Η πολιτική οικονομία της ψυχοθεραπείαςDavid Singer

Σήμερα στις ΗΠΑ, η ψυχοθεραπεία, και επομένως κάθε μελέτη για τις ψυχοδυναμικές ή τις διαπροσωπικές διεργασίες που έχουν σχέση με τα ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα της ζωής, γνωρίζει μεγάλη κάμψη. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε τα αίτια αυτής της κάμψης, αλλά προκειμένου να τα κατανοήσουμε πλήρως, είναι απαραίτητο να τα εξετάσουμε μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αλλαγών που συντελέστηκαν στην υγειονομική περίθαλψη της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών η περίθαλψη, που στο παρελθόν παρεχόταν από πολυάριθμους και λίγο πολύ ανεξάρτητους φορείς παροχής υπηρεσιών και ιδρύματα, μετατράπηκε σε αγαθό προς πώληση που προσφέρεται από μια βιομηχανία την οποία ελέγχουν εταιρίες με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος.

Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Σήμερα, στον τομέα της ψυχικής υγείας τον κύριο λόγο έχουν οι κολοσσιαίες ασφαλιστικές εταιρίες. Αυτές υπαγορεύουν ποιες θεραπευτικές μέθοδοι καλύπτονται και, στο πλαίσιο αυτών των θεραπειών, πόσες συνεδρίες είναι απαραίτητες, ποια φάρμακα και πόσες δόσεις πρέπει να χορηγούνται. Μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό πολιτών έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει την ψυχοθεραπεία «από την τσέπη του», χωρίς δηλαδή να λάβει αποζημίωση από την ασφάλειά του. Καθώς η ψυχοθεραπεία συνιστά μια διαδικασία της οποίας τα αποτελέσματα είναι ανάλογα του χρόνου και της προσπάθειας που καταβάλλει κανείς, αν μειωθεί ο αριθμός των συνεδριών που καλύπτει η ασφάλεια, περιορίζεται η αποτελεσματικότητά της. Πολλές φορές, οι ψυχοθεραπείες που εγκρίνει ο ασφαλιστικός φορέας έχουν τόσο μικρή διάρκεια ώστε είναι σαν να βάζεις τσιρότο σε σπασμένο γοφό. Αυτή η κατάσταση οφείλεται στα «διευθυνόμενα προγράμματα υγειονομικών υπηρεσιών» που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς έδωσαν την ευκαιρία σε κολοσσιαίες κερδοσκοπικές εταιρίες όπως η Aetna, η Cigna, η Metropolitan Life και η Prudential να ελέγχουν την αγορά. Τα «διευθυνόμενα προγράμματα υγειονομικών υπηρεσιών» συνιστούν ένα σύστημα υγείας που ελέγχει την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας προκειμένου να διατηρείται το κόστος σε χαμηλά επίπεδα.

Αυτές οι ασφαλιστικές εταιρίες προτείνουν ως ενδεδειγμένη «θεραπεία» τη φαρμακευτική. Λέγοντας φαρμακευτική «θεραπεία» εννοούμε τη χορήγηση φαρμάκων τα οποία μερικές φορές καταπραΰνουν κάποια από τα συμπτώματα των νόσων που θεωρούνται ψυχικές ασθένειες. Η λέξη «θεραπεία» βρίσκεται σε εισαγωγικά γιατί τα φάρμακα ανακουφίζουν μόνο κάποια συμπτώματα, χωρίς ωστόσο να θεραπεύουν τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Όμως η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων συχνά συνοδεύεται από πολλές παρενέργειες. Παρότι οι αποζημιώσεις για τις φαρμακευτικές αγωγές κοστίζουν πολλά χρήματα, τα φάρμακα είναι λιγότερο ακριβά από την ψυχοθεραπεία. Μετά την αρχική εξέταση, μια συνταγή φαρμάκων μπορεί να γραφτεί ή να ανανεωθεί μέσα σε λίγα λεπτά. Οι επικίνδυνες παρενέργειες, που συχνά συνοδεύουν τη φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση μιας ψυχικής ασθένειας, καταπραΰνονται τις περισσότερες φορές με άλλα φάρμακα. Συνεπώς οι εταιρίες, με τα «διευθυνόμενα προγράμματα υγειονομικών υπηρεσιών», ευνοούν απροκάλυπτα τη φαρμακευτική «θεραπεία».

Το προφανές σκεπτικό για την επιλογή αυτής της «θεραπείας» είναι ότι οι ψυχικές «ασθένειες» οφείλονται σε κάποια χημική ανισορροπία, που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει, είτε εκδηλώνεται είτε όχι. Ωστόσο, τα επιστημονικά στοιχεία είναι διαμφισβητούμενα. Οι αντιστοιχίες που βρέθηκαν ανάμεσα σε συγκεκριμένες σκέψεις και αισθήματα και σε χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου δεν αποδεικνύουν καμιά αιτιώδη σχέση είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Οι ερευνητές, ωστόσο, θέτουν όλο και πιο συχνά το ζήτημα του ψυχολογικού-χημικού συσχετισμού, εξαιτίας των προφανών κερδών που αποκομίζουν οι φαρμακευτικές εταιρίες. Παρακάτω θα εξετάσουμε πώς αυτά τα κέρδη επηρεάζουν την έρευνα. Το απώτερο σκεπτικό για τη φαρμακευτική «θεραπεία» είναι ότι οι άνθρωποι δεν δύνανται να αλλάξουν ούτε τον εαυτό τους ούτε τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται με την κατανόηση και την ανάλυση που τους προσφέρει η ψυχοθεραπεία. Η πρόταξη της φαρμακευτικής θεραπείας για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών και διαπροσωπικών προβλημάτων έχει σαν συνέπεια τη συσσώρευση τεράστιων ποσών στα θησαυροφυλάκια των μεγαλύτερων κερδοφόρων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, δηλαδή των φαρμακευτικών εταιριών.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Καταρχήν αξίζει να σημειωθεί ότι η ψυχοθεραπεία ποτέ δεν υπήρξε κυρίαρχη θεραπευτική μέθοδος. Από τον Φρόυντ μέχρι σήμερα, έχουμε διανύσει έναν αιώνα απώθησης, άρνησης και υπεκφυγών προκειμένου να αποφύγουμε να εξετάσουμε τις διαπροσωπικές διεργασίες που εκτυλίσσονται κάτω από την επιφανειακή όψη των κοινωνικών σχέσεων. Στην αρχή, οι πειραματικοί ποσοτικοί ψυχολόγοι, που ήταν προσανατολισμένοι προς τις μετρήσεις, καθώς και η ψυχιατρική, η ειδικότητα της ιατρικής που ήταν επηρεασμένη από τη βιολογία, θεώρησαν τη «θεραπεία διά του λόγου» μυστικιστική ή και υποκειμενική. Η ψυχοθεραπεία γνώρισε μια σύντομη, και περιορισμένη, άνθηση τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η οποία οφείλεται εν μέρει στην εισβολή των ψυχολογικών τεστ, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μεταπολεμικά, στο στρατό των ΗΠΑ. Οφείλεται όμως και στη ραγδαία οικονομική άνοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους από περισσότερες εισοδηματικές κατηγορίες να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια θεραπεία που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ευκατάστατων. Αυτή η σύντομη άνθηση αφορούσε κυρίως τους «νευρωτικούς» ασθενείς, τους οποίους ειδικά οι φροϋδικοί θεωρούσαν λιγότερο διαταραγμένους από τους «ψυχωτικούς» και πιο επιδεκτικούς στην ψυχοθεραπεία. Όμως η φροϋδική προσέγγιση, μεταξύ άλλων, ήταν ταξικά προκατειλημμένη, εφόσον οι πρώτοι υποστηρικτές της ανήκαν στους ευκατάστατους της Βιέννης.

