Ο πόλεμος, οι αλλαγές και οι κοινωνίες της ΔύσηςΒαγγέλης Χωραφάς

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε η συστηματική ανάπτυξη της έννοιας «Δυτικός τρόπος πολέμου». Η έννοια αυτή προσπαθεί να αναδείξει στοιχεία συνέχειας στον τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, στα ιδιαίτερα ιδεολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των πολεμιστών και σε ειδικούς τρόπους χρησιμοποίησης της τεχνολογίας του πολέμου, ξεκινώντας από την αρχαία Ελλάδα και καταλήγοντας στη σημερινή υπερδύναμη, τις ΗΠΑ.

Πρόκειται για μια ιδεολογική κατασκευή που χρησιμοποιείται, εκτός από τους ακαδημαϊκούς, και από Δυτικούς στρατιωτικούς αναλυτές. Πάνω στο υπόβαθρο του «Δυτικού τρόπου πολέμου», γίνεται δυνατή η αναθεώρηση βασικών στρατηγικών δογμάτων της εποχής της νεωτερικότητας και η αντικατάστασή τους με μεταμοντέρνες απόψεις για τη φύση του πολέμου και τις μεθόδους οργάνωσης και λειτουργίας του στρατού.

Ο κοινός παρονομαστής όλων των προσπαθειών είναι η ανάδειξη της διαφορετικότητας μεταξύ του «Δυτικού τρόπου πολέμου» του 21ου αιώνα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 20ού αιώνα.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Η ιστορία των 75 τελευταίων χρόνων δείχνει την εξάλειψη των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των χωρών της Δύσης, κυρίως μέσα από τη λειτουργία του ΝΑΤΟ και άλλων διεθνών δομών ασφάλειας. Με την έννοια αυτή ο πόλεμος παύει εν μέρει να έχει υπαρξιακή διάσταση για τους Δυτικούς, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η υπαρξιακότητα του διατηρείται μόνο σε σχέση με πολέμους που γίνονται στον Τρίτο Κόσμο, και αφορά την κρισιμότητα της αναπαραγωγής των σχέσεων εξάρτησης και ιεραρχίας μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας, του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η διατήρηση του επιπέδου λειτουργίας των κοινωνιών της Δύσης. Τόσο το ξεπέρασμα του πολέμου στη Δύση όσο και οι πόλεμοι του Τρίτου Κόσμου επιτεύχθηκαν μέσα από την ηγεμονική στρατηγική των ΗΠΑ, που κατόρθωσε να τερματίσει τους πολέμους στο κέντρο και να εμπλακεί σχεδόν σε όλους τους πολέμους στην περιφέρεια, από το 1945 μέχρι σήμερα.

Η σταθερότητα, που δημιουργήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, έγινε τρόπος ζωής στη  Ευρώπη, επηρεάζοντας και τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες κατανοούσαν τον πόλεμο και τα αποτελέσματά του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια κοινότητα κρατών που θεωρεί ότι ο πόλεμος –μέσα από την τραυματική ευρωπαϊκή εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων– αποτελεί αποτυχία της πολιτικής. Οι Ευρωπαίοι τείνουν να αντιλαμβάνονται το δικό τους «μεταμοντέρνο σύστημα» ως μέρος ενός γενικότερου συστήματος, στο οποίο η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων πρέπει να αντικατασταθεί από έννοιες όπως η «απόρριψη της ισχύος» και η «αυτοεπιβαλλόμενη συμπεριφορά». Αυτό τους οδηγεί στην απόρριψη του κλασικού raison d’état από την εποχή του Μακιαβέλλι, δηλαδή της αποτελεσματικότητας –άρα, εν πολλοίς, και της μη ηθικής– της λειτουργίας του κράτους, και στην αντικατάστασή του από μια μορφή συνειδησιακής ηθικής στις διεθνείς υποθέσεις.

Το ευρωπαϊκό εγχείρημα εδράζεται σε μια νέα αρχή: ασφάλεια μέσω της διαφάνειας, ενώ η τελευταία διασφαλίζεται μέσω της αλληλεξάρτησης. Πρόκειται για μια ενδοευρωπαϊκή διαδικασία που έχει μια προϋπόθεση. Ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας εξασφαλίζεται από τις ΗΠΑ, μέσα από τη λειτουργία του ΝΑΤΟ. Με αυτά τα δεδομένα, η έννοια της αλληλεξάρτησης (δηλαδή οι δεσμοί διά των οποίων συνδέεται με τον γεωοικονομικό της περίγυρο μέσα από συμφωνίες, καθεστώτα εμπορικών προτιμήσεων και τη διαδικασία συμμετοχής υποψήφιων χωρών στην ΕΕ) αποτελεί καθαυτή μια επεκτατική τάση, που σπρώχνει τα σύνορα της ΕΕ προς την Ανατολή, τη Ρωσία, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια και τις παρυφές της Ευρασίας.

