Η ποντιακή γενοκτονία και ο ρόλος της ΓερμανίαςΧρήστος Η. Χαλαζιάς

Η ιστορία και ο πολιτισμός του Πόντου χάνονται στα βάθη των αιώνων. Στην ιστορία έχουμε συναντήσει αρκετές γενοκτονίες ανάλογες των Αρμενίων, όπου είναι περισσότερο γνωστές και έχουν αναγνωρισθεί σχεδόν από τα περισσότερα κράτη του πλανήτη ─ σε αντίθεση με αυτή του ξεριζωμού και της γενοκτονίας των Ποντίων από τους Τούρκους, που ήταν και το αποκορύφωμα των δεινών που πέρασαν. Το ζήτημα της γενοκτονίας των Ποντίων παραμένει στη σκιά και για ορισμένους Έλληνες δήθεν «ιστορικούς» και αμφισβητείται παρ’ όλες τις αποδείξεις μέσα από διπλωματικές εκθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Μια απάντηση έρχεται από τις εκθέσεις του αυστριακού Υπουργείου Εξωτερικών. Ο σχεδιασμός της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού ήταν των Νεότουρκων, με επικεφαλής τους Εμβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ. Την εποπτεία και την ενθάρρυνση είχε η Γερμανία, η οποία είχε μεγάλα γεωοικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Από την εποχή του Βαλκανικού Πολέμου, η Γερμανία προσπάθησε να αφυπνίσει με κάθε τρόπο και μέσο τον εθνικιστικό φανατισμό των Νεότουρκων εναντίον των ελληνικών πληθυσμών με σύμβουλο τον Γερμανό στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς, ο οποίος είχε αναλάβει να οργανώσει τον τουρκικό στρατό. Με την καθοδήγησή του οι Νεότουρκοι προχώρησαν πρώτα το 1915 με τη γενοκτονία των Αρμενίων και στη συνέχεια στον ξεριζωμό των ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών, με πρώτους αυτούς του Δυτικού Πόντου. Ο Αυστριακός πρέσβης Παλλαβιτσίνι στην έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών γράφει: «Αι πληροφορίες εις το μνημόνιον του Μητροπολίτου Αμασείας Γερμανού περί των διωγμών της περιοχής του, ταυτίζονται με τας ειδήσεις των ιδικών μας προξένων, οι οποίοι επανειλημμένως ομιλούν εις τας εκθέσεις των περί αγριοτήτων, εκτοπισμών του ελληνικού στοιχείου και της δι’ εμπρησμού εξαφανίσεως των ελληνικών χωρίων […] Ο δε Γερμανός πρέσβης δεν έθιξε το θέμα εις τας Τουρκίας αρχάς κατά τρόπον έντονον, περιορισθείς απλώς να ομιλήση με τον Τούρκον υπουργόν των Εξωτερικών κατά πολύ φιλικόν τρόπο διά τας λυπηράς και εντελώς περιττάς σκληρής συνεπείας των μέτρων τιμωρίας καθώς και διά την πολύ κακήν εντύπωσιν που πρέπει να προκαλέσουν τα μέτρα αυτά εις ολόκληρον τον κόσμο […] Ο κύριος φον Κύλμαν, ο Γερμανός πρέσβης, είναι της γνώμης ότι δεν είναι δυνατόν να επιτύχομεν τίποτε περισσότερον, διότι δικαίως δύναται να είπων εκ τουρκικής αρμόδιαι υπηρεσίαι, ότι λόγο στρατιωτικής ασφάλειας και εκτεταμένης αντικατασκοπείας τους αναγκάζουν να προσφύγουν εις τα εν λόγω μέτρα».

