Η φαντασιοπληξία ενός λαοπλάνουΧρήστος Ι. Μωϋσίδης

Συχνά πυκνά ο πρόεδρος Ερντογάν αναφέρεται στο πρόσωπο του Αντνάν Μεντερές, προσδίδοντάς του μάλιστα σχεδόν μυθικές διαστάσεις που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια ούτε κατ’ ελάχιστον. Ο Μεντερές υπήρξε πρωθυπουργός της Τουρκίας και συνιδρυτής του Δημοκρατικού Κόμματος (DP), το οποίο επέτυχε σαρωτική νίκη στις εκλογές του 1950 έναντι του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Παρόμοια νίκη φαντασιώνεται, επιθυμεί, επιδιώκει και σχεδιάζει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις επερχόμενες εκλογές κι από ό,τι φαίνεται, δεν θα υπάρχει κανείς και τίποτε που να μπορεί να του την στερήσει.

Το αξιοσημείωτο για το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Μεντερές, δεν είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των κεμαλιστών στην πολιτική ζωή της χώρας· άλλωστε, σχεδόν το σύνολο των μελών του κόμματος προερχόταν από τις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, παρά η ενεργοποίηση, η συμπόρευση και τελικά η νομιμοποίηση του ισλαμικού παράγοντα στα πολιτικά πράγματα, για πρώτη φορά από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η ιδεολογική σύζευξη τουρκικού εθνικισμού και Ισλάμ δεν συντελέσθηκε κατά τις δεκαετίες του ‛70 και του ‛80 ─όπως πολλοί λανθασμένα υποστηρίζουν─, αλλά πολύ νωρίτερα.

Για την ιστορία, το 1960, ο Αντνάν Μεντερές συνελήφθη μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα και μαζί με τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ κι άλλους υπουργούς της κυβερνήσεώς του, οδηγήθηκε σε πολύμηνη δίκη κατηγορούμενος για πλείστα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και για το οργανωμένο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο διά απαγχονισμού κι εκτελέστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στη νήσο Ιμραλί στη θάλασσα του Μαρμαρά.

ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΕΑΥΤΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΝΤΕΡΕΣ;

Ο ισλαμισμός δεν υπήρξε ποτέ απών από την πολιτική ζωή της Τουρκίας και πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εφαρμόστηκε συμπληρωματικά ή και ανατρεπτικά για την κεμαλική ιδεολογία. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε πως ο εθνολαϊκισμός των κεμαλιστών λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής στην ανάπτυξη του ισλαμοφασιστικού κινήματος, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, αν αναλογιστούμε την ανικανότητά τους να αρθρώσουν πειστικό πολιτικό λόγο.

Σε ό,τι αφορά στον ίδιο τον Μεντερές, η κατανόηση και η συνεννόηση με θιασώτες του ισλαμιστικού κινήματος από τη μία και ο συντηρητισμός της τουρκικής κοινωνίας από την άλλη, δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως δημοκρατία και Ισλάμ μπορούν να συνυπάρξουν, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο υβριδικό περιβάλλον κοινωνικής διαχείρισης και πολιτικής διακυβέρνησης, που διευκόλυνε τον ισλαμισμό στην διοχέτευσή του και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά.

Ως διακύβευμα παρέμενε και παραμένει πάντα η διασφάλιση (και η ερμηνεία) της τουρκικής ταυτότητας καθώς, δεν είναι δεδομένη ακόμη και σήμερα! Αυτή η πολιτική παράμετρος ήταν και είναι ασύμβατη με τον κεμαλισμό στην αυθεντική του εκδοχή κι εκεί εντοπίζεται το σημείο στο οποίο οι κεμαλιστές τώρα, όπως ακριβώς και τότε, χάνουν το παιχνίδι…

Αν και αναπόφευκτη αναγκαιότητα ο κεμαλισμός για την γειτονική μας χώρα, εκ των υστέρων μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι οι κληρονόμοι του δεν φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής τους. Έτσι, ο ισλαμισμός παράλληλα με τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό και με ρευστά τα όρια ανάμεσά τους, κατέστη ο κύριος φορέας του τουρκικού πολιτικού πολιτισμού.

Διαχρονικά, το ισλαμιστικό κίνημα επέδειξε κι επιδεικνύει ιδιαίτερη αντοχή κι ευελιξία. Εξακολουθεί να συνιστά μία δυναμική κι ελκυστική πολιτική πρόταση κυρίως για τα πιο παραδοσιακά, λαϊκά και θρησκευόμενα κοινωνικά στρώματα, απ’ όπου αντλεί δυνάμεις.

Διέβρωσε σταδιακά τον πυρήνα της κεμαλικής ιδεολογίας περί εθνικής ομοιογένειας, επιτέθηκε με μένος σε κάθε τι «ξένο» κι έθεσε ως στόχο του την «καθαρότητα» από κάθε επιμέρους εθνολογικό, γλωσσικό, πολιτιστικό ή θρησκευτικό στοιχείο, αναδεικνύοντας το Ισλάμ ως το απόλυτο κριτήριο ταυτοτικού προσδιορισμού.

Οτιδήποτε μη τουρκικό και μη μουσουλμανικό είναι ξένο, και στο φαντασιακό των Τούρκων ισλαμιστών έχει λάβει διαστάσεις εθνικού κινδύνου! Αντίληψη που εξηγεί τη συμπεριφορά των Τούρκων αξιωματούχων απέναντι σε φίλους κι εχθρούς, τη γλώσσα του καφενείου, τις απειλές, την προκλητικότητα και τον φανατισμό του παράλογου.

Ο πρόεδρος Ερντογάν ─και μόνον αυτός─ ενσωματώνει και τις τρεις αυτές παραμέτρους στη λογική και την ρητορική του με τρόπο αδιαμφισβήτητο κι αδιαπραγμάτευτο, γι’ αυτό και κανένα πρόσωπο και καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στα ίσια ─κατά το κοινώς λεγόμενο─ μαζί του.

Παρενθετικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως η μόνη διέξοδος είναι η ίδια η δημοκρατία ωστόσο, κανένας Τούρκος πολιτικός τη δεδομένη στιγμή ─πλην ίσως του Σελαχατίν Ντεμιρτάς─ δεν είναι πραγματικός δημοκράτης. Η Τουρκία δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει και να διαχειριστεί τις αξίες και τις αρχές που διέπουν όλον τον ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο. Η Τουρκία, δεν επιθυμεί τη δημοκρατία.