Το γεωπολιτικό μέλλον: Επιστροφή στον 20ό αιώναΒαγγέλης Χωραφάς

Υπάρχουν δύο ιστορικά ορόσημα που καθόρισαν τις παγκόσμιες ισορροπίες του 20ού αιώνα και εξακολουθούν να καθορίζουν και τις σημερινές, μέχρι την εμφάνιση της πανδημίας. Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 και η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945.

Οι λήξεις των παγκοσμίων πολέμων δημιούργησαν δύο διαφορετικά πρότυπα ισορροπίας δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ποιο από τα δύο θα μοιάζει η παγκόσμια κατάσταση, όταν τελειώσει η πανδημία; Ή μήπως δεν θα μοιάζει σε κανένα και θα είναι μία εντελώς νέα κατάσταση ανισορροπίας και αβεβαιότητας;

1918

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός για την παγκόσμια ιστορία, γιατί από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν είχαν αντιμετωπίσει η μία την άλλη, σε μεγάλη κλίμακα. Για το μεγαλύτερο διάστημα του 19ου αιώνα, οι συγκρούσεις ήταν σύντομες όπως ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος, ή περιορισμένες στην περιοχή των Βαλκανίων, ή είχαν πραγματοποιηθεί στον χώρο των αποικιών. Το 1914 σηματοδότησε μία πανευρωπαϊκή σύγκρουση, που σύντομα μετατράπηκε σε παγκόσμια, συμπεριλαμβάνοντας τις μητροπόλεις και τις αποικίες τους, καθώς και τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν και ένας οικονομικός πόλεμος, καθώς κινητοποίησε μεγάλο όγκο πόρων. Παρά το ότι οι κυβερνήσεις δεν ήταν προετοιμασμένες για μία τόσο μακροχρόνια σύγκρουση, η κρατική παρέμβαση στην οικονομία ήταν καθοριστική και συνεχής και για τις δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Η κρατική παρέμβαση συνέβαλε και στη μερική αποδυνάμωση του καπιταλισμού στις περισσότερες χώρες, ο οποίος αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Επίσης, ο ΑΠΠ υπήρξε τομή ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, τόσο στο πεδίο της τακτικής, όσο και σε εκείνο της χρησιμοποίησης νέων όπλων (άρματα μάχης, αεροπλάνα, υποβρύχια, δηλητηριώδη αέρια, κ.ά.).

Ως προς τις συνέπειές του, εξάλλου, οι συνθήκες ειρήνης που ακολούθησαν τη λήξη του άλλαξαν κυριολεκτικά τον χάρτη του κόσμου, με τη διάλυση τεσσάρων αυτοκρατοριών (Ρωσικής, Γερμανικής, Αυστροουγγρικής, Οθωμανικής) και τη δημιουργία νέων κρατών (Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), καθώς και με σημαντικές αλλαγές στα έως το 1914 σύνορα.

Όμως, το διακρατικό σύστημα ισορροπίας που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά ήταν ασταθές, αφού δεν υπήρχε η ηγεμονική δύναμη που θα μπορούσε να το επιβλέπει. Εξίσου ασταθές, ήταν και το σύστημα των αποικιών, αφού οι επονομαζόμενες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, που το διαχειρίζονταν, δεν ήταν τόσο ισχυρές.

Συνέπειες, έστω και έμμεσες, του πολέμου υπήρξαν επίσης μείζονα ιστορικά γεγονότα όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση, που έφερε τους μπολσεβίκους στην εξουσία και δημιούργησε τις βάσεις για τη δημιουργία, αργότερα, του Ανατολικού Συνασπισμού.

Στις συνέπειές του θα πρέπει να συνυπολογιστούν επιπλέον τα βαθιά τραύματα που τα εκατομμύρια των θυμάτων του, σε όλα λίγο-πολύ τα μέτωπα, προκάλεσαν στις κοινωνίες των εμπολέμων (Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, λιγότερο Μ. Βρετανία και Ιταλία, ακόμη λιγότερο Ηνωμένες Πολιτείες). Στις θετικές συνέπειες του πολέμου περιλαμβάνεται και η έναρξη της χειραφέτησης των γυναικών, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν μαζικά ως εργατική δύναμη.

Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι το 1918 σηματοδότησε την έναρξη μίας περιόδου αστάθειας που θα οδηγούσε μετά από 20 χρόνια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

1945

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη του καπιταλιστικού κόσμου ανέλαβαν το έργο της συνολικής Ανασυγκρότησης της Δύσης. Οι κύριοι στόχοι αυτής της προσπάθειας περιλάμβαναν: πρώτον, τη γεωπολιτική επιβίωση του δυτικού κόσμου μέσα από τον πολιτικοστρατιωτικό έλεγχο των «παρυφών» της Ευρασίας, καθώς και των κυριότερων γραμμών επικοινωνιών· δεύτερον, τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς θεσμικού πλαισίου ελέγχου και συνύπαρξης των εθνικών κρατών (ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σταδιακή ενοποίηση της Ευρώπης, κ.λπ.)· και τρίτον, την ενσωμάτωση στο χώρο της Δύσης των ηττημένων του πολέμου, της Γερμανίας (τότε Δυτ. Γερμανίας) και της Ιαπωνίας. Η στρατηγική αυτή, παράλληλα με την ενίσχυση των ΗΠΑ σε όλους τους τομείς, θα αποτελούσε τη βάση αντιμετώπισης του κομμουνιστικού στρατοπέδου το οποίο είχε προκύψει από τον πόλεμο και στο οποίο το 1949 θα προστίθετο και η Κίνα.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η δημιουργία ευρωπαϊκών θεσμών αποτελούσε για τις ΗΠΑ μέρος ενός παγκόσμιου σχεδίου θεσμικής οικοδόμησης. Το 1947 ιδρύθηκε η Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη, ως ένας περιφερειακός οργανισμός του ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά υπογράφηκε η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου) και προωθήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ μέσα από τον Οργανισμό για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία, που μετεξελίχθηκε το 1961 στον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).

Σε αυτό το σημείο η διαδικασία της παγκόσμιας θεσμικής οικοδόμησης ακολουθεί δύο ανεξάρτητους δρόμους. Σε διεθνές επίπεδο η ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και λοιπών οικονομικών θεσμών διαμορφώνει το πλαίσιο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ και καθιστά το δολάριο το ηγεμονικό αποθεματικό νόμισμα της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, διαμορφώνονται και τα πλαίσια αλληλεξάρτησης των εθνικών οικονομιών, η οποία επιβάλλεται από τη διεθνοποίηση της οικονομικής ζώνης σε συνθήκες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από το 1948 με τη δημιουργία της Μπενελούξ, το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, καθώς και το 1958 με τη Συνθήκη της Ρώμης για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ξεκινά η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η μετεξέλιξη σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1965 και σε Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αποτελούν διαφορετικά στάδια αυτής της διαδικασίας.

Πρόκειται για μια διαδικασία «περιεκτικής ενσωμάτωσης» κρατών, δηλαδή διαρκούς διεύρυνσης, η οποία στηρίζεται στη σχετική πολιτική και οικονομική αυτονομία που επιτρέπει το ηγεμονικό σύστημα των ΗΠΑ. Τα όρια αυτής της αυτονομίας καθορίζονται από τέσσερις παραμέτρους: α) την κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οφείλεται στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική ισχύ· β) τη λειτουργία του ΟΗΕ, του ΔΝΤ, του ΠΟΕ και άλλων θεσμών, η οποία στην ουσία καθορίζεται από το ρόλο των ΗΠΑ ως ηγετικής στρατιωτικής δύναμης· γ) την επικυριαρχία της Wall Street στον χρηματιστικό τομέα, η οποία στηρίζεται στην κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά· και δ) τον προστατευτισμό που μπορούν να επιβάλουν οι ΗΠΑ σε οικονομικούς κλάδους και τεχνολογικούς τομείς.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

Σήμερα, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί, διανοητές και αναλυτές προσπαθούν να φαντασθούν το πώς θα διαμορφωθεί ο κόσμος μετά τη λήξη της πανδημίας. Το πώς θα λήξει η πανδημία, στο υγειονομικό της σκέλος, θα επηρεάσει και τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που αναμένεται να υπάρξει.

