Γιατί οι Ελληνικοί Χάρτες και όχι η Χάγη αποτελούν τη μόνη ρεαλιστική και δίκαιη πρότασηΕλεύθεριος Τζιόλας

1. Η ορθώς επιβληθείσα παραίτηση της κας Τελαλιάν στο ΥΠΕΞ αναδεικνύει υποκρυπτόμενα μείζονος εθνικής σημασίας ζητήματα.

Στις 11 Μαρτίου 2020 στην ιστοσελίδα SLpress δημοσιεύθηκε από τον Σταύρο Λυγερό ρεπορτάζ σχετικό με την αποκαθήλωση της κας Μάνιας Τελαλιάν, διευθύντριας της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών από τη θέση της, που κατείχε στο Υπουργείο, όσο και από το ρόλο της «ισχυρής κυρίας» του Υπουργείου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η κα Μάνια Τελαλιάν, στέλεχος με αξιόλογη προσωπικότητα, από τη θέση-κλειδί που κατείχε, έχοντας και τη σημαντική κάλυψη της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου (πρώην διπλωματικής συμβούλου του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, σημερινής πρέσβειρας στην Ουάσιγκτον, στενής συνεργάτιδας παλαιότερα και της Ντ. Μπακογιάννη), αποτελούσε κέντρο δύναμης στο εσωτερικό του Υπουργείου, εμποδίζοντας όλο το προηγούμενο διάστημα την κατάθεση στον ΟΗΡ συντεταγμένων για τα όρια της Ελληνικής ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, κι αυτό μολονότι η Τουρκία είχε καταθέσει συντεταγμένες. Το «ποτήρι ξεχείλισε» και ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Ν.Δένδιας, ζήτησε την παραίτησή της (την οποία και έλαβε), όταν η κα. Μ.Τελαλιάν αρνήθηκε να ετοιμάσει υπόμνημα με τα νομικά επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε η Ελλάδα για το κλείσιμο των συνόρων την περίοδο της υβριδικής τουρκικής επίθεσης, με όχημα τους «μετανάστες» στον Έβρο, αλλά και στις θαλάσσιες ζώνες. Η κα Μ. Τελιαλάν επανέλαβε και στον Πρωθυπουργό και στον Υπουργό Εξωτερικών ότι κάτι τέτοιο παραβίαζε το Διεθνές Δίκαιο, αρνούμενη να υποστηρίξει μια παράνομη απόφαση(!), μετατρέποντας έτσι τον εαυτό της από υψηλόβαθμο υπηρεσιακό παράγοντα σε πολιτικό κέντρο απόφασης. Αυτό προκάλεσε την πτώση της!

2. Κατάθεση Χαρτών για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα: η Ελλάδα δημοσιοποιεί και ασκεί την Κυριαρχία της στο Αιγαίο, τη Μεσόγειο και το Ιόνιο και κερδίζει (σε σεβασμό, σε ισχύ, σε συνεργασίες, στην οικονομία).

Με αφορμή το σοβαρό αυτό γεγονός στην κορυφή της δομής του Υπουργείου Εξωτερικών ήλθε με ορμή και καθαρότητα ξανά στο προσκήνιο, τόσο η δική μας, όσο και άλλων η επιμονή ─επί χρόνια─ στο καίριο αυτό ζήτημα της εκπόνησης, κατάθεσης και δημοσίευσης των Χαρτών της Ελληνικής Κυριαρχίας στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, στο Ιόνιο με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας και το Διεθνές Δίκαιο. Χάρτες, όπου η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ─με την ΑΟΖ σε κυρίαρχη πλέον μοίρα και οικονομικά και κυριαρχικά και στο διεθνές ενδιαφέρον─ αποκτούν συγκεκριμένο χωρικό περιεχόμενο και γεωπολιτική ταυτότητα. Και μ΄ αυτόν τον τρόπο ως θεμελιώδη, εθνικά διακυβεύματα ανάγονται στον απαραβίαστο πυρήνα της Ελληνικής Εθνικής Κυριαρχίας.

