Η διεθνής επιτυχία της τραγουδίστριας του φάδο Μαρίζα έχει φέρει νέο ακροατήριο στην πλέον χαρακτηριστική μουσική της Πορτογαλίας. Στη Λισσαβόνα, τα κλαμπ των ιστορικών συνοικιών φάδο ανθούν, καθώς σε αυτά συχνάζουν ντόπιοι αλλά και επισκέπτες. Παραδοσιακά, ο μελαγχολικός ήχος του φάδο λέγεται ότι συνδέεται με τη saudade, τη νοσταλγία (η λέξη «fado» στην κυριολεξία σημαίνει «πεπρωμένο».) Η Αμάλια Ροντρίγκες, η πιο ονομαστή από όλες τις τραγουδίστριες φάδο, είπε το 1994: «Εμείς οι Πορτογάλοι επινοήσαμε το φάδο, επειδή έχουμε πολλά για να παραπονιόμαστε. Από τη μία πλευρά έχουμε τους Ισπανούς με τα σπαθιά τους, από την άλλη υπάρχει η θάλασσα, που ήταν άγνωστη και φοβερή. Όταν οι άνθρωποι σάλπαραν, περιμέναμε και υποφέραμε, οπότε το φάδο είναι ένα παράπονο».
Αποτέλεσε έκπληξη, συνεπώς, το ότι βρήκα κάποια πολιτική πλευρά στη μουσική αυτή. Δείτε αυτούς τους στίχους από ένα ανώνυμο αναρχικό φάδο γύρω στα 1920: «Ο κόσμος θα κοιτάζει / τους φτωχούς ελεύθερους από την καταπίεση / να τσακίζουν τους χασάπηδες / της άρχουσας μπουρζουαζίας». Ανακάλυψα ότι οι αγωνιστικές ρίζες του φάδο είχαν αφαιρεθεί από την ιστορία, για να ανακαλυφθούν ξανά τα τελευταία χρόνια.
Το φάδο γεννήθηκε στην παλιά Λισσαβόνα στις αρχές του 19ου αιώνα, στις συνοικίες Αλφάμα και Μοουραρία, οι οποίες κατοικούνταν από εμπόρους, ναύτες και οικογένειες ψαράδων. Η πορτογαλική βασιλική οικογένεια πέρασε τους Ναπολεόντειους Πολέμους εξόριστη στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το οποίο έγινε πρωτεύουσα της πορτογαλικής αυτοκρατορίας από το 1808 ως το 1821. Επέστρεψαν με μιαν ολόκληρη κουστωδία Βραζιλιάνων και Αφρο-βραζιλιάνων, και συνεπώς η Λισσαβόνα διέθετε από παλιά έναν πολυφυλετικό και συγχωνευμένο (assimilado) πληθυσμό. Το φάδο (επίσης όνομα ενός αφρο-βραζιλιάνικου χορού) ακουγόταν στα καπηλειά και τα μπορντέλα των εργατικών περιοχών της πόλης. Το πρώτο αστέρι του ήταν μια νεαρή πόρνη που ονομαζόταν Μαρία Σεβέρα (1820–1846), η οποία είχε έναν περιβόητο ερωτικό δεσμό με τον Κόμη του Βιμιόζο, έναν αριστοκράτη ταυρομάχο, και εισήγαγε το φάδο στην υψηλή κοινωνία. Πολλοί στίχοι φάδο αναφέρονται σε αυτήν ονομαστικά (το fado da Severa, δηλαδή το «φάδο της Σεβέρα», είναι ένα από τα διασημότερα), ενώ τόσο μια θεατρική παράσταση του 1901 όσο και η πρώτη πλήρως ομιλούσα κινηματογραφική ταινία της Πορτογαλίας, η «A Severa» (1931), ήταν δραματοποιήσεις της ζωής της.
