Τον Ιούλιο του 1982 η Ελλάδα έθεσε το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η Μελίνα Μερκούρη μιλώντας στη Διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό, έθεσε το ελληνικό αίτημα και διευκρίνισε ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης ότι δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα, υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
Η κλοπή των Μαρμάρων του Παρθενώνα εντάσσεται στις αποικιοκρατικές πρακτικές των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα. Μέχρι σήμερα η διαμάχη Ελλάδας-Βρετανίας για τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων, συνεχίζεται.
Η διαμάχη επαναπατρισμού-διατήρησης είναι μία πολυδιάστατη διαδικασία. Σε ιδεολογικό επίπεδο εμπλέκεται με τη σύγκρουση παγκοσμιοποίησης-εθνικού κράτους, κοσμοπολιτισμού-εθνικισμού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού-πολιτιστικής πολυμορφίας. Ταυτόχρονα, είναι και μία γεωπολιτική διαμάχη, γιατί τα θέματα πολιτισμού σχετίζονται με την ήπια ισχύ κάθε χώρας.
Η διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας αφορά διαφορές κρατών και όχι θεσμών όπως το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο της Ακρόπολης κ.λπ. για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Θα πρέπει σήμερα, να γίνεται κατανοητή μέσα στα νέα πλαίσια γεωπολιτικών συσχετισμών που προέκυψαν μετά το Brexit, την πολιτική που θα ακολουθήσει η ΕΕ με επικεφαλής τη Γαλλία και τη Γερμανία για να αποτινάξει το αποικιοκρατικό παρελθόν της, τις μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ με τη Βρετανία, τον ρόλο που θέλει να παίξει η Βρετανία στην Ανατολική Μεσόγειο κ.λπ.
Η υπόθεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, έχει μία ιστορική, μία γεωπολιτισμική και μία γεωπολιτική συνιστώσα. Πρόκειται για ένα εθνικό θέμα το οποίο χρειάζεται ειδική ─και όχι γραφειοκρατική─ παρακολούθηση.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Τον Νοέμβριο 2017, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν ταξίδευσε στην Αφρική σε μία προσπάθεια να προωθήσει την οικονομική και κοινωνική συνεργασία της χώρας του, με διάφορες χώρες της ηπείρου.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο πανεπιστήμιο του Ouagadougou στην Μπουρκίνα Φάσο, επισήμανε την έλλειψη «κοινής φαντασίας» που απαιτείται για να προχωρήσουν τα πράγματα και συνέδεσε αυτή την έλλειψη, εν μέρει, στις αδικίες της αποικιοκρατίας στο παρελθόν. Διακήρυξε ότι την επόμενη πενταετία θα διαμορφωθούν οι συνθήκες για τη μόνιμη επαναφορά της αφρικανικής κληρονομιάς στην Αφρική.
Τον Μάϊο 2018, η Γερμανίδα υπουργός Πολιτισμού Μόνικα Γκρούττερς έδωσε στη δημοσιότητα έναν οδηγό με κατευθύνσεις για τη διαχείριση έργων τέχνης που προέρχονταν από την αποικιοκρατική περίοδο. Αυτό σηματοδότησε άλλο ένα βήμα στην προσπάθεια της γερμανικής κυβέρνησης να διαμορφώσει μία νέα πολιτική, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το αποικιακό παρελθόν της χώρας.
Τον Νοέμβριο 2018, η ομάδα που είχε δημιουργήσει ο Εμανουέλ Μακρόν υπεδείκνυε ότι τα γαλλικά μουσεία θα πρέπει να επιστρέψουν στην Αφρική χιλιάδες αρχαιολογικά ευρήματα και έργα τέχνης, τα οποία είχαν καταλήξει στη Γαλλία την εποχή της αποικιοκρατίας. Ο Γάλλος πρόεδρος υιοθέτησε τα πορίσματα της έκθεσης και συμφώνησε να επιστραφούν 26 έργα τέχνης στο Μπενίν.
Ο ρόλος των μουσείων
Τα περισσότερα από τα μεγάλα μουσεία του κόσμου ιδρύθηκαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα, συλλέγοντας έργα τέχνης και αρχαιότητες που θα μπορούσαν να προσφέρουν μία κατανοητή γνώση του κόσμου. Στη σύγχρονη εποχή και με δεδομένο το τέλος της αποικιοκρατίας, υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ο ρόλος των μουσείων δεν είναι πλέον σαφής και οπωσδήποτε, διαφέρει από αυτόν των προηγούμενων αιώνων.