Η πορεία των πραγμάτων που οδήγησε την ψυχοθεραπεία στο απόλυτο ναδίρ είναι αλληλένδετη με τη μετατροπή της υγειονομικής περίθαλψης σε έναν εξαιρετικά επικερδή αναπτυξιακό τομέα στις ΗΠΑ. Ακολουθεί μια ανασκόπηση των κυριότερων μεταπολεμικών γεγονότων αυτής της εξέλιξης. Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα σωματεία διεκδικούσαν από τους εργοδότες, και συχνά κέρδιζαν, όλο και περισσότερα ασφαλιστικά προνόμια στον τομέα της υγείας (τα οποία αφορούσαν και τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας). Αυτά τα προνόμια, αλλά και αρκετά άλλα, τα απολάμβαναν και οι εργαζόμενοι που δεν ήταν μέλη των σωματείων. Ωστόσο, οι επιτυχημένες διεκδικήσεις τους είχαν και κάποια όρια. Το 1946, οι εργαζόμενοι του σωματείου United Auto, με επικεφαλής τον Ουώλτερ Ρούθερ, υπέγραψαν μια συμφωνία με την General Motors καθιερώνοντας έτσι την υγειονομική ασφάλιση που επιδοτείται από τις εταιρίες. Στην ουσία αυτή η συμφωνία αναίρεσε το πιο προοδευτικό αίτημα του Κογκρέσου των Βιομηχανικών Οργανώσεων (Congress of Industrial Organizations) για ένα εθνικό σύστημα υγείας, το οποίο θα περιλάμβανε τόσο τους οργανωμένους όσο και τους εκτός συνδικάτου εργαζομένους. Επιπλέον, ο νόμος Ταφτ-Χάρτλυ του 1947 όρισε ότι οι εργαζόμενοι θα αποκτούσαν ασφαλιστικά προνόμια μόνο μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες τους και όχι μέσω κυβερνητικών προγραμμάτων. Έτσι, η πιθανότητα εγκαθίδρυσης στις ΗΠΑ ενός κρατικού συστήματος υγείας παρόμοιου με τα συστήματα των καπιταλιστικών χωρών στην Ευρώπη εξοβελίστηκε οριστικά.

Η εξάρτηση των προνομίων από την εργασία γέννησε το φόβο της απόλυσης, φόβος που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ένα δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας για την υποστήριξη των ασθενέστερων ομάδων. Όταν ένας εργαζόμενος χάνει την εργασία του, εφόσον πρόκειται για εργασία με υγειονομική περίθαλψη, δικαιούται να διατηρήσει τα ασφαλιστικά του προνόμια για 18 μήνες σύμφωνα με τον Γενικό Ενοποιητικό Νόμο περί Προσαρμογής στον Προϋπολογισμό (Consolidated Omnibus Budget Reconciliation Act). Μάλιστα, τα ασφάλιστρα παραμένουν στο ίδιο επίπεδο, στο ποσό δηλαδή που κατέβαλλαν ο εργοδότης και ο εργαζόμενος πριν την απώλεια της εργασίας. Το ποσό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, και αν ο εργαζόμενος δεν βρει εργασία με υγειονομική κάλυψη πριν παρέλθει το διάστημα των 18 μηνών, τότε είτε αγοράζει μόνος/η μια νέα ασφάλεια –δαπανηρότατη επιλογή– ή εμπίπτει στην κατηγορία των ανασφάλιστων, που σήμερα ανέρχονται σε 45 εκατομμύρια. Ο φόβος της απόλυσης αυξήθηκε ακόμα πιο πολύ μετά τη συμφωνία κεφαλαίου–εργαζομένων, στην οποία προσχώρησαν τα σωματεία προς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, και η οποία ισχύει μέχρι σήμερα και ευθύνεται για την αποδυνάμωση των σωματείων και τη μείωση της εργατικής στράτευσης. Η εξάρτηση της ασφάλισης από την εργασία είναι ο λόγος που κάθε φορά που η General Motors κλείνει μια βιομηχανική μονάδα στις ΗΠΑ, γλιτώνει όχι μόνο τους μισθούς των απολυμένων εργατών αλλά και 1.525 δολάρια από τις ασφαλιστικές εισφορές που είχε πληρώσει για κάθε αυτοκίνητο που κατασκεύασε.

Το πρόγραμμα της Μεγάλης Κοινωνίας στη δεκαετία του ’60 επέφερε τη Medicare για τους ηλικιωμένους και τη Medicaid για τους φτωχούς, αλλά οι υπόλοιποι δεν έλαβαν απολύτως τίποτε. Οι επιπτώσεις είναι ακόμα και σήμερα ορατές, αφού το 13% των Αμερικανών δεν έχει υγειονομική ασφάλιση, και οι περισσότεροι από εκείνους που πληρώνουν για να έχουν, την πληρώνουν πολύ ακριβά. Ο στασιμοπληθωρισμός (αργή οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό) της δεκαετίας του ’70 συνοδεύτηκε από τη φυγή κεφαλαίων, τον αυτοματισμό και τον ανταγωνισμό με άλλες προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες που είχαν ανακάμψει από την καταστροφή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Για να διατηρήσουν και/ή να αυξήσουν τα κέρδη τους, οι καπιταλιστές των ΗΠΑ έκαναν περικοπές στο εργατικό δυναμικό, μείωσαν τους μισθούς και περιόρισαν τα προνόμια των εργαζομένων.

Κατά τη δεκαετία του ’80, η κυβέρνηση συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση των εταιρικών κερδών διαλύοντας τα σωματεία (π.χ. απέλυσε τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας που απεργούσαν), μειώνοντας τους φόρους και κάνοντας περικοπές στα κοινωνικά προγράμματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο έλεγχος που ασκούσαν οι ασφαλιστικές εταιρίες στον τομέα της υγείας αυξήθηκε με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από πριν. Μεταξύ του 1981 και του 1991, οι ασφαλιστικές εταιρίες ενίσχυσαν την κυριαρχία τους προσφέροντας 60 εκατομμύρια δολάρια στα μέλη του Κογκρέσου μέσω των επιτροπών πολιτικής δράσης των εταιριών. Με τη βοήθεια αυτών των εισφορών κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο ως ένα βαθμό των πολιτικών υγειονομικής ασφάλισης. Και αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, όπως αποδεικνύεται από τον τρόπο που ενεργούν οι λομπίστες των ασφαλιστικών εταιριών.