Επομένως, δεν είναι μόνο το ΝΑΤΟ που επεκτείνει τα όρια του προς αυτές τις περιοχές, αλλά και η ίδια η ΕΕ. Οι διευρύνσεις της ΕΕ μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, σε ότι αφορά τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έγιναν κατά κανόνα, αφού οι χώρες αυτές είχαν ήδη προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ.

Ο συναινετικός τρόπος λήψης αποφάσεων στην ΕΕ παράγει διακριτά αποτελέσματα, που επηρεάζουν τις εθνικές ταυτότητες και ιδέες, κυρίως αν οι αποφάσεις σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Πρόκειται για διαδικασίες διαμόρφωσης συλλογικής μνήμης βασισμένες σε συμβολισμούς και μύθους που σχετίζονται με το τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη στον κόσμο. Το παρελθόν, δηλαδή το τι έκανε στον κόσμο η Ευρώπη, χρησιμοποιείται μόνο σαν αφανές υπόβαθρο, σαν μια συνιστώσα της συλλογικής μνήμης, που αδυνατίζει με το πέρασμα των χρόνων. Μέσα στα πλαίσια αυτά, απορρίπτεται και οποιαδήποτε σχέση με το παρελθόν των Ανατολικών χωρών, την εποχή που αποτελούσαν μέρη του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Οι εξελίξεις αυτές καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την πιθανότητα κινητοποίησης της κοινής γνώμης για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ακόμα περισσότερο στο βαθμό που οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ταυτίζονται με τη συνήθη και επαναλαμβανόμενη πρακτική των ΗΠΑ, η οποία σφραγίζει την ταυτότητά τους, κάτι που δεν ταιριάζει με την αναδυόμενη «μεταμοντέρνα» ταυτότητα της ΕΕ.

Είτε στο επίπεδο των κρατών-μελών είτε στο επίπεδο της ΕΕ, η συναινετική πολιτική κάνει τη διάκριση μεταξύ «εχθρού» και «φίλου» εξαιρετικά δυσχερή. Σε γενικές γραμμές η ΕΕ θα ήθελε να διαμορφώνεται σε μια «δημοκρατική κοινότητα χωρίς εχθρούς».

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ψευδαίσθηση, στο βαθμό που εθνοταυτοτικές διαφοροποιήσεις στα κράτη-μέλη εξακολουθούν να υπάρχουν (π.χ. Βάσκοι, Ιρλανδοί κ.λπ.), ενώ δεν υφίσταται κανένας μηχανισμός που να μπορέσει να αποτρέψει αυτές τις αντιθέσεις από το να γίνουν ανταγωνιστικές. Πολύ περισσότερο, η κατάσταση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο παραμένει τεταμένη, στο βαθμό που εθνικά προβλήματα μεταξύ κρατών-όπως στη περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, δύο κρατών-μελών της ΕΕ, με τη Τουρκία- δεν μπορούν να διευθετηθούν.

Οι οπαδοί της θεωρίας για τη δημοκρατική ειρήνη εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο στο επίπεδο των εθνικών κρατών να κινητοποιηθεί ο λαϊκός παράγοντας υπέρ οποιασδήποτε πολεμικής λύσης. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις ευρωπαϊκές «μετα-εθνικές» κοινωνίες, που εμφανίζουν αποδυνάμωση της εθνικής τους ταυτότητας αλλά και ιδιαίτερη ευαισθησία στις αντιδράσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

ΟΙ ΗΠΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο διά ομοφωνίας τρόπος λήψης αποφάσεων της ΕΕ τής στερεί το δυναμισμό αυτού που στις ΗΠΑ αποκαλούν «υπεροχή της απόφασης». Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί, αν, σύμφωνα με το κυρίαρχο πρότυπο ανάλυσης των διεθνών σχέσεων, ζούμε σε μια περίοδο κινδύνων και όχι απειλών, η δυνατότητα χρησιμοποίησης της «υπεροχής της απόφασης» μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία ή στην αποτυχία κατά τη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων. Αυτός ο μετασχηματισμός από την αντιμετώπιση απειλών στην αντιμετώπιση κινδύνων έχει επηρεάσει καθοριστικά τις απόψεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης στα θέματα άμυνας και ασφάλειας.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά χαρακτηριστικά στο θέμα της αντιμετώπισης κινδύνων: Πρώτον, ότι ο εχθρός είναι κινητικός και αποεδαφοποιημένος, δεύτερον, ότι η έννοια της συμμαχίας ή της συμμετοχής σε μια κοινότητα άμυνας και ασφάλειας είναι μεταβλητή και όχι σταθερή και, τρίτον, ότι οι συμμαχίες συγκροτούνται γύρω από ασύμμετρες διαδικασίες (π.χ. τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, οικολογική καταστροφή κ.λπ.) και όχι γύρω από συγκεκριμένες απειλές. Ακόμα και αν αυτό ήταν το νέο πλαίσιο διεθνούς ασφάλειας, χρειάζεται η ισχύς του παγκόσμιου ηγεμόνα προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος ισορροπιών.

