Αποπαγκοσμιοποίηση και επαναπαγκοσμιοποίησηΘάνος Σεραλίδης

Τα τελευταία χρόνια, οι έννοιες της συγκρουσιακής αποπαγκοσμιοποίησης και της επιλεκτικής επαναπαγκοσμιοποίησης, βρίσκονται στο προσκήνιο του προβληματισμού των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ.

Το 2013, η κυβέρνηση Ομπάμα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ολοκλήρωσης της αγοράς της Δύσης με επίκεντρο την Αμερική, τόσο στον Ειρηνικό (TPP) όσο και στον Ατλαντικό (TTIP) που εξαιρούσε την Κίνα και Ρωσία. Το σχέδιο με την ΕΕ ναυάγησε το 2016 λόγω της μη στήριξης της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ αυτό στον Ειρηνικό μπλοκαρίστηκε από την κυβέρνηση Τραμπ το 2017, επειδή θεωρήθηκε μειονεκτικό για την Αμερική. Αλλά ήταν σαφές ότι σε κάθε περίπτωση είχε ξεκινήσει μια τάση αποπαγκοσμιοποίησης που θα όριζε δύο αντίθετα γεωπολιτικά/γεωοικονομικά μπλοκ: το σινορωσικό και τη συμμαχία των χωρών της Δύσης. Το σχήμα απολυταρχίες vs δημοκρατίες, όπως ορίστηκαν από τον Τζο Μπάιντεν.

Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα, που διαμορφώνεται ως τάση και η συνεχής επικαιροποίηση της χρησιμεύει για την κατανόηση του αντίκτυπου στον κύκλο του κεφαλαίου στις δημοκρατίες. Αυτό έγινε εμφανές το 2022: οι ελλείψεις κρίσιμων υλικών (ορυκτή ενέργεια, τρόφιμα, λιπάσματα, μέταλλα κ.λπ.) που προκαλούν ελλείψεις εφοδιασμού στην ευρωζώνη λόγω του αποκλεισμού των εισαγωγών από τη Ρωσία, με κυρώσεις, σε συνδυασμό με δυσκολίες εφοδιασμού από την Κίνα. Τώρα οι παράγοντες της αγοράς αναρωτιούνται εάν θα είναι δυνατή η επιστροφή στην προηγούμενη παγκοσμιοποίηση.

Αυτή η προοπτική είναι μάλλον απίθανη: ακόμη και σε περίπτωση κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα παραμείνουν, όπως και η σύγκρουση με το Πεκίνο, η οποία κλιμακώθηκε το 2017 όταν η Αμερική κήρυξε την Κίνα ως αντίπαλο με διακομματική συνεννόηση, επιβάλλοντας δασμούς και δρομολογώντας συνθήκες ασφυξίας, όσον αφορά τις στρατηγικές τεχνολογίες.

Η διμερής συνάντηση ΗΠΑ-Κίνας στη G20 στο Μπαλί δεν αλλάζει αυτή την κατάσταση. Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η Κίνα, έχει οικονομικές δυσκολίες και χρειάζεται εξαγωγές, ενώ η Αμερική αναγκάζεται να εισάγει φθηνά αγαθά από την Κίνα για να περιορίσει τον πληθωρισμό. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν είναι πιθανή η πλήρης απελευθέρωση των εμπορικών ροών. Αλλά μια προοδευτική απεξάρτηση, αφορά τη μείωση της ευρω-αμερικανικής εξάρτησης από ορισμένα κρίσιμα υλικά που εξάγει η Κίνα: σπάνιες γαίες, βιομηχανικά εξαρτήματα, κ.λπ.

Στην πραγματικότητα βρίσκεται σε εξέλιξη μια φάση «επανεγκατάστασης», δηλαδή επαναφοράς στο χώρο των δημοκρατιών της Δύσης, μιας σειράς προϊόντων που προηγουμένως εισάγονταν από την Κίνα. Αλλά η «επανεγκατάσταση» συνεπάγεται υψηλότερο κόστος παραγωγής. Ως εκ τούτου, το μπλοκ των δημοκρατιών πρέπει να ενσωματώσει ένα «φιλικό στήριγμα» που περιλαμβάνει αναδυόμενες χώρες χαμηλού κόστους και ελεγχόμενες.

Αυτό οδηγεί στον προσεταιρισμό του Παγκόσμιου Νότου (περίπου 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι) που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο μπλοκ (3 δισεκατομμύρια συνολικά). Ο προσεταιρισμός θα φέρει ανταγωνισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις πόλεμο.

Η άλλη κίνηση είναι να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη και παγκόσμια αγορά δημοκρατιών, ξεκινώντας με μια εκτεταμένη G7, για να δοθεί σε καθεμία χώρα, μια ασφαλής περιοχή για εξαγωγές και προμήθειες, για να φτάσει αυτή η αγορά σε μια επαρκή κλίμακα για τη γεωπολιτική πίεση στο αντίπαλο μπλοκ.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο δράσεων θα μπορούσε να διατηρήσει τον κύκλο των διεθνών ροών χρημάτων, αγαθών, ανθρώπων και πληροφοριών. Αλλά η Αμερική είναι απρόθυμη λόγω της επικράτησης του προστατευτισμού στις περισσότερες χώρες. Επομένως, αυτή τη στιγμή η αποπαγκοσμιοποίηση συντελείται πιο γρήγορα από την επιλεκτική επαναπαγκοσμιοποίηση. Η επιτάχυνση της δεύτερης απαιτεί ευρωαμερικανική σύγκλιση.

Οι δυτικές δημοκρατίες και όχι μόνο, βρίσκονται τώρα σε μια διαδικασία αμυντικής επανεθνικοποίησης, αλλά σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να εδραιωθούν οικονομικά και όχι μόνο πολιτικά για να επιβιώσουν και να νικήσουν αυτό που έχουν ορίσει ως αντίπαλο μπλοκ, τα επονομαζόμενα αυταρχικά καθεστώτα.

