Οι νεοσυντηρητικοί στις ΗΠΑΚώστας Κουρτίδης

Επιβεβαιώνοντας τις προοπτικές ότι μια νίκη της Κάμαλα Χάρις είναι πιθανή στην Αμερική, οι στενότεροι συνεργάτες των Ρεπουμπλικανών νεοσυντηρητικών έχουν ταχθεί στο πλευρό της. Έτσι, η Washington Post έγραψε: «Περισσότεροι από 200 συνεργάτες του Μπους, του Μακέιν και του Ρόμνεϊ υποστηρίζουν την Χάρις».

Αλλά και ο Τραμπ πρέπει επίσης να είναι επιφυλακτικός, με τους νεοσυντηρητικούς που προφανώς έμειναν μαζί του. Σημαντική, σε αυτό το σημείο, είναι η ανάρτηση στο X από τον πολιτικό αναλυτή Rogan O’Handley (γνωστός και ως DC Draino): «Μην ξεχνάτε ποτέ ποιος σκότωσε το κόκκινο κύμα το 2022 [δηλαδή, επιβράδυνε την ώθηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ], ο Λίντσεϊ Γκράχαμ. Ήθελε τα χρήματα να συνεχίσουν να ρέουν προς την Ουκρανία […]. Ήθελε να καταστραφούν τα ανερχόμενα αστέρια του κινήματος MAGA. Γι’ αυτό εισήγαγε μια ομοσπονδιακή απαγόρευση των αμβλώσεων […] πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές. Ήξερε ότι θα κινητοποιούσε τους νέους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους. Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο λάθος το 2024».

Το διακύβευμα είναι μεγάλο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Δεν είναι μόνο η μοίρα της μονοπολικότητας που διακυβεύεται, αλλά και η προβολή της στον κόσμο. Το America First του Τραμπ, που επαναλαμβάνει τον απομονωτισμό, έρχεται σε αντίθεση με το άλλο America First, που ενσαρκώνεται από την ανταγωνίστρια του- -επειδή η Χάρις δεν είναι μόνο ένα άδειο κέλυφος, κατά τους τραμπιστές- αυτό της ισχυρής μονοπολικότητας.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εάν ο Μπάιντεν υλοποίησε μια δυναμική προεδρία, που προσδιορίστηκε στο ντεμπούτο του με το σύνθημα «Η Αμερική επέστρεψε», είναι επίσης αλήθεια ότι ήταν μέρος ενός κατεστημένου που διατηρούσε μια ελλειμματική επαφή με την πραγματικότητα, όπως έδειξε κατά τον πόλεμο της Ουκρανίας και την κρίση της Ταϊβάν.

Η Χάρις, μπορεί να μην είναι ένα άδειο κέλυφος, αλλά είναι ένας παράγοντας μικρού βεληνεκούς που ευθυγραμμίζεται πλήρως με το κατεστημένο της μονοπολικότητας, που περιλαμβάνει τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία έχει επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο.

Είναι ενδεικτικό ότι, από την άλλη πλευρά, η Τούλσι Γκάμπαρντ η οποία εξέφραζε την πιο ειρηνική πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, υποστηρίζει πλέον τον Τραμπ.

Με τα δεδομένα αυτά, η ανακοίνωση του Ντικ Τσέινι, αντιπροέδρου του Τζορτζ Μπους, για στήριξη στη Κάμαλα Χάρις, δεν ήταν κεραυνός αν αιθρία.

Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο η Κάμαλα προτάθηκε για τον Λευκό Οίκο μοιράζεται επίσης την αίσθηση περί δημοκρατίας των νεοσυντηρητικών.

Ο Τσέινι ήταν ο πρωταγωνιστής του σχεδίου με το οποίο οι νεοσυντηρητικοί κατέλαβαν την εξουσία στην εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου, περιορίζοντας τον Μπους σε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Μια δυναμική που επαναλήφθηκε με τον αποκλεισμό του Μπάιντεν από την προεδρική κούρσα –παραμερίστηκε με υπόγειες διαδικασίες– και την παρασκηνιακή επιλογή της Χάρις.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ

Με αυτόν τον τρόπο οι νεοσυντηρητικοί επιστρέφουν στην αρχική τους μήτρα, έχοντας γεννηθεί στα αριστερά –στην αμερικανική προοδευτική αριστερά, εντελώς διαφορετική από την ευρωπαϊκή– και στη συνέχεια συγχωνεύονται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, στο οποίο έφεραν την ιδέα της επανάστασης στις διεθνείς υποθέσεις