Μέχρι τη δεκαετία του ’90, το αυξανόμενο κόστος του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης όπου οι μεγάλες εταιρίες πάλευαν να διατηρήσουν τα κέρδη τους ενάντια στα σωματεία που πάσχιζαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Τότε εμφανίστηκε ένα κίνημα βάσης που αποσκοπούσε στην καθιέρωση του συστήματος του «μοναδικού πληρωτή», στο οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρέχει ασφαλιστική κάλυψη συνάπτοντας απευθείας συμφωνίες με φορείς παροχής υπηρεσιών και επικουρικές ασφαλιστικές εταιρίες. Η εκλογική νίκη του Κλίντον το 1992 οφείλεται ως ένα βαθμό στην υπόσχεσή του για καθολική υγειονομική ασφάλιση, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη της μεγαλύτερης μερίδας του κινήματος για τον «μοναδικό πληρωτή». Έπειτα διόρισε τη σύζυγό του, Χίλλαρυ Ρόντχαμ Κλίντον, επικεφαλής μιας επιτροπής που θα εφάρμοζε την πολιτική του «διευθυνόμενου ανταγωνισμού» του ομίλου Jackson Hole. Στον όμιλο Jackson Hole συμμετείχαν εκπρόσωποι μεγάλων ασφαλιστικών εταιριών, της φαρμακευτικής βιομηχανίας, άλλων μεγάλων εταιριών και αρκετών κλαδικών οργανώσεων. Ο «διευθυνόμενος ανταγωνισμός» είναι ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που ελέγχεται και παρέχεται από τις ασφαλιστικές εταιρίες. Οι φορείς των παρεχόμενων υπηρεσιών ωθούνται να γίνουν μέλη δικτύων που ελέγχονται από τις ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες προσπαθούν να διατηρήσουν το κόστος των υπηρεσιών σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι ήταν με τη ρύθμιση της ελεύθερης επιλογής και της αμειβόμενης υπηρεσίας. Θεωρητικώς, οι ασφαλιστικές εταιρίες θα ανταγωνίζονταν για να λάβουν τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα από τον εργοδότη και έτσι θα πρόσφεραν ασφαλιστικά προγράμματα με το χαμηλότερο κόστος. Ο «διευθυνόμενος ανταγωνισμός» έχει μέχρι σήμερα υπερισχύσει των προτάσεων για το σύστημα του «μοναδικού πληρωτή», αλλά αντί για την ανακούφιση που είχαν υποσχεθεί ο Κλίντον και το επιτελείο του, οι ασφαλισμένοι αντιμετωπίζουν καθημερινά το αυξανόμενο κόστος και περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη. Οι εταιρίες, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τα κέρδη τους στα επιθυμητά επίπεδα, ενέκριναν προγράμματα που είχαν λιγότερη κάλυψη και υψηλότερες κρατήσεις. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι στην Wal-Mart, που το εισόδημά τους ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 14.000 δολάρια το χρόνο, πληρώνουν 1.000 δολάρια σε κρατήσεις, ακόμα κι αν δικαιούνται ένα ελλιπές πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης. Στην ουσία, οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν την Wal-Mart, αφού οι περισσότεροι από τους εργαζόμενούς της εγγράφονται στη Medicaid για να καλύψουν τα έξοδα για την ασφάλισή τους. Το 2004 η αύξηση που σημειώθηκε στις ιατρικές δαπάνες στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν τετραπλάσια από την αύξηση των μισθών, και ήταν η όγδοη κατά σειρά χρονιά που η αύξηση των ιατρικών δαπανών ξεπερνούσε την αύξηση των μισθών.

Τα εταιρικά κέρδη των ασφαλιστικών εταιριών, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κέρδη των νέων νομικών προσώπων που ονομάζονται εταιρίες υγειονομικής περίθαλψης, έφτασαν στα ύψη. Η υγειονομική περίθαλψη είναι σήμερα ο τρίτος μεγαλύτερος αναπτυξιακός τομέας στη χώρα, και οι ΗΠΑ είναι η πρώτη στον κατάλογο των χωρών με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν δαπάνη στην περίθαλψη. Το 14% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος πηγαίνει στο σύστημα υγείας. Η κατά κεφαλήν δαπάνη άλλων χωρών, όπως η Σουηδία και η Γαλλία, ανέρχεται περίπου στο ήμισυ των χρημάτων που δαπανώνται στις ΗΠΑ. Το κόστος στη Μεγάλη Βρετανία φτάνει περίπου στο ένα τρίτο. Μάλιστα, και οι τρεις παραπάνω χώρες καλύπτουν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού τους με εθνικά προγράμματα ασφάλισης. Το 2003, η κατά κεφαλήν δαπάνη στις ΗΠΑ, που έφτανε τα 5.635 δολάρια, ήταν διπλάσια από το ποσό που δαπανούν κατά μέσο όρο οι χώρες που μετέχουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), έναν οργανισμό των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Το 2006, τα ασφάλιστρα θα ξεπεράσουν κατά μέσο όρο τα 14.500 δολάρια για την κάλυψη μιας οικογένειας.

Ο θρίαμβος των ασφαλιστικών εταιριών οφείλεται εν μέρει στους Οργανισμούς Διατήρησης Υγείας (Health Maintenance Organizations). Αυτοί οι οργανισμοί δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με σκοπό να διατηρήσουν το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Πρόσφατα γνώρισαν μεγάλη άνθηση, καθώς οι εγγεγραμμένοι, από 26 εκατομμύρια το 1986, έφτασαν τα 55 εκατομμύρια το 1996. Συχνά οι ασφαλιστικές εταιρίες επιδοτούν τους Οργανισμούς Διατήρησης Υγείας, και οι ασφαλισμένοι αναγκάζονται ή δελεάζονται να εγγραφούν σε αυτούς τους οργανισμούς όχι επειδή προσφέρουν ελεύθερη επιλογή στους φορείς των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά επειδή τα ασφάλιστρα είναι χαμηλότερα. Οι Οργανισμοί Διατήρησης Υγείας ελέγχουν όλες τις πτυχές του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και την επιλογή των φορέων παροχής υπηρεσιών, την έγκριση των θεραπευτικών προγραμμάτων, την παρακολούθηση της θεραπείας κ.λπ. Επομένως, περιορίζουν τη δυνατότητα των ιατρών να καθορίζουν το είδος της θεραπείας, αλλά και τη δυνατότητα των ασθενών να επιλέγουν το φορέα παροχής υπηρεσιών που επιθυμούν. Και όπως είναι φυσικό, ενθαρρύνουν τις πιο συμφέρουσες οικονομικά θεραπείες. Στον τομέα της ψυχικής υγείας, αυτό σημαίνει ότι προτιμούν τη φαρμακευτική αγωγή παρά την ψυχοθεραπεία, και τη βραχυχρόνια ψυχοθεραπεία σε βάρος της μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες όμως, εκτός από τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιριών, εκτινάχτηκαν στα ύψη και τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών, αν και αυτά είχαν ήδη ξεπεράσει κάθε όριο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η νόμιμη φαρμακοβιομηχανία είναι με διαφορά ο πιο επικερδής οικονομικός κλάδος στη χώρα. Η υπεροχή του φαρμακευτικού κλάδου τεκμηριώνεται με σαφήνεια από τη Μάρσια Έηντζελ, υπεύθυνη έκδοσης στο περιοδικό New England Journal of Medicine. Η Έηντζελ αναφέρει ότι το 2002 το συνολικό κέρδος των δέκα φαρμακευτικών εταιριών που εμφανίζονταν στην ετήσια κατάταξη των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της Αμερικής (Fortune 500) ξεπερνούσε τα κέρδη όλων των υπολοίπων 490 εταιριών μαζί.

