Ο Τζωρτζ Ρομέρο για τα ζόμπι, την πολιτική και τη δική του δευτέρα παρουσίαΣυνέντευξη του George Romero στον Scott Foundas

George Romero (1940-2017)

Πόσο συχνά ένας σκηνοθέτης, που έχει πατήσει τα εξήντα προ πολλού, λαμβάνει τη χρηματοδότηση και τους πόρους που του αξίζουν για μια δουλειά που ονειρεύεται να πραγματοποιήσει; Όχι συχνά, αλλά ο Ρομέρο το έκανε, και μάλιστα εξαιρετικά. Η «Γη των ζωντανών νεκρών» (Land of the Dead) είναι γρήγορη, ανελέητα αστεία, εύθυμα αιματοβαμμένη και θέτει ασυνήθιστους προβληματισμούς για τους καιρούς που ζούμε – μια ταινία φρίκης προορισμένη να ταρακουνήσει τους θεατές από τη μακαριότητα που επιφέρουν τα τόσα πολλά «Δαχτυλίδια» και οι «Kατάρες». Mε την προώθηση της ταινίας να μιλάει για το «απόλυτο αριστούργημα με ζόμπι» του Ρομέρο, η «Γη των ζωντανών νεκρών» είναι μια σπάνια περίπτωση που η διαφήμιση λέει την αλήθεια, αν και ξεθωριάζει λίγο από το γεγονός ότι έρχεται εν μέσω τόσο πολλών διαδόχων στο θρόνο του Ρομέρο. «Ξέρεις –συλλογίζεται ο Ρομέρο– ρωτούν διάφοροι τον Στήβεν Κινγκ: “Πώς νιώθεις που αυτοί οι σκηνοθέτες καταστρέφουν τα βιβλία σου;”. Και ο Στηβ αποκρίνεται: “Δεν τα κατέστρεψαν. Εδώ είναι, πάνω σε αυτό το ράφι”». Την περασμένη βδομάδα, στη διάρκεια της στάσης του στο Λος Άντζελες, καθ’ οδόν για άλλη μια τιμητική διάκριση (αυτή τη φορά στο φεστιβάλ Cinevegas του Λας Βέγκας), μίλησα με τον σκηνοθέτη για το πρόσφατο κεφάλαιο στο συνεχιζόμενο έπος του με τα ζόμπι.

 

Σκοτ Φούντας: Η χρήση του αυθεντικού λογότυπου της Universal Pictures στην αρχή της ταινίας είναι ωραία λεπτομέρεια.

Τζωρτζ Ρομέρο: Είναι ένας τρόπος να πεις: «Παιδιά, αυτό εδώ θα είναι λίγο παλιομοδίτικο!».

Αυτή είναι η πρώτη ταινία της σειράς των ζωντανών νεκρών που γυρίζετε μετά από 20 χρόνια. Ήταν πρόκληση το να βρείτε έναν νέο τρόπο να προσεγγίσετε το υλικό;

Πάντα ήθελα να κάνω άλλη μία, αλλά μετά κι εγώ και ο συνεργάτης μου ήμασταν απασχολημένοι, κολλημένοι με δουλειές. Ύστερα απ’ όλα αυτά απέδρασα και έκανα μια ταινιούλα με το όνομα «Bruiser», την οποία δεν είδε κανείς. Στη συνέχεια άρχισα να δουλεύω αυτό το σενάριο στα μέσα του 2000 και τελικά είχα ετοιμάσει ένα προσχέδιο που το έστειλα λίγες μέρες πριν την 11η Σεπτεμβρίου – έπειτα από την οποία όλοι ήθελαν να κάνουν μαλακές, φιλικές ταινίες. Τότε πήρα το σενάριο σπίτι και κάποια στιγμή μετά την εισβολή το ξέθαψα και έκανα μια μικρή παραλλαγή.

Αν και η ταινία εκτυλίσσεται στο Πίτσμπουργκ, λόγοι που είχαν να κάνουν με τη χρηματοδότησή σας ανάγκασαν να κάνετε τα περισσότερα γυρίσματα στον Καναδά.

