Τα τελευταία χρόνια, λέγεται συχνά ότι η ψυχανάλυση έχει πεθάνει. Η πρόοδος στις επιστήμες του εγκεφάλου την έχουν πια τοποθετήσει εκεί όπου ανήκει, μαζί με τους εξομολόγους της θρησκείας και τους ονειροκρίτες, στο χρονοντούλαπο των προεπιστημονικών σκοταδιστικών αναζητήσεων του κρυμμένου νοήματος. Όπως το έθεσε ο Τοντ Ντυφρέν (Todd Dufresne), κανένας στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης δεν έκανε μεγαλύτερο λάθος πάνω σε όλες τις θεμελιώδεις αρχές – με εξαίρεση τον Μαρξ, θα πρόσθεταν μερικοί. Τη «Μαύρη Βίβλο του κομμουνισμού» ακολούθησε η «Μαύρη Βίβλος της ψυχανάλυσης», η οποία απαρίθμησε όλα τα θεωρητικά λάθη και τις περιπτώσεις κλινικής απάτης που διαπράχθηκαν από τον Φρόυντ και τους οπαδούς του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον, μπορεί καθένας να δει τη βαθιά αλληλεγγύη μαρξισμού και ψυχανάλυσης.
Έναν αιώνα πριν, ο Φρόυντ ενέταξε την ψυχανάλυση σε αυτό που περιέγραψε ως οι «τρεις ναρκισσιστικές ασθένειες». Καταρχάς, ο Κοπέρνικος απέδειξε ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, στερώντας έτσι τους ανθρώπους από την κεντρική τους θέση στο σύμπαν. Κατόπιν, ο Δαρβίνος απέδειξε ότι είμαστε το προϊόν της εξέλιξης, στερώντας μας έτσι την προνομιούχο θέση μας μεταξύ των έμβιων όντων. Τέλος, καθιστώντας σαφή τον κυρίαρχο ρόλο του ασυνειδήτου στις ψυχικές διαδικασίες, ο Φρόυντ έδειξε ότι το Εγώ δεν είναι κυρίαρχο ούτε καν στο σπίτι του. Σήμερα, σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις φαίνεται να προκαλούν περαιτέρω ταπείνωση: Το μυαλό δεν είναι παρά μια μηχανή για την επεξεργασία δεδομένων, η αίσθηση ελευθερίας και αυτονομίας μας δεν είναι παρά η «παραίσθηση ενός χρήστη». Συγκριτικά, τα συμπεράσματα της ψυχανάλυσης φαίνονται μάλλον συντηρητικά.
Είναι η ψυχανάλυση ξεπερασμένη; Έτσι φαίνεται πάντως. Είναι ξεπερασμένη επιστημονικά, δεδομένου ότι το γνωστικιστικό/νευροβιολογικό πρότυπο για το ανθρώπινο μυαλό έχει εκτοπίσει το φροϋδικό. Είναι ξεπερασμένη στην ψυχιατρική κλινική, όπου η ψυχαναλυτική θεραπεία χάνει έδαφος από τη φαρμακευτική και συμπεριφορική θεραπεία και είναι ξεπερασμένη στην κοινωνία ευρύτερα, όπου η έννοια των κοινωνικών κανόνων που καταστέλλουν τις σεξουαλικές ορμές του ατόμου δεν αντέχει στον σημερινό ηδονισμό. Ωστόσο δεν πρέπει να είμαστε τόσο βιαστικοί. Ίσως πρέπει αντ’ αυτού να επιμείνουμε ότι η εποχή της ψυχανάλυσης μόλις έφθασε.
Ένα από τα μόνιμα θέματα της σημερινής συντηρητικής πολιτιστικής κριτικής είναι ότι, στην ανεκτική εποχή μας, τα παιδιά στερούνται αυστηρών ορίων και απαγορεύσεων. Έτσι αποθαρρύνονται και οδηγούνται από τη μια υπερβολή στην άλλη. Μόνο ένα σταθερό όριο που έχει τεθεί από μια συμβολική Αρχή μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα και την ικανοποίηση – την ικανοποίηση που προξενεί η παραβίαση της απαγόρευσης. Προκειμένου να γίνει σαφής ο τρόπος που η άρνηση λειτουργεί για το ασυνείδητο, ο Φρόυντ ανέφερε το σχόλιο ενός ασθενούς του μετά την εξιστόρηση του ονείρου του για μια άγνωστη γυναίκα: «Όποια και αν είναι αυτή η γυναίκα στο όνειρό μου, ξέρω ότι δεν είναι η μητέρα μου». Μια σαφής απόδειξη, για τον Φρόυντ, ότι η γυναίκα ήταν η μητέρα του. Ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για να χαρακτηριστεί ο τυπικός ασθενής σήμερα από το να φανταστεί κανείς την αντίδρασή του στο ίδιο όνειρο: «Όποια και αν είναι αυτή η γυναίκα στο όνειρό μου, είμαι βέβαιος ότι έχει κάποια σχέση με τη μητέρα μου!».