Βέβαια, και οι ΗΠΑ αποδέχονται τις ίδιες αξίες και αρχές, αλλά τις μετατρέπουν με διαφορετικό τρόπο σε πολιτική. Η ευρωπαϊκή αποστροφή προς τον πόλεμο δεν σημαίνει ότι η ΕΕ έχει αποποιηθεί των δικαιωμάτων της να ασκεί αστυνόμευση. Μόνο που η αστυνόμευση συνήθως έπεται στρατιωτικών επιχειρήσεων, τις οποίες, κατά κανόνα, πραγματοποιούν ή στηρίζουν οι ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διαδικασίες «peacekeeping» και «peace enforcement» αντιπροσωπεύουν αυτό που ονομάζουμε «ήπια εξισορρόπηση», σε αντίθεση με τη «σκληρή εξισορρόπηση» που αντιπροσωπεύει η λογική των ΗΠΑ για προσφυγή σε στρατιωτικές λύσεις και πολέμους. Οι πολεμικές λύσεις αποτελούν παρελθόν για την Ευρώπη, και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για αυτήν, η σκληρή αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Ευρωπαίους είναι η προώθηση ενός εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης των διεθνών σχέσεων. Ενός «μετα-εθνικού» μοντέλου, που μπορεί να είναι ελκυστικότερο από το κλασικό μοντέλο του ιεραρχημένου ιμπεριαλισμού.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν επηρεάσει και την ειδικότερη φύση του «Δυτικού τρόπου πολέμου», που διαμορφώνεται τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα με βάση τις εξής παραδοχές:

Πρώτον, ο πόλεμος θα διεξάγεται μέσω επιχειρήσεων χαμηλής φονικότητας. Οι στρατοί της Δύσης δεν επιθυμούν, αλλά ούτε έχουν και τη συγκατάθεση των κοινωνιών να διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις με μεγάλες απώλειες για τους ίδιους, όπως συνέβαινε στους πολέμους του 20ού αιώνα. Προωθείται η χρήση της τεχνολογίας για τη βελτίωση της ακρίβειας των πληγμάτων, τη μείωση των παράπλευρων απωλειών και τη διάσωση της ζωής των στρατιωτών. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες ζωές, ο πόλεμος θα πρέπει να γίνει ανέξοδος. Γίνεται επομένως κατανοητό γιατί η απώλεια μιας εκατοντάδας στρατιωτών στον Νότιο Λίβανο ήταν ικανή να σταματήσει την εισβολή του ισραηλινού στρατού.

Δεύτερον, ο πόλεμος περιθωριοποιείται σταδιακά, μέσα στο πλαίσιο των εθνικών προτεραιοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατοί μετατρέπονται σε επαγγελματικούς –με την πιο σύγχρονη τάση, όπως εμφανίζεται στις ΗΠΑ, να μετατραπούν σε μισθοφορικούς– και η θητεία –καθώς και οι πλευρές της ταυτότητας του πολίτη που προκύπτουν από αυτή– περιορίζεται ή καταργείται εντελώς. Έχουμε δηλαδή δραστικό περιορισμό των στρατευμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους αλλάζουν χαρακτήρα λόγω αυτών των μειώσεων. Η εποχή του στρατιωτικού κεϋνσιανισμού και του ρόλου των αμυντικών δαπανών για τη σταθεροποίηση των οικονομικών της Δύσης έχει περάσει. Τα τελευταία χρόνια, οι αμυντικές δαπάνες αποτελούν ένα όλο και περισσότερο μειούμενο κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού, που δεν συμβάλλουν καθοριστικά στην αναπαραγωγή του συνολικού συστήματος. Το κράτος ευημερίας/κράτος πολέμου του 20ού αιώνα έχει αντικατασταθεί από το δίπολο νεοφιλελευθερισμός/νέοι πόλεμοι, που ενσωματώνει τη νέα φιλοσοφία της Δύσης.

