Τι μας λέει η Ουκρανία για τον ερχόμενο πόλεμοBernard Wicht

Μετά την αποθέωση του προέδρου Ζελένσκι από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, τη δημόσια υπόσχεση του Βρετανού πρωθυπουργού για αδιάκοπη ροή πυρομαχικών στην Ουκρανία το 2023 και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το αίτημα της Ουκρανίας να αποκλείσει τη Ρωσία από τον ΟΗΕ, τα μέσα ενημέρωσης μιλούν τώρα για μια σπουδαίο ουκρανική νίκη, ένα σημείο καμπής στον πόλεμο και μια πιθανή ρωσική ήττα.

Μπροστά σε αυτήν την κλιμάκωση των μέσων ενημέρωσης, είναι πιο σωστό από ποτέ, να εφαρμοστεί στην πράξη η αρχή της ανάλυσης που ανέπτυξε ο Φερνάντ Μπροντέλ: «Τα γεγονότα δεν είναι παρά σκόνη, έχουν νόημα μόνο όταν ενσωματώνονται στους ρυθμούς και στους οικονομικούς και μακροπρόθεσμους κύκλους». Ο Μπροντέλ εννοεί με αυτό ότι είναι σημαντικό πρώτα να κατανοήσουμε το μακρο-κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, καθώς και τις κύριες τάσεις της μακράς ιστορικής περιόδου κατά την οποία διαμορφώνονται τα γεγονότα για να μπορέσουμε, μόνο τότε, να κατανοήσουμε το εύρος τους ή, αντίθετα, την περιθωριοποίησή τους. Mutatis mutandis, προσχωρούμε στην προσέγγιση του φουτουριστή Τιερί Γκοντέν για τον οποίο, «η αναγνώριση προηγείται της γνώσης» [1]. Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, οι ακόλουθες παράμετροι πρέπει επομένως να διατηρηθούν στο να σκεφτούμε ως προς τη μεγάλη διάρκεια, αν θέλουμε να ρίξουμε μια κάπως σχετική ματιά στα γεγονότα:

– Έχουμε να κάνουμε με την αντιπαράθεση μεταξύ, αφενός, μιας φθίνουσας ηγεμονικής δύναμης (των Ηνωμένων Πολιτειών) και, από την άλλη, μιας αναδυόμενης περιφερειακής δύναμης (Ρωσίας)·

– Ακολουθώντας την αριστοτεχνική μελέτη του Paul Kennedy [2], γνωρίζουμε ότι οι φθίνουσες ηγεμονίες είναι ιδιαίτερα φιλοπόλεμες, επιδιώκοντας να αντισταθμίσουν την προοδευτική κατάρρευσή τους, μέσω του πολέμου.

– Όσον αφορά την Ευρώπη, από το 1945 έγινε εξάρτημα της αμερικανικής αυτοκρατορίας (Σχέδιο Μάρσαλ, ΟΟΣΑ/ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ και σήμερα ΕΕ), άρα μοιράζεται τη μοίρα του καθοδηγητή της, έχοντας λιγότερη στρατιωτική δύναμη.

– Συμπτωματικό γεγονός, η Σαουδική Αραβία (πιστός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, μεγάλη πετρελαϊκή δύναμη και προστάτης των ιερών τόπων του Ισλάμ) απομακρύνεται τώρα από την αυτοκρατορία.

Κατά συνέπεια, αντί να αναρωτιόμαστε, όπως σε ένα παλιό καλό γουέστερν, «ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί», θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτή την «ουκρανική στιγμή» για να προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τι μας συμβαίνει και, αν είναι δυνατόν, να παρέχουμε την κατάλληλη απάντηση. Γιατί υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε, ότι στη μήτρα αυτού του πολέμου, εκκολάπτεται ο κόσμος του αύριο.

Με αυτά κατά νου, προτείνω τις ακόλουθες σκέψεις:

