Μία νέα γεωπολιτική εποχήΙγνάσιο Ραμονέ

Αν και η έκβαση των πολέμων είναι πάντα απρόβλεπτη, η σύγκρουση στην Ουκρανία πιθανότατα θα καταλήξει σε στρατιωτική νίκη της Ρωσίας. Δεδομένου του πλεονεκτήματος της Μόσχας στους υπερηχητικούς πυραύλους, το ΝΑΤΟ δεν θα είναι σε θέση να αντεπιτεθεί. Γιατί τότε οι δυτικές δυνάμεις δεν έκαναν περισσότερα για να αποφύγουν τον πόλεμο; Αυτό,[ισχυρίζεται ο Ιγνάσιο Ραμονέ], εξακολουθεί να είναι το μεγάλο ερώτημα.

Η 24η Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία, σηματοδοτεί την είσοδο του κόσμου σε μια νέα γεωπολιτική εποχή. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια εντελώς νέα κατάσταση στην Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και υπήρξαν πολλά σημαντικά γεγονότα σε αυτή την ήπειρο από το 1945, όπως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ποτέ δεν γίναμε μάρτυρες ενός ιστορικού γεγονότος τέτοιου μεγέθους, που να αλλάζει την πλανητική πραγματικότητα και παγκόσμια τάξη.

Η κατάσταση μπορούσε να αποφευχθεί. Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προέτρεπε για διαπραγματεύσεις με τις δυτικές δυνάμεις για εβδομάδες, αν όχι μήνες. Η κρίση είχε ενταθεί τους τελευταίους μήνες. Υπήρχαν συχνές δημόσιες παρεμβάσεις του Πούτιν, σε συνεντεύξεις Τύπου, συναντήσεις με ξένους ηγέτες και τηλεοπτικές ομιλίες, επαναλαμβάνοντας τα αιτήματα της Ρωσίας, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν πολύ απλά. Η ασφάλεια ενός κράτους είναι εγγυημένη μόνο εάν η ασφάλεια άλλων κρατών, ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται στα σύνορά του, γίνεται εξίσου σεβαστή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πούτιν απαίτησε επίμονα να εγγυηθούν στη Μόσχα η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, οι Βρυξέλλες και το Παρίσι ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Το αίτημα δεν ήταν μια εκκεντρικότητα: Το ζητούμενο ήταν το Κίεβο να έχει καθεστώς ισοδύναμο με αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών –Ιρλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Βοσνία και Σερβία– που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Δεν επρόκειτο, επομένως, να αποφευχθεί ο «εκδυτικισμός» της Ουκρανίας, αλλά να αποτραπεί η ένταξή της σε μια στρατιωτική συμμαχία που δημιουργήθηκε, όπως είναι γνωστό, το 1949, με στόχο την αντιμετώπιση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και, από το 1991, της ίδιας της Ρωσίας.

Αυτό προϋπέθετε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι στρατιωτικοί σύμμαχοί τους, δεν θα εγκαθιστούσαν στο έδαφος της Ουκρανίας, μιας χώρας που συνορεύει με τη Ρωσία, πυρηνικά όπλα, πυραύλους ή άλλους τύπους επιθετικών όπλων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της Ρωσίας. Το ΝΑΤΟ –μια στρατιωτική συμμαχία της οποίας η ύπαρξη δεν έχει δικαιολογηθεί από την εξαφάνιση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το 1989– υποστήριξε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να εγγυηθεί την ασφάλεια ορισμένων από τα κράτη μέλη του, όπως η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία ή η Πολωνία. Αλλά αυτό, προφανώς, απείλησε την ασφάλεια της Ρωσίας. Θυμηθείτε ότι η Ουάσιγκτον, τον Οκτώβριο του 1962, απείλησε να εξαπολύσει πυρηνικό πόλεμο εάν οι Σοβιετικοί δεν αποσύρουν από την Κούβα τους πυραύλους τους –εγκατεστημένους 100 μίλια από τις ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών– των οποίων η λειτουργία, καταρχήν, ήταν μόνο να εγγυηθεί την άμυνα και ασφάλεια του νησιού. Και η Μόσχα αναγκάστηκε να υποκύψει και να αποσύρει τους πυραύλους της. Με αυτά τα ίδια επιχειρήματα, ο Πούτιν απαίτησε ένα τραπέζι διαλόγου από τους Ευρωπαίους αρχηγούς κρατών και πρωθυπουργούς που θα εξέταζαν τα αιτήματά του. Ήταν απλώς θέμα υπογραφής ενός εγγράφου, στο οποίο το ΝΑΤΟ υποσχόταν να μην επεκτείνει στην Ουκρανία –και, επιμένω, να μην εγκαταστήσει στο ουκρανικό έδαφος– οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια της Ρωσίας.

