Στοχασμοί ενός πολίτη για τη σημερινή ελληνική κατάστασηΚώστας Μελάς

ΠΟΛΙΤΙΚΗ
  • Αν εγκαταλείψουμε έστω και για μια στιγμή τα επιφαινόμενα της τρέχουσας πραγματικότητας, αν κλείσουμε τα αυτιά μας στις συνεχείς φωνασκίες που καλύπτουν όλο και περισσότερο το χώρο της ύπαρξής μας, και επιχειρήσουμε να στοχαστούμε για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα πέρα και έξω από τις φωνές των Σειρήνων, ίσως να αντιληφθούμε την κατάσταση του πολιτικού συστήματος της χώρας και τις εγγενείς αδυναμίες του να αντιμετωπίσει τα πολύπλευρα και πολυεπίπεδα προβλήματα της χώρας.
  • Σε αντίθεση με όσους είχαν ελπίσει ότι η βαθιά πολύπλευρη κρίση που διέρχεται η χώρα θα οδηγούσε σε στοιχειώδη ποιοτική αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτικών κομμάτων της χώρας, η αδήριτη πραγματικότητα δικαιώνει όλους όσοι είχαν τολμήσει να υποστηρίξουν (ζουν) ότι αντιθέτως αυτή όχι μόνο θα παραμείνει η ίδια αλλά και θα κατρακυλήσει σε χειρότερα επίπεδα. Μάλιστα η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων οδηγεί σε οδυνηρές σκέψεις ότι τελικά «δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μη μαίνεται κατά της πατρίδας» (Paul Valery, Πνεύμα και Πολιτική).
  • Δυστυχώς κανένα πολιτικό κόμμα για το ζήτημα αυτό δεν δίνει καμία εξήγηση. Καθένα έχει τα δικά του σκοτεινά σημεία, τις κρυφές του εκατόμβες και τα ανομολόγητα όνειρά του. Τους θησαυρούς του από απερίσκεπτα πράγματα και από προπέτειες. Όσα λησμόνησε στα σχέδιά του και όσα θέλει να κάνει να ξεχάσουν οι άλλοι. Αποσύρουν, προκειμένου να επιβιώσουν, όλα εκείνα τα οποία υπόσχονται προκειμένου να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους. Συμπεριφέρονται κατά τρόπο «δημαγωγικό-λαϊκιστικό» όσο βρίσκονται εκτός εξουσίας και άλλο τόσο και περισσότερο όταν βρίσκονται στην εξουσία.
  • Η συνεχής προσπάθεια των πολιτικών κομμάτων να επιβάλλουν τη βούλησή τους στον (εγχώριο) αντίπαλο αφενός τα κολακεύει, αφετέρου μπορεί να καταστρέψει τη χώρα. Πολλές φορές συμβαίνει να επιτυγχάνεται η επιβολή της βούλησης επί των αντιπάλων, αλλά άλλες τόσες φορές μπορεί να αποδειχθεί (ή έχει αποδειχθεί) μοιραία. Τα συμφέροντα της χώρας δεν πρέπει να συγχέονται με τις προσδοκίες κάθε πολιτικού κόμματος. Η εκπλήρωση των επιθυμιών τους δεν μας απομακρύνει από τη δυστυχία ή και το χαμό της χώρας. Εν τω μεταξύ «η Ελλάδα ταξιδεύει» (Γ. Σεφέρης).
  • Πάντοτε η πολιτική θεμελιώνεται στην αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων (η σιωπηλή πλειοψηφία, όπως υποστήριζε ο Ρ. Νίξον), χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. Στις μέρες μας, λόγω των σημαντικών κοινωνικών διεργασιών και των αλλαγών που έχουν επέλθει σε όλες τις στιγμές του κοινωνικού γίγνεσθαι (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική), η ανάγκη συνεχούς αναφοράς «στην έννοια της ισότητα ως βασικού στοιχείου της έννοιας του λαϊκισμού» (Π. Κονδύλης: Η παρακμή του Αστικού πολιτισμού) και της κυρίαρχης σύγχρονης μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας καθίσταται απολύτως αναγκαία, με αποτέλεσμα το δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής, που αναφέραμε αμέσως παραπάνω, να λαμβάνει την εξής μορφή: να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν.
