Με μία σειρά από tweets τις τελευταίες ημέρες, ο Ντόναλντ Τραμπ στράφηκε εναντίον όσων εξακολουθούν να αποδίδουν αποκλειστικά στη Ρωσία τον πόλεμο των fake news που έχει μολύνει την πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ, αναρωτώμενος γιατί δεν αποδίδονται τέτοιες πρακτικές στην Κίνα και αποδίδοντας αυτή την ευνοϊκή στάση απέναντι στο Πεκίνο, στην ύπαρξη οικονομικών συμφερόντων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος επισήμανε επίσης την άρνηση της Άνγκελα Μέρκελ να ταξιδεύσει στην Ουάσιγκτον για να παραστεί στην σύνοδο των G-7 που είναι προγραμματισμένη για τον Ιούνιο. Πρόκειται για μία κίνηση που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να προκλήθηκε από την επιδημιολογική κατάσταση στις ΗΠΑ, αλλά μάλλον έχει δημιουργηθεί από την ενόχληση που έχει προκαλέσει στη Γερμανίδα καγκελάριο, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ και Κίνας η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, με την αυτοκινητοβιομηχανία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
Έχοντας αυτά τα δεδομένα ο Ντόναλντ Τραμπ αντέδρασε, ρίχνοντας στο τραπέζι την ιδέα σύγκλισης μετά το καλοκαίρι, μίας ευρύτερης συνόδου η οποία θα περιλαμβάνει 11 χώρες, αντί των συγκεκριμένων 7.
Η πρόσκληση θα απευθυνθεί προς τη Ρωσία, την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νότια Κορέα, μία ετερογενή ομάδα χωρών που έχουν όμως ένα κοινό συμφέρον: τον τερματισμό της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Κίνας.
Ο σκοπός αυτής της πρωτοβουλίας, στο βαθμό που θα υλοποιηθεί, είναι η δημιουργία ενός δομημένου συστήματος ανάσχεσης της Κίνας.
Το ταυτόχρονο άνοιγμα προς τη Μόσχα και το Νέο Δελχί, αποτελεί μία κίνηση με ποιοτικά χαρακτηριστικά, η οποία ταυτόχρονα στοχεύει στη δημιουργία μίας εδαφικής σφήνας στην κινεζική στρατηγική «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», σε μία περίοδο που η πίεση του Πεκίνου στα σύνορα της Ινδίας, αυξάνεται.
Με τα δεδομένα αυτά, ο χρόνος ανάληψης της πρωτοβουλίας θεωρείται σωστός. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί αν θα μπορέσει να σχηματιστεί η ομάδα των G-11, λόγω του μικρού χρονικού περιθωρίου που υπάρχει μέχρι τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Υπάρχουν δυνάμεις που αντίκεινται σε αυτή την προοπτική, περιλαμβανομένων όλων των χωρών που έχουν αποκτήσει οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο ή ανήκουν στη σφαίρα επιρροής του.
Στην Ευρώπη, η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον έχει αρχίσει να αποστασιοποιείται από την Κίνα, ενώ εκτιμάται ότι η κρίση στο Χονγκ Κονγκ θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία. Η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν περαιτέρω τη στάση τους και δεν θα υπάρξουν εύκολες αποφάσεις και για τους δύο. Υπό μεγαλύτερη πίεση θα βρεθεί η Ιταλία, η οποία υπολόγιζε σε μία ειδική σχέση με την Κίνα.
Σε στρατηγικό επίπεδο, αυτό που θα μετρήσει περισσότερο είναι η στάση της Ρωσίας. Το αν θα υπάρξουν οι G-11, ή όχι, εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσει η Μόσχα. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει μία σημαντική ευκαιρία να επιβληθεί στους κινεζόφιλους οπαδούς της Ευρασίας, οι οποίοι έχουν επιτύχει σοβαρή διείσδυση στους μηχανισμούς της ρωσικής εξουσίας. Τα χρονικά περιθώρια για την αναμενόμενη επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου στενεύουν και το Κρεμλίνο αναζητεί τρόπους να διατηρήσει τη θέση του στους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος.