Μαθαίνοντας να αγαπάμε τη Λένι Ρίφενσταλ (1902–2003)Slavoj Žižek

Η ζωή και το έργο της Λένι Ρίφενσταλ, η οποία πέθανε σε ηλικία 101 ετών, μοιάζουν σαν μια τέλεια απεικόνιση της αντίστροφης εξέλιξης στην πορεία προς ένα σκοτεινό επίλογο. Η αρχή έγινε με τις πρώιμες «ταινίες του βουνού» της δεκαετίας του ’20, που εξυμνούσαν τον ηρωισμό και τη σωματική προσπάθεια στις ακραίες συνθήκες της ορειβασίας. Στις ταινίες αυτές έπαιξε και κατόπιν ανέλαβε και τη σκηνοθεσία τους. Ακολούθησαν τα διαβόητα ντοκιμαντέρ του ’30 για τους ναζί, τα οποία υμνούσαν τη σωματική πειθαρχία, τη συγκέντρωση και τη δύναμη της θέλησης τόσο στον αθλητισμό όσο και στην πολιτική. Κατόπιν, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα φωτογραφικά της λευκώματα, η Λένι Ρίφενσταλ ανακάλυψε ξανά το προσωπικό της ιδεώδες της ομορφιάς του σώματος και της αυτοκυριαρχίας στην αφρικανική φυλή Νούμπα. Τέλος, στις τελευταίες της δεκαετίες, έμαθε τη δύσκολη τεχνική της κατάδυσης σε μεγάλα βάθη και ξεκίνησε να κινηματογραφεί ντοκιμαντέρ πάνω στις παράξενες μορφές ζωής στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας.

Συνεπώς αποκομίζουμε μια ξεκάθαρη τροχιά που αρχίζει από την κορυφή και καταλήγει στον πυθμένα: ξεκινάμε με στιβαρά άτομα που αγωνίζονται στις κορυφές των βουνών και σταδιακά κατεβαίνουμε μέχρι που φτάνουμε στην άμορφη αφθονία ζωής που υπάρχει στον πάτο της θάλασσας. Μήπως αυτό που συνάντησε εκεί κάτω δεν ήταν ο απώτερός της σκοπός; Μήπως δεν ήταν η αισχρή και ακατανίκητη όσο και ρωμαλέα αιώνια δύναμη της ίδιας της ζωής αυτό που έψαχνε ανέκαθεν; Και το ίδιο δεν ισχύει επίσης για την προσωπικότητά της; Φαίνεται ότι ο φόβος αυτών που συναρπάζονται από τη Λένι δεν είναι πια το «πότε θα πεθάνει;», αλλά το «θα πεθάνει ποτέ;». Αν και λογικά γνωρίζουμε ότι μόλις έφυγε, κατά κάποιον τρόπο δεν το πιστεύουμε. Θα υπάρχει για πάντα.

Συχνά αποδίδονται φασιστικές τάσεις στο σύνολο του έργου της, όπως για παράδειγμα στην περίφημη εργασία της Σούζαν Σόνταγκ για τη Λένι, με τίτλο «Συναρπαστικός φασισμός». Η ιδέα είναι ότι ακόμη και οι προ και μετά του ναζισμού ταινίες της αποτυπώνουν μια φασιστική θεώρηση της ζωής: ο φασισμός της Λένι είναι κάτι το βαθύτερο από το ότι εξύμνησε ευθέως την πολιτική των ναζί. Ενυπάρχει ήδη στην –προ της πολιτικής– αισθητική της για τη ζωή, στη γοητεία που της προκαλούν τα όμορφα κορμιά που επιδεικνύουν τις πειθαρχημένες κινήσεις τους. Ίσως είναι ώρα να εκφράσουμε κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με αυτό το μοτίβο. Ας πάρουμε την ταινία της Λένι «Το μπλε φως» (Das blaue Licht) του 1932, την ιστορία μιας χωριατοπούλας η οποία γίνεται μισητή λόγω της εξαιρετικής ικανότητάς της να αναρριχάται σε ένα πολύ επικίνδυνο βουνό. Δεν είναι δυνατό να ερμηνεύσουμε την ταινία με τρόπο εντελώς αντίθετο από τον συνηθισμένο; Δεν είναι η Γιούντα, το μοναχικό και άγριο κορίτσι του βουνού, μια απόκληρη, που σχεδόν πέφτει θύμα ενός πογκρόμ –δεν υπάρχει άλλη κατάλληλη λέξη– από μέρους των χωρικών; (Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπέλα Μπαλάζ –εραστής της Λένι την εποχή εκείνη, ο οποίος έγραψε μαζί της το σενάριο– ήταν μαρξιστής.)