Τα μουσεία βρίσκονται στο μέσον μίας διαμάχης για το ποια θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν οι αρχές της παγκόσμιας κατανόησης και της επιστημονικής έρευνας, όπου διάφορα αντικείμενα τέχνης και αρχαιότητες συνυπάρχουν για να αφηγηθούν όχι μόνο μία τοπική ή εθνική ιστορία, αλλά όλη την ιστορία, όλη τη γνώση, όλη την ανθρώπινη έκφραση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη ότι η μετακίνηση ενός έργου από το αρχικό πολιτιστικό του περιβάλλον, συνοδεύεται και από απώλεια του περιεχομένου του.
Το Βρετανικό Μουσείο, μαζί με τα άλλα μεγάλα μουσεία, θεωρούν ότι υπάρχουν για να προωθούν την παγκόσμια κατανόηση της κοινής ανθρώπινης ιστορίας και αυτό απαιτεί την ακέραιη διατήρηση των υπαρχουσών συλλογών τους. Αυτά τα εγκυκλοπαιδικού τύπου μουσεία, θεωρούν ότι υπερβαίνουν τα εθνικά και πολιτιστικά σύνορα και ότι ο πολιτισμός, παρά το ότι έχει βαθιές ρίζες και ειδική σημασία για κάποιους λαούς, δεν ανήκει σε κανέναν, αν ειδωθεί μέσα από το πρίσμα της ανθρωπότητας.
Οι αντίπαλοι αυτής της κοσμοπολίτικης αντίληψης υποστηρίζουν ότι τα έργα τέχνης και οι αρχαιότητες δεν πρέπει να στεγάζονται στα μουσεία της Δύσης, γιατί αυτά τα παγκόσμιας κλάσης μουσεία δημιουργήθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, ως αποτελέσματα της περιόδου της αποικιοκρατίας.
Επιχειρήματα για τον επαναπατρισμό
Οι υπερασπιστές του επαναπατρισμού των έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων, θεωρούν ότι αυτός συμβάλλει ως μία μορφή αποζημίωσης για τα λάθη του αποικιακού παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τη διπλωματία μεταξύ χωρών και λαών. Θεωρούν επίσης, ότι αυτά τα έργα μπορεί να κατανοηθούν και να εκτιμηθούν καλύτερα μέσα στο πλαίσιο του τόπου που δημιουργήθηκαν, αφού κάθε χώρα έχει το δικαίωμα στην πολιτιστική της κληρονομιά, η οποία με τη σειρά της αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής της ταυτότητας.
Υπάρχουν και μουσεία τα οποία θεωρούν ότι ο επαναπατρισμός μπορεί να συμβολίσει την ανθρωπότητα, διαμορφώνοντας σχέσεις με τις επιμέρους κοινωνίες και διορθώνοντας λάθη του παρελθόντος.
Στη συζήτηση αυτή θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας, ότι πολλά έργα έχουν αμφίβολες και ηθικά περίπλοκες ιστορίες προέλευσης. Με την έννοια αυτή, τα μουσεία της Δύσης που συνεχίζουν να επωφελούνται από αυτά και κατά συνέπεια, να δικαιολογούν την αποικιοκρατική τους προέλευση, εξακολουθούν να συντηρούν όψεις του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός εξακολουθεί να αναπτύσσεται στις κοινωνίες της Δύσης, αλλά με διαφορετικούς τρόπους από ότι στο παρελθόν. Παράλληλα, χώρες οι οποίες δεν διατηρούν πλέον την ίδια θέση που διατηρούσαν στο παρελθόν μέσα στην αλυσίδα ισχύος της Δύσης, εξακολουθούν να εμφανίζουν στοιχεία «πολιτιστικής υπεροχής», θεωρώντας ότι τα έργα διατηρούντα καλύτερα, ή είναι πιο ασφαλή, ή έχουν μεγαλύτερη επισκεψιμότητα κ.λπ. στις ίδιες, παρά στις χώρες προέλευσής τους.
Επιχειρήματα για τη διατήρηση
Οι υποστηρικτές της διατήρησης των έργων στα παγκόσμια (εγκυκλοπαιδικά) μουσεία, θεωρούν ότι ο πολιτισμός είναι παγκόσμιος και τα μουσεία της Δύσης εκφράζουν αυτή την παγκοσμιότητα.
Θεωρούν ότι η παράθεση έργων μίας εποχής και ενός πολιτισμού, δίπλα σε έργα μίας άλλης εποχής και πολιτισμού, είναι η βάση της εγκυκλοπαιδικότητας αυτών των μουσείων και δίνει στους επισκέπτες μία καλύτερη εικόνα της πολυπλοκότητας της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της.
