Η μειωμένη ισχύς των ευρωπαϊκών δυνάμεων αιτία της προσπάθειας δημιουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματοςΚώστας Μελάς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Υπάρχει μια εμπειρική, ιστορικής φύσεως, διαπίστωση αναφορικά με τη χρονική περίοδο της απόφασης για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επί της ουσίας προκαλεί έναν σημαντικότατο προβληματισμό. Είναι γνωστό, ότι ο «θεμέλιος λίθος» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ευρωπαϊκός χώρος υπήρξε η κεντρική σκηνή των πλέων αιματηρών συγκρούσεων που παρακολούθησε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο τελευταίος από μια ατέλειωτη σειρά πολεμικών συρράξεων στις οποίες είχαν εμπλακεί, από τη μεταμεσαιωνική εποχή και μετά, όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

H λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να διακηρύττουν σε όλους τους τόνους, όρκους πίστεως υπέρ της διαρκούς ειρήνης και να υιοθετούν ομόφωνα το σύνθημα ποτέ πια πόλεμος. Γεννιέται αμέσως το ερώτημα: τι συνέβη και μεταβλήθηκε άρδην η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών δυνάμεων; Πως οι χθεσινοί ιέρακες μεταμορφώθηκαν σε λευκές περιστερές; Αυτοί που ήθελαν να «βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου» ξαφνικά έγιναν φίλοι και σύμμαχοι. Μάλιστα οι ευρωπαϊκές χώρες δεν διακήρυξαν απλά τη θέλησή τους για συνεχή ειρήνη, αλλά προχώρησαν και σε πρακτικά βήματα, αποφασίζοντας να δημιουργήσουν χώρους άμεσης συνεργασίας μεταξύ τους με απώτερο σκοπό την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Το ερώτημα επομένως φαίνεται εύλογο διότι προέρχεται από μια εμπειρική διαπίστωση και συγχρόνως καίριο διότι συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την ουσία του προβλήματος [1]. Πολλές οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν. Θα επιχειρήσω να δώσω τη δική μου απάντηση και ελπίζω μέσα από όσα θα αναφέρω να διαφανούν οι «άλλες» απαντήσεις και παράλληλα οι λόγοι για τους οποίους τις αρνούμαι.

ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Η Ευρώπη μέχρι και το 1945 λειτούργησε Πολιτικά με την εχθρότητα μεταξύ των κυρίαρχων κρατών της για τον πολύ απλό λόγο ότι οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν και μεγάλες δυνάμεις. Τα συμφέροντά τους επεκτείνονταν πέρα από τα σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου και ως εκ τούτου οι κινήσεις τους, οι ενέργειές τους, οι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονταν είχαν επιπτώσεις και σε άλλες περιοχές της υφηλίου.

Στο πλαίσιο αυτό, από την Αναγέννηση και μετά, το σταθερό μοτίβο της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας ήταν οι διαδοχικές προσπάθειες των ηγετικών κρατών κάθε περιόδου να καταστρέψουν την ισορροπία ισχύος που διατηρούσε την ποικιλομορφία της ηπείρου, αποκτώντας την ηγεμονία σε αυτήν. Τρανταχτά παραδείγματα, οι Αψβούργοι αυτοκράτορες Κάρολος Ε΄ και Φρειδερίκος Β΄, οι Γάλλοι αυτοκράτορες Λουδοβίκος ΙΔ΄ και Ναπολέων Βοναπάρτης οι οποίοι προσπάθησαν να ηγεμονεύσουν από θέσεις στην κεντρική ενδοχώρα της Δυτικής Ευρώπης.

Οι βλέψεις αυτές δεν ευοδώθηκαν λόγο της αντίδρασης δυνάμεων στις παρυφές της ηπείρου: της οθωμανικής αυτοκρατορίας την εποχή των Αψβούργων, των ναυτικών δυνάμεων της Ολλανδίας και της Αγγλίας την εποχή του Φιλίππου Β΄ και του Λουδοβίκου ΙΔ΄, της Αγγλίας και της Ρωσίας την εποχή του Ναπολέοντα. Η ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη για μια σχεδόν εκατονταετία με βάση τις αποφάσεις της συγχορδίας των δυνάμεων που συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη.

Ουσιαστικά, όμως, επί διακόσια χρόνια περίπου, από το 1740 έως το 1940, η Ευρώπη ρυθμιζόταν ουσιαστικά, εντός και διαμέσου των διαδοχικών συγκρούσεων των ευρωπαϊκών κρατών, από την Πενταρχία των δυνάμεων που θα συγκεντρώνονταν στη Βιέννη το 1815: της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Πρωσίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Βάση αυτής της διεθνούς τάξης βρισκόταν η ειρήνη της Ουτρέχτης, που έβαλε τέλος στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, όταν μπήκε στο προσκήνιο ο διεθνής ρόλος της Αγγλίας ως «ήπιου, διακριτικού εγγυητή της ισορροπίας στην Ευρώπη». Από αυτή την περίοδο, εμφανίζεται η αντίληψη ότι η ηγεμονία και η ισορροπία δεν είναι αρχές τάξης που βρίσκονται σε σύγκρουση αποκλείοντας η μία την άλλη. Διότι η ισορροπία ήταν (είναι) εφικτή όταν την επέβλεπε (επιβλέπει) μια δύναμη που ήταν επιφυλακτική και σεβαστή, όχι μόνο επίφοβη, τηρώντας, ελέγχοντας και καθοδηγώντας τη δυναμική των μερών της [2].

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, όμως, η σκηνή της διεθνούς πολιτικής άρχισε να επεκτείνεται με μεγαλύτερη ένταση σε περιοχές εκτός Ευρώπης. Η παγκόσμια σκηνή άρχισε σιγά σιγά να μην αποτελεί το ευρωπαϊκό παρασκήνιο και η Βρετανία, μέσω της βιομηχανικής επανάστασης και της απόλυτης υπεροπλίας στις ναυτικές δυνάμεις, έλεγχε μια αχανή αυτοκρατορία κατακτώντας (αυξάνοντας) τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Από τότε που ο Κάνινγκ είχε απομακρύνει τη Μ. Βρετανία από το σύστημα του Μέτερνιχ, η βρετανική πολιτική της «ένδοξης απομόνωσης» της είχε δώσει τη δυνατότητα να παίζει το ρόλο του προστάτη της ισορροπίας, κυρίως επειδή καμιά άλλη χώρα δεν είχε τη δύναμη να κυριαρχήσει μόνη της στη ηπειρωτική Ευρώπη.

Μετά την ενοποίηση, υπό τον Μπίσμαρκ, η Γερμανία απέκτησε προοδευτικά αυτή τη δύναμη και ενδυναμώνει το ρόλο της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό ισχύος. Η περίοδος Μπίσμαρκ χαρακτηρίζεται από την υπηρέτηση του δόγματος «συνύπαρξη ισορροπίας και ηγεμονίας» τόσο γνωστού στους Άγγλους. Ήθελε ειρήνη για τη Γερμανία και προσπαθούσε να αποφύγει τις αναμετρήσεις με άλλα έθνη. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής του Μπίσμαρκ [3]. Η αποπομπή του Μπίσμαρκ μετά από 20 χρόνια μετέβαλλε άρδην την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας.

Οι διάδοχοί του εγκατέλειψαν την τακτική της μετριοπάθειας και άρχισαν να βασίζονται όλο και περισσότερο στη δύναμη, γεγονός που εκφράζει και μια από τις αγαπημένες διακηρύξεις τους – ότι η Γερμανία θα γινόταν το σφυρί και όχι το αμόνι της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Η πολιτική αυτή οδήγησε στην απομόνωση, στη διάλυση των ισορροπιών ισχύος και στη συνέχεια στον πόλεμο.

Λαμβάνοντας υπόψη το καταστροφικό παράδειγμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επακόλουθη αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία βασίζονταν στο δόγμα της συλλογικής ασφάλειας σύμφωνα με τις θεωρήσεις του Αμερικανού Προέδρου Ουίλσον, οι Βρετανοί πολιτικοί προσπάθησαν περίπου από το 1935 και μετά να αποτρέψουν την εκ νέου διαίρεση της Ευρώπης σε στρατόπεδα, αναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά την ηγεσία της Ευρώπης με πνεύμα συναίνεσης και συμφιλίωσης, προσπαθώντας κατά το πρότυπο του Σόλσμπερι να εντάξουν τη Γερμανία σε μια νέα Τετραρχία δυνάμεων –αφού η Ρωσία είχε αυτοεξαιρεθεί από την Ευρώπη– υπό τη βρετανική αιγίδα: της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενωμένων στην ευρωπαϊκή ήπειρο ενάντια στον μπολσεβικισμό και τον αμερικανικό παρεμβατισμό συγχρόνως. Το τέλος αυτής της προσπάθειας ήταν η συνδιάσκεψη του Μονάχου.

