Γιατί τα βαμπίρ εξακολουθούν να συναρπάζουνJoan Acocella

Το καλοκαίρι του 1816, ο λόρδος Βύρων δραπετεύοντας από τις δυσκολίες του γάμου, τρύπωσε σε μια βίλα της Γενεύης. Μαζί του έμενε ο προσωπικός του γιατρός Τζων Πολιντόρι και σε ένα κοντινό σπίτι ο φίλος του Πέρσυ Μπυς Σέλλεϊ, η ερωμένη του Μαίρη Γκόντγουιν και η εξ αγχιστείας αδελφή της Μαίρης, Κλαιρ Κλαίρμοντ, η οποία προσπαθούσε να κεντρίσει την προσοχή του λόρδου (είχε έναν σοβαρό λόγο για αυτό: είχε μείνει έγκυος μαζί του). Ο καιρός εκείνο το καλοκαίρι ήταν ψυχρός και βροχερός. Η παρέα περνούσε πολλές ώρες συζητώντας στο σαλόνι του λόρδου Βύρωνα. Ένα βράδυ διάβαζαν ιστορίες φαντασμάτων οι οποίες ήταν πολύ δημοφιλείς εκείνη την εποχή και ο Βύρων πρότεινε να γράψουν όλοι τις δικές τους ιστορίες φαντασμάτων. Ο Σέλλεϊ και η Κλαίρμοντ δεν έγραψαν τίποτα. Ο Βύρων άρχισε να γράφει μια ιστορία και σύντομα την εγκατέλειψε. Αλλά τα υπόλοιπα μέλη αυτής της καλοκαιρινής παρέας πήγαν στα γραφεία τους και δημιούργησαν τις δύο μακροβιότερες φιγούρες της σύγχρονης λογοτεχνίας του τρόμου. Η Μαίρη Γκόντγουιν, τότε ηλικίας 18 ετών, ξεκίνησε να γράφει τη νουβέλα της Φρανκενστάιν (1818) και ο Τζων Πολιντόρι ακολουθώντας προφανώς ένα σκαρίφημα που ο Βύρων είχε γράψει στο δικό του κομμάτι της ιστορίας για τα φαντάσματα την οποία εγκατέλειψε, έγραψε το έργο Το βαμπίρ: ένας θρύλος (1819).

Στην αφήγηση του Πολιντόρι, ο νεκροζώντανος κακός είναι ένας υπερήφανος, ευγενής αριστοκράτης, μοιραίος για τις γυναίκες (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Πολιντόρι βάσισε το χαρακτήρα στον Βύρωνα). Ενδιαφέρεται μόνο για παρθένες, δαγκώνει τους λαιμούς τους, αυτές πεθαίνουν και εκείνος… ζει! Ο σύγχρονος βρικόλακας είχε γεννηθεί…