Η ουτοπία της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειαςΧρήστος Ι. Μωϋσίδης

Το τέλος του B’ Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τον ευρωπαϊκό χώρο ρημαγμένο από την καταστροφή και τον όλεθρο και τους ευρωπαϊκούς λαούς εξουθενωμένους, να προσπαθούν να ξαναβρούν την ελπίδα που είχε χαθεί κατά τη διάρκειά του. Ο κόσμος μας, όπως τον αναγνωρίζαμε, πραγματικός και ιδεατός, είχε πια καταρρεύσει και οι συνθήκες και οι πρακτικές που έως τότε ήταν δοκιμασμένες και γνωστές, δεν ανταποκρίνονταν πλέον στη νέα πραγματικότητα.

Έτσι, το όραμα ενός ενιαίου χώρου με ειρήνη, ασφάλεια, συνεργασία, συνεννόηση, ευημερία και προοπτική για όλους ανεξαιρέτως, εκβιάστηκε από την ανάγκη ─ κυρίως όμως, από τον τρόμο που βίωσαν οι παππούδες μας.

ΤΑ ΠΡΟΣΚΟΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ

Ήρθε επίσης ως αντιστάθμισμα στην επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών, να έχουν λόγο και ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα των εταίρων και συμμάχων τους αλλά, και στην επιμονή τους για αξιοποίηση του ηττημένου γερμανικού στρατιωτικού/πολιτικού/επιστημονικού δυναμικού στο πεδίο που ονομάστηκε κι είναι ευρέως γνωστό ως «ψυχρός πόλεμος».

Όπως έχει επισημανθεί και σε προηγούμενο άρθρο μου,[1] οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να εννοήσουν τον κοινωνικό και πολιτισμικό πλουραλισμό της Γηραιάς Ηπείρου, ούτε και την αυτονομία των Ευρωπαίων, ούτε καν τις εύλογες ενστάσεις κι ανησυχίες τους, και τους αντιμετώπιζαν καχύποπτα κι ανταγωνιστικά καθώς, το καθαρό κι αυθεντικό ευρωπαϊκό αφήγημα στον πυρήνα του, αμφισβητούσε ─κι αμφισβητεί─ την ηγεμονία τους και προσβλέπει σε μία εταιρική σχέση μαζί τους ειλικρινή και ισότιμη.

Οι Ευρωπαίοι, ορθά σκεπτόμενοι και παρά τις όποιες διαφορές ανάμεσά τους, δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να παραχωρηθούν «διευκολύνσεις» και «προνόμια» στη Γερμανία, δεν ήθελαν μια ισχυρή Γερμανία κι ούτε επιθυμούσαν να μπουν σε νέες περιπέτειες κάποια στιγμή στο μέλλον. Κι είχαν δίκιο! Έσπευσαν λοιπόν να καταστρώσουν τα δικά τους εναλλακτικά σχέδια.

Το 1952 υπεγράφη από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και της τότε Δυτικής Γερμανίας, η Συνθήκη περί Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας,[2] με αντικειμενικό σκοπό τη συγκρότηση ευρωπαϊκού στρατεύματος υπό κοινή διοίκηση. Συνθήκη, η οποία παρέμεινε στα χαρτιά, κυρίως με ευθύνη των Γάλλων που επιθυμούσαν πλήρη άσκηση της εθνικής τους κυριαρχίας ούτως, ώστε διασφαλίζεται η εδαφική τους ακεραιότητα.[3]

Υπήρξαν κι άλλοι λόγοι, όπως η απροθυμία του Ηνωμένου Βασιλείου να συμμετέχει στο όποιο σχήμα ή οι πολιτικές ζυμώσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη. Εντούτοις, υπήρξαν κι άλλες προσπάθειες, περισσότερο ή λιγότερο φιλόδοξες και αρκετές ήταν εκείνες οι φορές που επιτεύχθηκαν δύσκολοι συμβιβασμοί.

Ωστόσο, η Ιστορία επιβεβαιώνει ότι κάθε κίνηση, κάθε πρωτοβουλία ή κάθε εγχείρημα που δοκιμάζεται χάριν περιστάσεων ή ειδικών συμφερόντων, είναι καταδικασμένη να αποτύχει εφόσον δεν θεμελιώνεται σε μία ισχυρή κι ομοιογενή βάση, και η εικόνα της μεταπολεμικής Ευρώπης ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που έχουμε σήμερα.

Από τότε, βέβαια, πέρασε μισός και πλέον αιώνας. Τα πράγματα άλλαξαν, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά· κυρίως οικονομικά. Μιλούμε πλέον για Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι για ευρωπαϊκό χώρο και οι πολιτικές και οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων της Ένωσης έχουν άμεσο αντίκτυπο σε εθνικό επίπεδο.

Παρόλα αυτά ζούμε «και μαζί και χώρια». Συχνά παρατηρούνται, και μάλιστα όχι αναίτια, συγκρούσεις συμφερόντων κι αντιπαραθέσεις που αφαιρούν και δεν προσθέτουν.

ΒΑΣΙΜΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ

Η παραγωγή πολιτικής και η λήψη των αποφάσεων συντελούνται σχεδόν πάντα με τρόπο αδιαφανή κι αμφισβητήσιμο, ενδεικτικό της πολυπλοκότητας και της δυσλειτουργικότητας των ευρωπαϊκών πολιτικών δομών να ανταπεξέλθουν ικανοποιητικά στην όποια πρόκληση.

