευρωπαϊκό σύνταγμα, το οποίο απορρίφθηκε το 2005 με τα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, περιλάμβανε ένα άρθρο για τον αθλητισμό, το οποίο βέβαια δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή. Μετά την απόρριψη του ευρωπαϊκού συντάγματος η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, εφαρμόζοντας μια επιλεκτική πολιτική (cherry picking), προσπάθησε να προωθήσει πρακτικές που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε επιμέρους τομείς [7]. Με τα δεδομένα αυτά πολλοί υπουργοί Αθλητισμού της ΕΕ προσπάθησαν να εξειδικεύσουν την παρέμβασή τους οικοδομώντας πάνω στη Συνθήκη της Νίκαιας. Προϊόν αυτής της προσπάθειας ήταν η «Independent European Sport Review» (2006), η οποία προσπάθησε να εφαρμόσει τις αρχές της Συνθήκης της Νίκαιας στον αθλητισμό – με έμφαση στα ομαδικά σπορ και ιδιαιτέρως στο ποδόσφαιρο [8].

Παράλληλα όμως συνεχίσθηκε και η προσπάθεια αναβίωσης του απορριφθέντος ευρωσυντάγματος μέσα από μια νέα συνθήκη, αφού η ΕΕ πέρασε σε μια περίοδο εσωστρέφειας και έντονων προβληματισμών για τη μελλοντική της πορεία [9]. Τελικά, με πρωτοβουλία της γερμανικής προεδρίας υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Κορυφής τον Ιούνιο του 2007 η επονομαζόμενη Νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ, η οποία στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από το απορριφθέν ευρωπαϊκό σύνταγμα με άλλη ονομασία και με απάλειψη όλων των δευτερευόντων στοιχείων, τα οποία θα υπενθύμιζαν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη την ύπαρξη δυνατοτήτων δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους [10]. Στη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ και συγκεκριμένα στο Άρθρο 176b αναπαράγεται αυτολεξεί το Άρθρο ΙΙΙ-282 του απορριφθέντος ευρωπαϊκού συντάγματος. Διαβάζουμε σχετικά στο άρθρο 176b:

  1. […] H Ένωση πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών θεμάτων αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψιν την ειδική φύση του αθλητισμού, τις δομές του που βασίζονται στην εθελοντική δραστηριότητα καθώς και την κοινωνική και εκπαιδευτική του λειτουργία.
  2. Η δράση της Ένωσης πρέπει να στοχεύει […] στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διάστασης στον αθλητισμό, προάγοντας τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια στους αθλητικούς ανταγωνισμούς και τη συνεργασία μεταξύ των Αρχών που είναι υπεύθυνες για τον αθλητισμό καθώς και την προστασία της φυσικής και ηθικής ακεραιότητας των αθλούμενων ανδρών και γυναικών και ιδιαίτερα των νέων.
  3. Η Ένωση και τα κράτη-μέλη πρέπει να προάγουν τη συνεργασία με τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στους τομείς της παιδείας και του αθλητισμού, και ιδιαίτερα το Συμβούλιο της Ευρώπης.
  4. Για να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο Άρθρο αυτό […] το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, λειτουργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, αφού συμβουλευθεί την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και την Επιτροπή Περιφερειών, θα υιοθετήσουν μέτρα κινήτρων, αποκλειόμενου κάθε εναρμονισμού με τους νόμους και τις ρυθμίσεις των κρατών-μελών […] Το Συμβούλιο με πρόταση της Επιτροπής θα υιοθετήσει οδηγίες [11].

Με βάση τα προηγούμενα θα πρέπει να διερευνήσουμε καταρχήν ποια είναι τα προβλήματα στον αθλητισμό τα οποία απαιτούν πολιτική παρέμβαση και ποια μπορεί να είναι η ευρωπαϊκή διάσταση στον αθλητισμό.

 

Τα προβλήματα στον αθλητισμό και η αναγκαιότητα της πολιτικής παρέμβασης

Στις αθλητικές Αρχές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γνωστή εδώ και αρκετά χρόνια μια σειρά προβλημάτων στο χώρο, τα οποία κάνουν αναγκαία την πολιτική παρέμβαση. Το ζητούμενο είναι ο τρόπος επίτευξης της τελευταίας καθώς και η εναρμόνισή της με αντίστοιχες παρεμβάσεις στο επίπεδο των εθνικών κρατών. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα συνδέονται με την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού. Το «Independent Review» επισημαίνει μια σειρά τέτοιων προβλημάτων, όπως:

  • ιδιωτικοποίηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων από συγκεκριμένα μίντια
  • συγκέντρωση του πλούτου σε συγκεκριμένες ομάδες και πρωταθλήματα
  • ιδιοκτησία των συλλόγων από ύποπτους ιδιοκτήτες κεφαλαίων
  • σκάνδαλα διαφθοράς και στημένων αποτελεσμάτων
  • πληθωρισμός αμοιβών στην αγορά παικτών
  • ντόπινγκ
  • μαύρη αγορά εισιτηρίων
  • χρεοκοπία ευρωπαϊκών συλλόγων
  • ξέπλυμα χρήματος
  • διαδικτυακή πειρατεία
  • παράνομη διακίνηση και εκμετάλλευση παικτών από τον Τρίτο Κόσμο
  • μια ανεξέλεγκτη «βιομηχανία αντιπροσώπων παικτών»
  • υπο-επένδυση στην παραγωγή νέων παικτών
  • παράνομο στοίχημα και διαδικτυακός τζόγος χωρίς φορολογικό έλεγχο
  • χουλιγκανισμός, ρατσισμός, ξενοφοβία, ανασφάλεια στα στάδια [12].

Τα φαινόμενα αυτά μπορούν να εντοπισθούν στο σύνολό τους στο χώρο του ποδοσφαίρου, το οποίο είναι περισσότερο διαδεδομένο και δημοφιλές στον ευρωπαϊκό χώρο. Η μεγάλη πλειοψηφία τους, όμως, ανιχνεύεται και στο χώρο του μπάσκετ, το οποίο ακολουθεί το ποδόσφαιρο σε δημοτικότητα.

Για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα αυτά σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να διευκρινισθεί τι σημαίνει «ευρωπαϊκή διάσταση στον αθλητισμό» σύμφωνα με τη Νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη.

 

Τι είναι ευρωπαϊκό στον αθλητισμό;

Η υπάρχουσα ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα στο χώρο του αθλητισμού πρέπει να απεικονισθεί σε ένα Ευρωπαϊκό Αθλητικό Μοντέλο (ΕΑΜ), το οποίο να προέρχεται από μια ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών –ένας χώρος ο οποίος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς την έννοια της ευρωπαϊκής ταυτότητας, που και αυτή με τη σειρά της δεν υπάρχει– και να αποτελεί μια έκφραση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της στάσης των Ευρωπαίων απέναντι στις αθλητικές αξίες. Με δεδομένη την ανυπαρξία της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών, το ΕΑΜ συγκροτείται πάνω σε δύο άξονες. Πρώτον, αντανακλώντας κοινές συνισταμένες του αθλητικού πολιτισμού των επιμέρους κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δεύτερον, ενσωματώνοντας επιμέρους αξίες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Επομένως το ΕΑΜ πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά [13]:

  • Να είναι ένα δημοκρατικό μοντέλο το οποίο θα διασφαλίζει τη δυνατότητα συμμετοχής όλων στον αθλητισμό ή, όπως διατυπώνεται διαφορετικά, θα είναι ένα μοντέλο αποφυγής του «αθλητικού αποκλεισμού» και προαγωγής του «περιεκτικού αθλητισμού».
  • Το μοντέλο θα πρέπει να έχει πυραμιδοειδή μορφή με τις ομάδες να αποτελούν τη βάση της πυραμίδας, εξασφαλίζοντας τη λαϊκή συμμετοχή σε τοπικό επίπεδο. Στο επόμενο επίπεδο θα υπάρχουν περιφερειακές ενώσεις και πρωταθλήματα. Στο αμέσως επόμενο, ομοσπονδίες και πρωταθλήματα στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Στην κορυφή της πυραμίδας θα υπάρχουν οι ευρωπαϊκές συνομοσπονδίες απαρτιζόμενες από εκπροσώπους των εθνικών ομοσπονδιών. Το πυραμιδοειδές μοντέλο δίνει τη δυνατότητα διασύνδεσης με τις παγκόσμιες αρχές λειτουργίας των επιμέρους αθλημάτων, οι οποίες διέπονται από την ίδια λογική.
  • Το μοντέλο θα πρέπει να ενσωματώνει την αρχή της «οικονομικής αλληλεγγύης», δηλαδή τη δυνατότητα διανομής των κρατικών πόρων σε όλες τις βαθμίδες της πυραμίδας.
  • Το μοντέλο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις αρχές της «προαγωγής και του υποβιβασμού» για να διασφαλίσει κίνητρα συμμετοχής στο πυραμιδοειδές σχήμα.