Ήθελα να κάνω τα γυρίσματα στο Πίτσμπουργκ. Αν ήμασταν πιο ξύπνιοι εδώ, δεν θα συνέχιζαν οι παραγωγές να γίνονται στον Καναδά. Aλλά εκεί δίνουν πολλά κίνητρα και φροντίζουν το προσωπικό τους. Οι κανονισμοί για τους οποίους όλοι παραπονιόμαστε όταν πηγαίνουμε εκεί είναι που κρατάνε αυτούς τους ανθρώπους στο επάγγελμα. Νομίζω ότι κάνουν υπέροχη δουλειά.

Συχνά, ιδιαίτερα σε μια ταινία όπως ο «Martin» (1977), η δουλειά σας αντιμετώπισε το τοπίο του Πίτσμπουργκ σαν μια πόλη του Νόρμαν Ρόκγουελ [1] που ποτέ δεν υπήρξε ή που υπήρξε κάποτε και μετά εξαφανίστηκε.

Κι έτσι είναι. Όταν έφτασα εκεί (πήγα για σπουδές και ζω εκεί από τότε), όλα τα εργοστάσια ήταν ακόμη ανοιχτά. Φυσικά, έπρεπε να έχεις αναμμένους τους προβολείς το μεσημέρι και να αλλάζεις το πουκάμισό σου τρεις φορές τη μέρα. Σήμερα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ζουν σε μικρές πόλεις σαν το Μπράντοκ που λένε: «Τα εργοστάσια θα ξανανοίξουν μια μέρα. Μην ανησυχείς για αυτό». Έχει να κάνει με τις χαμένες δυνατότητες. Ήταν μια ακμάζουσα κοινότητα μεταναστών. Ήταν κάτι σαν το βιομηχανικό αμερικανικό όνειρο, όμως αυτό που κανείς δεν αντιλήφθηκε τότε ήταν ότι εκείνο που κρατούσε την πόλη ακμαία ήταν οι Κάρνεγκι [2] και αυτοί οι άνθρωποι. Για ένα διάστημα το Πίτσμπουργκ έμοιαζε σαν να ήταν χτισμένο στις πλάτες των εργατών, αλλά δεν ήταν ποτέ έτσι στην πραγματικότητα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντα πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και η πόλη ήταν πάντα, στον πυρήνα της, πολύ πλούσια. Οπότε υπάρχει κάτι από αυτό σε αυτή την ταινία – απλώς τώρα συμβαίνει να είναι μια αντανάκλαση ολόκληρης της χώρας.

Αν και τα ζόμπι ήταν πάντοτε ανθρώπινα εξωτερικά, αυτή είναι η πρώτη ταινία που πραγματικά αισθανόμαστε ότι είναι ανθρώπινα και εσωτερικά.

Ακριβώς. Προσπάθησα να βγάλω αυτόν τον μεγάλο άσο αμέσως έξω γιατί πάντα είχα έναν Aφροαμερικανό πρωταγωνιστή στις άλλες τρεις, κάτι που ήταν εξεζητημένο. Οπότε αυτή τη φορά είπα: «Εντάξει, θα αλλάξω θέσεις με αυτόν τον τύπο». Έχω αυτή την ιδέα στο μυαλό μου –αν συνεχίσω, αν ζήσω να κάνω και άλλη ταινία–, ότι οι άνθρωποι γίνονται χειρότεροι και τα ζόμπι γίνονται λίγο πιο ανθρώπινα. Προσπάθησα όμως να ακολουθήσω μια πιο καθαρή γραμμή με αυτό. Ακόμη και στο «Dawn of the Dead», κάποιοι από τους διευθυντές που γίνονται ζόμπι δείχνουν σημάδια επίγνωσης, και στο τέλος της ταινίας υπάρχει ένα ζόμπι που σέρνει ένα όπλο χωρίς να ξέρει τι είναι, αρπάζει το όπλο του ήρωα και αποφασίζει: «Αυτό δείχνει τέλειο!». Και μετά υπάρχει ο Μπαμπ στη «Μέρα των ζωντανών νεκρών» (Day of the Dead), που είναι ένα πείραμα, αλλά βασικά μιμείται τον επιστήμονα. «Πάτα το κουμπί, Μπαμπ». Και πατάει το κουμπί. Οπότε τώρα υπάρχουν και άλλα ζόμπι που συμπεριφέρονται μιμητικά μέχρι ενός σημείου, αλλά έχουν τον Μπιγκ Ντάντυ να μιμηθούν τώρα. Eπομένως, δεν νομίζω ότι έχει συμβεί κανένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός σε αυτό το σημείο. Είναι απλώς η ιδέα ότι γίνονται πιο επικίνδυνα.