Οι Χάρτες, ταυτόχρονα, αποτελούν μια υψηλής τάξεως διεθνή κίνηση, τοποθετώντας συγκεκριμένα την Ελλάδα στο πεδίο (θαλάσσιο, υποθαλάσσιο, νησιωτικό κ.λπ.) της Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής. Με άλλα λόγια, η κίνηση αυτή δεν αποτελεί μόνο μια σαφή, συγκεκριμένη, δίκαιη και τεκμηριωμένη απάντηση στις αυθαιρεσίες και τους επεκτατικούς τυχοδιωκτισμούς της Τουρκίας. Συνιστά, επίσης, και ένα πλαίσιο Κυριαρχίας και Ευθύνης της Ελλάδας το οποίο γνωρίζοντάς το επίσημα, πλέον, κάθε κράτος παντού στον κόσμο μπορεί να γνωρίζει το γεωγραφικό και γεωπολιτικό πεδίο θετικής συνεργασίας, αλλά ευθύνης και οριοθετημένων δράσεων. Ιδιαίτερα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, τα κράτη της ευρασιατικής και μεσογειακής ζώνης, όπως και η Ρωσία και η Κίνα, θα έχουν ─είναι πολύπλευρα θετικό να έχουν─ μια σαφή, για πρώτη φορά, εικόνα για τη θαλάσσια αυτή εθνική δύναμη, με τέτοια ιστορία, με αυτό το γεωγραφικό εύρος και τη γεωστρατηγική βαρύτητα, την Ελλάδα.

Η Ελλάδα, με τέτοια πολύμορφη μέσα στους αιώνες, αλλά και σήμερα, θαλάσσια δραστηριότητα, οικονομική, ναυτική, κατασκευαστική, εμπορική, πολεμική, θα εκτιμηθεί ως μέγεθος, ως δύναμη και επικράτεια για πρώτη φορά στην ολότητά της. Γιατί μέχρι τώρα το μέρος αυτό της οντότητάς της βρισκόταν σχεδόν στην αφάνεια. Μια σκιά ενός συμπλεγματικού φόβου υπόσκαπτε το φρόνημά της και ανέστελνε τις πρωτοβουλίες της. Μια αδικαιολόγητη στάση ευθυγράμμισης με «οδηγίες Συμμάχων» για να μην προκληθεί η γείτων Τουρκία, ─όταν στις δικές τους Χώρες (οι Σύμμαχοι) έκαναν τα αντίθετα από τα υπαγορευόμενα προς την Ελλάδα─, είχε οδηγήσει στη μείωση, σχεδόν στην ακύρωση, ενός ισχυρού συγκριτικού πλεονεκτήματος της Χώρας, της κυριαρχίας της στη θάλασσα. Οι Χάρτες θα επαναφέρουν την Ελλάδα στη Μεσόγειο. Η Γαλάζια Πατρίδα, δηλαδή η Ελλάδα, όσο δεν παρουσιάζει στον Κόσμο την αλήθεια και το δίκαιο, όσο δεν σηκώνει ψηλά το δικό της «απέραντο γαλάζιο» και την κεντρική της θέση στο κέντρο της Μεσογείου, θα είναι υποχρεωμένη να δέχεται την ιστορική κλοπή και τον επιθετικό σφετερισμό της Τουρκίας. Αν η Αθήνα δεν πράττει για την Ελλάδα το αυτονόητο, τότε θα είναι υποχρεωμένη να υποστεί τετελεσμένα από μια Τουρκία που μιλάει για «γαλάζια πατρίδα» προβάλλοντας την ως τουρκική(!!), σηκώνοντας την κόκκινη ημισέληνο, εθίζοντας τη διεθνή κοινή γνώμη σε μια κατάσταση με διχοτομημένο το Αιγαίο, με την Κρήτη να περιβάλλεται από τουρκική θάλασσα, με το Καστελόριζο ακυρωμένο και με την Κύπρο εκτός από κατεχόμενη και διχοτομημένη να δέχεται μετά τον «Αττίλα Ι & ΙΙ» τρίτη εισβολή στην θαλάσσια επικράτειά της, στην ΑΟΖ.

Δεν το χωράει λογικού ανθρώπου νους, μπροστά σε μια στρατηγική από την πλευρά της Τουρκίας, να υπάρχουν Έλληνες πολιτικοί που προτείνουν ως λύση, χωρίς καμία προηγούμενη ενέργεια ορισμού και κατάθεσης θαλάσσιων συντεταγμένων και Χαρτών και χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση στην τουρκική γραμμή, ως μόνο δρόμο τη Χάγη!