Τι επιπλέον διασφαλίζει ένα πυραμιδοειδές μοντέλο; Σύμφωνα με τις αθλητικές εμπειρίες των κρατών-μελών της ΕΕ, τα θετικά μιας πυραμιδοειδούς αθλητικής δομής είναι:

  • Η πυραμίδα θεωρείται ένα μοντέλο το οποίο ευνοεί τον ανταγωνισμό. Ξεκινά από τοπικά πρωταθλήματα και καταλήγει σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
  • Η πυραμίδα θεωρείται ένα μοντέλο το οποίο ευνοεί την αυτο-οργάνωση. Δίνει δυνατότητες αξιοποίησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού στόχου.
  • Η πυραμίδα θεωρείται μια αντανάκλαση της εικόνας της ιεράρχησης των ανθρώπινων ικανοτήτων. Ξεκινά με τον ερασιτεχνισμό στη βάση και καταλήγει στον επαγγελματισμό στην κορυφή.
  • Η πυραμίδα διαμορφώνει τις δυνατότητες γραφειοκρατικού και πολιτικού ελέγχου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να ασκείται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό, μέσα από την προώθηση της κατάλληλης νομοθεσίας και των αναγκαίων θεσμών.

Φαίνεται λοιπόν ότι το ευρωπαϊκό όραμα για το αθλητικό μοντέλο της ΕΕ είναι μια πυραμίδα η οποία θεωρείται μια «αδιαίρετη ολότητα». Σαν μια ολότητα η οποία αναμειγνύει διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής δραστηριότητας όπως: ο ανταγωνισμός, η αυτο-οργάνωση, οι ικανότητες, η σχέση ερασιτέχνη–επαγγελματία, ο γραφειοκρατικός έλεγχος και η πολιτική εκπροσώπηση. Εν ονόματι της «διαφάνειας» και της «αποτελεσματικότητας» ενός ιεραρχημένου ελέγχου προωθείται μια ενιαία και μονοδιάστατη δομή για τον ευρωπαϊκό αθλητισμό. Το κατά πόσον θα επιτευχθεί εξαρτάται από την υιοθέτηση ή όχι της Νέας Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της ΕΕ την περίοδο 2008–2009 καθώς και από τις αντιδράσεις των συνομοσπονδιών των διαφόρων αθλημάτων αλλά και των λόμπι που σχηματίζουν επαγγελματικές ομάδες με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, και τα οποία δραστηριοποιούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο [14].

Εξετάζοντας αυτή την πυραμίδα από την πλευρά των αξιών του ευρωπαϊκού καπιταλισμού –όσο μπορεί καταχρηστικά να ισχυρισθούμε ότι υπάρχει ευρωπαϊκός καπιταλισμός και όχι επιμέρους καπιταλισμοί των εθνικών κρατών– μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες από αυτές, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί και σε όλες τις ευρωπαϊκές συνθήκες: ο ελεύθερος ανταγωνισμός, η μερική αναδιανομή στις κατώτερες βαθμίδες, η επιθυμητή πολιτική παρέμβαση, η αναπαραγωγή της ιεραρχημένης ανισότητας –που στον αθλητισμό εκφράζεται με τη διάκριση ερασιτεχνισμού και επαγγελματισμού–, καθώς και η προσπάθεια διαμόρφωσης ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας.

 

Το ευρωπαϊκό μπάσκετ

Είναι κοινά αποδεκτό ότι το μπάσκετ στην Ευρώπη βρίσκεται σε δευτερεύουσα θέση σε σχέση με το ποδόσφαιρο. Και αυτό ισχύει για λόγους ιστορικούς και κοινωνικούς. Το ποδόσφαιρο συνδέθηκε στη γέννησή του με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ξεκινώντας σαν παιχνίδι της εργατικής τάξης πριν εξελιχθεί σε παιχνίδι όλου του λαού. Παράλληλα, η αποικιοκρατική επέκταση των επιμέρους ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών διασφάλισε τη γρήγορη διάδοσή του σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με τη μη ύπαρξη ιδιαίτερων απαιτήσεων για το παίξιμό του, κυρίως σε επίπεδο λαϊκής βάσης [15].