Το Μόναχο συμβολίζει μια παρεκτροπή: την τιμωρία για όσους υποκύπτουν σε εκβιασμούς. Το Μόναχο όμως δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και η ολοκλήρωση ενός τρόπου θεώρησης των πραγμάτων που άρχισε τη δεκαετία του 1920 και γινόταν όλο και πιο καταλυτικός με κάθε νέα παραχώρηση. Επί δύο δεκαετίες, η ισορροπία των δυνάμεων περνούσε από την απόρριψη στη γελοιοποίηση. Όταν έφθασε η στιγμή της πρόκλησης κατά της νέας παγκόσμιας τάξης, οι δημοκρατίες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να στραγγίξουν το ποτήρι των συμβιβασμών για να δείξουν στους λαούς τους ότι πράγματι δεν ήταν δυνατόν να κατευναστεί ο Χίτλερ. Και πράγματι ο Χίτλερ επιδόθηκε στην τρέλα μιας απεριόριστης επέκτασης προς τα ανατολικά, και προς τα δυτικά με τα γνωστά αποτελέσματα.

Ο κατακλυσμός που επακολούθησε οδήγησε στο κοινό τέλος της Γερμανίας ως μεγάλης δύναμης και της Βρετανίας ως ηγεμονικής δύναμης, στερώντας από την Ευρώπη την αυτονομία της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ Η «ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ»

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης σημασίας δυνάμεις. Η αδυναμία τους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε ηγεμονεύουσα δύναμη του δυτικού κόσμου, τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλα ασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ, να ενταχθούν στο άρμα τους και να διαφοροποιήσουν την έννοια της Realpolitik, την οποία με πάθος μέχρι τότε ακολουθούσαν, εξαφανίζοντας την έννοια της εχθρότητας τοποθετώντας στη θέση της την ανταγωνιστικότητα προβάλλοντας ως raison d’etat τη Συνεργασία και Οικονομική Αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών.

Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική και στράφηκαν στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού. Το παζάρι μεταξύ εταίρων προήχθη σε βασική «πολιτική» πρακτική. Το Πολιτικό αποπυκνώνεται και προβάλει παντοδύναμο το Οικονομικό. Η πολιτική αγορά γίνεται με αυτό τον τρόπο οικονομική αγορά. Ο Εχθρός μεταμορφώνεται σε οικονομικό ανταγωνιστή. Η ΕΕ λόγω της έλλειψης ισχύος αποποιείται τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης και την ανάγκη ποιούμενη φιλοτιμία, θεωρητικοποιεί την αδυναμία της προφασιζόμενη την εγγενή ειρηνικότητα της, την απόφασή της να μην εμπλακεί ποτέ πλέον σε πόλεμο, άλλωστε δεν αναγνωρίζει κανέναν ως Εχθρό, και την εμμονή της στον οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και τη συνεργασία συγχρόνως μεταξύ όλων των κρατών στο πεδίο του ελεύθερου εμπορίου και γενικά των αρχών της φιλελεύθερης οικονομίας.

Η ελεύθερη οικονομία της αγοράς στην ακραία φιλελεύθερη εκδοχή της αποτέλεσε εξ αρχής τον ιδρυτικό μύθο της ΕΕ. Στην παραδοχή αυτή το κράτος είναι απλά ο νυχτοφύλακας που επιβλέπει τη σωστή λειτουργία των νόμων στη βάση των οποίων εξασφαλίζεται η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς αφού προηγουμένως με πολιτικές πράξεις το ίδιο το κράτος την έχει δημιουργήσει. Συνεπώς το Πολιτικό καταδικάζεται να αποποιηθεί την ίδια την ύπαρξή του και να λειτουργεί ως υπήκοος και υπηρέτης ενός απρόσωπου, έξω από τη συνείδηση των ανθρώπων, μηχανισμού.

Οι άνθρωποι δεν δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους, αλλά μπορούν μόνο να την ανακαλύπτουν εκ των υστέρων, όπως ανακαλύπτουν οι επιστήμονες τους διάφορους πλανήτες στο ηλιακό μας σύστημα. Η ιστορία των ανθρώπων, οι αγώνες των ανθρώπων, το αίμα των ανθρώπων, χρειάζονται μόνο για να τηρούνται οι κανόνες εντός των οποίων θα λειτουργεί η ελεύθερη οικονομία της αγοράς.