3. Η θέση για τους επίσημους Ελληνικούς Θαλάσσιους Χάρτες δεν υπηρετεί μόνο ελληνικούς στόχους, αλλά είναι και η μόνη ρεαλιστική για την Ειρήνη και την Ασφάλεια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Η θέση αυτή δεν είχε υποστήριξη από το πολιτικό προσωπικό της χώρας και απ΄ όσους άσκησαν καθήκοντα κυβερνητικά και από τους υπολοίπους. Υπήρχε πάντα μια γενικόλογη αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο, εννοώντας ότι το πλαίσιο και οι ρυθμίσεις του ευνούν και καλύπτουν με ισχυρό τρόπο τις ελληνικές θέσεις. Όμως, ποτέ οι ελληνικές θέσεις δεν έλαβαν συγκεκριμένη μορφή με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, και μάλιστα όπως αυτό εφαρμόσθηκε σε πράξεις ορισμού ΑΟΖ. Η χρόνια επίσημη ελληνική αυτή στάση ήταν αποτέλεσμα παρασκηνιακών υποδείξεων του αμερικανικού Στέητ Ντηπάρτμεντ, της νατοϊκης ηγεσίας, αλλά και του αναπαραγόμενου στις κυρίαρχες ελίτ της χώρας φοβικού συνδρόμου απέναντι στην Τουρκία. Η Τουρκία αντί να αντιμετωπίζεται με ευθύτητα και συγκεκριμένα στα πλαίσια μιας εθνικής στρατηγικής για κάθε θέμα αμφισβήτησης ή επεκτατισμού επιλέγονταν μια γραμμή επίκλησης του Διεθνούς Δικαίου με απώτερη επιδίωξη την εκτόνωση και τον κατευνασμό. Γραμμή, που όπως δείχνουν και τα ελληνοτουρκικά πράγματα της τελευταίας 45ετίας, απέβη απολύτως αναποτελεσματική και αρνητικά επιβαρυντική για την ελληνική πλευρά.

Η δική μας θέση της δημοσίευσης και επίσημης κατάθεσης των Ελληνικών Χαρτών για το σύνολο της ελληνικής θαλάσσιας επικράτειας εκπονημένων στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας έσπαζε αυτό το διακομματικό συμπαγές κέλυφος, αυτή την άτυπη συμφωνία των κυρίαρχων ελίτ, όπως κυριάρχησε όλη αυτή την 50ετία και η οποία δέσμευσε ─και δεσμεύει─ τη χώρα στο να θέσει, να υπερασπισθεί και να ασκήσει συγκεκριμένα τα κυριαρχικά της δικαιώματα στις καθορισμένες πλέον με Χάρτες ελληνικές θάλασσες.

Αυτή η θέση μας δεν περιλαμβάνει απολύτως καμία αμφισβήτηση αντίστοιχου δικαιώματος άλλου γειτονικού κράτους με κοινά προς την Ελλάδα θαλάσσια σύνορα. Αποτελεί θέση που πηγάζει ευθέως και άμεσα από το Δικαίωμα της Ελλάδας να ασκεί συγκεκριμένα και υπεύθυνα την κυριαρχία της, εκτός της ξηράς και του αέρος, και στο μέρος της θαλάσσιας επικράτειάς της, θεμελιώνεται, συγκεκριμενοποιείται και μορφοποιείται στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας.

Η θέση αυτή είναι: αναγκαία (όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τους γείτονες και το κάθε κράτος ώστε να γνωρίζει επακριβώς τα ελληνικά σύνορα), είναι ρεαλιστική (γιατί επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα, με ψύχραιμο και λογικό τρόπο, έξω από υπερβολές και για τη θετική αντιμετώπιση των εντάσεων), είναι δίκαιη (γιατί ακολουθεί, ερμηνεύει και εφαρμόζει το αποφασισμένο από τη Διεθνή Κοινότητα Δίκαιο στον τομέα αυτό).