Η Έηντζελ εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια πώς η επιτυχία των φαρμακευτικών εταιριών διευκολύνθηκε από την ευνοϊκή νομοθεσία που εφαρμόστηκε από το 1980 με το νόμο Μπέυχ-Ντόουλ. Αυτός ο νόμος επέτρεπε στα πανεπιστήμια και στις μικρές επιχειρήσεις να κατοχυρώσουν τις ανακαλύψεις τους από την έρευνα που εκπονούσαν με τη χρηματοδότηση των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (National Institutes of Health), τα οποία ήταν οι κυριότεροι χορηγοί στον τομέα της ιατρικής έρευνας. Πριν από αυτό, οι ανακαλύψεις από την έρευνα χρηματοδοτούνταν από τους φορολογούμενους και ήταν δημόσιο κτήμα. Με τον νέο νόμο, τα πανεπιστήμια κατοχύρωναν τις ανακαλύψεις τους και εκχωρούσαν άδειες αποκλειστικής εκμετάλλευσης σε φαρμακευτικές εταιρίες, με αντάλλαγμα ένα μέρος των εσόδων. Με μια άλλη νομοθεσία τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας απέκτησαν το δικαίωμα να αναθέτουν σε φαρμακευτικές εταιρίες την άμεση εφαρμογή των ανακαλύψεών τους στη βιομηχανία. Οι ιατρικές σχολές και τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία μετατράπηκαν σε «συνεργάτες». Η Ενιαία Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσου ανακάλυψε ότι τα 15 από τα 21 φάρμακα με την υψηλότερη θεραπευτική αξία που εισήχθηκαν από το 1965 έως το 1992 ήταν προϊόντα της επιδοτούμενης έρευνας από το δημόσιο, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρίες αποκόμισαν τα κέρδη.

Το 1995, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας κατήργησαν με εσωτερικό υπόμνημα κάθε όριο στο εισόδημα που μπορούσαν να έχουν οι υπάλληλοί τους από εξωτερική πηγή, ανέτρεψαν τις απαγορεύσεις που αφορούσαν την αγορά μετοχών ή το δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μετοχών, και έδωσαν έτσι την ευχέρεια στους επικεφαλής τους να συνάπτουν προσωπικές συμφωνίες με τις εταιρίες. Από το 2000 ως το 2004, τουλάχιστον 530 κυβερνητικοί επιστήμονες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, στις συστάσεις των οποίων βασίζονται οι γιατροί, έλαβαν αμοιβές, μετοχές ή δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μετοχών από βιοϊατρικές εταιρίες. Το 2002, μια έρευνα για τους ειδικούς επιστήμονες που συντάσσουν τις κατευθυντήριες οδηγίες απέδειξε ότι περίπου εννέα στους δέκα είχαν κάποια οικονομική σχέση με έναν κατασκευαστή φαρμάκων και ότι έξι στους δέκα είχαν σχέση με τις εταιρίες των οποίων τα φάρμακα πρότειναν στις εκθέσεις τους. Οι οικονομικές αυτές σχέσεις δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ στο ευρύ κοινό.

Η Έηντζελ αναφέρει επίσης ότι μετά το νόμο Χατς-Ουάξμαν του 1984 ακολούθησαν και άλλοι νόμοι που εδραίωναν τα μονοπωλιακά δικαιώματα των πατενταρισμένων φαρμάκων και σκευασμάτων, άλλο ένα όφελος για τον φαρμακευτικό κλάδο. Αυτά τα υπέρογκα κέρδη έδωσαν τη δυνατότητα στις φαρμακευτικές εταιρίες να ελέγχουν όλο και πιο αποτελεσματικά, είτε άμεσα είτε μέσω του Κογκρέσου, τις αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Φαρμάκων (Federal Drug Administration) για την ασφάλεια των φαρμακευτικών αγωγών. Οι λομπίστες τους μετέτρεψαν τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Φαρμάκων σε ντε φάκτο εταίρο του φαρμακευτικού κλάδου και προώθησαν με μεγάλη επιτυχία νόμους ώστε ο Οργανισμός να εγκρίνει τα νέα φάρμακα με συνοπτικές διαδικασίες. Το 1992 αυτή η διαδικασία έγινε ακόμα πιο εύκολη με το Νόμο περί Αποζημίωσης Χρήσης στα Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (Prescription Drug User Fee Act). Οι φαρμακευτικές εταιρίες συμφώνησαν να πληρώνουν τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Φαρμάκων 300.000 δολάρια για κάθε νέο φάρμακο, και σε αντάλλαγμα ο Οργανισμός υποσχόταν γρηγορότερη έγκριση του νέου φαρμάκου.

Η Έηντζελ φέρνει ως παράδειγμα αυτής της συνεργασίας τις επιτροπές του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Φαρμάκων που επανεξετάζουν νέες αιτήσεις για την έγκριση ή μη φαρμάκων. Οι οικονομικές διασυνδέσεις των μελών των επιτροπών με τις «ενδιαφερόμενες εταιρίες» καταδεικνύονται από μια έκθεση όπου αναφέρεται ότι στο 92% των συσκέψεων τουλάχιστον ένα μέλος των επιτροπών, και στο 55% των συσκέψεων τα μισά ή και περισσότερα μέλη, είχαν ίδιον συμφέρον. Δέκα από τους 32 συμβεβλημένους γιατρούς με το σύστημα υγείας που συμβουλεύουν τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Φαρμάκων για την απομάκρυνση των παυσίπονων χαπιών που συσχετίζονται με τις καρδιοπάθειες ήταν σύμβουλοι και των κατασκευαστών των φαρμάκων. Χωρίς την ψήφο τους, η Vioxx και η Bextra θα είχαν απομακρυνθεί από την αγορά. Δεν απομακρύνθηκαν όμως, και οι μετοχές των κατασκευαστών φαρμάκων έφτασαν στα ύψη.

Οι φαρμακευτικές ανώνυμες εταιρίες που ελέγχουν τον πιο επικερδή οικονομικό κλάδο στη χώρα επιδοτούνται από τους φόρους, παρόλο που οι ιδιωτικές εταιρίες και οι πλούσιοι απολαμβάνουν όλο και περισσότερες φοροαπαλλαγές. Από αυτά τα έσοδα χρηματοδοτείται και το φαρμακευτικό λόμπι. Το λόμπι των φαρμακοβιομηχανιών, το πιο ισχυρό στην Ουάσιγκτον, ξοδεύει σχεδόν 100 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο προκειμένου να επιβάλλει τους όρους του. Μάλιστα επένδυσε 26 εκατομμύρια δολάρια στις εκλογές του 2000. Ο νέος πρόεδρος και κορυφαίο στέλεχος του λόμπι, που είναι γνωστό και ως Φαρμακευτική Έρευνα και Κατασκευαστές Φαρμάκων Αμερικής (Pharmaceutical Research and Manufacturers of America), είναι το πρώην μέλος του Κογκρέσου από τη Λουιζιάνα Ουίλμπερτ Τζόζεφ Τάουζιν. Ο διορισμός του Τάουζιν ήταν η ανταμοιβή του επειδή, πρώτον, φρόντισε ώστε ο νέος νόμος περί συνταγογράφησης φαρμάκων της Medicare να απαλλάξει τη Medicare και τη Medicaid από την υποχρέωση έκπτωσης και, δεύτερον, απαγόρευσε την εισαγωγή φτηνότερων φαρμάκων από τον Καναδά. Η δύναμη του φαρμακευτικού λόμπι αποκλείει την πιθανότητα ρύθμισης των τιμών των φαρμάκων. Όλα τα άλλα προηγμένα έθνη διαθέτουν μια ρύθμιση τέτοιας μορφής.