Οι οπαδοί της διατήρησης, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πιστεύουν σε έναν μεταμοντέρνο και μεταεθνικιστικό κόσμο στον οποίον προωθείται η διαφορετικότητα των πολιτιστικών στοιχείων που μπορεί να υπάρχουν ή να δημιουργηθούν στον καθέναν. Με την έννοια αυτή, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι τόσο ελληνικά, όσο είναι και βρετανικά.
Για κάποιους, τα επιχειρήματα περί επαναπατρισμού αντιτίθενται σε μία παγκόσμια κατανόηση του πολιτισμού και αποτελούν μία ένδειξη ότι, η πολιτικοποίηση του πολιτισμού και της τέχνης, οδηγεί σε μία διχαστική πολιτική ταυτοτήτων, σύμφωνα με την οποία, κάποιοι λαοί έχουν μία ειδική σχέση με κάποια συγκεκριμένα αντικείμενα, η οποία οφείλεται στην εθνική τους ταυτότητα.
Η παγκοσμιοποίηση περιέπλεξε τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών. Υπάρχουν αυτοί που πίστευαν ότι η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο συναφές με τη μεταμοντερνικότητα, θα βοηθούσε στην εξάπλωση του μεταεθνικισμού, του κοσμοπολιτισμού κ.λπ. Υπάρχουν όμως και αυτοί, οι οποίοι θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν απάλυνε, αλλά διεύρυνε τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ διαφόρων κρατών, όπως γίνεται αντιληπτό από το πώς λειτουργούν διάφορες κυβερνήσεις που επιζητούν να εκμεταλλευτούν τον πολιτισμό για τους δικούς τους σκοπούς.
Οι υποστηρικτές της διατήρησης θέτουν και ζητήματα ιστορίας και συνέχειας των σύγχρονων λαών. Οι ερμηνείες που δίνουν οι σύγχρονοι λαοί, σε σχέση με την ιστορική τους πορεία και τα όρια της επικράτειάς τους, σε σχέση με το παρελθόν, δεν γίνονται αποδεκτά από όλους. Ένα σχετικό επιχείρημα για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, θεωρεί ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από την Ελλάδα του 19ου αιώνα και τελείως διαφορετική από την αρχαία Ελλάδα, επομένως πού θα πρέπει να επιστραφούν τα Μάρμαρα;
Για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα υπήρξαν παλιές και σύγχρονες διαμάχες. Οι πιο παλιές αφορούσαν τις διαμάχες στην Αγγλία, κυρίως την περίοδο του 19ου αιώνα για τη νομιμότητα απόκτησης των Μαρμάρων. Οι σύγχρονες διαμάχες επικεντρώνονται κυρίως γύρω από την Ελλάδα και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, ή και χρησιμοποιήθηκαν, σχετικά με τον επαναπατρισμό τους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Οι Συνθήκες της Χάγης το 1954 και της ΟΥΝΕΣΚΟ το 1970, ορίζουν το διεθνές πλαίσιο. Η δημιουργία το 1978 της ICOM από την ΟΥΝΕΣΚΟ, δημιούργησε ένα διεθνές όργανο το οποίο το 1982 αποφάνθηκε ότι η Βρετανία έπρεπε να επαναπατρίσει τα Μάρμαρα. Η ICOM προσφέρθηκε να διευκολύνει τις επαφές μεταξύ ελληνικής και βρετανικής πλευράς, αλλά το Λονδίνο αρνήθηκε αυτή τη διαμεσολάβηση.
Στον βαθμό που η ICOM δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει σε ένα κράτος τις απόψεις της, παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία ως αποφασιστικό όργανο.
Το μόνο όργανο που έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στο Βρετανικό Μουσείο τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων, είναι το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Στον βαθμό που έχει μέχρι σήμερα αρνηθεί να το κάνει σε πολιτικό επίπεδο, είναι αμφίβολο αν θα το κάνει και στο μέλλον.
Η ηθική παράμετρος
Εδώ υπάρχουν δύο θέματα προς εξέταση.
Το πρώτο αφορά τον όρο «πολιτιστική περιουσία/πολιτιστικά αγαθά», σε ό,τι αφορά το θέμα του επαναπατρισμού. Το δεύτερο αφορά τα ηθικά θέματα, τα οποία λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από τα μουσεία σε παγκόσμια κλίμακα. Στον χώρο των μουσείων, οι ηθικές απαιτήσεις είναι ακόμα πιο υψηλές και από τις νομικές απαιτήσεις και αντανακλούν την ακεραιότητα και τον χαρακτήρα των μουσείων.
