Η μελαγχολίαΚώστας Μελάς

Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που ταξινόμησαν την άπειρη ποικιλία της ανθρώπινης ψυχής ορίζοντας την προέλευσή της από τέσσερις διαθέσεις. Στον Ιπποκράτη, φαίνεται ότι οφείλεται η θεσμοθέτηση της θεωρίας σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από τέσσερις διαθέσεις ή ρευστές ουσίες: αίμα, φλέγμα, κίτρινη χολή και μαύρη χολή. Η υγεία εξαρτάται από την ισορροπία αυτών των ουσιών, ενώ ο πλεονασμός της μίας ή της άλλης γεννά την αρρώστια. Εκφράζοντας τη διαταραγμένη ισορροπία των χυμών, η μελαγχολία θεωρούνταν το αντίθετο της ισονομίας, ενός συστήματος εντελώς εξισορροπημένων χυμών. Θεωρούνταν ότι αυτή η πνευματική διάθεση αντιστοιχούσε σε μια εποχή, στο Φθινόπωρο, όταν αρχίζει το κρύο και η φύση αλλάζει, καθώς και σε μια ιδιαίτερη ηλικία του ανθρωπίνου σώματος, στην ωριμότητα, στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στη νιότη και στα γεράματα. Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε, μεταξύ πολλών άλλων, το περίφημο ποίημα του Καβάφη, «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου ποιητού εν Kομμαγηνή·595 μ. X.».

Οι χυμοί, οι οποίοι συνδέονται με την ψυχολογία, έγιναν οι καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στη συνέχεια συνδέθηκαν οι συμπεριφορές με τις διανοητικές και επαγγελματικές προδιαθέσεις. Ο Αριστοτέλης προϋπόθεσε τη σύνδεση της μελαγχολικής διάθεσης και του ξεχωριστού καλλιτεχνικού και επιστημονικού ταλέντου. Για τον Αριστοτέλη το πνεύμα και η μελαγχολία συνδέονται. Βέβαια, η μελαγχολία των ανθρώπων είναι ένα προσωρινό δώρο, γιατί αν η μαύρη χολή δεν συγκρατείται όπως πρέπει, μπορεί να δημιουργήσει κατάθλιψη, επιληψία, παράλυση. Με λίγα λόγια, μόνο ο μελαγχολικός άνθρωπος μπορεί να υψωθεί στα υψηλότερα ύψη, όμως υπόκειται σε μεταβολές που γειτνιάζουν με την τρέλα.

Μέσα από τον Γαληνό η «παθολογία των χυμών» πέρασε στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Οι χυμοί, οι οποίοι συνδέονται με την ψυχολογία, έγιναν οι καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η μελαγχολία δεν ήταν πια φυσικοποιημένη και έγινε ασθένεια της ψυχής – έπαψε να θεωρείται σωματική αναπηρία για να θεωρηθεί πνευματική διάθεση. Ο Μεσαίωνας την αντιμετώπισε κυρίως ως ψυχική διαταραχή και η Εκκλησία την καταδίκασε ως παρακείμενη του ελαττώματος της αδράνειας.

Κατά την Αναγέννηση, η μελαγχολία αποχτά ένα νέο βασικό γνώρισμα: την ενδοσκόπηση. Δεν θεωρείται απλό αίσθημα, γίνεται διάθεση του μυαλού. Μάλιστα επανέρχεται στο προσκήνιο η θεωρία του Αριστοτέλη, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Αυτό οφείλεται κυρίως στον νεοπλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο (De vita triplici) ο οποίος υποστηρίζει ότι η μελαγχολία των σπουδαίων δεν ήταν παρά μια μετωνυμία της θείας πλατωνικής μανίας: μόνο η μελαγχολική διάθεση διέθετε το δημιουργικό ενθουσιασμό που περιέγραφε ο Πλάτων.

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Φρόιντ δημοσίευσε τη μελέτη του «Πένθος και μελαγχολία» (ελληνική μετάφραση, εκδ. Principia, 2015). Τα συμπτώματα της μελαγχολίας δεν αλλάζουν, υπογραμμίζονται όμως τα παθολογικά χαρακτηριστικά της: κατάθλιψη, έλλειψη ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, απώλεια της ικανότητας για αγάπη, αναστολή κάθε δραστηριότητας, μείωση της αυτοεκτίμησης, που εκδηλώνεται με αυτοκατηγορίες και αυτοτραυματισμούς φτάνοντας ως την παραληρηματική προσδοκία κάποιας τιμωρίας.

Στη συγκεκριμένη μελέτη ο Φρόιντ προβαίνει στη διάκριση μεταξύ μελαγχολίας και πένθους, υποστηρίζοντας ότι ενώ το πένθος είναι μεταβατική πνευματική κατάσταση, η μελαγχολία μετατρέπεται συχνά σε μόνιμη διάθεση. Το πένθος και η μελαγχολία πηγάζουν από την απώλεια (ή από την απουσία) ενός αγαπημένου αντικειμένου, όμως έχουν διαφορετική έκβαση. Το πένθος είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία ένα άτομο ξεπερνάει τον πόνο που προκαλεί κάποια απώλεια και αποχωρίζεται οριστικά το χαμένο αντικείμενο. Ο μελαγχολικός αντίθετα, δεν καταφέρνει να αποκολληθεί από το αντικείμενο του πόθου του, με το οποίο ταυτίζεται με ναρκισσιστικό τρόπο, μετατρέποντας έτσι τον πόνο του σε ένα είδος ενδοσκόπησης και απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο. Δηλαδή , για τον Φρόιντ η μελαγχολία είναι ένα «παθολογικό πάθος», ανολοκλήρωτο και ανέφικτο.

Συνεπώς, η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από αποβλεπτικότητα: είναι πάντοτε μελαγχολία για κάτι. Η αποβλεπτικότητα της μελαγχολίας συνεπάγεται πως η σχέση με την πραγματικότητα, η σχέση δηλαδή προς τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα ερήμην του υποκειμένου, δεν μπορεί να διαρραγεί ποτέ πλήρως, ακόμα και αν ο μελαγχολικός ισχυρίζεται πως έκοψε όλες τις γέφυρες που τον συνέδεαν με τον κόσμο. Έτσι, το αποβλεπτικό «κάτι» της μελαγχολίας παραμένει, ανεξαρτήτως του ενδύματος και της θέσης του, σταθερά παρόν στο διανοητικό κόσμο του μελαγχολικού και γίνεται, πνεύμα εκ του πνεύματος της μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας και άξονας από τον οποίο στρέφονται οι μεταβαλλόμενες διαθέσεις του.

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε μόνο στη σφαίρα της ατομικής ψυχολογίας. Χρειάζεται να μελετηθούν οι διαδικασίες μετάβασης από αυτή τη σφαίρα σε εκείνη των πολιτισμικών και κοινωνικοπολιτικών μεγεθών. Στην ιστορία, κατά περιόδους, έχουν εμφανιστεί στις κοινωνίες κύματα «μελαγχολικής τάσης». Όπως στον 16ο αιώνα, στην εποχή του ρομαντισμού, αλλά και στην περίοδο του συμβολισμού.

Η μετάβαση αυτή, δεν συντελείται κατά κανένα τρόπο ευθύγραμμα. Συνεπώς απαιτείται προσεκτική και συστηματική μελέτη η οποία βεβαίως θα πρέπει να στηρίζεται, κατ’ αρχάς στα ευρήματα της ατομικής ψυχολογίας.