Οι επιδράσεις από την ανεξέλεγκτη επέλαση των κερδοσκοπικών ασφαλιστικών και φαρμακευτικών ανώνυμων εταιριών στην έρευνα για την ψυχική υγεία ήταν καταστροφικές. Ο Τζώρτζ Άλμπη, ένας από τους παλαιότερους προέδρους της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας (American Psychological Association), συνοψίζει την κατάσταση:

Δυστυχώς, στην ψυχιατρική, η λογιζόμενη ως έρευνα χρηματοδοτείται εν πολλοίς από τους φαρμακευτικούς κολοσσούς. Αυτοί πληρώνουν για την έρευνα. Αυτοί πληρώνουν και τους κριτές που ελέγχουν την έρευνα. Αυτοί αναλαμβάνουν το κόστος των συνεδρίων όπου ανακοινώνονται τα αποτελέσματα, καθώς και το κόστος των δημοσιεύσεων στα ψυχιατρικά περιοδικά. Η συνήθης ελευθερία της επιστημονικής έρευνας έχει καταπατηθεί.

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η παντοδυναμία του φαρμακευτικού κλάδου αποδεικνύεται περίτρανα στον τομέα της ψυχικής υγείας. Ο Μπρέγκιν τεκμηριώνει την επιρροή της βιομηχανίας φαρμάκων στην οργάνωση των ψυχιάτρων, την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (American Psychiatric Association). Τα περιοδικά της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, τα συνέδρια και τα προγράμματά της επιδοτούνται γενναιόδωρα από τις φαρμακευτικές εταιρίες. Αυτή η κατάσταση διαμορφώθηκε αρχικά από τη μαζική αποχώρηση πολλών μελών της Εταιρίας κατά τη δεκαετία του ’70 και τη συνακόλουθη μείωση των εισφορών, αφού η Εταιρία δεν κατάφερε να αντέξει τον ανταγωνισμό πιο προσιτών οικονομικά παρόχων στον τομέα της ψυχοθεραπείας, όπως είναι οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί. Το 1980 το διοικητικό της συμβούλιο αποφάσισε ότι τις επιστημονικές της δραστηριότητες μπορούν να τις υποστηρίξουν οι φαρμακευτικές εταιρίες. Αυτή η ανίερη συμμαχία ενίσχυσε μια βολική για τις φαρμακευτικές εταιρίες άποψη, που προωθείται στην ψυχιατρική από τότε σχεδόν που δημιουργήθηκε ο κλάδος, ότι δηλαδή οι ψυχικές ασθένειες έχουν βιοχημική αιτιολογία και κατά συνέπεια βιοχημική λύση.

Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία συμπαρατάσσεται και με την Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς (National Alliance for the Mentally Ill). Η Εθνική Συμμαχία αποτελείται από γονείς με παιδιά που πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή, οι οποίοι αρνούνται ότι ο γονεϊκός παράγοντας συμβάλλει στα διαπροσωπικά και συναισθηματικά προβλήματα των ενήλικων παιδιών τους. Η Εθνική Συμμαχία υποστηρίζει τη γενετική και βιολογική ερμηνεία της προβληματικής συμπεριφοράς, και προτείνει τη φαρμακευτική αγωγή και το ηλεκτροσόκ ως τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισής της. Οι μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες στηρίζουν οικονομικά την Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς. Ο Άλμπη προειδοποίησε τον κλάδο της ψυχικής υγείας να μη στραφεί στην Εθνική Συμμαχία και στη βιολογική ψυχιατρική, και να απορρίψει το ιδεολογικό πλαίσιο της Συμμαχίας σύμφωνα με το οποίο οι ενδοοικογενειακές σχέσεις δεν αποτελούν αιτία σοβαρών διανοητικών προβλημάτων. Ο αντίστοιχος φορέας στον τομέα των παιδικών διαταραχών είναι η ένωση για τα Παιδιά με Διαταραχές Ελλειμματικής Προσοχής (Children with Attention Deficit Disorders). Αυτή η ένωση πρεσβεύει ότι η ελλειμματική προσοχή οφείλεται σε νευρολογικά αίτια, οπότε ευθύνονται τα παιδιά για την απογοήτευση των γονιών τους. Έτσι, υποβαθμίζεται ο ρόλος που διαδραματίζουν οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, τα γονεϊκά προβλήματα και/ή το σχολείο. Μάλιστα η εταιρία για τα Παιδιά με Διαταραχές Ελλειμματικής Προσοχής λαμβάνει επιδοτήσεις, για παράδειγμα από τη CIBA-Geigy, την κατασκευάστρια εταιρία του Ritalin, του διεγερτικού με το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά της ελλειμματικής προσοχής.

Οι ψυχίατροι αποκομίζουν σημαντικά οφέλη από την κερδοφόρα συμμαχία της φαρμακοβιομηχανίας και των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας. Το 2003, για παράδειγμα, ο δρ Πήαρσον Τρέυ Σάντερλαντ Γ’, πρώην ερευνητής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, ενέκρινε σε μια τηλεοπτική εκπομπή εθνικής εμβέλειας του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας, ένα φάρμακο για τη νόσο Αλτσχάιμερ που είχε προωθήσει στην αγορά η Pfizer. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι είχε πραγματοποιήσει την έρευνά του σε συνεργασία με την Pfizer, και ότι είχε λάβει 508.050 δολάρια ως αποζημίωση από την εταιρία. Από την πλευρά τους οι ψυχολόγοι, μέσω της δικής τους οργάνωσης (της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας), πιέζουν για να αποκτήσουν ισοτιμία όσον αφορά τις αποζημιώσεις από τα ταμεία, έτσι ώστε οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας να καλύπτονται όπως και οι ιατρικές. Μάλιστα, ενώ μέχρι πρότινος πολλοί ψυχολόγοι εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για την υπερίσχυση της φαρμακευτικής αγωγής στον τομέα της ψυχικής υγείας, τώρα έχουν υιοθετήσει μια στάση που συνοψίζεται με το ρητό «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλησέ το», διεκδικώντας έτσι το δικαίωμα στη συνταγογράφηση.

Μόνο μέσα στο 2003 ο μισός περίπου πληθυσμός των ΗΠΑ κατάπιε συνταγογραφημένα χάπια, γεγονός που σημαίνει ότι γράφτηκαν 3,5 δισεκατομμύρια συνταγές –τα έσοδα της βιομηχανίας φαρμάκων έφτασαν τα 231 δισεκατομμύρια δολάρια– για διάφορες αιτίες, από την αντιμετώπιση της χοληστερόλης ως τα προβλήματα στύσης. Η επιτυχία αυτών των τελευταίων χαπιών αποδεικνύει ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες επέδειξαν μεγάλη εφευρετικότητα σε νέες διαγνώσεις, προκειμένου να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία τους να κατακτήσουν την αγορά. Όπως αναφέρει η Έηντζελ, «Μια φορά κι έναν καιρό, οι φαρμακευτικές εταιρίες προωθούσαν τα φάρμακά τους για να καταπολεμήσουν συγκεκριμένες παθήσεις. Τώρα… προωθούν παθήσεις που ταιριάζουν στα φάρμακά τους». Παρότι η «ανικανότητα» σαφώς έχει προβληματικές συνυποδηλώσεις, η «στυτική δυσλειτουργία» απομακρύνει το πρόβλημα από το ψυχικό και το συναισθηματικό πεδίο. Έτσι, οι διαπροσωπικές σχέσεις αντιμετωπίζονται από βιολογική και χημική σκοπιά.