Τρίτον, οι στόχοι για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί στρατιωτική ισχύς είναι όλο και περισσότερο ευμετάβλητοι και συγκεχυμένοι. Με δεδομένη την απουσία συνεκτικών στόχων, η χρήση στρατιωτικών μέσων γίνεται εξαιρετικά δύσκολη γιατί οι στρατιωτικές αποστολές είναι ασταθείς και μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες εξελίξεις.

Αυτές οι μεταβολές στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου έχουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Ο πόλεμος είναι δύσκολο να κερδηθεί. Οι πόλεμοι του Βιετνάμ, του Αφγανιστάν, του Ιράκ και του Λιβάνου δείχνουν ότι οι πόλεμοι στον Τρίτο Κόσμο που θα διεξάγει η Δύση και τον 21ο αιώνα, δύσκολα θα είναι νικηφόροι για μια σειρά λόγους:

Πρώτον, λόγω της δυσυμμετρίας των κινήτρων. Οι πόλεμοι αυτοί έχουν περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου, σε σχέση με τους λαούς των χωρών του Κέντρου. Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία υπεροχής του δυτικού τρόπου πολέμου, που είναι η οργάνωση, η εκπαίδευση και η τεχνολογία, δύσκολα θα επικρατήσουν απέναντι στα ιδεολογικά και υπαρξιακά κίνητρα του λαϊκού πολέμου των χωρών της περιφέρειας.

Δεύτερον, λόγω της εμφάνισης νέων τρόπων πολέμου που θα μειώσουν με την πάροδο του χρόνου το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Δύσης. Στο βαθμό που ο πόλεμος αποτελεί, μεταξύ άλλων, και μια διανοητική σύγκρουση, είναι αναμενόμενο ότι η διάδοση της γνώσης μέσα από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, θα βοηθήσει τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και λαούς να διευρύνουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Η τάση αυτή έχει διαφανεί μέσα από τους αποκαλούμενους πολέμους 4ης γενιάς στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Νιγηρία, στον Λίβανο (μέσα από τη δράση της Χεζμπολάχ σαν δυνάμεις ελαφρού πεζικού 4ης γενιάς κ.λπ.).

Τρίτον, λόγω του ότι οι ασύμμετροι πόλεμοι εξακολουθούν να διεξάγονται εκτός των συνόρων της Δύσης, έχει ως αποτέλεσμα τη φυσική καταστροφή χωρών που δεν μπορούν να ανοικοδομηθούν, αλλά και των συνεκτικών δεσμών των κοινωνιών. Το τελευταίο αποτελεί καταλύτη για τον πολλαπλασιασμό των ομάδων που εμπλέκονται στις ασύμμετρες συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και αυτών που είναι πρόθυμες να μεταφέρουν τη σύγκρουση στα εδάφη της Δύσης.

Οι λαοί στις χώρες του Κέντρου πρέπει να μάθουν να ζουν με βάση τα όρια που θέτει η παγκόσμια συγκυρία. Είναι περίπου αδύνατον να αντιστραφεί αυτή η τάση. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία μαζική κινητοποίηση για πόλεμο, η οποία να υπερβαίνει τους υπάρχοντες περιορισμούς, που δεν θα αντιμετωπίσει την ισχυρή αντίδραση όχι μόνο της δυτικής κοινής γνώμης αλλά και των παγκόσμιων αγορών. Αυτό σημαίνει ότι οι πόλεμοι θα διεξάγονται με γνωστή –τουλάχιστον για την πλειοψηφία των περιπτώσεων– την εκ των προτέρων κατάληξη: Δεν θα υπάρξει διακριτή νίκη. Σημαίνει επίσης ότι το κυριότερο όπλο της στρατηγικής των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία ακυρώνεται στην πράξη. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο οι νεοσυντηρητικοί της κυβέρνησης Μπους χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, οι δυνατότητες της τελευταίας να επιτύχει καθοριστικά αποτελέσματα αποδείχθηκαν περιορισμένες, όπως έδειξαν τα παραδείγματα του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Συρίας. Και αυτός ο περιορισμός αποτελεί το όριο για κάθε Δυτικό στρατό.