Το πρόβλημα εδώ είναι πολύ πιο γενικό και δεν σταματά μόνο στη Λένι Ρίφενσταλ. Ας πάρουμε το άκρως αντίθετο της Λένι, τον συνθέτη Άρνολντ Σαίνμπεργκ. Στο δεύτερο μέρος του Harmonielehre, του μεγαλύτερού του θεωρητικού μανιφέστου, που εκδόθηκε το 1911, αναπτύσσει την αντίθεσή του στην τονική μουσική με όρους που επιφανειακά προεξοφλούν τις ναζιστικές και αντισημιτικές προκηρύξεις που θα ακολουθούσαν. Η τονική μουσική έχει γίνει ένας «νεκρός», «εκφυλισμένος» κόσμος, που χρειάζεται μια εξαγνιστική λύση. Το τονικό σύστημα έχει παραδοθεί στην «ενδογαμία και στην αιμομιξία»: ρομαντικές συγχορδίες, όπως η ελαττωμένη έβδομη, είναι «ερμαφρόδιτες», «ιδιότροπες» και «κοσμοπολίτικες». Είναι εύκολο όσο και δελεαστικό να υποστηρίξει κανείς ότι μια τέτοια μεσσιανική-αποκαλυπτική στάση είναι μέρος της ίδιας «πνευματικής κατάστασης» που στο τέλος γέννησε την τελική λύση των ναζί. Αυτό όμως είναι ακριβώς το συμπέρασμα που κάποιος θα έπρεπε να αποφύγει: αυτό που κάνει το ναζισμό απωθητικό δεν είναι η ρητορική της τελικής λύσης αυτή καθαυτή, αλλά η συγκεκριμένη παρερμηνεία που της δίνει.

Ένα ακόμη δημοφιλές συμπέρασμα αυτού του είδους ανάλυσης, πιο κοντά στη Λένι, είναι ο δήθεν φασιστικός χαρακτήρας της μαζικής χορογραφίας πειθαρχημένων κινήσεων χιλιάδων σωμάτων: παρελάσεις, μαζικές αθλητικές επιδείξεις σε στάδια κ.λπ. Εφόσον αυτό απαντάται και στον κομμουνισμό, μπορεί κάποιος αμέσως να συμπεράνει ότι υπάρχει μια «βαθύτερη αλληλεγγύη» μεταξύ των δύο «ολοκληρωτισμών». Μια τέτοια τυποποίηση, απολύτως σύμφωνη με το πρότυπο του ιδεολογικού φιλελευθερισμού, παραβλέπει το ουσιώδες. Όχι μόνο τέτοιες μαζικές εκδηλώσεις δεν είναι εγγενώς φασιστικές, αλλά δεν είναι καν «ουδέτερες», με την έννοια ότι δεν περιμένουν να τύχουν οικειοποίησης ούτε από τα αριστερά ούτε από τα δεξιά. Ο ναζισμός ήταν αυτός που τις έκλεψε και τις σφετερίστηκε από το εργατικό κίνημα, τον αυθεντικό τόπο γέννησής τους. Κανένα από αυτά τα «πρωτοφασιστικά» στοιχεία δεν είναι αυτό καθαυτό φασιστικό. Αυτό που τα καθιστά «φασιστικά» είναι μόνο ο ιδιαίτερος τρόπος σύζευξής τους. Για να το θέσουμε με όρους του Στήβεν Τζέυ Γκουλντ, όλα αυτά τα στοιχεία «ενσωματώθηκαν» (ex-apted) από το φασισμό. Δεν υπάρχει φασισμός «avant la lettre» [1], γιατί ο όρος είναι αυτός που συνθέτει τη δέσμη (ή στα ιταλικά «fascio») [2] των στοιχείων που ταιριάζουν στο φασισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε κανείς να απορρίψει την άποψη ότι η πειθαρχία, από την αυτοκυριαρχία μέχρι τη σωματική άσκηση, είναι εγγενώς ένα χαρακτηριστικό πρωτοφασιστικό στοιχείο. Στην πραγματικότητα ακόμη και αυτός ο όρος «πρωτοφασισμός» θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί: είναι μια ψευδο-έννοια που χρησιμεύει στην παρεμπόδιση της εννοιολογικής ανάλυσης. Όταν λέμε ότι το οργανωμένο θέαμα χιλιάδων σωμάτων ή ο θαυμασμός των αθλημάτων που απαιτούν μεγάλη προσπάθεια και αυτοέλεγχο, όπως η ορειβασία, είναι «πρωτοφασιστικά», δεν λέμε απολύτως τίποτα, απλώς εκφράζουμε έναν ασαφή συσχετισμό, που συγκαλύπτει την άγνοιά μας.