Η θέση μας αυτή υπηρετεί με τον καλύτερο και πλέον ορθολογικό τρόπο και τα ελληνικά δικαιώματα, και την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Γιατί Ειρήνη και Ασφάλεια μπορεί να υπάρξει μόνον εκεί που υπάρχουν προσδιοορισμένα σύνορα, απ΄ όπου και ο σεβασμός τήρησής τους και η υποχρέωση μη παραβίασής τους.

Οι Ελληνικοί Θαλάσσιοι Χάρτες θέτοντας τα πλαίσια των συνοριακών γραμμών και σχέσεων, μπορούν να αποτελέσουν και πλαίσιο προσεγγίσεων και εποικοδομητικού διαλόγου για τον ακριβή ορισμό των ΑΟΖ μεταξύ γειτονικών χωρών (π.χ. Αίγυπτος, Ιταλία, Αλβανία), με σκοπό την από κοινού ανακήρυξη των ΑΟΖ των χωρών.

4. Η άμεση αναγκαιότητα Ελληνικών Χαρτών για την ακύρωση του Μνημονίου Ερντογάν-Σάρατζ.

Ιδιαίτερα, στην τρέχουσα περίοδο, μετά την υπογραφή του Μνημονίου Λιβύης (κυβέρνηση Σάρατζ-Τρίπολη) & Τουρκίας είχαμε αρθρογραφήσει επίμονα, για τον ορισμό και την υποβολή στον ΟΗΕ των Ελληνικών Χαρτών για την ΑΟΖ. Ήταν, και είναι, ξεκάθαρο ότι αν δεν υπάρξει δημόσια και διεθνής, στον ΟΗΕ πρωτίστως, αλλά και στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, υποβολή-κατάθεση-ανακοίνωση των Ελληνικών Χαρτών για την ΑΟΖ, τουλάχιστον για την εκτεταμένη, ζωτική για τα ελληνικά δικαιώματα περιοχή την οποία η Τουρκία παράνομα, ετσιθελικά και επιθετικά διεκδικεί, θα υπάρξει κίνδυνος να βρεθεί η χώρα προ τετελεσμένων. Δηλαδή, να αναρτηθούν στον ΟΗΕ οι υποβληθείσες συντεταγμένες των ΑΟΖ (Τουρκο-Λυβικές συντεταγμένες), συμφώνως με τις θέσεις του αδιανόητου Μνημονίου Σάρατζ-Ερντογάν.

Υπογραμμίζεται ότι, εδώ, δεν αρκούν, όσο κι αν είναι θετικές, οι διαμαρτυρίες και οι διπλωματικές συμφωνίες υποστήριξης, απαιτείται η υποβολή-κατάθεση των Ελληνικών Χαρτών στον ΟΗΕ, απ΄ όπου θα προκύπτει συγκεκριμένα και συνδυαστικά παράνομος και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέοι χάρτες του Μνημονίου Ερντογάν-Σάρατζ.

Παρεμπιπτόντως, για τη θαλάσσια αυτή περιοχή πρέπει να επαναλάβουμε ότι οι Χάρτες των υπό έρευνα-εκμετάλλευση υδρογοναθράκων που έχουν υποβληθεί στην ΕΕ (στις περιοχές Κρήτης και Ιονίου) και αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο για την ανάθεση των ερευνών στα ενδιαφερόμενα κονσόρτσια, είναι μεν ένα χρήσιμο βήμα, αλλά δεν είναι οι Ελληνικοί Χάρτες της ΑΟΖ, οι οποίοι πρέπει να υποβληθούν, δημοσιευθούν, ώστε αδιάσειστα να κατοχυρώσουν και τα ενεργειακά δικαιώματα της χώρας στις περιοχές αυτές.

5. Ελληνικοί Χάρτες και υποστήριξη του αποτυπωμένου σε αυτούς Δικαίου, αντί της Χάγης.