Η πρόσφατη εμπειρία έχει αποδείξει ακόμα, ότι η Δύση έχει μηδαμινές δυνατότητες να αποφύγει την κατάρρευση των κρατών, όπως έδειξε το παράδειγμα της Λιβύης. Αυτών που η ίδια ονομάζει κράτη-παρίες και αποτελούν δημιούργημα του παγκόσμιου καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης. Το ίδιο μηδαμινές είναι και οι πιθανότητες λειτουργίας των διαδικασιών state-building γιατί απαιτούν τη διάθεση τεράστιων χρηματικών πόρων και στρατιωτικών δυνατοτήτων που δεν είναι διαθέσιμες από τις χώρες του κέντρου.

Με δεδομένες αυτές τις αδυναμίες, ο «Δυτικός τρόπος πολέμου» έχει περιορισμένες δυνατότητες. Η λειτουργία όμως του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η διεθνής ιεραρχία των κρατών και η ιστορικότητα συγκρότησης του συνολικού συστήματος εδώ και πεντακόσια χρόνια θα φέρνουν τον πόλεμο συνεχώς στο προσκήνιο.

Τα παγκόσμια σχέδια των δύο πόλων της Δύσης, των ΗΠΑ και της ΕΕ, όσο και αν παρουσιάζονται ως διαφορετικά, στην πραγματικότητα είναι συμπληρωματικά και δεν θα ακυρωθούν στην πράξη μέσα από τις συγκρούσεις του 21ου αιώνα.

Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Γάζα, έφεραν ξανά στο προσκήνιο τις κλασσικές απόψεις περί πολέμου. Ενός πολέμου εδαφοποιημένου, μεταξύ οργανωμένων στρατών και υψηλής φονικότητας.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αποκάλυψε την επιδείνωση του σεναρίου ευρωπαϊκής ασφάλειας, που έχει ήδη πληγεί από το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Μια πολεμική επιχείρηση που λαμβάνει χώρα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο σε πλήρη μεταμόρφωση και που καθιστά απαραίτητο για τις Βρυξέλλες, τον επανασχεδιασμό του ευρωπαϊκού μοντέλου ασφάλειας. Η χίμαιρα της αποφυγής ενός πολέμου μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών, που είναι προφανώς αβάσιμη, κατέρρευσε. Ίσως κάποιοι να θεωρούν ότι αυτό ισχύει εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ, αλλά η αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας, τα τελευταία 50 χρόνια, ανατρέπει και αυτή τη προσδοκία. Το 2022 η χρήση βίας ως εργαλείου για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου υλοποιείται για πολλοστή φορά στην Ευρώπη, μετά την εισβολή στη Κύπρο το 1974, τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας της δεκαετίας του ’90 και την κατάληψη της Κριμαίας το 2014.

Επιπλέον, στην Ουκρανία φαίνεται η αμετάβλητη φύση του πολέμου, η εφαρμογή της βίας για να παραχθεί χάος, καταστροφή και θάνατος και έτσι να καμφθεί η βούληση του αντιπάλου. Μια πραγματικότητα που έρχεται επίσης να βάλει τέλος στον μύθο ενός σχετικά αβλαβούς πολέμου, ο οποίος θα διεξαγόταν κυρίως σε μη φυσικά περιβάλλοντα και στον οποίο ο εικονικός χώρος και το διαδίκτυο, θα παρείχε υποκατάστατα στοιχεία για την κινητική βία. Με τον πόλεμο επιδιώκεται η επιβολή επί της θέλησης του εχθρού, η υποταγή του με τη βία, η απομείωση της δύναμης του και η διάλυση της θέλησής του για αντίσταση, για την οποία χρησιμοποιείται η μέγιστη διαθέσιμη ισχύς. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον επιρρεπές σε συγκρούσεις, η αποτροπή του πολέμου και η ενίσχυση της ειρήνης απαιτεί αξιόπιστη αποτροπή, κάτι που απέτυχε να κάνει η Ουκρανία, ενώ απαιτεί και αποτελεσματικές στρατιωτικές δυνατότητες για να αποφευχθεί ο πειρασμός της χρήσης βίας από πιθανούς παραβάτες.

Όπως προαναφέρθηκε, τις τελευταίες δεκαετίες, οι δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες σε επιχειρήσεις χαμηλής έντασης και φονικότητας, καταστολής εξεγέρσεων σε μακρινά θέατρα επιχειρήσεων. Επιχειρήσεις που απαιτούσαν σχετικά λίγα μέσα και όπλα, αν και τεχνολογικά προηγμένα και ακριβή. Μόλις το 2014, με την έναρξη της ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα, μεταλλάσσεται επίσης το ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας. Επιπλέον, όλα αυτά συνέβαιναν όταν η πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων όπλων και πυρομαχικών, έχει γίνει ευρέως διαδεδομένη, καθιστώντας τα διαθέσιμα σε κάθε κυβέρνηση. Γεγονός είναι ότι το 2022 υπήρξε ένας ανοιχτός πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος, στα σύνορα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δείχνοντας ότι τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πάνω απ ‘όλα, η τεράστια ανάγκη για προμήθειες όπλων και πυρομαχικών στην Ουκρανία έδειξε ότι τα συμμαχικά κράτη δεν διέθεταν τα απαραίτητα αποθέματα πυρομαχικών, ούτε τη βιομηχανική ικανότητα να τα παράγουν άμεσα και έτσι, να μπορέσουν να συνεχίσουν τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις.