Αντίθετα το μπάσκετ δεν είχε σχεδόν κανένα από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι πανεπιστημιακών κύκλων αλλά εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλες τις περιοχές των ΗΠΑ και ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα [16]. Η ταχύτητα της παγκόσμιας διάδοσής του ήταν πολύ μικρότερη συγκριτικά με αυτή του ποδοσφαίρου και αυξήθηκε μόνο όταν ο αμερικανικός καπιταλισμός αναδείχθηκε η ηγεμονική δύναμη στο χώρο της Δύσης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολιτικοστρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ συνοδεύτηκε από τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομικών θεσμών που αναπαρήγαγαν την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου. Με τα δεδομένα αυτά, ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1950 η εξαγωγή πολιτιστικών προτύπων αλλά και των μαζικών προϊόντων των βιομηχανιών της αναψυχής, του θεάματος και του αθλητισμού. Από τα εξαχθέντα αμερικανικά αθλητικά προϊόντα, το μπάσκετ γρήγορα κατόρθωσε να αναρριχηθεί στην κορυφή των προτιμήσεων λόγω και της δυνατότητάς του να αναπαράγεται σε μικρούς χώρους των αστικών κέντρων [17]. Η συνολική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης επιτάχυνε ακόμα περισσότερο τα τελευταία 20 χρόνια αυτές τις εξελίξεις.

Όπως το ποδόσφαιρο έτσι και το μπάσκετ βοηθά στην αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας μέσω των εθνικών ομάδων, μια λειτουργία που είναι εξαιρετικά σημαντική στο βαθμό που οι παραδοσιακές αναφορές της εθνικής ταυτότητας βρίσκονται σε κρίση. (Σε χώρες όπως η Ελλάδα, που το μπάσκετ είναι πιο αναπτυγμένο από το ποδόσφαιρο τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, η συμβολή του στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας είναι εξαιρετικά σημαντική, στο βαθμό που οι διεθνείς διακρίσεις είναι συνεχείς.) Η παγκοσμιοποίηση τείνει να διαλύει τις αναφορές της εθνικής ταυτότητας, και το ποδόσφαιρο με το μπάσκετ είναι δύο από τις λίγες διαδικασίες που επιτρέπουν την αναγέννηση αυτών των αναφορών, στο βαθμό που επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας ειδικής σχέσης μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας και της καθημερινής ζωής των πολιτών. Στο παρελθόν η εθνική κυριαρχία συνδέθηκε κατά κύριο λόγο με την επιβεβαίωση του έθνους, και οι επιτυχίες στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ συνέβαλαν σε αυτή την τάση. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχουμε μετακινηθεί από την επιβεβαίωση του έθνους στην προστασία/διάσωση του έθνους, και το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ καλούνται να συμβάλουν σε αυτή την προοπτική. Οι εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου και μπάσκετ αποτελούν ίσως τα τελευταία οχυρά που δεν έχουν αλωθεί από το χρήμα, και μας επιτρέπουν –όσο και αν το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ αποτελούν μαζί το ανώτατο στάδιο της παγκοσμιοποίησης, είναι δηλαδή πιο παγκοσμιοποιημένα από το διαδίκτυο ή τη δημοκρατία ή την οικονομία της αγοράς– να αντιμαχόμαστε τις πιο καταστροφικές εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης [18].

Πώς όμως εξελίσσεται το μπάσκετ σε δύο διαφορετικά μοντέλα καπιταλιστικής και κατ’ επέκταση αθλητικής ανάπτυξης; Σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, το ευρωπαϊκό μπάσκετ αναπτύσσεται με βάση το ΕΑΜ, δηλαδή με βάση την πυραμιδοειδή λογική και τις αρχές του «περιεκτικού αθλητισμού», της «οικονομικής αλληλεγγύης», του «ανταγωνισμού» που μεταφράζεται σε προαγωγές και υποβιβασμούς καθώς και στον πολιτικό έλεγχο και παρέμβαση. Βέβαια, το μοντέλο αυτό προσομοιάζει περισσότερο σε έναν ανταγωνιστικό καπιταλισμό σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, ο οποίος επιτρέπει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου και τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Έτσι οι πλούσιες και επιτυχημένες ομάδες γίνονται πλουσιότερες και οι φτωχές φτωχότερες, και όσες στοχεύουν στη βελτίωση έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία κάθε χρόνο να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.