Ακόμα και να μπορούσε το Βρετανικό Μουσείο να αποδείξει την νομιμότητα των πράξεων του Έλγιν, η συμπεριφορά του δεν συμβαδίζει με τα σύγχρονα ηθικά πρότυπα. Στον βαθμό που η νομική διαμάχη για τα Μάρμαρα είναι σήμερα αδιέξοδη, τα ηθικά πρότυπα δημιουργούν ένα παράθυρο τρωτότητας για το Βρετανικό Μουσείο.
Οι εκκλήσεις που γίνονται για άρση της British Museum Act 1963 από το Βρετανικό Κοινοβούλιο, λειτουργούν και αυτές μέσα στα πλαίσια των ηθικών παραμέτρων του προβλήματος.
Η Βρετανία μετά το Brexit θεωρεί ότι γίνεται αυτόνομος παίκτης στο διεθνές σύστημα. Επομένως, θα πρέπει να επιβεβαιώνει συνεχώς την ισχύ της, δηλαδή το γεωπολιτικό της βάρος. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει πολλά περιθώρια υποχωρήσεων και μάλιστα σε θέματα στα οποία έχει το επάνω χέρι.
Επομένως, η ηθική πίεση έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γεωπολιτική εικόνα που θέλει να εκπέμψει, επομένως δεν αναμένεται να έχει περιθώρια επιτυχίας, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.
Οι πιθανές λύσεις
Υπάρχουν πιθανές λύσεις, αλλά αυτές προϋποθέτουν συνεργασία μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας. Το πολιτικό ερώτημα που τίθεται, είναι γιατί να συνεργαστεί το Λονδίνο με την Αθήνα. Αυτή η συνεργασία θα πρέπει να έχει και άλλα επίδικα που να ενδιαφέρουν πρωτίστως το Λονδίνο.
Η Αθήνα μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί κάποιο θέμα ιδιαίτερης σημασίας για το Λονδίνο. Η ιδεολογική προσέγγιση, δεν αποδείχτηκε μέχρι τώρα αποτελεσματική. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τζέρεμι Κόρμπιν, περί επαναπατρισμού σε περίπτωση νίκης του στις εκλογές, δεν μπόρεσαν να επαληθευτούν στην πράξη. Είχε προλάβει ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Χάρτβιγκ Φίσερ να απαξιώσει αυτό το ενδεχόμενο, επισημαίνοντας ότι είναι μία προσωπική άποψη, η οποία αποκλίνει από αυτήν του Μουσείου.
Επίσης, η μέθοδος των απειλών, δεν έχει λειτουργήσει. Η Αθήνα έχει απειλήσει να μηνύσει το Βρετανικό Μουσείο, αλλά είναι προφανές ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα είχε καμία τύχη στα βρετανικά δικαστήρια.
Η λύση που συζητείται το τελευταίο διάστημα, είναι ο δανεισμός των Μαρμάρων, είτε για ένα χρονικό διάστημα, είτε συνεχώς. Πρόκειται για λύση που προσκρούει σε ένα βασικό προαπαιτούμενο ─ η Αθήνα θα πρέπει να αναγνωρίσει την ιδιοκτησία των Μαρμάρων στο Βρετανικό Μουσείο. Το θέμα θα δημιουργήσει τριβές εσωτερικά γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχτεί μία ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει ιδιοκτησία στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ και για τη Βρετανία θα ήταν δύσκολο να περάσει στην κοινή γνώμη, παρά μόνο αν αφορούσε βραχυχρόνιο δανεισμό.
Η πρόταση να δανείσει και η Ελλάδα έργα τέχνης στο Βρετανικό Μουσείο, για όσον καιρό τα Μάρμαρα θα βρίσκονταν στην Αθήνα δεν έγινε δεκτή, αφού η προϋπόθεση της αναγνώρισης της ιδιοκτησίας αποτελούσε αναγκαία συνθήκη και για αυτή την ανταλλαγή. Πρόκειται για μία ίδια στρατηγική με αυτή που ακολούθησε η Ιταλία το 2006, για ανταλλαγή με το New York Metropolitan Museum.
Κάποιες τελευταίες νομικές ερμηνείες, επισημαίνουν ότι το θέμα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων ισχύει μόνο στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ σε διεθνές επίπεδο, το θέμα παρουσιάζει περιπλοκές. Εδώ δημιουργούνται δύο τάσεις: Η μία θεωρεί ότι το θέμα της ιδιοκτησίας θα πρέπει να τεθεί στο περιθώριο, ενώ η άλλη θεωρεί ότι αφού δεν εξασφαλίζεται το θέμα της ιδιοκτησίας, τότε η όλη υπόθεση δεν πρέπει να προχωρήσει.