Με τον χρόνο, η πολυπληθής και δύσκαμπτη γραφειοκρατία και η υπαλληλική νοοτροπία (αποποίηση ευθύνης) ηγετών και αξιωματούχων και σε κεντρικό και σε περιφερειακό επίπεδο, δημιούργησε εξαρτήσεις και δεσμεύσεις από εξωθεσμικούς παράγοντες, νομιμοποίησε πολιτικές πρακτικές και παρεμβάσεις που δεν συνάδουν με το πνεύμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου και κατέστησε την ίδια την έννοια της λεγόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μία υπόθεση άνευ ουσίας και περιεχομένου.

Συνηθίσαμε να ακούμε τις ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών να ομιλούν περί κοινών ευρωπαϊκών ιδεωδών, αξιών και παραδόσεων… έτσι, γενικά κι αόριστα, δίχως στην πραγματικότητα να συμμερίζονται στον ίδιο βαθμό την ουσία αυτών των αξιών, των ιδεωδών και των παραδόσεων ή ακόμη χειρότερα, μη γνωρίζοντας σε τι ακριβώς αναφέρονται και τι μπορεί να σημαίνουν για τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη, είτε αυτός είναι Γάλλος, Πορτογάλος, Κύπριος, Μαλτέζος ή Τσέχος!

Δεν καταφέραμε να αποκτήσουμε κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και η καθημερινότητα των πολιτών, η καθημερινότητά μας, διαφέρει ποιοτικά από χώρα σε χώρα, εκμηδενίζοντας έτσι κάθε θετικό που μπορεί κι επιτυγχάνεται κατά καιρούς.

Η αντίληψη περί κοινής εξωτερικής κι αμυντικής πολιτικής αν και βασικός πυλώνας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη τη διαχείριση κρίσεων με τρόπο ταχύ, άμεσο κι αποτελεσματικό. Πρωτοβουλίες επί πρωτοβουλιών και Συνθήκες επί Συνθηκών μας οδήγησαν σε μία προβληματική εσωτερική διαβάθμιση και σε μία μεταξύ μας σχέση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών ποτέ όμως τους ευρωπαϊκούς λαούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν και έχουν πάντα ρόλο και λόγο. Και σε στρατιωτικό και σε πολιτικό και σε οικονομικό και σε κοινωνικό και σε μορφωτικό επίπεδο.[4]

Η απουσία ισχυρών δεσμών και θεσμών και η έλλειψη ικανής ηγεσίας επιτρέπει στον αμερικανικό παράγοντα να μας χρησιμοποιεί στην επίτευξη των δικών του επιδιώξεων και στην ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων ─βλέπε Ουκρανία– ,μην λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ευρωπαϊκές ανάγκες.

Ο δε χαρακτήρας της ίδιας της ΕΕ – sui generis, επιτρέπει σε χώρες μέλη να επιβάλλουν τις εθνικές τους πολιτικές και να προβάλλουν τα εθνικά τους συμφέροντα εις βάρος των εταίρων τους και της ίδιας της ΕΕ στο σύνολό της, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Ισλάμ και των Τούρκων από Ιταλούς, Ισπανούς και Γερμανούς.

Και στη μέση… το ΝΑΤΟ. Ο ρόλος του καταχρηστικός, διασπαστικός, διαβρωτικός, επικίνδυνος για την ίδια την ύπαρξη της Ένωσης. Ένας σύγχρονος δούρειος ίππος στην καρδιά της Ευρώπης.

Αξίζει σε αυτό το σημείο –μια και θίγεται διαρκώς από την τουρκική ηγεσία–, να θυμηθούμε την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1966-67)[5] και της Ελλάδας το 1974, ως επακόλουθο της στάσης που κράτησε η Συμμαχία έναντι της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.[6]

Ωστόσο, το όραμα είναι εκεί και παραμένει πάντοτε επίκαιρο και ισχυρό, τουλάχιστον στη σκέψη και την πρόθεση όλων εκείνων που αντιλαμβάνονται τον ευρωπαϊκό χώρο ενιαίο κι αδιαίρετο όχι τόσο γεωγραφικά ή μόνο οικονομικά και πολιτικά, αλλά κυρίως πολιτισμικά. Κι αυτό δεν αρκεί. Η ΕΕ οφείλει να επαναξιολογήσει το διεθνές περιβάλλον –όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα–, και να επανεκτιμήσει τον ρόλο της μέσα σε αυτό. Μέχρι τότε, κάθε κουβέντα περί κοινής εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας θα είναι άνευ ουσίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] https://www.geoeurope.org/2022/03/15/o-ithikos-aytoyrgos-ton-eyropaikon-dei/

[2] https://www.facebook.com/vangelis.chorafas/posts/333799565565714

[3] http://publications.europa.eu/resource/cellar/bd0b6705-4455-4de5-a16a-16d7f09efa33.0003.02/DOC_2

[4] https://www.nato.int/cps/en/natolive/official_texts_17120.htm

[5] https://el.wikipedia.org/wiki/ΝΑΤΟ

[6] https://www.kathimerini.gr/politics/352056/i-apochorisi-kai-i-epanentaxi-tis-elladas/