Συνεπώς, τρεις δεκαετίες μετά, όταν οι ταινίες κουνγκ φου έγιναν δημοφιλείς, δεν ήταν προφανές ότι είχαμε να κάνουμε με μια γνήσια εργατική ιδεολογία νεαρών, των οποίων το μόνο μέσο για την επιτυχία ήταν η πειθαρχημένη εξάσκηση των σωμάτων τους, της μόνης τους ιδιοκτησίας; Ο αυθορμητισμός και η συμπεριφορά «άσε τον εαυτό σου να εκφραστεί», που σχετίζεται με την τρυφηλότητα, είναι προνόμιο αυτών που διαθέτουν τα μέσα· αυτοί που δεν διαθέτουν τίποτα έχουν μόνο την πειθαρχία τους. Η «κακή» σωματική πειθαρχία, αν υπάρχει τέτοια, δεν είναι αυτή της «συλλογικής εκγύμνασης», αλλά αντίθετα το τζόγκινγκ και το μπόντι μπίλντινγκ, κομμάτια του μύθου της Νέας Εποχής περί πραγμάτωσης των «εσωτερικών δυνατοτήτων» του ατόμου. (Δεν είναι έκπληξη που η ψύχωση με το κορμί είναι ένα σχεδόν απαραίτητο κομμάτι της μετάβασης των πρώην αριστερών ριζοσπαστών στην «ωριμότητα» της πραγματιστικής πολιτικής: από την Τζέην Φόντα στον Γιόσκα Φίσερ, η περίοδος της «λανθάνουσας κατάστασης» μεταξύ των δύο φάσεων σημαδεύτηκε από την εστίαση των προαναφερθέντων στο ίδιο τους το σώμα.)

Έτσι, επιστρέφουμε στη Λένι: αυτό που όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν είναι ότι θα έπρεπε κανείς να απορρίψει τη σύνδεσή της με τους ναζί σαν ένα περιορισμένο, ατυχές επεισόδιο. Το αληθινό πρόβλημα είναι να διατηρήσουμε την ένταση που διέπει τη δουλειά της: την ένταση μεταξύ της καλλιτεχνικής τελειότητας του έργου της και του ιδεολογικού προγράμματος που το «ενσωμάτωσε». Γιατί η περίπτωσή της να είναι διαφορετική από αυτή των Έζρα Πάουντ, Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και άλλων μοντερνιστών με φασιστικές τάσεις, που εδώ και καιρό έχουν περίοπτη θέση ανάμεσα στα καλλιτεχνικά μας πρότυπα; Ίσως η έρευνα για την «αληθινή ιδεολογική ταυτότητα» της Λένι να είναι παραπλανητική. Ίσως να μην υπάρχει τέτοια ταυτότητα: η Λένι Ρίφενσταλ ήταν πραγματικά ασταθής, αντιφατική, πιασμένη σε έναν ιστό αντίρροπων δυνάμεων.

Μήπως λοιπόν ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε τη ζωή και το θάνατό της είναι να πάρουμε το ρίσκο να απολαύσουμε πλήρως μια ταινία όπως το «Μπλε φως», το οποίο περιλαμβάνει την πιθανότητα μιας πολιτικής ανάγνωσης της δουλειάς της που θα είναι εντελώς διαφορετική από την επικρατούσα άποψη;

 

Υποσημειώσεις:

[1] Πριν ο όρος αυτός υπάρξει. (Σ.τ.Μ.)

[2] Ο ιταλικός αυτός όρος στα τέλη του 19ου αιώνα αναφερόταν στα ριζοσπαστικά πολιτικά κόμματα πριν μετεξελιχθεί στον όρο «φασισμός». (Σ.τ.Μ.)