Με εξαίρεση τον Μάικλ Μουρ, μοιάζει ακόμη επικίνδυνο να κάνεις μια ταινία τόσο πολιτικοποιημένη τη στιγμή που το κλίμα στο Χόλλυγουντ είναι πρακτικά εχθρικό απέναντι στο ρίσκο. Συγκεκριμένα, σκέφτομαι αυτές τις σκηνές στις οποίες βλέπουμε ζόμπι κρατούμενους να μεταμορφώνονται από τους ανθρώπους δεσμώτες τους σε τέρατα προς επίδειξη, του τύπου Αμπού Γκράιμπ.

Δεν είμαι σίγουρος ότι αν προβάλλατε την ταινία στον Λευκό Οίκο θα το καταλάβαινε κανείς, με εξαίρεση τη σκηνή στο τέλος, που καίγονται τα χρήματα – εκεί μπορεί να ένιωθαν μια μικρή θλίψη.

Κάνατε μικρού μήκους ταινίες από πολύ νωρίς.

Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορώ να κάνω καριέρα σ’ αυτό. Πήγα στο Carnegie-Mellon να σπουδάσω ζωγραφική και σχέδιο. Ο πατέρας μου ήταν εμπορικός καλλιτέχνης και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν πολύ καλός. Έτυχε να έχουν θεατρική σχολή εκεί, οπότε αποφάσισα να μετεγγραφώ σε αυτή από απλή παρόρμηση. Όμως τότε έπρεπε να κάνω, ξέρετε, μαθήματα κίνησης και λόγου και όλες τις βλακείες. Όχι! Οπότε έφυγα. Εκείνη την εποχή οι πόλεις του μεγέθους του Πίτσμπουργκ είχαν εργαστήρια κινηματογράφου. Είχα έναν θείο που με υποστήριζε και μου εξασφάλισε ένα διαμέρισμα για ένα χρόνο. Οπότε πήγα, και για ένα χρόνο απλώς περνούσα την ώρα μου σε ένα εργαστήρι κινηματογράφου, την εποχή που οι ειδήσεις έβγαιναν σε ταινία – με μεροκαματιάρηδες τύπους με τσιγάρα που κρέμονταν πάνω από εύφλεκτα κουτιά κόλλας να κολλούν τις διάφορες λήψεις.

Μια από τις πιο ξεχωριστές πλευρές των ταινιών σας, ειδικά των πρώτων, είναι ο τρόπος που επιτυγχάνουν κίνηση μέσα από το κόψιμο των σκηνών εκείνων που είναι περισσότερο στατικές. Πώς αναπτύξατε αυτή την τεχνική;

Έχει κάτι από τη δουλειά του Μάικλ Πάουελ, τις πολεμικές ταινίες που έκανε, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό στημένες με αυτό τον τρόπο. Ήταν επίσης και ένας τρόπος για να κάνω τη δουλειά μου τον παλιό καιρό, όταν δεν είχα χρήματα για ράγες και εξαρτήματα τέτοιου είδους. Οπότε τραβούσα αρκετό υλικό, και τελικά απέκτησα περισσότερο στιλ στο μοντάζ παρά στο γύρισμα. Στην πραγματικότητα, μόνο με το «Το σκοτεινό εγώ» (Dark Half) άρχισα να νιώθω πιο σίγουρος, να γυρνάω μεγαλύτερης διάρκειας διαλογικές σκηνές και να κάνω πράγματα πιο αποτελεσματικά. Ξέρεις, αρχίζεις να μαθαίνεις κάποια κόλπα. Ο Τζων Φορντ, ύστερα από 150 ταινίες, προφανώς είχε μάθει ένα σωρό κόλπα. Εγώ ακόμα τα μαθαίνω.