Αντίθετα το αμερικανικό αθλητικό μοντέλο, μέσα στα πλαίσια του οποίου αναπτύσσεται και το μπάσκετ, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά:

  • Το άθλημα προκαλεί ανταγωνισμό και προσδίδει αξία στους συλλόγους η οποία είναι άμεσα μετρήσιμη και εμπορεύσιμη.
  • Επιτρέπει τη συμμετοχή όλων με βάση τις προδιαγραφές του «αμερικανικού ονείρου» περί επιτυχίας.
  • Σε κάθε κατηγορία πρέπει να εναρμονίζονται οι αρχές του μάρκετινγκ και της δημιουργίας «brand name» με την ισχύ και το χρήμα. Το μπάσκετ, όπως και όλα τα αθλήματα, είναι η απόλυτη δραστηριότητα του μάρκετινγκ, παράγοντας μεγάλες ποσότητες νικητών και ηττημένων σε κάθε αθλητική περίοδο.
  • Σε αντίθεση με το πυραμιδοειδές ΕΑΜ, το αμερικανικό μπάσκετ λειτουργεί στα πλαίσια ενός τυπικού οικονομικού καρτέλ. Δεν υπάρχουν προαγωγές και υποβιβασμοί. Η κατάταξη των ομάδων στον βαθμολογικό πίνακα συνδέεται άμεσα με την εμπορική αξία της κάθε ομάδας που πέφτει ή ανεβαίνει ανάλογα με τις επιδόσεις της. Οι ομάδες του μπασκετικού καρτέλ μοιράζονται τα έσοδα, ρυθμίζουν αυστηρά την είσοδο στο καρτέλ, ενισχύουν τους ασθενέστερους (μέσα από την προτεραιότητα στην επιλογή νέων ταλέντων: διαδικασία των drafts), για να διατηρηθεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο ανταγωνισμού, και διαπραγματεύονται συλλογικά με τις αθλητικές Αρχές.

Με τα δεδομένα αυτά η σύγκριση μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού μοντέλου ανάπτυξης του μπάσκετ είναι άνιση. Και αυτό όχι λόγω της αποτελεσματικότητας των δύο μοντέλων, αλλά λόγω της ιστορικότητας της εξέλιξης του μπάσκετ, η οποία έχει επιτρέψει τη μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίων στο αμερικανικό μπάσκετ.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις ΗΠΑ το μπάσκετ δεν είναι το δημοφιλέστερο άθλημα –σε σύγκριση με το αμερικανικό ποδόσφαιρο και το μπέιζμπολ– και τα οικονομικά στοιχεία του ΝΒΑ δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά των NFL και MLB [19]. Είναι όμως το περισσότερο διαδεδομένο από τα αμερικανικά αθλήματα σε ολόκληρο τον κόσμο, και αυτή η παγκοσμιοποιητική του διάσταση το κάνει να είναι το αντιπροσωπευτικότερο άθλημα του αμερικανικού καπιταλισμού [20].

Η παγκοσμιοποίηση έχει επιτρέψει την ελεύθερη διακίνηση παικτών σε ολόκληρο τον κόσμο και με αυτήν την έννοια –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– όλες οι μετακινήσεις είναι εφικτές. Μόνο που ο διαφορετικός ρυθμός συγκέντρωσης κεφαλαίου στο αμερικανικό μπάσκετ –ο οποίος οφείλεται στους ιστορικούς λόγους που προαναφέρθηκαν– του επιτρέπει να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού των μπασκετικών αμοιβών, απέναντι στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Το αντίστροφο συμβαίνει με το ποδόσφαιρο, το άθλημα του οποίου την πρωτοκαθεδρία κατέχει η Ευρώπη. Οι ρυθμοί συσσώρευσης κεφαλαίου στις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές ομάδες –και ιδιαίτερα στο καρτέλ των G14– τους επιτρέπει να διατηρούν μια υπεροχή ασφαλείας απέναντι στους κυριότερους ανταγωνιστές της: τις ποδοσφαιρικές ομάδες των χωρών της Λατινικής Αμερικής.

Θα ήταν ίσως χρήσιμο να σημειώσουμε ότι το ευρωπαϊκό μπάσκετ βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς αναδημιουργίας και αναδιανομής ισχύος, στο βαθμό που οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη δεν έχουν ακόμη παγιωθεί, με τις εκκρεμότητες να εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου. Η Ελλάδα, μια χώρα με μικρό πληθυσμιακό μέγεθος και αρκετά ισχυρή οικονομία, θεωρείται μια από τις παγκόσμιες μπασκετικές δυνάμεις εδώ και δύο δεκαετίες, τόσο σε επίπεδο εθνικό όσο και σε συλλογικό. Σε αντίθεση με το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο έχει λιγότερες επιτυχίες και η Ελλάδα θεωρείται μια χώρα μικρομεσαίου ποδοσφαιρικού διαμετρήματος, παρά την επιτυχία της εθνικής ομάδας το 2004. Αν όμως συνεξετασθεί η συνολική ανάπτυξη και των δύο αθλημάτων, τότε η εικόνα γίνεται αρκετά θετική από την πλευρά της συμβολής του αθλητισμού στην προστασία της εθνικής ταυτότητας μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Στη διαδικασία αυτή το μπάσκετ θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία λόγω της πορείας που έχει διαγράψει τα τελευταία 40 χρόνια, και με δεδομένο ότι από το 1987 μέχρι σήμερα –δηλαδή την περίοδο επιτάχυνσης των ρυθμών της παγκοσμιοποίησης– έχει προσαρμοσθεί στις διεθνείς απαιτήσεις με αποτελεσματικότερο τρόπο σε σχέση με το ποδόσφαιρο.