Γεγονός είναι ότι η αποτελεσματική αποτροπή απαιτεί πλατφόρμες, όπλα και πυρομαχικά, χωρίς τα οποία δεν είναι πρακτική και κατά συνέπεια αυξάνεται ο κίνδυνος επιθετικότητας. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η αποτροπή απέτυχε, η ρωσική αντίληψη για τις ουκρανικές δυνατότητες και η τελική υποστήριξη που θα μπορούσε να λάβει το Κίεβο ήταν λανθασμένη, ενώ η εικόνα για τις δικές της στρατιωτικές ικανότητες θεωρήθηκε ανακριβής. Το ανοικτό ερώτημα είναι, πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι η αποτροπή, που υποτίθεται ότι εφαρμόζουν διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Η τρέχουσα διεθνής κατάσταση, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλες περιοχές του κόσμου, και ιδιαίτερα στη θαλάσσια Ανατολική Ασία, απαιτεί μια αξιόπιστη και αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη, της οποίας ο άμεσος στόχος δεν είναι άλλος, από την αποφυγή του πειρασμού χρήσης στρατιωτικής δύναμης από έναν πιθανό αντίπαλο. Ωστόσο, η απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων δεν μπορεί να είναι άμεση, οι διαδικασίες σχεδιασμού και απόκτησης στρατιωτικών ικανοτήτων είναι μακρές και περίπλοκες και εμπλέκουν πολλούς παράγοντες, κυβέρνηση και βιομηχανία, εθνικούς και ξένους, οπότε όταν συμβεί ξαφνικά μια κρίση μπορεί να είναι πολύ αργά για να υπάρξει αποτελεσματική αντίδραση και να αποφευχθούν οι συνέπειες της. Δεν υπάρχει «σουπερμάρκετ όπλων» όπου μπορεί να γίνει προμήθεια πλατφορμών, όπλων και πυρομαχικών, αμέσως μόλις καταστούν αναγκαία.

Έτσι, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αβεβαιότητα είναι μέρος της φύσης του πολέμου, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα αξιόπιστων γραμμών παραγωγής όπλων, που υποστηρίζονται από μια εθνική βιομηχανική βάση της δικής της ή φίλων κρατών, ικανών να ανταποκριθούν στις ανάγκες μιας παρατεταμένης εκστρατείας. Είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχουν αξιόπιστες αλυσίδες εφοδιασμού για την απόκτηση εξαρτημάτων και υλικών.

Ο νόμος του τετραγώνου του Λάντσεστερ διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθορίζει τα «μαθηματικά του στρατιωτικού τομέα», ενώ από τότε διδάσκεται στον στρατό. Έκανε την επανεμφάνιση του στον πόλεμο της Ουκρανίας, σχετιζόμενος με την ισορροπία μεταξύ της ποσότητας και της ποιότητας των οπλικών συστημάτων των δύο στρατών.

Αν και εκφράζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια σε όρους διαφορικών εξισώσεων, ο νόμος του τετραγώνου του Λάντσεστερ μπορεί να παραφραστεί χονδρικά ως εξής: «Η δύναμη μιας στρατιωτικής μονάδας –αεροπλάνα, πυροβολικό, τανκς ή απλώς στρατιώτες με τουφέκια– είναι ανάλογη όχι με το μέγεθος της μονάδας. αλλά στο τετράγωνο του μεγέθους του».