Η ίδια επικίνδυνη διαγνωστική εφευρετικότητα διέπει και το Διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο (Diagnostic and Statistical Manual) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, το επίσημο εγχειρίδιο της ψυχιατρικής, στο οποίο εδώ και μερικά χρόνια έχουν προστεθεί π.χ. η εφηβική επαναστατικότητα, τα προβλήματα εκμάθησης αριθμητικής, η παιδική υπερκινητικότητα και η ελλειμματική προσοχή. Η Έηντζελ αναφέρει χαρακτηριστικά τη μαεστρία με την οποία η GlaxoSmithKline προώθησε το Paxil για να θεραπεύσει τη νεοσύστατη «διαταραχή κοινωνικού άγχους». Στο αρχικό Διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο είχαν καταχωρηθεί 60 περίπου διαταραχές, ενώ στο πιο πρόσφατο ο αριθμός είναι περίπου πενταπλάσιος.

Αυτές οι νέες «ασθένειες» όχι μόνο διαδίδονται σαν την πανούκλα, αλλά και οι παλαιότερες –η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια κ.λπ.– ορίζονται πλέον με χημικούς όρους. Το βλέπουμε στις τηλεοπτικές διαφημίσεις και στην προβολή των φαρμακευτικών εταιριών που έχει υιοθετήσει η ψυχιατρική. Ένα φυλλάδιο που διανέμεται σε μεγάλο ψυχιατρικό ίδρυμα στη Νέα Υόρκη εκδίδεται από την κερδοσκοπική φαρμακευτική εταιρία Pfizer και αντικατοπτρίζει την οπισθοδρόμηση της «επιστήμης» στην παρακάτω φράση: «Η σημασία της ντοπαμίνης [της χημικής ουσίας που ευθύνεται για τη μεταφορά μηνυμάτων στο εσωτερικό του εγκεφάλου] στην εκδήλωση ψυχωτικών συμπτωμάτων καθίσταται εμφανής από το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές αγωγές για την αντιμετώπιση των ψυχωτικών συμπτωμάτων επηρεάζουν ως ένα βαθμό τα επίπεδά της». Αυτή η δήλωση ισοδυναμεί με την πρόταση ότι οι ισταμίνες συμβάλλουν στην κατανόηση της αϋπνίας επειδή μερικές αντισταμίνες προκαλούν υπνηλία.

Τα μέσα προώθησης των εταιριών που παράγουν ψυχοφάρμακα επεκτείνονται και περιλαμβάνουν καινούριες διαγνώσεις σε όλο και μικρότερα παιδιά. Οι δαπάνες σε φάρμακα για τη θεραπεία παιδιών και εφήβων που πάσχουν από συμπεριφορικές «διαταραχές» αυξήθηκαν κατά 77% από το 2000 ως το 2003. Οι δαπάνες, 536 δολάρια για κάθε ασθενή το χρόνο, αφορούν κυρίως διαγνώσεις κατάθλιψης και ελλειμματικής προσοχής. Εξήντα πέντε τοις εκατό των παιδιών και των εφήβων, που κατανάλωσαν φάρμακα για τη θεραπεία κάποιας συμπεριφορικής διαταραχής, έλαβαν αντικαταθλιπτικά, και ακόμα και ο Ομοσπονδιακός Οργανισμός Φαρμάκων διέταξε τον Μάρτιο του 2004 να συμπεριληφθεί στις οδηγίες χρήσης τους μια προειδοποίηση με όλες τις παρενέργειες, όπως είναι για παράδειγμα η αυτοκτονία. Εκείνη την περίοδο, η λήψη φαρμάκων για την αντιμετώπιση της διαταραχής της ελλειμματικής προσοχής σε παιδιά κάτω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 49%. Το 2004 γράφτηκαν 29 εκατομμύρια συνταγές για το Ritalin και άλλα παρόμοια διεγερτικά, εκ των οποίων τα 23 εκατομμύρια αφορούσαν παιδιά. Μια πρόσφατη μελέτη έφερε στο φως μια χρωμοσωμική ανωμαλία σε 12 παιδιά που έλαβαν το Ritalin για τρεις μήνες, γεγονός που δείχνει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Ο Λώρενς Γκρήνχιλ, «ειδικός» στο Ritalin και σύμβουλος εταιριών που κατασκευάζουν διεγερτικά, ρώτησε για ποιο λόγο η κυβέρνηση έδειξε ξαφνικά τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Επιπλέον, οι φαρμακευτικές εταιρίες εξαγοράζουν την επιρροή των κρατικών στελεχών στον τομέα της ψυχικής υγείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση αντιψυχωτικών φαρμάκων από τα παιδιά.

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ

Η εκβιομηχάνιση της υγειονομικής περίθαλψης, και κατά συνέπεια και της ψυχικής περίθαλψης, είναι απαραίτητο να εξεταστεί στο πλαίσιο της εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το κύμα που σάρωσε πολλές τέχνες, μαζί και την αγροτική οικογενειακή παραγωγή, μετασχημάτισε την ίδια την οικογένεια και άλλαξε ριζικά την υγειονομική περίθαλψη και την ιατρική έρευνα. Ο καπιταλισμός κατάφερε να εμπορευματοποιήσει ακόμα και το αδιανόητο – το νερό, τον ίδιο τον αέρα, πουλώντας τα ποσοστά επιτρεπόμενης ρύπανσης. Γιατί όχι και την υγεία;

Τεχνολογική καινοτομία και επιστημονική έρευνα

Οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι επιστημονικές ανακαλύψεις είχαν μεγάλη σημασία για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Ο Μαρξ παρατήρησε και ανέλυσε με οξυδέρκεια αυτές τις εξελίξεις κατά την, όπως θα λέγαμε σήμερα, παιδική ηλικία του καπιταλισμού: «Η σύγχρονη βιομηχανία… ανάγει την επιστήμη σε παραγωγική δύναμη διακριτή από την εργασία και την ωθεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου» και «Η εφεύρεση μετατρέπεται σε δουλειά, και η εφαρμογή της επιστήμης στην άμεση παραγωγή γίνεται αφεαυτής μια προοπτική η οποία την καθορίζει και την υπηρετεί». Ο Μαρξ διέκρινε την κινητήρια δύναμη αυτής της εξέλιξης στους καπιταλιστές, οι οποίοι, προκειμένου να μειώσουν τα έξοδα, παλεύουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα με την τεχνολογική καινοτομία, και ιδιαίτερα με τη μηχανοποίηση, για να ξεπεράσουν άλλους καπιταλιστές (ή άλλες καπιταλιστικές εταιρίες). Έτσι, στη συνέχεια μπορούν να διευρύνουν το μερίδιό τους στην αγορά, να αυξήσουν τα κέρδη τους σε σχέση με τους άλλους και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επιβάλλουν στους ανταγωνιστές τους την υιοθέτηση των νέων παραγωγικών μεθόδων.