 

Το μπάσκετ και οι γεωπολιτικές ισορροπίες

Το αυτοκρατορικό μεταπολεμικό οικοδόμημα που δημιούργησαν οι ΗΠΑ –αυτό που αρκετοί αποκαλούν «παγκόσμιο ιμπεριαλισμό»– στηρίχθηκε σε μια αμερικανική «αυτοκρατορία» η οποία διέθετε και αρκετά τυπικά χαρακτηριστικά, στον «άτυπο αυτοκρατορικό χώρο» της Ευρώπης και στον μειωμένης κυριαρχίας πυλώνα της Ιαπωνίας. Αυτός ο επικυρίαρχος μηχανισμός ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στον υπόλοιπο κόσμο μέσα από ένα συγκεκριμένο πλέγμα πολιτικοστρατιωτικών (ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.λπ.), οικονομικών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) και άλλων θεσμών και διαδικασιών. Ασκεί όμως και τεράστια ιδεολογική επιρροή μετασχηματίζοντας τους εθνικούς πολιτισμούς και ενσωματώνοντας τις τοπικές κουλτούρες [21].

Το ηγεμονικό σχήμα του επονομαζόμενου «ιμπεριαλισμού της τριάδας» –ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία– εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχο σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός όμως έχει εκδηλώσει αλλού τη δυναμική του – σε αυτή τη φάση κυρίως στις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καπιταλισμός έχει χάσει την ισχύ του στις χώρες του αναπτυγμένου κέντρου. Απλά οι ρυθμοί ανάπτυξής του στις χώρες της Ασίας είναι πολύ πιο γρήγοροι και οι όροι αυτής της εξέλιξης –φθηνό εργατικό δυναμικό, μεγάλες αγορές, αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος κ.λπ.– εξακολουθούν να ισχύουν [22]. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ κατανοούν αυτή τη δυναμική με διαφορετικούς όρους. Η ΕΕ, μέσα από μια λογική ενός αναπτυγμένου καπιταλισμού ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με οικονομικούς όρους με την ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή της Ασίας. Οι ΗΠΑ κατανοούν την ανάπτυξη στην Ασία και εν μέρει στη Λατινική Αμερική με όρους –όχι ότι δεν υπάρχει η αναγκαία οικονομική διάσταση– στρατηγικούς. Σαν παγκόσμιος ηγεμόνας πρέπει να προϋπολογίσουν τα μακροχρόνια συμφέροντά τους για τη διατήρηση αυτής της ηγεμονίας. Στην παρούσα φάση η ηγεμονία επιτυγχάνεται μέσα από το παγκόσμιο θεσμικό πλέγμα που έχουν δημιουργήσει, μέσα από δυνατότητες στρατιωτικού global reach καθώς και με τη συμμαχία με έναν εταίρο, την Ευρώπη, ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά πτώσης και όχι ανόδου από τις αρχές του 20ού αιώνα. Πιθανόν ένας μελλοντικός σύμμαχος από τη ΝΑ Ασία να βοηθούσε αποτελεσματικότερα στη διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας [23].

Μέσα στα πλαίσια αυτά, το μπάσκετ –στο χώρο που του αναλογεί– γίνεται εργαλείο μιας τέτοιας προσέγγισης. Ο στόχος της ηγεσίας του ΝΒΑ είναι η επέκταση στις χώρες της Ασίας και ιδιαίτερα στην Κίνα. Αυτή η πολιτική υλοποιείται με συνέπεια τα τελευταία χρόνια και αποκρυσταλλώνεται στο φαινόμενο «Γιάο και παγκοσμιοποίηση» [24]. Σε μια αντίστοιχη πορεία η Ευρώπη και, συγκεκριμένα, η UEFA εξάγουν στις ίδιες περιοχές το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και κυρίως την κορυφαία διασυλλογική οργάνωση της ηπείρου, το Champions League. Ο κάθε πόλος του αυτοκρατορικού οικοδομήματος εξάγει το άθλημα στο οποίο διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως άλλωστε θα ίσχυε και για κάθε εμπόρευμα.