Φυσικά, αυτή η ανάλυση είναι αναγκαστικά ​​απλοϊκή και αγνοεί πολλούς καθοριστικούς παράγοντες. Όπως και στην Ουκρανία, πολλά εξαρτώνται από το αν ένας στρατός έχει ή όχι το ηθικό και το κίνητρο να πολεμήσει. Η αναπλήρωση των προμηθειών και άλλες δυναμικές πτυχές του πολέμου είναι επίσης κρίσιμοι παράγοντες, όπως δείχνει η εμπειρία.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία απέδειξε ότι η εποχή του βιομηχανικού πολέμου είναι ακόμα εδώ. Η μαζική κατανάλωση εξοπλισμού, οχημάτων και πυρομαχικών απαιτεί μια μεγάλης κλίμακας βιομηχανική βάση για ανεφοδιασμό – η ποσότητα εξακολουθεί να έχει τη δική της ποιότητα.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Πολλά μέσα ενημέρωσης στη Δύση, δημοσίευσαν άρθρα σχετικά με το πώς η κατάσταση στην Ουκρανία εξαντλεί το στρατιωτικό δυναμικό του Παλαιού Κόσμου και τι απειλές δρομολογούνται. Στην πραγματικότητα, γινόμαστε μάρτυρες, στην κατάρρευση των ευρωπαϊκών απόψεων που οδηγούσαν στην  αποστρατιωτικοποίηση του ΝΑΤΟ. Έχοντας συνηθίσει στο γεγονός ότι η σοβιετική απειλή είχε βυθιστεί στη λήθη, η Βορειοατλαντική Συμμαχία χαλάρωσε και σκέφτηκε σχεδόν όλες τις επερχόμενες συγκρούσεις, ως επανάληψη μιας άλλης «βόλτας» στο Ιράκ, ή τη Λιβύη, ή τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας.

Το 2022 έφερε δραστικές προσαρμογές. Αποδείχθηκε ότι η ίδια η ουσία ενός πολέμου πλήρους κλίμακας δεν έχει αλλάξει καθόλου από το 1945. Και αν η Δύση θέλει να υπερασπιστεί τα ηγεμονικά της δικαιώματα, δεν θα πρέπει να κάνει άλλη μια εκστρατεία στο Ιράκ, αλλά πιθανόν μια επανάληψη του πολέμου της Κορέας 1950-1953. Είναι έτοιμες οι κοινωνίες της Δύσης για αυτό; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.

Μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Μεγάλη Βρετανία, επίσημα μια από τις νικήτριες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποδείχτηκε ότι έχει στη διάθεσή της 150 άρματα μάχης. Το τελευταίο Challenger βγήκε από τη γραμμή παραγωγής το 2009 – απλά δεν υπήρχαν άλλες παραγγελίες από τη βρετανική κυβέρνηση, τα επόμενα χρόνια.

Η Γαλλία, ένα άλλο μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει λιγότερα από 100 βαριά όπλα. Η Δανία δεν διαθέτει βαρύ πυροβολικό ή συστήματα αεράμυνας, ούτε υποβρύχια, παρά το καθεστώς της ως θαλάσσιο κράτος.

Η Μπούντεσβερ, σύμφωνα με την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, έχει εφοδιασμό με βλήματα πυροβολικού, για δύο ημέρες σοβαρών μαχών. Ενδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση στη Γερμανία.

Μήπως όμως η αδυναμία της Ευρώπης αντισταθμίζεται από τη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών; Άλλωστε, η ουσία είναι ότι το βάρος του ευρωατλαντισμού το έχουν σηκώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες και όχι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία ή η Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, όπως γράφουν δυτικοί συγγραφείς, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν επίσης μεγάλα προβλήματα με το δικό τους στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα. Το καλοκαίρι, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε έντονη έλλειψη βλημάτων 155 χιλιοστών λόγω της βοήθειας που παρέχεται σε διάφορες χώρες, προεξάρχουσας της Ουκρανίας.. Το κόστος για την αναπλήρωση των αποθηκών σχεδιάζεται να αυξηθεί κατά 500% στο εγγύς μέλλον, αλλά αυτή η διαδικασία θα διαρκέσει χρόνια. Με την εμπλοκή του Ισραήλ στον πόλεμο της Γάζας, η κατάσταση αυτή, έχει επιδεινωθεί.

Η ίδια WSJ, τον Οκτώβριο 2023, σημειώνει ότι τα αποθέματα όπλων υψηλής ακρίβειας θα διαρκέσουν για μερικές ώρες ή, εάν εξοικονομηθούν χρήματα, για μερικές ημέρες σύγκρουσης με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ή τη Ρωσία. Ο βομβαρδισμός του Ιράκ ή της Λωρίδας της Γάζας είναι ένα πράγμα. Αλλά η μάχη ενάντια σε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις είναι εντελώς διαφορετική.

Η αμυντική βιομηχανική βάση που υπηρέτησε τις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βοήθησε να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν φαίνεται να είναι αυτή που θα τις βοηθήσει να νικήσουν την Κίνα.