Η «Γη των ζωντανών νεκρών» είναι η πρώτη ταινία σας που γυρίζεται στο σχήμα ευρείας οθόνης 2.35:1.

Μου άρεσε πάντα το πλαίσιο. Μεγάλωσα κιόλας με όλες αυτές τις ταινίες: «Μπεν Χουρ» και τέτοια. Ήταν πάντα είτε λίγο ακριβό είτε λίγο δύσκολο να το καταφέρει κανείς. Αλλά τώρα, με την ψηφιακή ενδιάμεση διαδικασία, γυρίσαμε σε φιλμ και μετά κάναμε το τελείωμα ψηφιακά. Αυτό σου επιτρέπει να αλλάζεις το πλαίσιο, να κάνεις ό,τι θέλεις. Είναι κάτι σαν σκοτεινός θάλαμος. Δεν χρειάζεται να χρονομετράς όλη τη λήψη – μπορείς να επέμβεις και να πειράξεις πράγματα. Ήταν ευχάριστο και είχαμε έναν εξαιρετικό διευθυντή παραγωγής που το ανέλαβε, και νομίζω ότι έκανε πολύ ωραία δουλειά.

Οι ταινίες τρόμου έκαναν τη μεγάλη επιστροφή τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τις πωλήσεις εισιτηρίων. Υπάρχει όμως ακόμη η τάση να τις υποτιμούν πολλοί από τους λεγόμενους σοβαρούς λάτρεις του κινηματογράφου.

Είναι κρίμα, αλλά πρέπει να πω ότι δεν υπάρχουν πολλοί που κάνουν δουλειές με την καρδιά τους. Ο Τζων Κάρπεντερ έκανε μερικά πράγματα που θεωρώ θαυμάσια. Λάτρεψα τις ταινίες «Ζουν ανάμεσά μας» (They Live) και «Η απειλή» (The Thing). Αλλά δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν κάτι σαν το «Εργαστήρι του δρος Καλιγκάρι» στις μέρες μας.

Ποια είναι η προσωπική σας οπτική για τα ζόμπι;

Τα έχω στο μυαλό μου σαν πρωτόγονη κοινωνία. Είναι η αναζήτηση της φωτιάς, των βασικών πραγμάτων. Πάντα λέω στους ηθοποιούς: «Φανταστείτε απλώς τους εαυτούς σας σαν νήπια που ανακαλύπτουν πράγματα για πρώτη φορά», όπως όταν ο Μπιγκ Ντάντυ κοιτάζει το αληθινό κτίριο και την αντανάκλασή του στο νερό. Αλλά τα ζόμπι είναι σχεδόν μια εξωτερική δύναμη. Είναι αυτή η απίστευτη βαθιά μεταμόρφωση στον κόσμο.

 

Υποσημειώσεις:

[1] Norman Rockwell (1894–1978): Αμερικανός ζωγράφος των αρχών του 20ού αιώνα. Τα έργα του, που συνεχίζουν να έχουν μεγάλη λαϊκή απήχηση ακόμη και σήμερα, θεωρούνται συνήθως πατριωτικά ή/και εμπορικά και παρουσιάζουν μια συναισθηματική και εξιδανικευμένη ματιά της καθημερινότητας. (Σ.τ.Μ)

[2] Ο Andrew Carnegie μετανάστευσε από τη Σκωτία στην Αμερική το 1848. Γόνος φτωχής οικογένειας, ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Πίτσμπουργκ και κατέληξε ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου. Η πορεία του παραλληλίστηκε με τη μεταμόρφωση της Αμερικής από αγροτικό κράτος στη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη του κόσμου. (Σ.τ.Μ.)