Γεωπολιτικές παράμετροι της ελληνοϊταλικής συμφωνίαςΓρηγόρης Κοτσίρης

Παρά την εκφρασμένη δυσαρέσκεια από την πλευρά της Ρώμης για τον τρόπο που χειρίστηκε η Αθήνα το θέμα των Ιταλών τουριστών, οι δύο χώρες προχώρησαν στην υιοθέτηση μίας στρατηγικής και ταυτόχρονα πολυδιάστατης ατζέντας, η οποία αποτελεί μέρος της μεσογειακής σκακιέρας, στην οποία ήδη η Τουρκία έχει υπογράψει συμφωνία με την κυβέρνηση Σάρατζ στην Τρίπολη, η οποία παρακάμπτει την Κρήτη, η οποία ανήκει σε μία χώρα μέλος της ΕΕ.

Μετά την Κύπρο, είναι οι πρώτες χώρες της ΕΕ που προσδιορίζουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα που αφορούν τη διαχείριση των φυσικών πόρων της Μεσογείου.

ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η συμφωνία του 1977 για την υφαλοκρηπίδα μεταξύ των δύο χωρών, απετέλεσε τη βάση της νέας συμφωνίας, χωρίς να ληφθούν υπόψιν όλες οι νέες πρόνοιες της Συμφωνίας για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Στην Ελλάδα υπάρχουν αντιρρήσεις σε ό,τι αφορά πτυχές της συμφωνίας, γιατί θεωρείται ότι μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πλευρά της Τουρκίας. Αυτές αφορούν κυρίως την εξαίρεση της πλήρους επήρειας επί της υφαλοκρηπίδας σε ορισμένα νησιά (Διαπόντια και Στροφάδες), γεγονός που θεωρείται ότι θα εκμεταλλευτεί η Τουρκία για το Καστελόριζο. Ενστάσεις υπάρχουν όμως και για τα θέματα αλιείας, τα οποία ρυθμίστηκαν με τρόπο που να ευνοούν την ιταλική πλευρά.

Αντίθετα, και οι δύο κυβερνήσεις κάνουν αναφορά σε πολύ θετικές εξελίξεις και στις δύο πλευρές της Αδριατικής, οι οποίες επηρεάζουν πλέον και τις κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η συμφωνία είναι σημαντική, όχι επειδή είναι «ιστορική», αλλά λόγω της γεωπολιτικής υφής της. Σε τακτικό επίπεδο, η συμφωνία βρίσκεται απέναντι στα συμφέροντα της Τουρκίας.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, υπάρχουν τρεις άξονες τους οποίους επηρεάζει η συμφωνία, ο ενεργειακός, οι ισορροπίες στη Μεσόγειο που διαταράχθηκαν μετά το τουρκολιβυκό σύμφωνο και η παράνομη μετανάστευση. Η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας από την περιοχή του Λεβάντε έως τις ακτές της Λιβύης, έχει οδηγήσει σε σύγκλιση διάφορες χώρες. Το Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στο οποίο συμμετέχουν 7+1 χώρες, εκφράζει αυτή τη σύγκλιση με τη στήριξη και των ΗΠΑ.

Το τελευταίο διάστημα, η Ελλάδα έχει κινητοποιηθεί προς την κατεύθυνση ενίσχυσης των συμμαχιών της, λόγω των ανατροπών που έχει επιφέρει ο τρόπος κίνησης της Άγκυρας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Για την Αθήνα, η συμφωνία ενισχύει τις σχέσεις με την Ιταλία, μία εξέλιξη που θεωρείται ως φυσιολογική, παρά τις οποιεσδήποτε κατά καιρούς μικροτριβές, όπως η επαμφοτερίζουσα θέση της Ρώμης για τον EASTMED. Δείχνει όμως, ότι ο άξονας των χωρών που κινητοποιούνται από τη στρατηγική της Τουρκίας, διαθέτει δυναμική. Σε πολιτιστικό επίπεδο η πρωτοβουλία Tempo Forte, θεωρείται ότι ενισχύει τους δεσμούς των δύο χωρών, γεγονός που αξιολογείται ως θετικό και από τις δύο κυβερνήσεις. Παράλληλα, παραμένει ανοικτός ο διάλογος σε θέματα εξοπλισμών και αμυντικής συνεργασίας.

Η προσοχή με την οποία η Ιταλία αντιμετωπίζει τις τουρκικές κινήσεις στη Μεσόγειο, η οποία προέρχεται από την ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία για τη Λιβύη, αλλά και από τη δυνητική εμφάνιση μειονεκτημάτων που μπορεί να προκύψουν αν η Ρώμη υποστηρίζει διαρκώς αντιτουρκικά σχέδια, αποτελεί ένα πρόβλημα τακτικού επιπέδου, το οποίο δημιουργεί ανησυχίες στην Αθήνα. Η Ελλάδα αναζητά βεβαιότητες από την Ιταλία, όχι δισταγμούς που μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες καταστάσεις.

Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η «Επιχείρηση Ειρήνη» στην οποία η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν την διοίκηση ανά εξάμηνο. Η πρόσφατη προσπάθεια ελέγχου από ελληνική φρεγάτα φορτηγού πλοίου που συνοδεύονταν από τουρκικά πολεμικά σκάφη, ακυρώθηκε με εντολή του Ιταλού διοικητή της επιχείρησης, γεγονός που οδηγεί στην υποβάθμιση του όλου σχεδίου της ΕΕ.

ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ

Είναι εμφανές ότι η συμφωνία ενισχύει αυτό που ήθελε η Ρώμη, δηλαδή να αναβαθμιστεί ως παράγοντας στο ενεργειακό παιχνίδι. Η Ιταλία έχει κατανοήσει ότι μπορεί να χάσει έδαφος στο νέο παιχνίδι των ενεργειακών υποδομών, το οποίο ξεκινάει από την Ανατολική Μεσόγειο και καταλήγει στο Σαλέντο. Στο παιχνίδι αυτό, η Ελλάδα έχει ήδη καταστεί κόμβος με την ταυτόχρονη διέλευση από το έδαφός της, διάφορων αγωγών: του ΤΑΡ ο οποίος είναι έτοιμος και του EASTMED, που έχει και τη στήριξη της Ουάσιγκτον, αν ολοκληρωθεί και ίσως στο μέλλον, του αγωγού Ποσειδών στον οποίον μετέχει μαζί με τη ΔΕΠΑ και η ιταλική Edison. Η Ρώμη εκτιμά ότι πρέπει να ενεργοποιηθεί περισσότερο σε αυτόν τον νέο ενεργειακό κόμβο της Αδριατικής, διακρίνοντας ότι τρίτες δυνάμεις ασκούν επιρροή στην Αθήνα και στα Τίρανα.

Αυτή η στρατηγική της Ρώμης, ενισχύεται και από την απόφαση της Italgaz, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο διανομέα φυσικού αερίου στην Ιταλία και τον τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την ΔΕΠΑ Υποδομών.

Από τις ιταλικές εταιρείες η Eni με τις θυγατρικές της βρίσκεται ήδη στην Ελλάδα με συμμετοχές στην ΕΔΑ Θεσσαλονίκης και στη Zenith. Στην ΕΔΑ Θεσσαλονίκης-Θεσσαλίας η θυγατρική της Eni, Gas &Luce κατέχει το 49% και η ΔΕΠΑ κατέχει το 51%. Στην Zenith η Eni είναι ο μοναδικός μέτοχος. Υπάρχουν συζητήσεις για την εξαγορά μεριδίων της Eni από την Italgaz, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη.

Το ιταλικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΠΑ και την ΕΔΑ Θεσσαλονίκης, δείχνει ότι υπάρχει ένα στρατηγικό πλάνο για μεγαλύτερο ιταλικό έλεγχο στα ελληνικά δίκτυα διανομής φυσικού αερίου, ένα πλάνο που ευνοείται από τη διάσπαση και ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τον Δεκέμβριο 2019, η ΔΕΠΑ σε συνεργασία με την κυπριακή εταιρεία Navigas Ltd, έχουν προκηρύξει διαγωνισμό για την ναυπήγηση μέχρι και έξι πλοίων (LNG Bunker Vessels) που θα εφοδιάζουν με υγροποιημένο φυσικό αέριο, φορτηγά και επιβατηγά πλοία, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου BlueHUBS.

Την ίδια στιγμή, ανάλογα ιταλικά πλοία μικρότερου τονάζ κατασκευάζονται στα ιταλικά ναυπηγεία της Ραβένα. Τα πλοία αυτά, μαζί με τα εξαγγελθέντα από τις ΔΕΠΑ-Navigas θα υλοποιήσουν το πρόγραμμα Poseidon Med II για τη χρήση φυσικού αερίου στα πλοία, στην περιοχή της Μεσογείου. Το πρόγραμμα εφαρμόζεται από την Ιταλία, την Ελλάδα και την Κύπρο, σε 6 ευρωπαϊκά λιμάνια (Πειραιά, Πάτρα, Ηράκλειο, Ηγουμενίτσα, Λεμεσό και Βενετία) με την υποστήριξη του τερματικού σταθμού της Pεβυθούσας. Με τα δεδομένα αυτά, η υπερίσχυση της Italgaz στον διαγωνισμό για την ΔΕΠΑ ─που είναι πολύ πιθανή─ θα αλλάξει πολλά δεδομένα στα δίκτυα διανομής φυσικού αερίου στην Ελλάδα.

Τα ιταλικά συμφέροντα βρίσκονται ήδη στον αγωγό ΤΑΡ, στον οποίον συμμετέχει η ιταλική Snam με ποσοστό 20%, η οποία επίσης συμμετέχει με 54% στην κοινοπραξία Senfluga που με τη σειρά της, κατέχει το 66% του ΔΕΣΦΑ.

Η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας έχει μία επιπρόσθετη ενεργειακή διάσταση. Αφορά το κοίτασμα φυσικού αερίου Fortuna Prospect, που εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ της Santa Maria di Leuca και της Κέρκυρας. Με τη Συμφωνία του 1977 που υπογράφτηκε και η Ιταλία έχει πρόσβαση στο κοίτασμα αυτό, ενώ αν υπογράφονταν νέα συμφωνία με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η ιταλική πρόσβαση θα ήταν πιο περιορισμένη.

Σε βάθος χρόνου και αν υλοποιηθούν οι ιταλικοί σχεδιασμοί, οι ιταλικές εταιρείες θα αποκτήσουν ισχυρή θέση στις ελληνικές υποδομές ενέργειας, την οποία δεν θα διαθέτει καμία άλλη χώρα της Δύσης.