Εφαρμοσμένη στην εξωτερική πολιτική, αυτή η επαναστατική ιδέα οδήγησε σε καταστροφές. Η επαναστατική ιδέα ταυτίζεται με την ιδεαλιστική υπόσταση αυτού του κινήματος, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι κάτι που πρέπει να διαμορφωθεί και να ξεπεραστεί για να δημιουργηθεί η νέα τάξη πραγμάτων, όπως φαίνεται από τη διδακτική φράση που αποδίδεται στον επικεφαλής σύμβουλο του Τζορτζ Μπους, Καρλ Ρόουβ. : “Τώρα είμαστε μια αυτοκρατορία και όταν ενεργούμε, δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα.” Καμία σχέση με τον ρεαλισμό και τον πραγματισμό των Ρεπουμπλικανών, που ενσάρκωνε ο Χένρι Κίσινγκερ. Η διαφορά είναι ότι ο πολιτικός ρεαλισμός του τελευταίου αναγνώριζε όρια στις ενέργειες της υπερδύναμης, σε όλα τα επίπεδα, και αποδέχονταν την τέχνη του συμβιβασμού. Οι νεοσυντηρητικοί δεν αναγνωρίζουν κανένα όριο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και αποστρέφονται την ίδια την ιδέα του συμβιβασμού.

Έτσι, εάν με την προοπτική της εξωτερικής πολιτικής μιας προεδρίας Χάρις πρόκειται να διαιωνιστούν –και να αυξηθούν, αφού λόγω της φθοράς της ίδιας, θα τη διαχειρίζονται εξ ολοκλήρου οι νεοσυντηρητικοί– οι ατελείωτοι πόλεμοι που συνοδεύουν τις «έγχρωμες επαναστάσεις», αναρωτιέται κάποιος που μπορεί να στέκεται ο Τραμπ .

Η στρατηγική του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» υλοποιεί τον αμερικανικό απομονωτισμό και αυτός ο απομονωτισμός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προοπτική ατελείωτων πολέμων. Ο ορίζοντας στον οποίο κινείται, είναι αυτός μιας παγκόσμιας συμφωνίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας Γιάλτας, η οποία θα χαράξει κόκκινες γραμμές όπως αυτές που εμπόδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο να εκραγεί σε θερμοπυρηνικό πόλεμο.

Εκείνη που κατέστησε σαφές ότι αυτή ακριβώς είναι η προοπτική προς την οποία κινείται ο Τραμπ, ήταν η πρώην υφυπουργός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Βικτόρια Νούλαντ, η οποία σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Ρώσο δημοσιογράφο Μιχαήλ Ζίγκαρ στις αρχές Σεπτεμβρίου, δήλωσε: «Σε καμία περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπογράψουν μια νέα συμφωνία «Γιάλτας» με τη Ρωσία και την Κίνα, μια συμφωνία για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων».

Αυτή η προοπτική έρχεται προφανώς σε σύγκρουση με το στόχο της Κίνας και της Ρωσίας που κινούνται προς την εδραίωση της πολυπολικότητας.

Από αυτή την εξέλιξη, βγαίνει και ένα άλλο συμπέρασμα: η ηγεσία της ΕΕ αντιτάσσεται με κάθε τρόπο στην ιδέα μιας νέας Γιάλτας. Εκτός από εκείνους που  αντιτάσσονται για ιδεολογικούς- νεοσυντηρητικούς ή φιλελεύθερους-λόγους πολλοί ευρωπαϊστές την απορρίπτουν, επειδή φαίνεται να επισκιάζει τη Γηραιά Ήπειρο, που δεν θα γίνει δεκτή ακόμα και ως παρατηρητής στο τραπέζι της νέας Γιάλτας. Δηλαδή, ήταν πεπεισμένοι, ότι αυτή η προοπτική θα οδηγήσει στην παρακμή της Ε.Ε.

Η αντίθετη προοπτική σε αυτή την εξέλιξη δεν είναι η ειρηνική, που φαντάζονται στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που έχουν την αυταπάτη ότι συμμετέχουν στο μονοπολικό συμπόσιο. Η επιβεβαίωση, με τον Μπάιντεν, του φιλελεύθερου παρεμβατισμού, έχει στην πραγματικότητα αποδυναμώσει τη Γηραιά Ήπειρο, παραδίδοντάς την σε έναν δαπανηρό, και εξαντλητικό πόλεμο χωρίς τέλος, με κίνδυνο ηπειρωτικής και παγκόσμιας διεύρυνσης.

Η μονοπολικότητα δεν γνωρίζει συμμάχους ή εταίρους, αλλά υπηρέτες που μπορούν να θυσιαστούν όταν χρειαστεί, όπως αποδείχθηκε από τον πόλεμο διά αντιπροσώπων της Ουκρανίας, ο οποίος αποτέφρωσε ένα έθνος και αποδεκάτισε τον πληθυσμό του. Επιπλέον, η ηγετική ελίτ της ΕΕ δεν φαίνεται να λαμβάνει δεόντως υπόψη το γεγονός ότι, αυτή η επιλογή περιλαμβάνει και τον παγκόσμιο πόλεμο στον ορίζοντά της, μια λεπτομέρεια που μιλάει πολύ για τις πολιτικές δυνατότητες της.