  1. Η Ουκρανία βρίσκεται στην άκρη της αβύσσου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η μετανάστευση τής στοίχισε πάνω από 20 εκατομμύρια κατοίκους (από τα 51 που είχε όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της). Με τον πόλεμο, η οικονομία και οι υποδομές της έχουν καταστραφεί, η γενιά των ανδρών ηλικίας 18-35 ετών έχει αποδεκατιστεί στις μάχες (περισσότεροι από 500 νεκροί και τραυματίες την ημέρα από τον Μάιο του 2022). Η Ουκρανία έχει θυσιαστεί από τους καθοδηγητές της: είναι πλέον ένα «αποτυχημένο κράτος» προ των πυλών της Ευρώπης, μια ιδανική πλατφόρμα για το λαθρεμπόριο της μαφίας και τη μαύρη οικονομία.
  2. Από την πλευρά της η Ρωσία έχει χρόνο. Η οικονομία της είναι βιομηχανική και, σε αντίθεση με την Κίνα, δεν χρηματοδοτείται. Ως εκ τούτου, είναι σχετικά σταθερή επειδή δεν εξαρτάται πολύ από τις διακυμάνσεις του δολαρίου και δεν είναι μέρος του αβυσσαλέου αμερικανικού χρέους. Βασίζεται στην πώληση προϊόντων (αέριο, πετρέλαιο, δημητριακά κ.λπ.) σε πολύ μεγάλες χώρες (Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, για να αναφέρουμε μόνο τις κύριες). Αυτό το στοιχείο είναι πολύ σημαντικό ειδικά αν παραδεχτεί κανείς ότι ο ρωσικός πολεμικός στόχος δεν είναι κυρίως η Ουκρανία, αλλά το δυτικό σύστημα και η αποσταθεροποίησή του. Ως εκ τούτου, η οικονομική σταθερότητα της Ρωσίας εξηγεί γιατί έχει τον χρόνο, γιατί για αυτήν τα εδαφικά κέρδη στην Ουκρανία παραμένουν δευτερεύοντα. Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι «έχει χρόνο», ας θυμίσουμε επίσης ότι η ρωσική στρατηγική σκέψη έχει συνηθίσει, το αργότερο από τους Ναπολεόντειους πολέμους, να δίνει έδαφος για να κερδίσει χρόνο και, μακροπρόθεσμα, να εξαντλεί τον αντίπαλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα σημεία:

– Δεδομένης της αιμορραγίας του προσωπικού, δεν έχουν απομείνει πολλοί Ουκρανοί στις ουκρανικές δυνάμεις. Όπως φαίνεται, είναι κυρίως μισθοφόροι (Πολωνοί, Σλοβάκοι και Γερμανοί ως επί το πλείστον) αυτοί που θα είναι στο εξής υπεύθυνοι.

– Από τη ρωσική πλευρά, δεν πρέπει να υπάρξει μεγάλη επίθεση στο Κίεβο: γιατί να πέσει στην παγίδα τεράστιων κατεστραμμένων εδαφών των οποίων οι πληθυσμοί είναι εχθρικοί απέναντί της;

– Για το Δυτικό μπλοκ, το τέλος του πολέμου γίνεται όλο και πιο πιεστικό, δεδομένης της εξάντλησης της Ουκρανίας και του αυξανόμενου κόστους του πολέμου για τα οπλοστάσιά του (για να μην αναφέρουμε τη χρηματοδότηση των μισθοφόρων). Ας μην ξεχνάμε ότι, αφενός, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να αφοπλιστούν σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν και, αφετέρου, η φρενήρης εκτύπωση χρημάτων από το 2020 [3] υποδηλώνει ότι το δολάριο είναι το τελευταίο τους όργανο εξουσίας: δηλαδή να χρηματοδοτούν proxy wars, πολέμους διά αντιπροσώπων.

– Το κύριο εμπόδιο για το τέλος του πολέμου είναι ο πρόεδρος Ζελένσκι που, με την απίστευτη πολιτική του ικανότητα, έχει αναμφίβολα καταλάβει ότι οι μέντορές του τον χειραγωγούσαν και ο οποίος σε αντάλλαγμα, αυξάνει τα διακυβεύματα απαιτώντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Έτσι, η απομάκρυνσή του γίνεται κρίσιμη… αλλά εξαιρετικά προβληματική. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί από αυτή την άποψη, ότι εδώ και αρκετό καιρό, ο ρωσικός και ο ουκρανικός τύπος βουίζουν (ο καθένας με τον δικό του τρόπο φυσικά) με την υπόθεση ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στο Κίεβο.

  1. Η Ευρώπη είναι ανυπεράσπιστη. Τόσο λόγω του αφοπλισμού της (κατάργηση της στράτευσης, υποστελεχωμένοι επαγγελματικοί στρατοί προσανατολισμένοι σε εξωτερικές επιχειρήσεις, προσφυγή στους μισθοφόρους, διάλυση υλικοτεχνικών υποδομών) όσο και λόγω της κατάργησης των συνόρων μεταξύ κρατών (Κοινή Αγορά, χώρος Σένγκεν, σύστημα Frontex), του γεωγραφικού της χώρου και είναι πάλι ανοιχτή σε «μεγάλες διαδρομές» [4], δηλαδή σε μεγάλες εισβολές. Ας πάμε πίσω στην ιστορία για να κατανοήσουμε πλήρως το νόημα μιας τέτοιας εξέλιξης.