Και μια τέτοια άποψη έχει βαρύτητα, με τη μόνη διαφοροποίηση ότι κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης με τη Σοβιετική Ένωση, το ΝΑΤΟ συσσώρευσε κολοσσιαία οπλοστάσια, αλλά ο εφησυχασμός για πάνω από 30 χρόνια γαλήνιας μονοπολικής ύπαρξης, δείχνει σήμερα τις συνέπειες του.

Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι η κατάσταση του στρατού, ο οποίος δεν έχει αφομοιώσει ακόμα τα μαθήματα της αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Οποιοδήποτε πρόβλημα μπορεί να διορθωθεί εάν αντιμετωπιστεί με συνέπεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με τους τεράστιους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς.

Η ρίζα όλων των αμερικανικών προβλημάτων είναι ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αποφασίσει για την ιεράρχηση των εχθρών της. Το ΝΑΤΟ, με βάση το νέο Στρατηγικό Δόγμα του 2022, που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης, έχει ανακηρύξει τη Ρωσία ως την πιο άμεση απειλή και τη Κίνα, ως τη στρατηγική απειλή.

Εάν ο αντίπαλος είναι η Ρωσία, τότε οι ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν βαρύτητα στην ανάπτυξη του χερσαίου στρατού με ό,τι αυτό συνεπάγεται (τανκς, πυροβολικό, πυρομαχικά κ.λπ.). Αλλά σε αυτή την περίπτωση, δεν θα υπάρχουν αρκετοί πόροι για την επέκταση ναυτικής ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι ο Ειρηνικός Ωκεανός κινδυνεύει να παραδοθεί στην Κίνα. Για την Ουάσιγκτον, η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα.

Ήδη, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ είναι πολύ πίσω από το κινεζικό, όχι σε επίπεδο ποιότητας, αλλά σε ότι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη της Κίνας και για πόσο χρονικό διάστημα. Αναλύσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου από το 2022, υποστηρίζουν ότι σε περίπτωση απωλειών, ο κινεζικός στόλος θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη χωρητικότητα πολύ πιο γρήγορα από τον αμερικανικό, δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει βιομηχανική ικανότητα μεγάλης κλίμακας, για την κατασκευή πολεμικών πλοίων. Τα τελευταία 2 χρόνια, το κινεζικό ναυτικό έχει καθελκύσει δεκαεπτά νέα καταδρομικά και αντιτορπιλικά. Στην Αμερική θα χρειαστούν τουλάχιστον 6 χρόνια, για να επιτύχει έναν τέτοιο στόχο

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν εύκολο τρόπο για να χρηματοδοτήσουν και τις δύο ανάγκες, του στρατού και του ναυτικού ταυτόχρονα.

Ακόμη και μια τόσο ισχυρή δύναμη όπως οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσει να κάνει εύκολα, αποτελεσματικές κατανομές πόρων, γιατί το κόστος του Πολεμικού Ναυτικού είναι πραγματικά κολοσσιαίο. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί ακόμη και το τελικό κόστος για την ανάπτυξη του ναυτικού, καθώς, όπως επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το τελικό κόστος για την κατασκευή ενός πρότυπου πλοίου του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, είναι κατά μέσο όρο 40% υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, ενώ ο χρόνος παραγωγής για τα υποβρύχια έχει αυξηθεί από 6 σε 9 χρόνια.

Φαίνεται λοιπόν ότι ο Λευκός Οίκος βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Είτε να μην μπορεί σε βάθος χρόνου να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την Ταϊβάν και τον Ειρηνικό Ωκεανό, κάτι που οδηγεί αυτόματα στην κατάρρευση της αμερικανικής ηγεμονίας στον πλανήτη, είτε να μειώσει τα επίπεδα υποστήριξης στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτή είναι μια εξέλιξη που θα περιπλέξει τη θέση και τις αντιλήψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά πρωτίστως οι Βρυξέλλες και όχι η Ουάσιγκτον, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Στα προηγούμενα, θα πρέπει να προστεθεί, ότι ο πόλεμος στη Γάζα και η αναγκαιότητα υποστήριξης του Ισραήλ, περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τις αποφάσεις της Ουάσιγκτον.

Σε κάθε περίπτωση, με τα υπάρχοντα δεδομένα, φαίνεται ότι οι ΗΠΑ θα επιλέξουν τις κινήσεις που θα τις βοηθήσει να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, ασχέτως αν αυτό μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιες φιλικές χώρες. Οι τελευταίες θα πρέπει να προσαρμοστούν άμεσα στις αλλαγές που συμβαίνουν στις διεθνείς σχέσεις και προέρχονται με τη σειρά τους, από αλλαγές που επιφέρουν οι σύγχρονοι τρόποι πολέμου.