Υπάρχει ένα υψηλό επίπεδο συναίνεσης για τις συνέπειες στον οικονομικό τομέα, γιατί η καταστροφή έχει αρχίσει ήδη να εκδηλώνεται ─ ύφεση, μαζική ανεργία, υπερχρέωση των κρατών, άνοδος του εμπορικό προστατευτισμού, ένταση στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις [1].

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν μόνο ερωτήματα για το πώς θα γίνει η διαχείριση της καταστροφής, για το ποιοι θα είναι οι κύριοι παράγοντες και κάτω από ποιες συνθήκες. Τα μίντια δεν μπορούν να πάρουν θέση, με κάποια να θέτουν ερωτήματα ─πώς θα είναι ο κόσμος μετά την πανδημία; ─ και κάποια να απαντούν με γενικολογίες ─ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι διαφορετικός─ χωρίς να μπαίνουν στην ουσία του θέματος. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις που προσπαθούν να μπουν στην ουσία του θέματος [2].

Η ανάλυση των διαφορετικών απόψεων έχει ιδιαίτερη σημασία.

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΙΟ ΙΣΟΣ ΑΛΛΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ

Ο βασικός εκφραστής αυτής της άποψης είναι ο Richard Haas, πρόεδρος του Council on Foreign Relations και πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Η θέση του είναι σαφής: «Η πανδημία δεν θα αλλάξει την πορεία του κόσμου, αλλά θα την επιταχύνει»[3].

Ο Haas διαθέτει μία πεσιμιστική οπτική η οποία εδράζεται στο ότι η παγκόσμια σκηνή επικυριαρχείται από μία αλληλουχία αρνητικών τάσεων, την αυξανόμενη αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων, την άνοδο του εθνικισμού, την αποδυνάμωση της Δύσης, την απονομιμοποίηση των διεθνών θεσμών κ.λπ. Η βάση του επιχειρήματος του Haas είναι η διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να αντιμετωπίσουν όλα τα προηγούμενα. Δεν βρισκόμαστε στο 1945, όταν οι ΗΠΑ διαμόρφωσαν τον κόσμο, διασώζοντας την Ευρώπη, διαμορφώνοντας μία τεράστια αγορά και βάζοντας τις βάσεις εδραίωσης της ήπιας ισχύος τους. Οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ως ο ηγέτης του καπιταλισμού, ενάντια στην άλλη ανερχόμενη υπερδύναμη, την ΕΣΣΔ η οποία αμφισβητούσε το κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό σύστημα.

Σήμερα οι ΗΠΑ δεν είναι μία υπερδύναμη που βρίσκεται σε πτώση [4] όπως υποστήριξαν κάποια ρεύματα της Αριστεράς. Είναι μία υπερδύναμη που βρίσκεται σε απόσυρση, σε επιστροφή στον απομονωτισμό ο οποίος πάντοτε υπήρχε ως τάση, στη σύντομη ιστορία της χώρας. Αυτό που ο Τραμπ απλοποίησε ως σύνθημα, «Πρώτα η Αμερική», δεν αποτελεί κάποιο νέο δόγμα, αλλά μία παλιά, ριζωμένη πεποίθηση. Το ότι ο Τραμπ απεχθάνεται το διεθνισμό και την πολυμέρεια, προκύπτει μέσα από έναν πρωτόγονο μερκαντιλισμό ─ να πουλήσω περισσότερο από ό,τι αγοράζω από τους άλλους. Η αυτοπροβαλλόμενη αντιπάθειά του για τους πολέμους, δεν προκύπτει από σεβασμό προς τις άλλες χώρες, αλλά από το κόστος τους, αν και ο αμυντικός του προϋπολογισμός είναι από τους υψηλότερους στην ιστορία.