  • Με απλά λόγια καλούνται να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων, που όμως καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Ο εγκλωβισμός είναι απόλυτος και θανατηφόρος. Το πολιτισμικό DNA του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι δεδομένο. Βεβαίως και της ελληνικής κοινωνίας (Κ .Μελάς, Το ανυπόφορο βουητό του κενού). Οι όποιες μεταλλαγές είναι αργόσυρτες και βασανιστικές. Υπάρχουν και προσπάθειες βίαιων μεταλλαγών οι οποίες λόγω ότι πρωτίστως ενδύονται τεχνικά χαρακτηριστικά καταλήγουν σε αποτυχίες δυσκολεύοντας περαιτέρω τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας.
  • Το έργο αυτό, στην Ελλάδα, επαναλαμβάνεται συνεχώς από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Εμπειρικά απολύτως επιβεβαιωμένο (Κ. Μελάς, Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία). Τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να έχουν την ίδια συμπεριφορά, που χρησιμοποιούν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, προκειμένου να παρουσιάσουν στο λαό είτε νίκες και θριάμβους τους είτε δραματικές μεταξύ τους συγκρούσεις και «καταγγελίες» κατά αντιπάλων.
  • Συγχρόνως, όμως, υπήρξαν περίοδοι στην ελληνική ιστορία, που επήλθε υπέρβαση αυτής της πάγιας κατάστασης των πολιτικών πραγμάτων, με αποτέλεσμα σημαντικότατη ωφέλεια για τη χώρα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος 1910-1920), μάλιστα μετά από έναν οδυνηρό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και μια πολιτική κατάσταση που αντανακλούσε ισχυρή κυβερνητική αστάθεια (αξίζει να μελετήσουμε προσεκτικά την περίοδο 1897-1910).
  • Όμως κανείς δεν θα πρέπει να προβλέπει με βάση την ιστορία. Άλλωστε η ιστορία είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα προϊόντα που παρήγαγε ο ανθρώπινος εγκέφαλος, αν χρησιμοποιηθεί ιδεολογικά. Κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται, τους δημιουργεί ψευδοαναμνήσεις, καθιστά υπερβολικά τα ανακλαστικά τους, διατηρεί ανοικτές τις παλιές πληγές τους, τους απομακρύνει από την πραγματικότητά τους, στερώντας τους τη δυνατότητα να πράξουν όπως οι πραγματικές ανάγκες επιβάλλουν.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
  • Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον, να συνταχθεί πρόγραμμα ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, εκ μέρους των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, που να περιλαμβάνει σαφείς προτάσεις για ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, και παράλληλα των αναγκαίων μακροοικονομικών και μικροοικονομικών προσαρμογών με βραχυπρόθεσμο στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας και με μακροπρόθεσμο την πλήρη απασχόληση σε ένα εξισορροπημένο αναπτυξιακό περιβάλλον.
  • Οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου, και φυσικά τα κόμματα που τις υποστήριξαν, δέχθηκαν χωρίς ενδοιασμούς τις προτάσεις του ΔΝΤ, της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Προτάσεις οι οποίες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν ακατάλληλες να εφαρμοσθούν σε μια χώρα με έντονες ιδιομορφίες, μιας και ήταν απόρροια ενός πλασματικού-θεωρητικού σχήματος ικανού, κατά τους εισηγητές του, «να λύσει κάθε πρόβλημα σε όλες τις οικονομίες στα μήκη και στα πλάτη του πλανήτη». Με τον τρόπο αυτό ανέτρεψαν σχεδόν το σύνολο του μέχρι τότε θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο , ειρήσθω εν παρόδω , εμπεριείχε ουκ ολίγα στοιχεία μη ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.
  • Συνεπώς, το όποιο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να βασισθεί στη συστηματική μελέτη των σημερινών απαιτήσεων μιας οικονομίας που ευρίσκεται ενσωματωμένη στο διεθνές περιβάλλον μέσω της ευρωζώνης.