Ο Μαντέλ περιγράφει διεξοδικά πώς, κατά την ωρίμανση του καπιταλισμού, η έρευνα και η ανάπτυξη πήραν τη μορφή αυτόνομης επένδυσης, πρώτα ως κλάδοι των εταιριών και στη συνέχεια ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Ο Νομπλ επεξεργάστηκε περισσότερο τα νέα στοιχεία, καθώς και τις μελέτες του Μπρέηβερμαν, για να αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους η βιομηχανία μονοπώλησε την επιστήμη, απέκτησε τον έλεγχο των προϊόντων της τεχνολογίας ελέγχοντας το δικαίωμα κατοχύρωσης και κατεύθυνε τη διαδικασία της επιστημονικής παραγωγής με την οργανωμένη και ρυθμιζόμενη βιομηχανική έρευνα. Στα μέσα του 20ού αιώνα, η τεχνολογία και η επιστήμη υπέκυψαν στα συμφέροντα των ανώνυμων εταιριών. Αυτό δεν το επιβεβαιώνουν μόνο οι αναλυτές αριστερών πεποιθήσεων όπως ο Μαντέλ, ο Νομπλ και ο Μπρέηβερμαν, αλλά και ο ευρέως αναγνωρισμένος μελετητής της οικονομικής ιστορίας Νέηθαν Ρόζενμπεργκ, ο οποίος γράφει:

Οι βιομηχανικές κοινωνίες δημιούργησαν ένα τεράστιο τεχνολογικό πεδίο που διαμορφώνεται αποκλειστικά από τις οικονομικές ανάγκες και τα κίνητρα. Αυτό το τεχνολογικό πεδίο με τη σειρά του δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συνδεθεί η καθημερινή οικονομική ζωή με την επιστήμη. Έτσι, αυτό το πεδίο καθορίζει τις κατευθύνσεις που υπόσχονται τις μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές και παρέχει πολλά προβλήματα προς μελέτη και εμπειρικές παρατηρήσεις που διεγείρουν τη δημιουργική επιστημονική έρευνα. Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών μου, δείτε την αυξανόμενη θεσμοθέτηση της έρευνας σε ιδιωτικά βιομηχανικά εργαστήρια. Δικαιούμαστε να υποθέτουμε ότι κάθε απόφαση που σχετίζεται με την επιστήμη υπόκειται, σε αυτές τις κερδοσκοπικές εταιρίες, στον υπολογισμό και στη σύγκριση των ιδιωτικών δαπανών και ωφελειών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «οικονομικές ανάγκες» στις οποίες αναφέρεται ο Ρόζενμπεργκ δεν έχουν απαραίτητα σχέση με διαπροσωπικές, βιολογικές ή άλλου είδους «ανάγκες». Μπορεί βέβαια ενίοτε να συμπίπτουν με αυτές, όταν π.χ. τα τρόφιμα που παράγονται από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς έχουν κάποια θρεπτική αξία. Όμως οι «οικονομικές ανάγκες» μπορεί κάλλιστα να υπαγορεύονται από τους ίδιους παράγοντες που παρέχουν την εκπλήρωσή τους. Υπάρχουν αναρίθμητες τεχνολογικές εφευρέσεις που δημιουργούνται για μια «ανάγκη» –γνωστή και ως «ζήτηση»– που κατασκευάζεται και λανσάρεται στην αγορά. Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις μας βομβαρδίζουν για την «ανάγκη» μας να έχουμε κινητά τηλέφωνα που παίρνουν φωτογραφίες και κατεβάζουν μουσική από το διαδίκτυο, καθώς και για την ανάγκη όσων πάσχουν από την καινούρια «διαταραχή κοινωνικού άγχους» να πάρουν το φάρμακο Paxil. Για τις φαρμακευτικές εταιρίες, όπως και για κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, η «ανάγκη» αποτελεί κέρδος, και το κέρδος υπαγορεύει την κατεύθυνση της έρευνας: «Ο φαρμακευτικός κλάδος δεν ενδιαφέρεται να εφεύρει τα φάρμακα που θεραπεύουν τις εξωτικές ασθένειες… αφού όσοι προσβάλλονται από αυτές ζουν σε χώρες τόσο φτωχές που δεν μπορούν να αγοράσουν φάρμακα», παρατηρεί η Έηντζελ. Και ενώ συσπειρώνονται ενάντια στην ACT-UP και σε άλλες ομάδες που διαμαρτύρονται για την απληστία των φαρμακευτικών εταιριών, ο επισκέπτης ερευνητής του Αμερικανικού Ινστιτούτου Επιχειρήσεων (American Enterprise Institute), Ρότζερ Μπέητ, αναφέρει:

Σήμερα, οι εταιρίες που ασχολούνται με την έρευνα για τη θεραπεία του ιού HIV έχουν μειωθεί κατά 27% σε σχέση με όσες υπήρχαν πριν από έξι χρόνια… Εφόσον δεν κερδίζουν χρήματα από την έρευνά τους, είναι μάλλον απίθανο να συνεχίσουν να τη χρηματοδοτούν… Τα φάρμακα που θα παράγουν δεν είναι σαν το Lipitor, που έφτασε πέρυσι τα 10,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμα και το καλύτερο φάρμακο κατά του AIDS δεν πρόκειται να πλησιάσει τις αστρονομικές εισπράξεις που έκανε το παραπάνω φάρμακο.

Από την άλλη μεριά, η αποδοτικότητα των φαρμάκων κατά της αδυναμίας στύσης είχε σαν συνέπεια την επένδυση τεράστιων ποσών στους τομείς της έρευνας, της ανάπτυξης και του μάρκετινγκ. Και φυσικά το κέρδος ενέπνευσε –ανεπιτυχώς προς το παρόν– την προσπάθεια να γεφυρωθεί το «χάσμα του φύλου» στην αγορά της «σεξουαλικής δυσλειτουργίας», για να ικανοποιηθεί άλλη μια οικονομική ανάγκη.

Η υποταγή της επιστήμης στις κερδοσκοπικές βλέψεις των καπιταλιστών των εταιριών, όπως προέβλεψε ο Μαρξ και ανέπτυξαν ο Ρόζενμπεργκ και οι υπόλοιποι, πρέπει να οδηγήσει και στην αναθεώρηση της επιστημονικής έρευνας. Πρώτον, τα κίνητρα για παραποίηση στοιχείων εξουδετερώνουν την επαγγελματική δεοντολογία. Ένα ποσοστό που ξεπερνά το 15% των χιλιάδων επιστημόνων των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας παραδέχτηκε σε πρόσφατη δημοσκόπηση ότι είχε τροποποιήσει το σχεδιασμό μιας μελέτης ή τα αποτελέσματά της προκειμένου να ικανοποιήσει έναν χρηματοδότη. Ωστόσο, χρειάζονται πιο αναβαθμισμένες τεχνικές για να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός όσων παραποιούν στοιχεία. Δεύτερον, το 13,5% των επιστημόνων που απάντησαν στο ίδιο ερωτηματολόγιο παραδέχτηκαν ότι γνώριζαν πως τα ερευνητικά τους προγράμματα δεν θα έδιναν ακριβή αποτελέσματα. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε για μία ακόμα φορά ότι πρόκειται μόνο για τις παραβιάσεις που έχουν ομολογηθεί. Ακόμα και έτσι όμως, πόσο «επιστημονική» μπορεί να είναι αυτή η γνώση; Ο Μπράιαν Μάρτινσον, ένας από τους συντάκτες του ερωτηματολογίου, καταλήγει: «Η επιστήμη έχει αλλάξει πολύ ως προς την ανταγωνιστικότητά της, το επίπεδο της χρηματοδότησης και τις εμπορικές πιέσεις που δέχονται οι επιστήμονες. Μετατρέψαμε την επιστήμη σε μια τεράστια επιχείρηση, αλλά μας διέφυγε ότι μερικοί από τους κανόνες της επιστήμης δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτό το μοντέλο».