Παραδοσιακά, αναμένεται από την ψυχανάλυση να αναγκάσει τον ασθενή να υπερνικήσει τα εμπόδια που δεν του επιτρέπουν να έχει κανονική σεξουαλική ικανοποίηση: Εάν δεν είστε ικανοί να τη βρείτε, επισκεφτείτε έναν αναλυτή και θα σας βοηθήσει να χάσετε τις αναστολές σας. Τώρα που βομβαρδιζόμαστε πανταχόθεν από την εντολή «απολαύστε», πρέπει ίσως να δούμε την ψυχανάλυση διαφορετικά, ως τον μόνο Λόγο που επιτρέπει να μην απολαμβάνουμε. Όχι που «δεν επιτρέπει να απολαμβάνουμε», αλλά που ανακουφίζει από την πίεση του απολαμβάνειν.
Πουθενά δεν είναι σαφέστερη αυτή η παράδοξη αλλαγή στο ρόλο της ψυχαναλυτικής ερμηνείας απ’ ό,τι στην περίπτωση των ονείρων. Η συμβατική κατανόηση της θεωρίας των ονείρων του Φρόυντ θέλει το όνειρο να αποτελεί τη μεταμφιεσμένη εκπλήρωση της απωθημένης ασυνείδητης επιθυμίας, η οποία είναι καταρχήν σεξουαλικής φύσης. Στην αρχή της Ερμηνείας των ονείρων, ο Φρόυντ παρέχει μια λεπτομερή ερμηνεία του ονείρου του για την ένεση της Ίρμας. Η ερμηνεία παραδόξως θυμίζει ένα παλιό σοβιετικό αστείο: Κέρδισε ο Ραμπίνοβιτς καινούριο αυτοκίνητο στην κρατική λοταρία; Σε γενικές γραμμές, ναι. Μόνο που δεν ήταν αυτοκίνητο αλλά ποδήλατο, δεν ήταν καινούριο αλλά παλιό, και δεν το κέρδισε, το έκλεψε! Είναι το όνειρο η εκδήλωση της ασυνείδητης σεξουαλικής επιθυμίας του ανθρώπου που ονειρεύεται; Σε γενικές γραμμές, ναι. Όμως στο όνειρο ο Φρόυντ επέλεξε να περιγράψει τη θεωρία του για τα όνειρα, η επιθυμία του δεν είναι ούτε σεξουαλική ούτε ασυνείδητη, και επιπλέον δεν είναι δική του.