Από πολιτικές προσωπικότητες του κυρίαρχου διακομματικού φάσματος υποστηρίζεται, και μάλιστα με πυκνή, συστηματική (και συστημική) δημόσια προβολή, η θέση περί επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Ορισμένοι εξ αυτών δηλώνουν ότι η μόνη υπό συζήτηση στη Χάγη διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα, άλλοι βλέπουν την ανάγκη για μια σταθμισμένη συζήτηση των αναγκαίων θεμάτων ώστε να προκύψει μια συμφωνία-πακέτο που θα «οριστικοποιήσει» τις σχέσεις μεταξύ των χωρών. Κανείς ωστόσο δεν απαντά με ποιον τρόπο η Τουρκία θα κινηθεί προς τη Χάγη. Διότι η προσφυγή έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη Συνυποσχετικού Προσφυγής μεταξύ των διαδίκων χωρών. Είναι σαφές, μολονότι δεν δηλώνεται, για λόγους αποφυγής της κατακραυγής από την ελληνική κοινή γνώμη, ότι όλοι όσοι μιλούν περί Χάγης έχουν προδικάσει ότι η ατζέντα ( = το Συνυποσχετικό) θα είναι ευρύτερη. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα, δέσμια της διακομματικής άτυπης συμφωνίας των κυρίαρχων ελίτ, του «δόγματος της μη διεκδίκησης», δεν έχει θέσει την τελευταία 45ετία κανένα ζήτημα διεκδίκησης έναντι της Τουρκίας (η Σχολή της Χάλκης αποτελεί συνολικότερο ζήτημα της Ορθοδοξίας και των Εκκλησιών της). Επομένως, η ατζέντα θα περιέχει ζητήματα διεκδίκησης της Τουρκίας, στα οποία έχει χτίσει μια εσωτερική πολιτική συμφωνία και έχει εθίσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα στη Χάγη οδηγείται «σφαγμένη»… Εξάλλου, στους ίδιους κύκλους ξεχείλιζε η αισιοδοξία και η αυταρέσκεια και για την προηγούμενη δίκη στη Χάγη (2012), μετά από προσφυγή της FYROM για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, όπου η Ελλάδα έχασε, ηττήθηκε.

Επισημαίνουμε ότι στα πλαίσια μιας εθνικής στρατηγικής, και ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, η επιλογή της Χάγης θα αποδεικνύονταν μοιραία για τα Ελληνικά Δίκαια και Συμφέροντα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τις επιπτώσεις της αντίληψης του ενδοτισμού, αλλά με αποτελέσματα που θα αφορούν σε μη ανατάξιμη κατάσταση για την Πατρίδα. Επομένως, με κάθε τρόπο, πρέπει να αποφευχθεί μια τέτοια προοπτική.

Η θέση μας για τους Ελληνικούς Χάρτες (ελληνικές θάλασσες, ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα) αποτελούν τη ρεαλιστική εναλλακτική στον τομέα αυτό. Στον πυλώνα αυτής της εναλλακτικής, αν προστεθούν και οι παρακάτω τρεις, τότε μπορούμε να πούμε ότι η xώρα εξασφαλίζει το αναγκαίο πλαίσιό της για επιβίωση και μελλοντική προοπτική. Οι τρεις επιπλέον πυλώνες είναι: (α) η αποτρεπτική ισχύς και η εξασφάλιση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων στα πλαίσια ανανεωμένου Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, (β) η πατριωτική-δημοκρατική ενότητα του Ελληνικού Λαού και η κινητοποίηση του Ελληνισμού, και, (γ) η συμφωνία και εφαρμογή Εθνικής Στρατηγικής με χρονικό βάθος και προτεραιότητες άμυνας, ανάπτυξης και συνοχής.

Θα ήταν πολύ σημαντικό, με ευθύνη και πολιτική διεύθυνση από την Ελληνική Πατριωτική Ηγεσία, τόσο κατά την πορεία εκπόνησης των Ελληνικών Χαρτών, όσο και μετά την κατάθεσή τους στον ΟΗΕ και σ΄ολους τους Διεθνείς Οργανισμούς, να δημιουργηθεί μια ευρεία, διεθνής, καλά οργανωμένη συνεργασία-συμμαχία, ένα παραγωγικό σχήμα κορυφαίων επιστημονικών προσωπικοτήτων στους τομείς του Δικαίου της Θάλασσας, του Διεθνούς Δικαίου και συναφών ή/και εφαπτόμενων ειδικοτήτων (γεωπολιτικής, υδρογεωγράφων, μηχανικών) που θα διαμόρφωνε, θα επιχειρηματολογούσε και θα υποστήριζε το τελικό παραγώμενο των Ελληνικών Χαρτών. Το δυναμικό αυτό, διευρυνόμενο διαρκώς και κεντρικά και ανά χώρα θα αξιοποιούνταν σταθερά σε ένα πρόγραμμα υπό την πολιτική διεύθυνση και ευθύνη της ελληνικής ηγεσίας, σε συνεργασία με την ελληνική διπλωματία και τις οργανώσεις του Ελληνισμού παντού στον κόσμο να προβάλλει και να συζητήσει σε fora, σε συνέδρια, σε συμπόσια, σε εκδηλώσεις τις δίκαιες ελληνικές θέσεις. Θα ήταν χρήσιμο να δούμε προσωπικότητες που τώρα, άστοχα και ενδοτικά, σπεύδουν να μιλήσουν για τη Χάγη να προχωρήσουν σε αλλαγή πορείας και να υποστηρίξουν μέσα από ένα τέτοιο πρόγραμμα τις ελληνικές θέσεις όπως θα έχουν αποτυπωθεί στους Ελληνικούς Χάρτες, οργανώνοντας, μάλιστα, και οι ίδιοι ανάλογες εκδηλώσεις στο εξωτερικό.