Η ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑ

Κάποιοι διπλωματικοί αναλυτές θεωρούν ότι το μεγαλύτερο παράδοξο αυτής της κρίσης, είναι ότι η Κίνα, η χώρα από την οποία προέκυψε ο ιός, θα αποδειχθεί στο τέλος ως η περισσότερο κερδισμένη. Σύντομα, οι επιθέσεις που δέχεται το Πεκίνο για τη διαχείριση της κρίσης, ασχέτως αν είναι αληθείς ή ψευδείς ή θεωρίες της συνωμοσίας ή στοχευμένη προπαγάνδα, θα αποδυναμωθούν. Η Κίνα απέδειξε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ότι μπορεί να προμηθεύσει με ιατρικό υλικό τον υπόλοιπο κόσμο, σε δύσκολες στιγμές και προώθησε μία εκτεταμένη «διπλωματία της μάσκας», ενισχύοντας την ήπια ισχύ της [5]. Αν υπάρξουν και νέα κύματα αναζωπύρωσης της πανδημίας, την επόμενη διετία, τότε ο ρόλος της Κίνας μπορεί να γίνει περισσότερο καθοριστικός.

Ο αυταρχικός κρατικός καπιταλισμός που αντικατέστησε την κομμουνιστική Κίνα του Μάο, φαίνεται ότι είναι καλύτερα προετοιμασμένος για να επιτύχει μία οικονομική ανάκαμψη, σχήματος V, δηλαδή μία πολύ γρήγορη άνοδο μετά την κατάρρευση.

Αντιμετωπίζοντας αυτόν τον κίνδυνο, έχουν εμφανιστεί φωνές, που δεν είναι απαραίτητα αισιόδοξες, αλλά διατηρούν αποθέματα εμπιστοσύνης στις δυνατότητες των ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Stephen Walt, εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής στις διεθνείς σχέσεις. Ο Walt θεωρεί ότι παρά την εμφανή ανικανότητα της κυβέρνησης Τραμπ να διαχειριστεί την πανδημία, όπως και άλλες υποθέσεις, υπάρχουν περιθώρια και χρόνος για να γίνουν διορθωτικές κινήσεις. Ο Walt υπολογίζει ότι κάποια τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου ─μέρος των βουλευτών και γερουσιαστών, το διπλωματικό σώμα, η κοινωνία των πολιτών─  θα αποτρέψουν να βγει ενισχυμένο το κινεζικό αυταρχικό μοντέλο, από την πανδημία [6]. Αυτό που φαίνεται βέβαιο για τον Walt είναι η ενίσχυση του εθνικού κράτους, αλλά και του εθνικισμού. Θα συνοδευτεί με μείωση της υπερπαγκοσμιοποίησης, καθώς οι πολίτες θα στραφούν προς τις εθνικές τους κυβερνήσεις για να προστατευτούν, ενώ τα κράτη και οι επιχειρήσεις θα θελήσουν να μειώσουν τα σημεία τρωτότητας τους που οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση.

Τις ίδιες απόψεις διατυπώνει και ο Nickolas Burns, πρώην πρέσβης στην Ελλάδα, στέλεχος του κύκλου της Μαντλίν Ολμπράϊτ και στέλεχος της κυβέρνησης Μπους [7], ενώ η άποψη για μείωση της παγκοσμιοποίησης και άνοδο της ισχύος των εθνικών κρατών, φαίνεται να είναι αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των αναλυτών και των ακαδημαϊκών.