  • Αυτό μεταφράζεται στη διαμόρφωση ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα είναι διαφορετικό από το παλαιό όσο και από το ισχύον. Ο πιο απλός τρόπος για να δημιουργηθεί αυτό το πλαίσιο είναι η αναγνώριση εκείνων των σημείων από τα δύο αναφερόμενα πλαίσια που θεωρούνται χρήσιμα και η συμπλήρωσή τους σταδιακά με όλα τα απαιτούμενα νέα σημεία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Επομένως συστηματική μελέτη όλων των σημείων που ενυπάρχουν και στα δύο θεσμικά πλαίσια, αποδοχή των θετικών στοιχείων, εγκατάλειψη όλων των υπολοίπων και αντικατάστασή τους με νέα και χρήσιμα στοιχεία.
  • Αν δεν αρχίσει μια τέτοιου είδους προσπάθεια, ήδη από σήμερα, μην περιμένετε να υπάρξει σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να κατανοήσει τις παραμέτρους που προσδιορίζουν την ευημερία του πληθυσμού από εδώ και πέρα, να μετριάσει τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και να εξαλείψει τις μαγικές λύσεις από το μείγμα πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί.
  • Ο μονόπλευρος θετικός προσανατολισμός προς την αγορά εργασίας δεν πρόκειται να επιλύσει απολύτως κανένα πρόβλημα, παρότι θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η αγορά εργασίας σήκωσε όλο το βάρος της βίαιης δημοσιονομικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων. Ακριβώς όπως και τα χρόνια του μνημονίου ο μονόπλευρος αρνητικός προσανατολισμός ενάντια στην αγορά εργασίας δεν έλυσε κανένα πρόβλημα.
  • Απλά προκάλεσε μια εξαιρετικά ευαίσθητη, πρόσκαιρη ισορροπία στο δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο, βασιζόμενη σε υπέρμετρους εξωτερικούς καταναγκασμούς οι οποίοι δεν μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται και μόλις η οικονομία «απελευθερωθεί» από αυτούς, οι ανισορροπίες, ειδικά στον εξωτερικό τομέα, θα επανέλθουν με μεγαλοπρέπεια. Επειδή οι καταναγκασμοί είναι προσανατολισμένοι στα δύο ισοζύγια (δημοσιονομικό και εξωτερικό) οι αγορές εργασίας, επενδύσεων και προϊόντων βρίσκονται σε πλήρη ανισορροπία.
  • Η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου απαιτεί προσπάθεια και κόπο και κυρίως πολιτική βούληση που θα αποστασιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κατακερματισμένα συμφέροντα των, ουκ έστι αριθμός, συμφερόντων μικροομάδων και μικροκατηγοριών του κοινωνικού συνόλου όπως αυτό πραγματικά είναι και όχι όπως μερικοί φαντάζονται ότι είναι. Η ανάγκη νέων κατηγοριών που να περιγράφουν την ελληνική κοινωνική περίπτωση είναι αναγκαία και επιτακτική. Παράλληλα θα πρέπει να αποσαφηνισθεί σε κάποιο βαθμό η ιεράρχηση των αναπτυξιακών πυλώνων της ελληνικής οικονομίας και σε αυτήν να υποταχθούν ως δευτερεύοντες στόχοι όλοι οι υπόλοιποι.
  • Η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι «η βασιλοπούλα των παραμυθιών που τη λες για να ονειρεύεσαι τις βραδιές» για να παραφράσω τον ποιητή. Ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί ανατρέχοντας μόνο στο παρελθόν και σε ότι κάποια στιγμή υπήρξε. Ευτυχώς ή δυστυχώς η ζωή προχωράει όχι όπως θα ήθελε ο καθένας από μας, (ή σωστότερα η κάθε μικροομάδα) στα μέτρα του, αλλά διαμορφώνεται από πολυποίκιλους παράγοντες, πολλοί των οποίων είναι πέρα και έξω από τη δικιά μας βούληση. Ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει και αποτελεί σκληρό υλικό όριο πολλών, πρόσφατων και παλαιότερων, ανεπιτυχών προσπαθειών εύκολης υπέρβασής του.
  • Η παραγωγική ανασυγκρότηση απαιτεί θεσμικό πλαίσιο, το οποίο να στηρίζει αφενός μεν την ενδογενή παραγωγική επιχείρηση που είναι προσανατολισμένη στην εξαγωγική προσπάθεια, αλλά κυρίως στην κάλυψη σημαντικών εισροών της ελληνικής οικονομίας που σήμερα εισάγονται.