Το όνειρο αρχίζει με μια συνομιλία μεταξύ του Φρόυντ και της Ίρμας, της ασθενούς του, για την αποτυχία της θεραπείας της λόγω μόλυνσης που προκλήθηκε από μια ένεση. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, ο Φρόυντ την πλησιάζει και κοιτάζει βαθιά μέσα στο στόμα της. Έρχεται αντιμέτωπος με τη δυσάρεστη θέα των εσχάρων και των στριφτών ρινικών οστών. Σε αυτό το σημείο, η φρίκη μετατρέπεται ξαφνικά σε κωμωδία. Τρεις γιατροί, φίλοι του Φρόυντ, μεταξύ τους ένας ονόματι Όττο, εμφανίζονται και αρχίζουν να απαριθμούν, σε μια γελοία ψευδοεπαγγελματική διάλεκτο, τις πιθανές (και αλληλοαποκλειόμενες) αιτίες της μόλυνσης της Ίρμας. Εάν κάποιος φταίει, αποκαλύπτεται στο όνειρο, είναι ο Όττο, επειδή έκανε στην Ίρμα την ένεση: «Οι ενέσεις δεν πρέπει να γίνονται τόσο απερίσκεπτα», συμπεραίνουν οι γιατροί, «και πιθανώς η σύριγγα δεν ήταν καθαρή». Έτσι, η «λανθάνουσα σκέψη» που αρθρώνεται στο όνειρο δεν είναι ούτε σεξουαλική ούτε ασυνείδητη, αλλά η συνειδητή επιθυμία του Φρόυντ να απαλλαγεί πλήρως από την ευθύνη για την αποτυχημένη θεραπεία της Ίρμας. Πώς αυτό συμβαδίζει με τη θέση ότι τα όνειρα φανερώνουν ασυνείδητες σεξουαλικές επιθυμίες;
Εδώ χρειάζεται μια κρίσιμη επεξεργασία. Η ασυνείδητη επιθυμία που ζωντανεύει το όνειρο δεν είναι μόνο η λανθάνουσα σκέψη του ονείρου που έχει μεταφραστεί στο ρητό περιεχόμενό του, αλλά μια άλλη ασυνείδητη επιθυμία, η οποία εγγράφεται στο όνειρο μέσω της Traumarbeit (εργασίας του ονείρου), της διαδικασίας μέσω της οποίας η λανθάνουσα σκέψη μεταμφιέζεται στη συγκεκριμένη μορφή του ονείρου. Εδώ βρίσκεται το παράδοξο της εργασίας του ονείρου: Θέλουμε να ξεφορτωθούμε μια πιεστική, ενοχλητική σκέψη την οποία εμείς γνωρίζουμε πλήρως, έτσι τη διαστρεβλώνουμε, μετασχηματίζοντάς τη στο ιερογλυφικό του ονείρου. Εντούτοις, είναι μέσω αυτής της διαστρέβλωσης που μια άλλη, πιο θεμελιώδης επιθυμία κωδικοποιείται στο όνειρο, αυτή η επιθυμία είναι ασυνείδητη και σεξουαλική.
Ποια είναι η απώτατη έννοια του ονείρου του Φρόυντ; Στην ανάλυσή του ο Φρόυντ εστιάζει στην ιδέα του ονείρου, στην «επιφανειακή» επιθυμία του να είναι αθώος για τη θεραπεία της Ίρμας. Εντούτοις, στις λεπτομέρειες της ερμηνείας του υπάρχουν υπαινιγμοί βαθύτερων κινήτρων. Η συνάντηση με την Ίρμα στο όνειρο θυμίζει στον Φρόυντ διάφορες άλλες γυναίκες. Η στοματική εξέταση θυμίζει μιαν άλλη ασθενή, μια παιδαγωγό, η οποία του έδινε την αίσθηση «νεανικής ομορφιάς» έως ότου εξέτασε το στόμα της. Η Ίρμα δίπλα στο παράθυρο ανακαλεί στη μνήμη του τη συνεδρία με μια κοντινή φίλη της, την οποία ο Φρόυντ «εκτιμούσε πολύ». Όταν τώρα τη σκέφτεται, θεωρεί ότι έχει «κάθε λόγο να υποθέτει ότι αυτή η άλλη κυρία επίσης ήταν υστερική». Οι εσχάρες και τα ρινικά οστά ανακαλούν τη χρήση κοκαΐνης που έκανε ο ίδιος για να μειώσει το ρινικό οίδημα, καθώς και μια ασθενή που, ακολουθώντας το παράδειγμά του, είχε αναπτύξει «εκτενή νέκρωση του ρινικού βλεννογόνου». Οι διαβουλεύσεις του με έναν από τους γιατρούς φέρνουν κατά νου τη θεραπεία που έκανε ο Φρόυντ σε μια ασθενή, η οποία προκάλεσε «σοβαρή τοξική κατάσταση» και στην οποία η ασθενής κατόπιν «υπέκυψε». Η γυναίκα είχε το ίδιο όνομα με τη μεγαλύτερη κόρη του, Ματίλντε. Η ασυνείδητη επιθυμία του ονείρου είναι η επιθυμία του Φρόυντ να είναι ο «αρχέγονος πατέρας», ο οποίος κατέχει όλες τις γυναίκες που η Ίρμα ενσαρκώνει στο όνειρο.