Η άλλη ρωσική απαίτηση, επίσης πολύ εύλογη, ήταν, όπως καθορίστηκε στις Συμφωνίες του Μινσκ του 2014 και του 2015, οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί των δύο «λαϊκών δημοκρατιών», του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στην περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας, να προστατεύονται και να μην αφεθούν στο έλεος των συνεχών επιθέσεων μίσους, όπως συμβαίνει εδώ και σχεδόν οκτώ χρόνια. Ούτε αυτό το αίτημα εισακούστηκε. Στις συμφωνίες του Μινσκ, που υπέγραψαν Ρωσία και Ουκρανία με τη συμμετοχή δύο ευρωπαϊκών χωρών, της Γερμανίας και της Γαλλίας, και τις οποίες, αρκετοί αναλυτές του δυτικού Τύπου κατηγορούν τώρα τον Πούτιν ότι είχε δυναμιτίσει, προβλεπόταν ότι θα χορηγούνταν, στο πλαίσιο της Ουκρανίας, νέο Σύνταγμα, ευρεία αυτονομία για τις δύο αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες που αναγνωρίστηκαν από τη Μόσχα ως «κυρίαρχα κράτη». Αυτή η αυτονομία δεν δόθηκε ποτέ. Για όλους αυτούς τους λόγους, υπήρχε μια διάθεση δικαιολογημένης αγανάκτησης στις ρωσικές αρχές, την οποία οι ηγέτες του ΝΑΤΟ δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να καταλάβουν.

Γιατί το ΝΑΤΟ δεν έλαβε υπόψη αυτούς τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς; Μυστήριο… Η διαπραγμάτευση θεωρήθηκε από πολλούς παρατηρητές ως μια βιώσιμη επιλογή: ακούστε τα επιχειρήματα της Μόσχας, καθίστε γύρω από ένα τραπέζι, απαντήστε στις ρωσικές ανησυχίες και υπογράψτε ένα μνημόνιο συμφωνίας. Συζητήθηκε μάλιστα, τις 24 ώρες που προηγήθηκαν των πρώτων ρωσικών βομβαρδισμών στις 24 Φεβρουαρίου, μια πιθανή συνάντηση της τελευταίας στιγμής μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν. Όμως τα πράγματα επιταχύνθηκαν και μπήκαμε σε αυτό το απεχθές σενάριο πολέμου και επικίνδυνων διεθνών εντάσεων.

Από άποψη νομικής επιχειρηματολογίας, η ομιλία του Πούτιν τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας όταν οι ρωσικές δυνάμεις ξεκίνησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία προσπάθησε να βασιστεί στο διεθνές δίκαιο για να δικαιολογήσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρησή» του. Όταν ανακοίνωσε την επέμβαση, ο Πούτιν υποστήριξε ότι «με βάση τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» και λαμβάνοντας υπόψη το αίτημα για βοήθεια που διατυπώθηκε από τις «κυβερνήσεις» των «δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ» και τη «γενοκτονία» που έλαβε χώρα εναντίον του ρωσόφωνου πληθυσμού αυτών των περιοχών, είχε διατάξει την επιχείρηση. Αλλά αυτό είναι απλώς ένα νομικό ένδυμα, ένα νόμιμο ικρίωμα για να δικαιολογηθεί η επίθεση στην Ουκρανία. Φυσικά, πρόκειται σαφώς για μια μεγάλη στρατιωτική επέμβαση, με θωρακισμένες δυνάμεις να διεισδύουν στην Ουκρανία από τουλάχιστον τρία σημεία: τον Βορρά, κοντά στο Κίεβο, την Ανατολή, από το Ντονμπάς και τον Νότο, από την Κριμαία. Μπορεί κάποιος να μιλήσει για εισβολή. Αν και ο Πούτιν υποστηρίζει ότι δεν θα υπάρξει μόνιμη κατοχή της Ουκρανίας.

Πιθανότατα, εάν η Μόσχα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, θα προσπαθήσει να εγκαταστήσει στο Κίεβο μια κυβέρνηση που δεν είναι εχθρική προς τα συμφέροντά της και που θα εγγυάται ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, εκτός από την αναγνώριση της κυριαρχίας των «δημοκρατιών» του Ντονμπάς στο σύνολο της εδαφικής τους έκτασης (όταν ξεκίνησε η ρωσική επίθεση, το Κίεβο έλεγχε ακόμα ένα σημαντικό μέρος αυτών των εδαφών).