Τα τελευταία κύματα εισβολών σημειώθηκαν τον 9ο και 10ο αιώνα. Οι επιδρομές των Βίκινγκς, των Σαρακηνών και των Μαγυάρων προκαλούν τότε την κατάρρευση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, από τον 11ο αιώνα, με την έλευση της φεουδαρχίας και αργότερα των κρατών, η Δυτική Ευρώπη καλύφθηκε με ένα πυκνό δίκτυο οχυρώσεων (κάστρα, φρούρια, πόλεις με φρουρές) καθιστώντας σχεδόν αδύνατες τις βαρβαρικές επιδρομές. Όσο ισχυρότερες γίνονται οι χερσαίες δυνάμεις, τόσο λιγότερες επιδρομές γίνονταν δυνατές. Σήμερα, αυτός ο προστατευτικός προμαχώνας δεν υπάρχει πλέον, η ευρωπαϊκή επικράτεια έχει γίνει και πάλι μια «ανοιχτή πόλη». Από αυτή την άποψη, μπορούμε ήδη να αναφέρουμε τα μεταναστευτικά ρεύματα, τη διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπων που διασχίζουν την Ευρώπη από τη μια πλευρά στην άλλη, που συνθέτουν ένα σύνολο μαφίας, συμμοριών και μαύρης οικονομίας. Το αποτυχημένο ουκρανικό κράτος θα παίξει επίσης πολλαπλασιαστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα με την υπερβολική ποσότητα όπλων που καταφθάνει στη χώρα και τα οποία αρχίζουν να καταλήγουν σε παράνομες αγορές.

  1. Από εκεί και πέρα, οδεύουμε προς έναν νέο πόλεμο… αλλά ποιον; Όλα το δείχνουν και όμως, είναι η πιο δύσκολη ερώτηση για απάντηση. Πράγματι, δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο βασικά μαθήματα σε αυτόν τον τομέα: αφενός, η ιστορία δεν διευθετεί τα πάντα, καθώς κάθε εποχή γεννά τη δική της σύγκρουση. Από την άλλη πλευρά, ένα συνηθισμένο λάθος είναι να εξετάσουμε τον επόμενο πόλεμο με όρους του προηγούμενου. Τον τελευταίο καιρό, η επαναλαμβανόμενη αναφορά ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους λάθους. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι κύριες γραμμές αντιπαράθεσης που αναδύονται.

Στο σημερινό πλαίσιο, είναι προφανώς δελεαστικό να εμφανιστεί η υπόθεση μιας επίθεσης από τη Ρωσία εναντίον των άμεσων γειτόνων της (Πολωνία, χώρες της Βαλτικής) που μετασχηματίζεται σε μια ευρύτερη σύγκρουση. Αν και είναι προφανές ότι τα επιτελεία του ΝΑΤΟ δεν μπορούν να αγνοήσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φαίνεται ωστόσο πολύ απίθανο. Η Ρωσία δεν έχει ούτε τα στρατιωτικά μέσα ούτε την επιμελητεία μιας τέτοιας φιλοδοξίας. Ας θυμηθούμε επίσης ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είδε το σχήμα του διακρατικού πολέμου να αντικαθίσταται από τη διαλεκτική αυτοκρατορίας-βαρβάρων: δηλαδή οι αμερικανικοί πόλεμοι της παγκοσμιοποίησης και η συνακόλουθη άνοδος του ισλαμισμού-τζιχαντισμού. Αυτή η αντιπαράθεση εκτείνεται από τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ (1991) έως την καταστροφική εκκένωση της Καμπούλ το 2021. Περισσότερα από τριάντα χρόνια πολέμου ή, με άλλα λόγια, ένας «Τριακονταετής Πόλεμος» που εξάντλησε οριστικά το δυτικό έθνος-κράτος, μεταμορφώνοντάς το σε ένα κράτος-φυλακή που ελέγχεται από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σήμερα, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκαλύπτει ένα νέο σχήμα που δεν ακυρώνει το προηγούμενο, αλλά το αντικαθιστά με τη σειρά των προτεραιοτήτων: τη διαλεκτική μεταξύ μιας άοπλης Ευρώπης και την επιστροφή των «μεγάλων διαδρομών».