Ο κορυφαίος Πορτογάλος ιστορικός του φάδο Ρούι Βιέιρα Νέρυ, αναφέρει ότι οι στίχοι των fado da Severa και fado choradinho («φάδο του δυστυχή»), που γράφτηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, υπογραμμίζουν τη σύνδεση του είδους με τον υπόκοσμο της Λισσαβόνας. «Υπάρχουν αρκετά κείμενα που ξεκάθαρα γράφτηκαν από ανθρώπους που είχαν βρεθεί στη φυλακή για μεγάλα διαστήματα, και αυτό το πήγαιν’ έλα ανάμεσα σε νόμιμους και παράνομους τρόπους ζωής είναι πλατιά παρόν σε αυτά τα πρώιμα φάδο», εξηγεί. Ο Νέρυ ήταν εκείνος που, με το βιβλίο του Para uma história do fado (Για μίαν ιστορία του φάδο), εξέπληξε ακόμη και τους Πορτογάλους με τη μυστική ιστορία της μουσικής που νόμιζαν ότι γνώριζαν τόσο καλά. «Στα τέλη του 19ου αιώνα το φάδο ήταν στην ουσία ένα τραγούδι της εργατικής τάξης – πολύ πολιτικοποιημένο. Υπήρχαν φάδο που μιλούσαν για τον Κροπότκιν, τον Μπακούνιν, τον Μαρξ – ακόμη και τον Λένιν αργότερα». Ένα σοσιαλιστικό φάδο του 1900 ξεκινά έτσι: «1η του Μάη! / Εμπρός! / Εμπρός! / Ω στρατιώτες της ελευθερίας! / Εμπρός και καταστρέψτε / εθνικά σύνορα και ιδιοκτησία».
Αυτά τα αγωνιστικά φάδο παρέμειναν στο περιθώριο, αν και η πιο ευυπόληπτη θεατρική fado revista («επιθεώρηση με φάδο») ήταν δημοφιλής στις μεσαίες τάξεις. Το 1882 ο σκιτσογράφος Ραφαέλ Μπορντάλο Πινιέιρο επέκρινε τους τραγουδιστές φάδο (και κατά συνέπεια τον πορτογαλικό λαό), μέσα από το χαρακτήρα του Zé Povinho (του «Φτωχούλη Ζε»), επειδή ήταν υπερβολικά παθητικοί και έπαιζαν οποιοδήποτε τραγούδι τούς έβαζαν μπροστά τους. Παρ’ όλα αυτά, τον επόμενο χρόνο ένα από τα σκίτσα του απεικόνιζε πολιτικούς σε καπηλειό φάδο να χορεύουν με τη μουσική του Zé Povinho, όμως στο τέλος τον έριχναν κάτω. Είναι ξεκάθαρο ότι, μακράν του να είναι απλώς νοσταλγικά και συναισθηματικά, τα φάδο περιείχαν κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό.
Το 1926, μετά από χρόνια πολιτικής αστάθειας, ο Zé Povinho και ο πορτογαλικός λαός έπεσαν στ’ αλήθεια κάτω από ένα πραξικόπημα που εγκατέστησε μια φασιστική δικτατορία (υπό την ηγεσία του Αντόνιο Σαλαζάρ από το 1932 ως το 1968), η οποία κράτησε σχεδόν μισό αιώνα. «Ως τα τέλη του 1920 που έγινε το πραξικόπημα, το φάδο ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του ένα αριστερό, εργατικό, με σοσιαλιστικό προσανατολισμό τραγούδι», λέει ο Νέρυ. «Όμως, φυσικά, σε μια φασιστική δικτατορία, αυτό δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί». Το 1927 πέρασαν νόμοι που επέβαλαν λογοκρισία σε όλους τους στίχους. Τραγούδια που δεν είχαν εγκριθεί, δεν μπορούσαν να τραγουδιόνται δημόσια. «Το καθεστώς δεν εμπιστευόταν το φάδο», λέει ο Νέρυ. «Αρχικά τραγουδιόταν από ανθρώπους κακής φήμης –πόρνες, λωποδύτες και περιθωριακούς– και αυτό δεν προσέδιδε μεγάλη υπόληψη σε ένα τραγούδι εθνικής ταυτότητας». Ένα σκίτσο του 1927 του Αλόνσο, με τίτλο «Μια λυπητερή, δυστυχισμένη ζωή», απεικόνιζε δύο μουσικούς φάδο, με τον ένα από τους δύο να τραγουδά «Κλάψτε, πολιτικοί, κλάψτε», πάνω από έναν υπότιτλο που έγραφε: «Ω φάδο, κάποτε ήσουν φάδο». Ο υπαινιγμός είναι ότι το φάδο είχε ευνουχιστεί. Το 1936 το καθεστώς έπαιξε μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών με τίτλο «Φάδο, το τραγούδι των ηττημένων», πρακτικά παραπετώντας το είδος στην ιστορία.
Όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το φάδο να είναι δημοφιλές όσο ποτέ, το καθεστώς αποφάσισε να αλλάξει τακτική. «Αποφάσισαν να καλλιεργήσουν μια στρατηγική δημόσιων σχέσεων απέναντι στον πορτογαλικό λαό», λέει ο Νέρυ. «Ενθάρρυναν στίχους για λαϊκές παραδόσεις, για έρωτα, για οικογενειακή ζωή, χωρίς ανάμιξη στην πολιτική. Και τους στίχους εκείνους το φάδο τούς υιοθέτησε πολύ εύκολα, οπότε υπήρξε μια κάποια σιωπηρή συμμαχία μεταξύ του καθεστώτος και του κόσμου του φάδο». Καθώς η αριστερή αντίσταση στους φασίστες μεγάλωνε κατά τη διάρκεια των αποικιακών πολέμων της δεκαετίας του 1960, είχε ειπωθεί ότι οι τρεις πυλώνες που τους στήριζαν ήταν τα «τρία μεγάλα Φ»: το φάδο, το φούτμπολ (ποδόσφαιρο) και η Φατίμα (αναφορά στον δημοφιλή ναό της Παρθένου Μαρίας στη Φατίμα). Ένα σκίτσο του 1970 από τον Ζοάο Αμπέλ Μάντα απεικονίζει το φάντασμα του Αουγκούστο Χιλάριο, ενός ονομαστού τραγουδιστή/συνθέτη φάδο από την Κοΐμπρα που πέθανε το 1896, να αιωρείται πάνω από το κάστρο της Κοΐμπρα, υπονοώντας ότι το αληθινό φάδο είχε πεθάνει προ πολλού.
Όταν ήρθε η επανάσταση το 1974, ο κόσμος ένιωθε ότι το φάδο είχε κηλιδωθεί από το προηγούμενο καθεστώς, και το έθεσε εκτός των προτιμήσεών του για πάνω από μια δεκαετία. Ήταν στη δεκαετία του 1990 που μια νεότερη γενιά ένιωσε ότι μπορούσε να στραφεί ξανά προς αυτήν τη μουσική και να της δώσει νέα ζωή. Οι περισσότεροι από τους μουσικούς αυτούς πιθανόν δεν γνωρίζουν τις πολιτικές της ρίζες. Αν όμως πάτε σε μιαν από τις ταβέρνες φάδο σαν την Tasca do Chico, όπως κάνει κάποιες φορές η Μαρίζα όταν βρίσκεται στη Λισσαβόνα, θα ακούσετε συνηθισμένους ταξιτζήδες να τραγουδούν φάδο, περιτριγυρισμένοι από ξεφλουδισμένες αφίσες και ποδοσφαιρικά κασκόλ. Αυτό, το λεγόμενο fado vadio (ερασιτεχνικό ή «αγύρτικο» φάδο), αποτελεί υπενθύμιση της χαμένης, ριζοσπαστικής παράδοσης.