Αν και όταν ολοκληρωθούν τα αντίπαλα μπλοκ, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρακτικό πρόβλημα της αποσύνδεσης μεταξύ τους.

ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

Πώς θα μπορούσε να τελειώσει η παγκοσμιοποίηση; Κάποιοι φαίνεται να οραματίζονται μια σχετικά ειρηνική «αποσύνδεση» των μέχρι πρόσφατα στενά συνδεδεμένων οικονομιών. Αλλά είναι πιθανό ότι η ρήξη των οικονομικών δεσμών είναι η συνέπεια και η αιτία μιας αυξανόμενης παγκόσμιας αντιπαράθεσης. Αν ναι, η παγκοσμιοποίηση είναι πιθανό να τελειώσει πιο καταστροφικά.

Η ανθρωπότητα έχει ξαναπεράσει από μια παρόμοια φάση. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση στις αρχές του 19ου αιώνα, είχαμε δύο περιόδους αυξανόμενης διασυνοριακής οικονομικής ολοκλήρωσης και μία αντίστροφη. Η πρώτη περίοδος παγκοσμιοποίησης προηγήθηκε του 1914. Η δεύτερη ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αλλά επιταχύνθηκε και διευρύνθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, καθώς όλο και περισσότερες οικονομίες ενσωματώθηκαν. Στο ενδιάμεσο διάστημα υπήρχε μια μακρά περίοδος αποπαγκοσμιοποίησης, που οριοθετήθηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους και βάθυνε από την ύφεση και τον προστατευτισμό που τη συνόδευε. Τέλος, από την οικονομική κρίση του 2007-09, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει εμβαθυνθεί ούτε έχει αντιστραφεί.

Ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι πώς και σε ποιο βαθμό η ειρήνη συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση. Σε γενικές γραμμές, το εμπόριο δεν εγγυάται απαραίτητα την ειρήνη. Η έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου σε μια περίοδο σχετικά υψηλού εμπορίου, το αποδεικνύει. Η αιτιότητα πηγαίνει μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση, από την ειρήνη στο εμπόριο. Σε μια εποχή συνεργασίας μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, το εμπόριο τείνει να αυξάνεται. Σε μια εποχή αμοιβαίας καχυποψίας, ιδιαίτερα ανοιχτής σύγκρουσης, το εμπόριο καταρρέει, όπως ισχύει τώρα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.

Μια πιθανή απάντηση είναι ότι αυτή τη φορά δεν μπορεί να συμβεί τίποτα σαν αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια της «μεγάλης αποπαγκοσμιοποίησης» του 20ού αιώνα, την περίοδο 1914-1945. Στη χειρότερη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να μοιάζει λίγο με τον Ψυχρό Πόλεμο. Ωστόσο, αυτή είναι μια μάλλον αισιόδοξη εκτίμηση. Είναι πολύ πιθανό οι συνέπειες μιας διακοπής των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων να είναι ακόμη χειρότερες στην εποχή μας από το παρελθόν.

Ένας προφανής λόγος είναι ότι σήμερα η ικανότητά της ανθρωπότητας για αμοιβαία εξόντωση είναι πολύ μεγαλύτερη κατά μια τάξη μεγέθους. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι ένας πυρηνικός πόλεμος μεγάλης κλίμακας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, δεδομένης της πιθανότητας ενός «πυρηνικού χειμώνα», θα μπορούσε να σκοτώσει περισσότερους από 5 δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Ένας άλλος λόγος που το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακόμη χειρότερο αυτή τη φορά, είναι ότι εξαρτόμαστε από ένα υψηλό επίπεδο συνεργασίας για να διατηρήσουμε έναν κατοικήσιμο πλανήτη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μαζί παράγουν περισσότερο από το 40% των παγκόσμιων εκπομπών CO₂. Το κλίμα είναι μια κατ’ εξοχήν πρόκληση συλλογικής δράσης. Μια ρήξη των σχέσεων συνεργασίας κινδυνεύει να τερματίσει κάθε πιθανότητα αποφυγής μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας κλιματικής αλλαγής.

Πρέπει, επομένως, να γίνει κατανοητό ότι οι σημερινές διευρυνόμενες παγκόσμιες διαιρέσεις, δύσκολα μπορούν να συγκρατηθούν, όπως ίσχυε, σε γενικές γραμμές, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σημαντική διαφορά συνιστά επίσης το γεγονός ότι η σοβιετική οικονομία δεν ενσωματώθηκε στην παγκόσμια οικονομία, ενώ η Κίνα και η Δύση είναι και οι δύο ταυτόχρονα, ανταγωνιστές και ενσωματωμένες μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν υπάρχει ανώδυνος τρόπος αποσύνδεσης αυτών των οικονομικών δεσμών. Η προσπάθεια φαίνεται βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σύγκρουση, επομένως αυτό που έχει σημασία θα είναι το μέγεθος αυτής της σύγκρουσης.

Οι συγκρούσεις ισχύος είναι αυτές που απειλούν περισσότερο την παγκοσμιοποίηση. Επιδιώκοντας να αυξήσουν τη δική τους ασφάλεια, οι μεγάλες δυνάμεις κάνουν τους αντιπάλους τους πιο ανασφαλείς, δημιουργώντας ένα φαύλο σπιράλ δυσπιστίας. Είμαστε ήδη μέσα σε αυτό το σπιράλ, στα πλαίσια του οποίου διαμορφώνονται τα αντίπαλα μπλοκ. Αυτή η πραγματικότητα θα καθορίσει την τύχη της παγκόσμιας οικονομίας.