Οι απόψεις αυτές δεν πείθουν πολλούς, οι οποίοι θεωρούν ότι η ισχυρή κινεζική πρόκληση δεν αποτελεί ικανό λόγο για την αναβίωση της ισχύος των αποσυρόμενων ΗΠΑ. Θεωρούν ότι η απόσυρση των ΗΠΑ έχει αρχίσει να διαμορφώνεται πριν από την προεδρεία Τραμπ. Η εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, που αποτελούσε την νέμεση του 20ού αιώνα, κατέληξε στη διατάραξη της διεθνούς οπτικής της αμερικανικής υπερδύναμης.

Το νεοσυντηρητικό όνειρο της δημιουργίας μίας Pax Americana, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κατέληξε σε μία τεράστια καταστροφή, με δύο πολέμους που δεν τελειώνουν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και με την πρόκληση μίας γενικευμένης αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή και στο μουσουλμανικό κόσμο. Με τη σειρά της, αυτή η αποσταθεροποίηση γέννησε νέους εξτρεμισμούς, όπως ο ινδουιστικός φονταμενταλισμός και τα κινήματα της μεταμοντέρνας ακροδεξιάς στη Δύση. Δεν βρισκόμαστε στη 12η Σεπτεμβρίου, όπως υποστηρίζει και ο Ben Rhodes, Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Ομπάμα [8].

Στο μοντέλο μίας νέας παγκοσμιοποίησης βασισμένης σε περιφερειακά μπλοκ, με τους δικούς τους στρατούς και εφοδιαστικές αλυσίδες, με ταυτόχρονη άνοδο του αυταρχισμού και βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων, καταλήγει ο Robert Kaplan του Eurasia Group [9].

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν τον μεγάλο κίνδυνο αποδυνάμωσης της δημοκρατίας [10], τη διεύρυνση της επιτήρησης στους πολίτες την οποία θα νομιμοποιήσει η αντιμετώπιση της πανδημίας, τις πιέσεις στην κοινωνία των πολιτών και άλλες, παρόμοιες απειλές. Υπάρχουν όμως και επισημάνσεις, ότι παράγοντες όπως είναι η κοινωνική κινητοποίηση και η ενεργοποίηση των μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης, που εμφανίστηκαν την εποχή της καραντίνας, θα επιδράσουν θετικά στις εξελίξεις [11].

Η αισιοδοξία για μεγαλύτερη κοινωνική αλληλεγγύη, έφερε προειδοποιήσεις από την πλευρά διανοουμένων, όπως η Naomi Klein η οποία ανησυχεί για τη χρησιμοποίηση της καταστροφής από την πλευρά των ελίτ, για την ενίσχυση των μηχανισμών κυριαρχίας τους στην κοινωνία. Στην παρούσα φάση, το σχήμα θα λειτουργούσε με τη λογική: πρώτη καταστροφή, η πανδημία και δεύτερη καταστροφή, η αποδιάρθρωση των ήδη αδύναμων μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Οι απόψεις αυτές δεν είναι αστήρικτες, αφού ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι γίνονται αντιπεριβαλλοντικές κινήσεις στις ΗΠΑ και στην Κίνα [12].

Αυτό που προκύπτει από την προηγούμενη ανάλυση, είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο 1945. Η παγκόσμια κατάσταση προσομοιάζει περισσότερο σε ένα νέο 1918, χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη να οδηγεί την παγκόσμια κατάσταση ─μία κατάσταση που θα καθορίζεται από ενισχυμένα εθνικά κράτη, ή περιφερειακά μπλοκ ισχύος─  χωρίς συγκεκριμένη πορεία, μέσα σε μία παρατεταμένη αβεβαιότητα και με τους επιβάτες να έχουν πολλές πιθανότητες να βρεθούν στα πρόθυρα της ανταρσίας.

Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν την ενδεχόμενη ανταρσία, σε ασφαλή πορεία; Σίγουρα υπάρχουν ή θα υπάρξουν αφού μεγάλο μέρος του υπάρχοντος πολιτικού δυναμικού θα απαξιωθεί, αλλά δεν είναι αυτοί που συνήθως φαντάζονται ότι μπορεί να επωφεληθούν από τις παγκόσμιες κρίσεις.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