Αν μπορούσαμε να μετρήσουμε με τον ανθρώπινο χρόνο της ζωή των κρατών, τώρα θα κάναμε λόγο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπήκε στην κρίσιμη «τρίτη ηλικία» της.
Οι εξηντάρηδες έχουν την τάση να κάνουν τον απολογισμό για το τι αφήνουν στη νέα γενιά επισημαίνοντας πρώτα τις αποτυχίες του –για να μην επαναληφτούν– και μετά τα επιτεύγματα για να υπάρξει συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να προσαρμοσθεί στις νέες οικονομικές πολιτικές εξελίξεις.
Το 1951 στο Παρίσι γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Τα ιδρυτικά μέλη είναι η Γαλλία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Γερμανίας (τότε) η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας στην Αιώνια Πόλη οι «6» ιδρυτές της (ΕΚΑΧ) υπογράφουν δύο νέες Συνθήκες που αποτελούν τη ληξιαρχική πράξη της δεύτερης γέννησης δύο παιδιών της: της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας.
Στην εφηβεία της η μικρή ευρωπαϊκή οικογένεια αποκτά νέα μέλη. Το Ηνωμένο βασίλειο, τη Δανία, την Ιρλανδία και το 1981 γίνεται το 10ο μέλος η χώρας μας για να φθάσει μετά την πτώση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού στα 27 μέλη.
Τώρα με ανησυχία κλείνει τα 63 χρόνια και ήρθε η στιγμή του αυστηρού απολογισμού και των πεπρωμένων, προς όφελος της νέα γενιάς των Ευρωπαίων πολιτών, καθώς μεγαλώνει και εμφανίζονται νέες προκλήσεις, όπως η τεχνολογία που εξελίσσεται με μεγάλες ταχύτητες που αλλάζουν τα μέχρι τώρα οικονομικά κοινωνικά, πολιτικά δεδομένα. Η λογική ιδέα της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης είναι αναγκαία και άμεσα πρέπει να εφαρμοστεί και να μην παραμείνει μόνο στην νομισματική δημιουργώντας δύο κοινωνικές τάξεις.
Τα χρόνια κυλούν και η οικονομική επιρροή της ΕΕ διαρκώς μεγαλώνει, όπως μεγαλώνει σταδιακά και το πολιτικό-οικονομικό βάρος μέσα από αλλεπάλληλες διευρύνσεις.
Μέχρι τη διερεύνηση το 1995, με την είσοδο των τριών νέων χωρών (Σουηδία, Αυστρία, Φιλανδία), τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο. Με την αποτυχημένη διερεύνηση του 2004, οπότε μπαίνουν δέκα χώρες, δύο της Μεσογείου υγιή οικονομία (Κύπρος, Μάλτα) και οκτώ του πρώην Υπαρκτού Σοσιαλισμού με εύθραυστη οικονομία.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι χώρες της κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης αποδεικνύονται «Δούρειος Ίππος» των ΗΠΑ και παράγοντες υπονόμευσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σε οικονομικό επίπεδο τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα καθώς αποδεικνύεται πως οι κυριαρχική οικονομική ελίτ της ΕΕ προώθησε την ένταξη αυτών των χωρών για να τις χρησιμοποιήσουν ως «τριτοκοσμικούς της Ευρώπης». Πρόθεση της ευρωπαϊκής ελίτ για την ένταξη αυτών των χωρών, ήταν να χρησιμοποιήσουν την εξαθλιωμένη εργατική δύναμη ως φτηνά εργατικά χέρια, με χαμηλούς μισθούς, ως μοχλό για να καταβαραθρώσουν τους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων εργαζομένων.
Στόχος των κυριάρχων της ΕΕ σήμερα είναι να καταλύσουν το κοινωνικό κράτος, τη σταθερή εργασία, την αλληλεγγύη, την ισότητα, που ήταν το βασικό όραμα των ιδρυτών στα μεταπολεμικά χρόνια.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικο-οικονομικών μέτρων προώθησε τμήμα των Ευρωπαϊκών Λαών να αμφισβητεί και να τη θεωρούν ξένη προς τα οράματα και τις ελπίδες για καλύτερες μέρες.
Σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, τα κράτη-μέλη έχουν πολλά να κερδίσουν αν συγκεντρώσουν από κοινού τους πόρους τους. Είναι σαφές ότι αν τα 27 κράτη-μέλη δραστηριοποιούνται μαζί, είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένα ώστε να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές προκλήσεις, και απειλές που συνδέονται με την αύξηση της κρατικής μηχανής, για την επίλυση διαφορών, αλλά χρειάζεται το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να το πράξουν.
Η Ευρώπη χρειάζεται μια δεύτερη ευκαιρία. Εκείνο που σίγουρα δεν αξίζει να είναι μια δεύτερη αποτυχία. Εάν αποτύχει ξανά μετά από τη ρήξη Βορρά-Νότου (2008-2020) θα καταστεί μια Ένωση δύο ταχυτήτων, θα χάσει την ψυχή της. Η εύθραυστη ταυτότητά της δεν θα επιβιώσει. Το 2020 οι ισχυροί της ΕΕ πρέπει να κάνουν απολογισμό των τελευταίων πολιτικο-οικονομικών επιτευγμάτων και να ατενίσουν τα επόμενα χρόνια, είναι το ενδεδειγμένο, για να βρουν λύση στο οικονομικο-κοινωνικό αδιέξοδο. Αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό από τους ισχυρούς ηγέτες το μήνυμα των λαών της Ευρώπης να εστιάσουν την προσοχή τους στην εισαγωγή καινοτόμων στοιχείων.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να προσδιορίσουν σαφώς νέους στόχους: α) Να σταματήσει ο οικονομικός «πόλεμος» μεταξύ Βορρά και Νότου, β) να ανταποκριθούν στις προκλήσεις, όπως η ανεργία, η φτώχεια, η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό, γ) η αναζωογόνηση των οικονομικών, δ) να αυξηθεί η διαφάνεια και η ευθύνη της ΕΕ έναντι των πολιτών, ε) ο έλεγχο της επικουρικότητας.
Αυτό απαιτεί να μην προωθούνται οι επίπονες αλλαγές των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, να σταματήσει ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, να αναπτυχθεί η πρωτογενής παραγωγή περισσότερο από τον τομέα των υπηρεσιών. Η προϋπόθεση αυτών των μέτρων είναι μια ελπίδα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.