Εάν δεν υπάρξει διεθνής κλιμάκωση, ο στρατιωτικός νικητής αυτού του πολέμου πιθανότατα θα είναι η Ρωσία. Φυσικά, πρέπει κανείς να είναι πολύ συνετός, γιατί όλοι γνωρίζουμε πώς ξεκινούν οι πόλεμοι αλλά και πώς τελειώνουν… Αν και μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας η διαφορά στη στρατιωτική ισχύ είναι τέτοια που ο πιθανός νικητής, τουλάχιστον αρχικά, αναμφίβολα θα είναι η Μόσχα. Αλλά από οικονομική άποψη, η εικόνα είναι λιγότερο σαφής. Η σειρά των βάναυσων κυρώσεων που οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες δυνάμεις επιβάλλουν στη Μόσχα είναι εξοντωτικές, άνευ προηγουμένου και θα μπορούσαν να εμποδίσουν, σε βάθος δεκαετιών, την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, της οποίας η κατάσταση από αυτή την άποψη είναι ήδη, ιδιαίτερα εύθραυστη. Μια στρατιωτική νίκη σε αυτόν τον πόλεμο, αν ήταν γρήγορη και δυναμική, θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία, τις ένοπλες δυνάμεις και τα όπλα της, μεγάλο κύρος. Η Μόσχα θα μπορούσε να εδραιωθεί σε διάφορα θέατρα παγκόσμιων συγκρούσεων, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική στην περιοχή του Σαχέλ, ως απαραίτητος σύμμαχος για ορισμένες τοπικές αυταρχικές κυβερνήσεις και ως ο κύριος προμηθευτής στρατιωτικών εκπαιδευτών και, κυρίως, ως ο κύριος πωλητής όπλων.

Γιατί το ΝΑΤΟ δεν έλαβε υπόψη αυτούς τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς; Μυστήριο…

Όλα αυτά καθιστούν πιο δύσκολο να κατανοήσουμε το γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν περισσότερα για να αποτρέψουν αυτή τη σύγκρουση. Αυτό είναι ένα κεντρικό σημείο. Τι κερδίζει η Ουάσιγκτον από αυτή τη σύγκρουση; Για τον Μπάιντεν, αυτός ο πόλεμος μπορεί να αποσπά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης από τους στρατηγικούς του στόχους. Η κατάστασή του δεν είναι εύκολη: διευθύνει μια μέτρια κυβέρνηση για ένα χρόνο στην εσωτερική πολιτική, δεν μπορεί να πείσει το Κογκρέσο να στηρίξει τα σχέδιά του, δεν έχει επιτύχει απτή βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης μετά την πανδημία του Covid-19, ούτε διόρθωση των ανισοτήτων… Και στην εξωτερική πολιτική συνεχίζει να υποστηρίζει ορισμένες από τις χειρότερες αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ και έχει κάνει μια σειρά από λάθη, όπως η βιαστική και καταστροφική αποχώρηση από την Καμπούλ.

Η θέση της Ουάσιγκτον προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, καθώς ο μεγάλος στρατηγικός της αντίπαλος, σε αυτόν τον 21ο αιώνα, δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα. Γι’ αυτό και αυτή η σύγκρουση είναι τυλιγμένη, κατά κάποιο τρόπο, σε έναν παλιομοδίτικο αέρα, κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου (1948-1989). Ίσως ένας από τους στόχους της Ουάσιγκτον είναι να απομακρυνθεί η Ρωσία από την Κίνα εμπλέκοντας τη Μόσχα σε μια σύγκρουση στην Ευρώπη, προσπαθώντας έτσι να αποτρέψει την Κίνα να στηριχθεί στη Ρωσία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ASEAN και AUKUS εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να παρενοχλήσουν το Πεκίνο στο Νότια Θάλασσα της Κίνας. Γι’ αυτό ίσως, σε αυτή τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η Κίνα επιδείχθηκε συνετή: δεν έχει αναγνωρίσει ούτε υποστήριξε την κυριαρχία των δύο «λαϊκών δημοκρατιών του Ντονμπάς». Γιατί δεν επιθυμεί να προσφέρει πρόσχημα σε άλλες δυνάμεις να αναγνωρίσουν με τη σειρά τους την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Αν και, ταυτόχρονα, θα μπορούσε, παρά τις τεράστιες διαφορές, η Κίνα να εμπνέεται από τη ρωσική απόφαση να εισβάλει στην Ουκρανία για να εισβάλει η ίδια στην Ταϊβάν… Ή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία, για να υποστηρίξουν ότι η Κίνα ετοιμάζεται να εισβάλει στην Ταϊβάν και να πυροδοτήσει μια προληπτική σύγκρουση με την Κίνα. Αυτές είναι υποθέσεις, γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ιστορία έχει ξαναρχίσει και η παγκόσμια γεωπολιτική δυναμική, κινείται.

Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδύναμη. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ήταν εκείνη την περίοδο ο πρόεδρός του Συμβουλίου της ΕΕ, δεν πέτυχε τίποτα με τις προσπάθειές του την τελευταία στιγμή. Την παραμονή του πολέμου, η ιδέα πάνω στην οποία κινητοποιήθηκαν τόσο οι πολιτικοί ηγέτες όσο και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ήταν να πούμε στον Πούτιν να μην κάνει τίποτα, να μην κάνει άλλο βήμα, όταν το λογικό θα ήταν να αναλύσουμε τα αιτήματά του και να να διαπραγματευτούμε. Αρχικά, η πιο έξυπνη ευρωπαϊκή κυβέρνηση ήταν αυτή της Γερμανίας, με επικεφαλής τον νέο σοσιαλδημοκρατικό καγκελάριό της, Όλαφ Σολτς. Από την αρχή ο Σολτς ήταν υπέρ της εξέτασης των αιτημάτων του Πούτιν. Μόλις όμως ξεκίνησε ο πόλεμος, η θέση του Βερολίνου άλλαξε ριζικά. Και η πρόσφατη απόφαση του Σολτς, που εγκρίθηκε ομόφωνα στην Μπούντεσταγκ, να επανεξοπλίσει τη Γερμανία αφιερώνοντας ένα μεγάλο κονδύλι άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στον στρατιωτικό προϋπολογισμό και, από τώρα, σχεδόν 3% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες, αποτελεί στρατιωτική επανάσταση. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, της πρώτης οικονομικής δύναμης στην Ευρώπη, φέρνει τρομερές ιστορικές μνήμες. Είναι μια ακόμη θεαματική και τρομακτική απόδειξη ότι μπαίνουμε σε μια νέα εποχή.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παραμένει το ερώτημα γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυτικές δυνάμεις δεν συμφώνησαν να συνομιλήσουν με τον Πούτιν και να ανταποκριθούν στα αιτήματά του, ιδίως αφού γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να επέμβουν σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Θυμηθείτε ότι, στο μήνυμά του που αναγγέλλει την έναρξη του πολέμου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έστειλε μια σαφή προειδοποίηση στις μεγάλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα στις τρεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, υπενθυμίζοντάς τους ότι η Ρωσία «έχει ορισμένα πλεονεκτήματα στο πλαίσιο των υπερσύγχρονων όπλων» και ότι, εάν επρόκειτο να επιτεθούν στη Ρωσία, αυτό «θα είχε καταστροφικές συνέπειες για έναν πιθανό επιτιθέμενο».

Ποια είναι τα «πλεονεκτήματα στη σειρά όπλων επόμενης γενιάς»; Η Μόσχα, τα τελευταία χρόνια, όπως και η Κίνα, πέτυχε ένα αποφασιστικό τεχνολογικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στον τομέα των υπερηχητικών πυραύλων. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση δυτικής επίθεσης στη Μόσχα, η ρωσική απάντηση θα μπορούσε πράγματι να είναι καταστροφική. Οι υπερηχητικοί πύραυλοι πάνε με ταχύτητα πέντε ή έξι φορές μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου, δηλαδή 5 ή 6 Mach, σε αντίθεση με έναν συμβατικό πύραυλο, του οποίου η ταχύτητα είναι 1 Mach. Και μπορούν να μεταφέρουν τόσο παραδοσιακές όσο και πυρηνικές βόμβες… Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παρουσιάσει μια σημαντική καθυστέρηση σε αυτόν τον τομέα, σε τέτοιο βαθμό που η Ουάσιγκτον ανάγκασε πρόσφατα διάφορες εταιρείες κατασκευής πυραύλων (Lockheed Martin, Raytheon, Northrop Grumman) να συνεργαστούν και διέθεσε έναν κολοσσιαίο προϋπολογισμό για να καλύψει τη στρατηγική της υστέρηση σε σχέση με τη Ρωσία, που υπολογίζεται σε δύο με τρία χρόνια. Μέχρι στιγμής όμως δεν τα έχει καταφέρει. Οι ρωσικοί υπερηχητικοί πύραυλοι, υπολογίζοντας την τροχιά, μπορούν να αναχαιτίσουν συμβατικούς πυραύλους και να τους καταστρέψουν πριν φτάσουν στο στόχο τους, επιτρέποντας στη Ρωσία να δημιουργήσει μια άτρωτη ασπίδα για να προστατευθεί. Αντίθετα, οι συμβατικές αντιπυραυλικές ασπίδες του ΝΑΤΟ δεν έχουν αυτή την ικανότητα κατά των υπερηχητικών… Αυτό εξηγεί γιατί ο Πούτιν αποφάσισε να διατάξει στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία γνωρίζοντας ότι μια κλιμάκωση από το ΝΑΤΟ, ήταν εξαιρετικά απίθανη.

 

Ο Ιγνάσιο Ραμονέ είναι δημοσιογράφος, σημειολόγος, πρώην διευθυντής της ισπανικής έκδοσης της Le Monde diplomatique.

 

© Le Monde diplomatique, έκδοση Southern Cone