  1. Αφοπλισμένη Ευρώπη εναντίον της επιστροφής των «μεγάλων διαδρομών»; Όσον αφορά τις νέες γραμμές αντιπαράθεσης, για την Ευρώπη αυτό είναι που πρέπει πρώτα να ληφθεί υπόψη. Και θέλω να προσθέσω, ότι δεν είναι απαραίτητο να «εμφανίσουμε το ρωσικό σκιάχτρο» για να φανταστούμε έναν πόλεμο στην Ευρώπη. Η ένοπλη βία είναι ήδη πολύ παρούσα εδώ με τους παράγοντες της οικονομίας της μαφίας και τις ζώνες παράνομων διακινήσεων, των οποίων οι πάσης φύσεως διακινήσεις χρησιμεύουν ως μεγάλες μεταμοντέρνες διαδρομές. Επιπλέον, οι κρατικοί μηχανισμοί δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, όπως φαίνεται από την απειλή των ναρκωτικών που πλήττει, επί του παρόντος, το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες, οι οποίες βρίσκονται στο δρόμο για να γίνουν ναρκο-κράτη. Για το θέμα αυτό, ας επιστρέψουμε στη σύγκριση με το τελευταίο κύμα επιδρομών του 9ου και 10ου αιώνα. Οι επιδρομές που προκάλεσαν την πτώση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας δεν επιδίωκαν πολιτικό στόχο. Στόχος τους ήταν η μεγάλης κλίμακας ληστεία εδαφών και πληθυσμών για να φέρουν πίσω σκλάβους και λάφυρα. Είναι η ένταση αυτών των επιθέσεων, ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας τους με την πάροδο του χρόνου και η ικανότητά τους να χτυπούν οπουδήποτε και απροσδόκητα που προκαλούν την κατάρρευση των κοινωνιών της Καρολίγγειας περιόδου. Η αγροτιά ιδιαίτερα (η ραχοκοκαλιά των κοινωνικών δομών της εποχής) βρέθηκε ανυπεράσπιστη απέναντι σε αυτή τη λεηλασία. Για τον φόβο των εξεγέρσεων, η Καρολίγγεια τάξη των ευγενών ασχολήθηκε περισσότερο με τον αφοπλισμό των χωρικών της, παρά με την προστασία τους. Οι ντόπιοι πληθυσμοί εγκατέλειψαν τις πιο απειλούμενες περιοχές όπου είχαν λεηλατηθεί εκκλησίες, μοναστήρια και χωριά… κάπως σαν τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις που σήμερα ζουν σε επισφάλεια και ανασφάλεια.
  2. Καρολίγγεια κατάρρευση = κατάρρευση ΕΕ; Ομολογουμένως, η σύγκριση δεν είναι λογική, δεν μπορεί κανείς ωστόσο να μην δημιουργήσει έναν παραλληλισμό μεταξύ της μοίρας της αγροτιάς της εποχής και της αργής καταστροφής των μεσαίων και λαϊκών τάξεων της Δυτικής Ευρώπης, μέσα στην τριπλή αναταραχή της επισφάλειας, των ανισοτήτων και των ανασφαλειών. Εγκαταλειμμένοι από τις πολιτικές τους ελίτ και αφοπλισμένοι από ένα κράτος που φοβάται τις εξεγέρσεις. Κατ’ αναλογία, βρίσκουμε το είδος της κατάστασης που κυριάρχησε στην πτώση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας. Ένας κύκλος χιλίων και πλέον ετών θα έφτανε στο τέλος: η Ευρώπη είναι ανυπεράσπιστη και οι μεταναστευτικές ροές έχουν απογειωθεί.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Thierry Gaudin, Les voies de l’esprit: prospectives, Paris, Albin Michel, 2001.

[2] Paul Kennedy, Naissance et déclin des grandes puissances: transformations économiques et conflits militaires entre 1500 et 2000, trad., Paris, Payot, rééd. 2004.

[3] En 2019, ce qui est appelé M1 (c’est-à-dire pièces et billets en circulation et dépôts à vue) correspond aux Etats-Unis à 4 247 milliards de dollars. En 2020 et 2021 cette même statistique s’élève à 18 004 et 20 675 milliards de dollars, respectivement. Cela représente une augmentation de 13 757 milliards de dollars entre 2019 et 2020 et une augmentation de 2 671 milliards de dollars entre 2020 et 2021. En comparaison, l’augmentation moyenne de M1 aux Etats-Unis entre 2009 et 2019 était de 229 milliards de dollars par année. Cumulé entre 2009 et 2019, M1 n’a augmenté que de 2 440 milliards de dollars. En conséquence, ces chiffres indiquent la création, depuis 2020, d’une masse monétaire sans précédent (https://fred.stlouisfed.org/series/WM1NS#0).

[4] Cf. Gabriel Martinez-Gros, Brève histoire des empires: comment ils surgissent, comment ils s’effondrent, Paris, Seuil, 2014.

 

Ο Bernard Wicht είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λωζάνης και ερευνητής του CNAM στο Παρίσι.

https://cf2r.org/wp-content/uploads/2023/01/TL-118-Wicht.pdf