Η Ελλάδα οφείλει γύρω από τις θεμελιωμένες στο Δίκαιο θέσεις της να συγκροτήσει μια πλατειά συμμαχία χωρών και δυνάμεων. Ακόμα και όσοι εξακολουθούν να βλέπουν μια Χάγη, αν είναι διαλεκτικοί, θα πρέπει να σκεφθούν ότι αυτή θα μπορούσε και να μην υπάρξει κάτω από μια συνολικά νέα εθνική στρατηγική της Ελλάδας, η οποία έχοντας στοιχεία ισχύος και ισχυρών συμμαχιών θα ανάγκαζε την Τουρκία να αναδιπλωθεί αντιλαμβανόμενη το ανέφικτο των επεκτατικών προσπαθειών της. Ακόμη, οι θιασώτες της Χάγης θα έπρεπε να αναλογισθούν ότι η στρατηγική αυτή της Ελλάδας θα δημιουργούσε τις αναγκαίες για τη χώρα αντοχές στο χρόνο και την ανάλογη θέση ισχύος, ώστε στο μεταξύ το νέο Ανατολικό Ζήτημα στο οποίο η Τουρκία αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα να λυνόταν σε βάρος της, όπως εξάλλου ορισμένες τάσεις δείχνουν.

Θα υπογραμμίζαμε όμως και τούτη την αλήθεια: Το Δικαστήριο της Χάγης, είναι Δικαστήριο που δικάζει επηρεαζόμενο πολιτικά σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πράγμα που σημαίνει ότι η προηγούμενη στρατηγική όπως βήμα-βήμα αναπτύχθηκε υποστηρίζει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τη θετική για τα ελληνικά συμφέροντα εκδίκαση, αν υπάρξει. Οι συσχετισμοί δύναμης, η δημόσια και διεθνής κοινή γνώμη, η διαμορφωμένη πεποίθηση περί δικαίου στην επιστημονική αλλά και την κοινωνική κοινή γνώμη, η έξωθεν επιστημονική υποστήριξη, όλα αυτά είναι παράγοντες που διαμορφώνουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης. Η στρατηγική που αναπτύξαμε τους φέρνει με την πλευρά της Ελλάδας.

Οι θιασώτες της Χάγης, ας εγκαταλείψουν τα κλειστά ακροατήριά τους και τη στημένη τηλεοπτική υπερπροβολή τους που αγωνιά να μεταλλάξει το γνήσιο πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων. Είναι σαφές ότι χωρίς παγκόσμια εκστρατεία για τους Ελληνικούς Χάρτες και χωρίς συμφωνίες διπλωματικές και πολιτικές για το δίκαιο των ελληνικών θέσεων, χωρίς ομόθυμη Ελληνική Λαϊκή στήριξη και στήριξη από τον όπου γης Ελληνισμό, κανένα Δικαστήριο της Χάγης δεν θα δικαιώσει την Ελλάδα. Ας μην παγιδευόμαστε σ’ έναν ενδοτισμό με νομικίστικο μανδύα.

Έχει πολύ και συστηματική δουλειά να γίνει, αν πούμε ότι τώρα ξεκινούμε…

 

Θεσσαλονίκη, 4 Απριλίου 2020