Στο βαθμό που η απλή ανταλλαγή δεν προχωράει, εμφανίζονται και άλλες λύσεις. Μία από αυτές είναι η υιοθέτηση από την Ελλάδα ενός νόμου αντι-ιδιοποίησης που θα προηγηθεί του δανεισμού. Αυτός ο νόμος θα πρέπει να εμποδίζει τον οποιονδήποτε, περιλαμβανομένου και του ελληνικού κράτους, να κατάσχει ή να ιδιοποιηθεί τα Μάρμαρα κατά τη διάρκεια του δανεισμού τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο πέρασε έναν τέτοιο νόμο το 2007, κατά τη διάρκεια δανεισμού έργων τέχνης από τη Ρωσία στο Somerset House. Η Ελλάδα θα μπορούσε να υιοθετήσει έναν ανάλογο νόμο, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτό θα δημιουργούσε μεγάλα πολιτικά προβλήματα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν συνέδεσαν το θέμα του επαναπατρισμού με το Brexit και τις διαπραγματεύσεις, ενώ το ίδιο έγινε και από την πλευρά της ΕΕ. Αν και υπήρξαν πληροφορίες τον Φεβρουάριο 2020 ότι οι Βρυξέλλες θα περιλάμβαναν το θέμα στη διαπραγμάτευση για το Brexit (υπήρξε μία παράγραφος που εισήλθε στο κείμενο της διαπραγμάτευσης με τη στήριξη της Ιταλίας, αλλά δεν καλύπτει το ελληνικό αίτημα γιατί αναφέρεται σε κλεμμένες αρχαιότητες και το Λονδίνο δεν αντιμετωπίζει τα Μάρμαρα ως τέτοια ) εν τούτοις, η ΕΕ δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσει μία συμφωνία με τη Βρετανία, για μία υπόθεση που συνέβη πριν από 200 χρόνια. Επίσης, παρά τη θετική του προδιάθεση (διακήρυξη του 1999 κ.λπ.), το Ευρωκοινοβούλιο δεν αποτελεί ισχυρό θεσμό ο οποίος θα μπορούσε να επηρεάσει τη βρετανική κυβέρνηση. Επομένως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπήρχε και δεν υπάρχει κάποιος μοχλός πίεσης προς το Λονδίνο.
Το θέμα παραμένει αυστηρά διμερές, μεταξύ δύο κρατών και όχι μεταξύ δύο μουσείων, ή δύο αφηγημάτων. Επίσης, δεν αποτελεί ευρωπαϊκό θέμα, αφού οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφυγαν να το μετατρέψουν σε τέτοιο.
Με τα δεδομένα αυτά, οι λύσεις που υπάρχουν είναι:
Πρώτον, να δεχτεί η ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει μία διαδικασία ανταλλαγής με το Βρετανικό Μουσείο, αφού πρώτα αναγνωρίσει την ιδιοκτησία των Μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο. Και αυτή η λύση θα έχει μεγάλο εσωτερικό πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Δεύτερον, να ψηφίσει η κυβέρνηση έναν νόμο «αντι-ιδιοποίησης», παρόμοιο με τον βρετανικό νόμο του 2007. Και αυτή η λύση θα έχει εσωτερικό πολιτικό κόστος, εκτιμάται όμως ότι μπορεί να είναι μικρότερο.
Τρίτον, η λύση της απλής ανταλλαγής δεν εξετάζεται σήμερα από βρετανικής πλευράς. Ωστόσο, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ασκηθούν μεγαλύτερες πιέσεις.
Τέταρτον, η επιστροφή των Μαρμάρων (μέσα από ηθικές πιέσεις κ.λπ.) δεν εξετάζεται από βρετανικής πλευράς. Επομένως, δεν υπάρχει σημείο σύγκλισης. Αυτή θα ήταν η βέλτιστη λύση και οι πιέσεις θα πρέπει να συνεχιστούν και προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ελλάδα θα πρέπει να ασκεί πίεση προς τη Βρετανία, σταθερά και να εκμεταλλευτεί τη διεθνή συγκυρία. Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει να δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή ─το υπουργείο Πολιτισμού δεν αρκεί─, να υλοποιήσει τις κατάλληλες καμπάνιες και να έχει σε μόνιμη εγρήγορση τον ελληνισμό της διασποράς. Πρόκειται για ένα εθνικό θέμα…