  • Σήμερα στην ελληνική οικονομία υπάρχει σεβαστός αριθμός επιχειρήσεων με αυτά τα χαρακτηριστικά. Χρειάζεται να αναδυθούν από την αφάνεια και να βγουν στην επιφάνεια. Πρόκειται για την Ελλάδα που παράγει. Ας ξεκινήσουμε αυτή τη φορά, διαμορφώνοντας το νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προτάσεις αυτών των επιχειρήσεων.
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
  • Η κουλτούρα, είναι η προσπάθεια προσπορισμού ενός συνεπούς συνόλου απαντήσεων στα υπαρξιακά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν όλα τα ανθρώπινα όντα στο διάβα της ζωής τους. Γι’ αυτόν το λόγο, η παράδοση είναι ουσιώδης για τη ζωντάνια μιας κουλτούρας, διότι παρέχει τη συνέχεια της μνήμης η οποία διδάσκει με ποιον τρόπο οι πρόγονοι κάποιου απάντησαν στα ίδια υπαρξιακά αδιέξοδα. Για να έχει σημασία μια κουλτούρα πρέπει να υπερβαίνει το παρόν, διότι είναι η επαναλαμβανόμενη συνάντηση με τα ριζικά εκείνα ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία, μέσα από μια σειρά συμβόλων, παρέχουν μια βιώσιμη συνοχή στο νόημα της ύπαρξης.
  • Οι μορφές κουλτούρας είναι λίγες και παράγονται από υπαρξιακές καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν όλα τα ανθρώπινα όντα, σ’ όλες τις εποχές, συνειδησιακά: ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς το θάνατο, η φύση της τραγωδίας και ο χαρακτήρας του ηρωισμού, ο ορισμός της πίστης και του καθήκοντος, η λύτρωση της ψυχής, το νόημα της αγάπης και της θυσίας, η κατανόηση της συμπόνοιας, η ένταση ανάμεσα σε ζωική και ανθρώπινη φύση, οι απαιτήσεις του ενστίκτου και η αναστολή τους.
  • Η κρίση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας είναι καθολική και οι αιτίες της περισσότερο σύνθετες. Η εξήγηση, επομένως, της πνευματικής και ηθικής κρίσης δεν επαρκεί. Αντιθέτως πρέπει να συμπληρωθεί με την ανάλυση του κοινωνικού εκφυλισμού, για να μπορέσει να διαμορφωθεί μια αποδεικτική θεωρία. Πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτή την περιπλοκότητα, αν θέλουμε να μελετήσουμε τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πλευρές της κρίσης. Τα δεινά που πλήττουν την ελληνική κοινωνία τούτη την περίοδο θα πρέπει πρωταρχικά να αναζητηθούν στο φαινόμενο της μαζικοδημοκρατίας, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις απλοϊκές ιδέες του συρμού που εμφανίζονται τελευταία στη χώρα μας ως εξηγητική πλευρά της κρίσης και αναφέρονται στην υποτιθέμενη εισδοχή των μικροαστικών στρωμάτων στην εξουσία κυρίως μέσω του ΠΑΣΟΚ. Δεν ερμηνεύει κανείς τίποτε υποστηρίζοντας ότι η πολιτική σκηνή εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο απλώς επειδή αυξήθηκε ο βαθμός του κομματισμού και του λαϊκισμού και επήλθε κάποια άνοδος των μικρομεσαίων κομμάτων. Πρόκειται, χωρίς δεύτερη σκέψη, για ταυτολογία και ηθικολογία, διότι κάτι χαρακτηρίζεται ως «κακό και ανώριμο», στην προκειμένη περίπτωση το εκλογικό σώμα, με βάση κριτήρια που προσδιορίζουν ως ιδανικό ένα άλλο εκλογικό σώμα που είναι ανύπαρκτο στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνο στη φαντασία μας. (Κ Μελάς, Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία).