Από την πλευρά του ΝΒΑ, η Ευρώπη δεν έχει κάποια ειδική σημασία. Προσφέρει παίκτες και μια αγορά ήδη πεπερασμένη. Αντίθετα η Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική –ο επόμενος χώρος ανάπτυξης της δυναμικής του καπιταλισμού– προσφέρουν και ανθρώπινο δυναμικό και μη κορεσμένες αγορές και στρατηγικές προοπτικές [25].

Οι χώρες της κυρίαρχης «τριάδας» προχωρούν και σχεδιάζουν μέσα από συμφωνίες, αντιθέσεις, τριβές και εξωτερικές πιέσεις. Όλες αυτές οι τάσεις αναπαράγονται και στο χώρο του αθλητισμού. Το μπάσκετ ως άθλημα που απεικονίζει τη λογική και τη δυναμική του αμερικανικού καπιταλισμού θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στα πλαίσια του ενδοαυτοκρατορικού καταμερισμού εργασίας, έχοντας στο άλλο άκρο αντίπαλο αλλά και συνοδοιπόρο το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

 

Υποσημειώσεις:

[1] Το πρώτο κείμενο της Επιτροπής που αναφέρεται στον αθλητισμό βρίσκεται στο European Commission, «The European Model of Sport», Consultation Document of DGX, Νοέμβριος 1998. Βλ. επίσης, «The Helsinki Report on Sport», COM 644, 1999.

[2] Jean François Pons, «Sport and European Competition Policy», Fordham Corporate Law Institute, 1999.

[3] Στατιστικά στοιχεία υπάρχουν στο http://www.tas-cas.org/en/stat/frmstat.htm.

[4] Για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, βλ. http://europa.eu/scadplus/glossary/amsterdam_treaty_el.htm.

[5] Για την Έκθεση του Ελσίνκι, βλ. http://ec.europa.eu/sport/action-sports/helsinki/helsinki_overview_el.html.

[6] Για τη Συνθήκη της Νίκαιας, βλ. http://ec.europa.eu/nice_treaty/index_el.htm.

[7] Βλ. Βαγγέλης Χωραφάς, «Ξεπερνώντας το “όχι” στο ευρωσύνταγμα», MonthlyReview.gr, 19 Δεκεμβρίου 2005.

[8] Το κείμενο υπάρχει στο http://www.independentfootballreview.com.

[9] Ταυτόχρονα με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις η Επιτροπή εκπόνησε τη «Λευκή Βίβλο για τον αθλητισμό», της οποίας το τελικό κείμενο δόθηκε στη δημοσιότητα στις 11 Ιουλίου 2007. Στη Λευκή Βίβλο προσδιορίζεται ο ειδικός ρόλος του αθλητισμού και ερευνάται η σχέση του με την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη δημόσια υγεία, τις κοινωνικές αξίες κ.λπ. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην οργάνωση και στα οικονομικά του αθλητισμού καθώς και σε μια σειρά αναγκαίων ενεργειών που πρέπει να εφαρμοσθούν ή να υποστηριχθούν από την Επιτροπή. Όλα αυτά εμπεριέχονται στο Άρθρο 176b της Νέας Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της ΕΕ. Για το κείμενο της Λευκής Βίβλου, βλ. http://ec.europa.eu/sportwhitepaper/wp_on_sport_el.pdf.

[10] Βλ. σχετικά, Χρήστος Ευαγγέλου, «Το Ευρωσύνταγμα και η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της ΕΕ», MonthlyReview.gr, 25 Ιουνίου 2007· Anthony Coughlan, «Νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη: μια επίθεση σε βάθος στη Δημοκρατία», στο ίδιο, 29 Ιουνίου 2007

[11] Για τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, βλ. http://www.consilium.europa.eu/ueDocs/cms_Data/docs/pressData/en/ec/94932.pdf.

[12] Τα ίδια σημεία επισημαίνονται και στη «Λευκή Βίβλο για τον αθλητισμό», βλ. εδώ, υποσημείωση 9.

[13] Τα στοιχεία από το «Independent Review», σελ.13, 17, 35-37, 57, 62, 66, 71, 130-131.

[14] Σχετικά με εναλλακτικά μοντέλα διαχείρισης της αθλητικής δραστηριότητας, βλ. Henning Eichberg, «Pyramid or Democracy in Sports? Alternative Ways in European Sports Policies», http://www.playthegame.org/upload/documents/pyramidordemocracy.pdf.