Ο Πρέσβης της Κωνσταντινούπολης Τρϋτμανσντορφ στις 3 Απριλίου στην έκθεσή του γράφει: «Η τουρκική κυβέρνηση εκδήλωνε ότι διά την εκτέλεσιν του εν λόγω μέτρου επιμένει ο στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς. Οι κάτοικοι πρέπη να εγκαταλείψουν τα σπίτια των εντός ωρισμένης προθεσμίας, είναι ελεύθεροι να εκλέξουν εις την ενδοχώραν τον τόπον νέας των κατοικίας». Στη συνέχεια ο πρέσβης γίνεται αποκαλυπτικός για τη συμπεριφορά των Νεότουρκων και του στρατηγού Σάντερς: «[…] χθες το βράδυ ωμιλήσαμεν, εγώ και ο Γερμανός συνάδελφος μου με τον Λίμαν φον Σάντερς επί των αναγγελθέντων μέτρων. Υπό τας συνθήκας αυτάς δε θα ηδυνάμην να επιφορτισθώ και περαιτέρου την ευθύνη, αναγκασθείς να επιβάλω εις το τουρκικόν υπουργείο Πολέμου όπου ανθίστατο εις τας προτάσεις μου […] Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν απλώς κακώς ευνοουμένους πολιτικούς σκοπούς […]  Όπως επανειλημμένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας του εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεότουρκων, το οποίο επιδιώκει την εξασθένησιν του χριστιανικού στοιχείου, ως μιαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότρεον αντίκτυπον από της αγριότητας εναντίον των Αρμενίων […] Όσον κι αν μου φαίνεται αναγκαία η καταπολέμηση των συμμοριών και η εκτέλεσις των προληπτικών τουρκικών μέτρων, εν τούτοις πρέπει να εκφραστώ εντόνως της αντιρρήσεις μου ως προς των τιμωριών των Ελλήνων, αντιρρήσεις υπαγορευμένες εκ πολιτικών, οικονομικών και καθαρώς ανθρωπιστικών λόγων». Σε τηλεγράφημά του ο πρέσβης Κβιατκόβσκι στις 9 Ιανουαρίου 1917 γράφει: «Μέχρι σήμερον λεηλατήθηκαν και εκάηκαν εις την περιφέρειαν της Σαμψούντος υπό των τουρκικών στρατευμάτων 16 ελληνικά χωρία με 890 σπίτια, 17 εκκλησίες και 16 σχολεία. Προηγουμένως έκαψαν και λεηλάτησαν, τα ίδια στρατεύματα, 22 χωριά με 342 σπίτια, 2 εκκλησίες. Εφόνευσαν 75 άτομα μεταξύ των οποίων 3 κληρικοί και να συγκρίνουμε με τις καταστροφές χωρών κατά τον πόλεμο και ιδιαίτερα κατά τον τελευταίο. Και ούτω καθ’ εξής […]»Αλλά δεν μπορούμε να αντισταθούμε και στη διαπίστωση ότι όταν καίγονταν ένα χωριό στην Ευρώπη, οι αρμόδιες υπηρεσίες αναστάτωναν τον κόσμο με όλα τα μέσα της προηγμένης προπαγάνδας.

Από την πρώτη κίνηση του ποντιακού ξεριζωμού του 1914, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος συχνά καλούσε τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Μίρμπαχ και του έδινε αυστηρά διαβήματα για τις βαρβαρότητες των Τούρκων, χωρίς αποτέλεσμα. Τότε έστειλε προσωπική επιστολή στον ισχυρό και συγγενή του Κάιζερ. Ο Κάιζερ απάντησε, εκφράζοντας την επιθυμία εγγυήσεων για να βελτιωθεί η μοίρα του ελληνικού πληθυσμού της τουρκικής επικράτειας. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τον εμπαιγμό και έγραψε ότι: «Στην Τουρκία οι Γερμανοί διπλωμάται δεν κάνουν τίποτε για τον υπό διωγμόν του Ελληνισμού» .

Ο ελληνισμός όμως έπρεπε να εξοντωθεί με την προτροπή και την ανοχή των Eυρωπαίων ισχυρών. Το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού μέσα από τα διπλωματικά αρχεία αποκαλύπτει το ρόλο τους στη μεγάλη σφαγή.