  • «Η δημαγωγία ή ο λαϊκισμός δεν είναι απλά συμπτώματα της μιας ή της άλλης περιόδου, είναι τα παροξυστικά σύνδρομα της ελληνικής δημοκρατίας, έτσι λειτούργησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα αλλά και στις αρχές του 21ου. Είναι μια ιστορική σταθερά, με τους παροξυσμούς και με τις συγκυριακές της διακυμάνσεις. Η συχνότητα των παροξυσμών, το εύρος των διακυμάνσεων και, κυρίως, τα πολιτικά αίτιά τους μπορούν να ερμηνευτούν πληρέστατα μόνο αν συσχετισθούν με βαθύτερα “μακροκοινωνικά” αίτια: αν αναχθούν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και στις συνεχείς και μακροχρόνιες αναδιαρθρώσεις τους, σε συσχετισμό με την εξέλιξη του κράτους και του πλέγματος εξουσίας» (Γ. Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους).
  • Η κρίση στην Ελλάδα, έδειξε με κυνικό όσο και βάναυσο τρόπο την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας. Απογυμνώνοντάς την από όλα τα επίχρυσα πούπουλα που κάλυπταν την επιπόλαιη όσο και ξέφρενη εποχή της ευημερίας, έδειξε με απόλυτη σαφήνεια, όλους τους ιδεολογισμούς της μεταμοντέρνας προσέγγισης. Τώρα μπορούμε να γνωρίζουμε τι είμαστε αλλά και τι μπορούμε να γίνουμε μέσα στην υστεροκαπιταλιστική περιδίνηση σε κλάσματα ιστορικού χρόνου; (Κ. Μελάς, Το ανυπόφορο βουητό του κενού).
  • Στην κατάσταση αυτή συνέτειναν βεβαίως ένας μεγαλόστομος, ιδεοληπτικός, αποπροσανατολιστικός και βουλησιαρχικός λόγος που υπερέβαινε κατά πολύ τα προβλήματα που δημιούργησε η επιβολή του μνημονίου, λόγω του ότι στηρίχτηκε σε δεοντολογικές αντιλήψεις χωρίς κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα και σε υπαρκτούς συσχετισμούς ισχύος. Στάθηκε, επομένως, αδύνατον να δημιουργηθούν ικανές κοινωνικές συνομαδώσεις και ισχυροί πολιτικοί συσχετισμοί για να στηρίξουν τη συστηματική ενασχόληση με τη δημιουργία των απαραίτητων σχεδιασμών, έτσι ώστε να υπάρξει διορθωτική παρέμβαση της εγγενούς λανθασμένης πορείας που επιβλήθηκε μέσω του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι μη συστηματικές κινήσεις και οι αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις που επιβλήθηκαν σε μια κοινωνία, η οποία τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια είχε ζήσει μια ευημερία με δανεικά έχοντας απωλέσει και το τελευταίο σημείο αναφοράς της αυτοκατανόησής της, την κατέστησαν έρμαιο των ακραίων θυμικών δονήσεων και του φόβου της απώλειας των υλικών κεκτημένων. Το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που είχε δημιουργήσει επί τριάντα συναπτά έτη η διαφημιστική πράξη, συναντήθηκε την περίοδο αυτή, με τα σύνδρομα που είχε συσσωρεύσει η μακροχρόνια συνδιαλλαγή με τον ρόλο του «αδικημένου», ο οποίος βιώνει τον αποκλεισμό του από ό,τι θεωρεί ότι δικαιούται να απολαμβάνει.
  • Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι πολίτες σε διάφορες χώρες της ΕΕ αντιδρούν καταψηφίζοντας τα παραδοσιακά κόμματα που υποστήριζαν διαχρονικά, αλλά η ψήφος τους κατευθύνεται σε κόμματα διαμαρτυρίας που όταν αναλαμβάνουν ή συμμετέχουν στην κυβέρνηση καταλήγουν να υπακούουν προς τις υποδείξεις ή να καλύπτουν τις οικονομικές απαιτήσεις των πολιτών τους με τροφή ακραίας πολιτικής και ιδεολογικής προέλευσης. Το μέλλον είναι άδηλο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Αν δεν διαβάσουμε την ελληνική πραγματικότητα με τον παραπάνω τρόπο, θα συνεχίσουμε να αναμασούμε τα «αστόχαστα» λόγια των πολιτικών και όλων εκείνων των αναλυτών που μας περιβάλουν και κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας, των οποίων η πρώτη και τελευταία πράξη είναι αυτή που θα τους εξασφαλίσει τις συνθήκες αναπαραγωγής τους.