[15] Για μια τεκμηριωμένη ανάλυση της ιστορίας του ποδοσφαίρου, βλ. David Goldblatt, The Ball is Round. A Global History of Football, Viking, 2006. Για τη σχέση ποδοσφαίρου και εργατικής τάξης, βλ. Do or Die, «Η ριζοσπαστική ιστορία του ποδοσφαίρου», ελληνική έκδοση του Monthly Review, No 18, Ιούνιος 2006.

[16] Για τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης του μπάσκετ μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1930, βλ. James Naismith, Basketball. Its Origin and Development, Bison Books, 1996.

[17] Για το μπάσκετ ως παιχνίδι των αστικών κέντρων, βλ. Pete Axthelm & Rick Telander, The City Game. Basketball from the Garden to the Playgrounds, Bison Books, 1999· Steven Riess, City Games. The Evolution of American Urban Society and the Rise of Sports, University of Illinois Press, 1991. Για τη σχέση σπανιότητας χώρου και παράδοσης, βλ. Charles Fruehling Springwood, «Basketball, Zapatistas and the other Racial Subjects», Journal of Sport and Social Issues, τόμ. 30, 2006.

[18] Για τη σχέση ποδοσφαίρου, παγκοσμιοποίησης και εθνικού κράτους, βλ. Pascal Boniface, Football et mondialisation, Armand Colin, 2006.

[19] Με μια σύγκριση των οικονομικών μεγεθών των αμερικανικών αθλημάτων παρατηρούμε τα ακόλουθα: ο μέσος όρος της τρέχουσας αξίας των 32 ομάδων του αμερικανικού ποδοσφαίρου είναι 958 εκατ. δολάρια, με επικεφαλής την ομάδα Ντάλλας Καουμπόυς αξίας 1.200 εκατ. δολαρίων. Ο μέσος όρος της τρέχουσας αξίας των 30 ομάδων του μπέιζμπολ είναι 432 εκατ. δολάρια, με επικεφαλής τους Γιάνκης της Νέας Υόρκης αξίας 1.200 εκατ. δολαρίων. Ο μέσος όρος της αξίας των 30 ομάδων του ΝΒΑ είναι 353 εκατ. δολάρια, με επικεφαλής τους Νικς της Νέας Υόρκης, αξίας 592 εκατ. δολαρίων. Στην Ευρώπη η μέση τρέχουσα αξία των πλουσιότερων 25 ομάδων (περιλαμβανομένων των G-14) είναι 442 εκατ. δολάρια, με επικεφαλής τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αξίας 1.453 εκατομμυρίων. (Όλα τα στοιχεία είναι από τις λίστες του περιοδικού Forbes, στο http://www.forbes.com.)

[20] Για τη σχέση μπάσκετ και παγκοσμιοποίησης, βλ. Walter Lafeber, Michael Jordan and the New Global Capitalism, W.W. Norton, 2002.

[21] Για το αυτοκρατορικό μεταπολεμικό οικοδόμημα των ΗΠΑ, βλ. Henry Heller, The Cold War and the New Imperialism, Monthly Review Press, 2006.

[22] Για τον «ιμπεριαλισμό της τριάδας» και τη νέα δυναμική του καπιταλισμού στην Ασία, βλ. Samir Amin, Beyond US Hegemony?, Zed Books, 2006.

[23] Για την πτωτική πορεία της ΕΕ και την πιθανή στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία, βλ. Βαγγέλης Χωραφάς, «Τα όρια του διαλόγου για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ελληνική έκδοση του Monthly Review, No 9, Σεπτέμβριος 2005.

[24] Από τη μεγάλη βιβλιογραφία για το θέμα αυτό ξεχωρίζουν τα Andrew Morris, «“I Believe you Can Fly”. Basketball Culture in Postsocialist China», στο P. Link/R. Madsen/P. Pickowich (επιμ.), Popular China. Unofficial Culture in a Globalizing Society, Rowman & Littlefield Publishers, 2002· Chih-ming Wang, «Capitalizing the Big Man. Yao Ming, Asian America and the China Global», Inter-Asia Cultural Studies, τόμ. 5, τεύχ. 2, Αύγουστος 2004.

[25] Rick Horrow & Karla Swatek, «Basketball Diplomacy and the New Global NBA», http://blogs.britannica.com/blog/main/2006/11/notes-from-the-sports-professor-basketball-diplomacy-and-the-new-global-nba/.