Εντούτοις, το όνειρο παρουσιάζει ένα περαιτέρω αίνιγμα: Ποιανού την επιθυμία φανερώνει; Σχόλια προσφάτως αποδεικνύουν σαφώς ότι το αληθινό κίνητρο πίσω από το όνειρο ήταν η επιθυμία του Φρόυντ να απαλλάξει τον Φλης, τον στενό του φίλο και συνεργάτη, από την ευθύνη και την ενοχή. Ήταν ο Φλης που εγχείρησε επιπόλαια τη μύτη της Ίρμας, και η επιθυμία του ονείρου δεν είναι να απαλλαγεί ο Φρόυντ ο ίδιος, αλλά ο φίλος του, ο οποίος ήταν, σε αυτή την περίπτωση, το αντικείμενο της μεταφοράς του. Το όνειρο δραματοποιεί την επιθυμία του Φρόυντ να δείξει ότι ο Φλης δεν ήταν υπεύθυνος για την ιατρική αποτυχία, ότι δεν στερούνταν γνώσης. Το όνειρο φανερώνει την επιθυμία του Φρόυντ – αλλά μόνο στο μέτρο που η επιθυμία του είναι ήδη η επιθυμία του Άλλου.
Γιατί ονειρευόμαστε; Η απάντηση του Φρόυντ είναι απατηλά απλή: Η απώτερη λειτουργία του ονείρου είναι να επιτρέψει σε αυτόν που ονειρεύεται να παραμείνει κοιμισμένος. Αυτό, σύμφωνα με τη συνήθη ερμηνεία, γεννά τα είδη ονείρου που έχουμε όταν κάποια εξωτερική διαταραχή –θόρυβος, παραδείγματος χάριν– απειλεί να μας ξυπνήσει. Σε μια τέτοια περίπτωση, όποιος κοιμάται αρχίζει αμέσως να φαντάζεται μια κατάσταση που να ενσωματώνει το εξωτερικό ερέθισμα, και με αυτόν τον τρόπο είναι σε θέση να συνεχίσει να κοιμάται για κάποιο διάστημα ακόμα. Όταν το εξωτερικό ερέθισμα γίνει πάρα πολύ ισχυρό, τελικά ξυπνά. Είναι τα πράγματα αλήθεια τόσο απλά; Σε ένα άλλο διάσημο παράδειγμα από την Ερμηνεία των ονείρων, ένας εξαντλημένος πατέρας, του οποίου ο νεαρός γιος μόλις είχε πεθάνει, αποκοιμιέται και ονειρεύεται ότι το παιδί του στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του μέσα σε φλόγες, ψιθυρίζοντας την τρομακτική κατηγορία: «Πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι;». Σύντομα, ο πατέρας ξυπνά για να ανακαλύψει ότι ένα πεσμένο κερί έχει βάλει φωτιά στο σάβανο του νεκρού γιου του. Είχε μυρίσει τον καπνό ενώ κοιμόταν, και είχε ενσωματώσει την εικόνα του φλεγόμενου γιου του στο όνειρό του για να παρατείνει τον ύπνο του. Ο πατέρας ξύπνησε επειδή το εξωτερικό ερέθισμα έγινε πάρα πολύ ισχυρό για να εμπεριέχεται στο όνειρο-σενάριο; Ή συνέβη το αντίστροφο, δηλαδή ο πατέρας κατασκεύασε το όνειρο προκειμένου να παρατείνει τον ύπνο του, αλλά ό,τι αντιμετώπισε στο όνειρο ήταν πιο αφόρητο από την εξωτερική πραγματικότητα και έτσι ξύπνησε, ώστε να διαφύγει στην πραγματικότητα;
Και στα δύο όνειρα, υπάρχει μια τραυματική εμπειρία (η θέα του λάρυγγα της Ίρμας, το όραμα του φλεγόμενου γιου). Όμως στο δεύτερο όνειρο ο ονειρευόμενος ξυπνά στο σημείο αυτό, ενώ στο πρώτο η φρίκη δίνει τόπο στην άφιξη των γιατρών. Ο παραλληλισμός μάς προσφέρει το κλειδί για την κατανόηση της θεωρίας των ονείρων του Φρόυντ. Ακριβώς όπως το ξύπνημα του πατέρα από το δεύτερο όνειρο έχει την ίδια λειτουργία με την ξαφνική αλλαγή του τόνου στο πρώτο, έτσι η καθημερινή πραγματικότητα μας επιτρέπει να αποφύγουμε την έκθεση στο αληθινό τραύμα.