Γίνεται κατανοητό τώρα γιατί η επαναφορά του πολιτικού ως καθοριστικού παράγοντα του οικονομικού πράττειν απαιτείται να επανέλθει στο προσκήνιο. Όμως και αυτό δεν αρκεί. Το οικονομικό δεν είναι παρά μια στιγμή μέσα στο κοινωνικό πράττειν των ανθρώπων. Δεν καθορίζει τα πάντα. Ούτε και όταν αφελώς αναφέρεται ότι σε «τελευταία ανάλυση το οικονομικό καθορίζει τα πάντα». Διότι η φράση «σε τελευταία ανάλυση» είναι άνευ νοήματος, δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Το Πολιτικό με όλες τις μορφές που έχει εμφανισθεί μέχρι σήμερα και που θα συνεχίσει να εμφανίζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι σε τούτον το πλανήτη (από τον ολοκληρωτισμό, την ελέω θεού μοναρχία μέχρι τη δημοκρατία) θα λαμβάνει τη μορφή της παρέμβασης και της κυριαρχίας βασισμένης στην ισχύ στην καθημερινή δράση των ανθρώπων. Το Πολιτικό σημαίνει παρεμβαίνω, καθοδηγώ, αποφασίζω. Η στιγμή της λήψης όποιας απόφασης σηματοδοτεί την περιχαράκωση ενός «χώρου» που έχει περιλάβει ορισμένους και έχει αφήσει έξω ορισμένους άλλους.

Όμως και αυτή η στενή αντίληψη που διακατέχει τους ιθύνοντες της ΕΕ, αποτελεί μια τεράστια φενάκη. Η αναφορά στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μορφές διεθνούς ρύθμισης, πάσης φύσεως, απορρέουν από την κυριαρχία της ηγεμονεύουσας μεγάλης δύναμης. Για τη Μ. Βρετανία του 19ου αιώνα και τις ΗΠΑ του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο διεθνής ρόλος τους δεν θεμελιωνόταν σε κάποια αμφισβητούμενη «διεθνή κυριαρχία», αλλά απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και κυριαρχίας.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η οικονομική ρύθμιση πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Τα πολυαρχικά σχήματα που συγκινούν τις μικρομεσαίες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, αγνοούν απλώς ή συνειδητά αποκρύπτουν ότι ένα πολυπολικό σύστημα, προκύπτει ακριβώς από την ύπαρξη πολλών περίπου ισοδύναμων στρατιωτικά και δημογραφικά πόλων σε ένα διεθνές περιβάλλον δυνάμει καταστροφικής ισορροπίας ισχύος. Ο θάνατος του ευρωκεντρισμού που σε διεθνές επίπεδο ουσιαστικά ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και τη στυγνή αποικιοκρατία αποδυνάμωσε παντελώς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις πρόσδεσε στο αμερικανικό αυτοκρατορικό – ιμπεριαλιστικό άρμα, αφήνοντάς τους τουλάχιστον μέχρι σήμερα , μόνο τη δυνατότητα της οικονομικής κερδοσκοπίας.

Η ΕΕ ως θεσμική οντότητα, με το σημερινό τρόπο αντίληψης που τη διαπερνά, έχει ασήμαντο ειδικό βάρος ως παίκτης στη διεθνή σκακιέρα της ισχύος. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης έχει αρχίσει να εμφανίζεται αχνά στις γερμανικές πολιτικές αρχηγεσίες και ειδικότερα στην καγκελάριο Μέρκελ. Λεκτικά έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι άλλοι είναι οι πολλαπλασιαστές ισχύος και για αυτό επιχειρεί να αναδιατάξει τη γερμανική εξωτερική πολιτική ενσωματώνοντας με αρκετή σαφήνεια λογικές ενδυνάμωσης της στρατιωτικής της ισχύος.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για το Πολιτικόν βλ.: Κ. Μελάς, «Τι πραγματικά συμβαίνει στην Ευρώπη;», Monthly Review, No 11.

[2] P. Anderson, Η λέξη από «Η». Η περιπέτεια της Ηγεμονίας, εκδ. Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017, σελ.66.

[3] Προφανώς η βιβλιογραφία για το θέμα αυτό είναι τεράστια. Το κλασικό έργο του H. Kissinger, Η Διπλωματία, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 1995, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για αυτά τα θέματα