Ο Αντόρνο είπε ότι το ναζιστικό ρητό «Deutschland, erwache!» (Γερμανία, ξύπνα!) στην πραγματικότητα σημαίνει το ακριβώς αντίθετο: Εάν αποκριθήκατε σε αυτήν την προσταγή, μπορείτε να συνεχίσετε να κοιμάστε και να ονειρεύεστε (για να αποφύγετε, δηλαδή, τη δέσμευση στην πραγματικότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού). Στην πρώτη στροφή του ποιήματος του Πρίμο Λέβι «Reveille», επιζών των στρατοπέδων συγκέντρωσης ανακαλεί ότι είναι στο στρατόπεδο, κοιμάται και ονειρεύεται έντονα ότι επιστρέφει σπίτι, ότι τρώει, αφηγούμενος στους συγγενείς του την ιστορία του, όταν, ξαφνικά, ξυπνά από την εντολή του Πολωνού φύλακα «Wstawac!» (σήκω!). Στη δεύτερη στροφή, είναι στο σπίτι μετά τον πόλεμο, χορτάτος, αφηγούμενος την ιστορία του στην οικογένειά του, όταν, ξαφνικά, φαντάζεται ότι ακούει πάλι την κραυγή «Wstawac!». Η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας από την πρώτη στροφή στη δεύτερη είναι κρίσιμη. Το περιεχόμενό τους είναι τυπικά το ίδιο, η ευχάριστη σκηνή στο σπίτι διακόπτεται από την εντολή «σήκω!» – αλλά στην πρώτη το όνειρο διακόπτεται απάνθρωπα από την εντολή ανέγερσης, ενώ στη δεύτερη η πραγματικότητα διακόπτεται από τη φανταστική εντολή. Μπορούμε να φανταστούμε πως το δεύτερο παράδειγμα από την Ερμηνεία των ονείρων ανήκει στον επιζώντα του Ολοκαυτώματος που, ανίκανος να σώσει τον γιο του από το κρεματόριο, στοιχειώνεται κατόπιν από την κατηγορία του: «Vater, siehst du nicht dass ich verbrenne?» (πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι;).
Στην «κοινωνία του θεάματος» όπου ζούμε, στην οποία ό,τι δοκιμάζουμε ως καθημερινή πραγματικότητα λαμβάνει όλο και περισσότερο τη μορφή του ψέματος που γίνεται πραγματικότητα, οι ιδέες του Φρόυντ δείχνουν την αληθινή αξία τους. Σκεφτείτε τα διαδραστικά παιχνίδια υπολογιστών που μερικοί από μας παίζουν ψυχαναγκαστικά, παιχνίδια που επιτρέπουν σε ένα νευρωτικό ανθρωπάκι να υιοθετήσει στην οθόνη την περσόνα ενός μάτσο τσαμπουκά, που κτυπά άλλους άνδρες και που απολαμβάνει τις γυναίκες βίαια. Είναι πάρα πολύ εύκολο να υποθέσουμε ότι αυτό το ανθρωπάκι βρίσκει καταφύγιο στον κυβερνοχώρο, προκειμένου να δραπετεύσει από μια θαμπή, ανίσχυρη πραγματικότητα. Αλλά ίσως τα παιχνίδια να λένε κάτι περισσότερο. Μήπως, παίζοντας, δίνω έκφραση στον διεστραμμένο πυρήνα της προσωπικότητάς μου, που λόγω των ηθικοκοινωνικών περιορισμών δεν είμαι ικανός να εξωτερικεύσω στην πραγματικότητα; Δεν είναι η εικονική μου περσόνα με κάποιο τρόπο «πραγματικότερη από την πραγματικότητα»; Δεν ισχύει, ακριβώς επειδή γνωρίζω ότι πρόκειται «μόνο για ένα παιχνίδι», πως σε αυτό μπορώ να κάνω ό,τι ποτέ δεν θα ήμουν σε θέση να κάνω στον πραγματικό κόσμο; Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, όπως το θέτει ο Λακάν, η αλήθεια έχει τη δομή της μυθοπλασίας: Αυτό που εμφανίζεται με το πρόσχημα του ονείρου, ή ακόμα και της ονειροπόλησης, είναι μερικές φορές η αλήθεια για το σε τίνος την καταπίεση βασίζεται η κοινωνική πραγματικότητα. Εκεί έγκειται το απώτερο δίδαγμα της Ερμηνείας των ονείρων: Η πραγματικότητα είναι για εκείνους που δεν μπορούν να υποφέρουν το όνειρο.