Επομένως, ο κλάδος της υγειονομικής περίθαλψης, υπό την πίεση των κερδοσκοπικών ασφαλιστικών και φαρμακευτικών εταιριών, ακολούθησε το δρόμο των άλλων κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα κέρδη καθορίζουν την κατεύθυνση της έρευνας και της ανάπτυξης. Κάθε εταιρία προσπαθεί να διευρύνει το μερίδιο αγοράς της για να επιβιώσει από τον ανταγωνισμό, κατασκευάζοντας νέα προϊόντα ή τροποποιώντας τα ήδη υπάρχοντα. Καθώς το δικαίωμα κατοχύρωσης έχει μεγάλη σημασία για την αποδοτικότητα του κεφαλαίου, χάρη στη μονοπωλιακή τιμολόγηση που εξασφαλίζει, οι φαρμακευτικές εταιρίες κατοχυρώνουν ακόμα και τις απειροελάχιστες αλλαγές που πραγματοποιούν σε υπάρχοντα φάρμακα και διατείνονται ότι τα νέα προϊόντα είναι πιο αποτελεσματικά. Καθώς ελέγχουν την έρευνα, και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να παραποιούν τα αποτελέσματά της, η εξέλιξη της επιστήμης υπόκειται στον υπολογισμό του κέρδους. Έτσι, με αυτά τα κέρδη οι εταιρίες εξασφαλίζουν περισσότερη επιρροή στην κυβέρνηση.

Η εμπορευματοποίηση της περίθαλψης

Οι αναλυτές των τεχνολογικών καινοτομιών που αναφέραμε πιο πάνω έκαναν λόγο πρωτίστως για τα προϊόντα που είχαν τη μορφή υλικών αγαθών, όπως ο ρουχισμός, οι μηχανές, τα τρόφιμα, τα φάρμακα κ.λπ. Εντούτοις, στις καπιταλιστικές κοινωνίες δεν εμπορευματοποιούνται μόνο τα υλικά αγαθά αλλά και οι υπηρεσίες. Ο Μαρξ έγραψε: «Μια υπηρεσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αξία χρήσης, είτε αποτελείται από ένα εμπόρευμα είτε από την εργασία». Ο Μπρέηβερμαν επισημαίνει ότι όταν η αξία χρήσης της εργασίας δεν παίρνει τη μορφή ενός αντικειμένου αλλά πωλείται απευθείας στον καταναλωτή, το αποτέλεσμα της εργασίας γίνεται προϊόν, και «όταν ο εργαζόμενος δεν προσφέρει την εργασία του απευθείας στον χρήστη του προϊόντος αλλά την πουλάει στον κεφαλαιοκράτη, ο οποίος τη μεταπωλεί στην αγορά καταναλωτικών αγαθών, τότε καταλήγουμε στο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής στον τομέα των υπηρεσιών».

Επομένως, οι υπηρεσίες μετατρέπονται σε προϊόντα που παράγονται και πωλούνται με σκοπό το κέρδος. Αυτό ισχύει όλο και πιο πολύ στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, καθώς πρόκειται για έναν κλάδο που όχι μόνο παράγει φάρμακα, χτίζει νοσοκομεία και κατασκευάζει συσκευές αιμοδιύλισης, αλλά κυρίως παράγει περίθαλψη. Η περίθαλψη περιλαμβάνει τη χειρουργική, τη συμβουλευτική, τη χρωματογραφία λεπτού στρώματος, τις εργαστηριακές εξετάσεις. Κάποιοι τομείς της μπορεί να υποβοηθούνται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλες ηλεκτρικές ή μηχανικές συσκευές· όμως η περίθαλψη στο σύνολό της προϋποθέτει την ανθρώπινη εργασία. Και οι εταιρίες πληρώνουν αυτή την εργασία, καταβάλλοντας μισθούς ή εφάπαξ αμοιβές, τη στιγμή που οι ίδιες αποκομίζουν ανυπολόγιστα κέρδη από την εργασία που αγοράζουν. Όσοι παρέχουν αυτή την εργασία δεν είναι μέτοχοι των εταιριών και έτσι προλεταριοποιούνται, γίνονται δηλαδή εργάτες, καθώς ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους είναι να πωλούν την εργατική τους δύναμη. Είτε αμείβονται αδρά, όπως οι περισσότεροι γιατροί, είτε όχι, όπως πολλοί άλλοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, παραμένουν, σε τελευταία ανάλυση, εργάτες. Στον τομέα της ψυχικής υγείας, το προϊόν που εμπορευματοποιείται και επιφέρει κέρδος δεν είναι άλλο από την ανακούφιση των συμπτωμάτων, τον έλεγχο της συμπεριφοράς, την κοινωνικότητα κ.λπ., και λανσάρεται όπου ήδη υπάρχει, ή μπορεί να δημιουργηθεί, ζήτηση.

Όπως σε άλλους επικερδείς κλάδους, οι καπιταλιστικές εταιρίες βασίζονται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοί τους (οι γιατροί, οι υπάλληλοι, οι νοσοκόμοι/ες, οι τεχνικοί κ.λπ.) δεν αμείβονται για την πραγματική αξία που παράγουν με την εργασία τους. Ένα μέρος της αξίας που δημιουργούν αυτοί οι εργαζόμενοι γίνεται κέρδος. Η αξία που προέρχεται από την πλεονασματική εργασία, το μέρος του μόχθου για το οποίο δεν αμείβονται οι εργαζόμενοι, ονομάζεται υπεραξία και συνιστά την πηγή του κέρδους. Συνεπώς, με την εμπορευματοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης και την προλεταριοποίηση των εργαζομένων παρατηρούμε στην ουσία τη μετατροπή των «ιατρικών επαγγελμάτων» σε έναν καπιταλιστικό κλάδο όμοιο με κάθε άλλη γραμμή παραγωγής.

Πώς θα αντιστρέψουμε την κατάσταση

Το ηθικό αίσχος που περιέγραψε ο Σαζ σχετικά με την κακομεταχείριση που επεφύλασσε η ψυχιατρική στους ψυχικά ασθενείς βρήκε συμπάσχοντες τόσο στον τομέα της ψυχικής υγείας όσο και σε κοινωνιολόγους οι οποίοι παρατηρούσαν την καταναγκαστική λειτουργία πολλών κοινωνικών κανόνων. Από τότε, η κακομεταχείριση της ψυχιατρικής δεν είναι τόσο οφθαλμοφανώς αποτρόπαιη, αφού τα φάρμακα μετατράπηκαν σε εργαλεία ελέγχου και αντικατέστησαν το ζουρλομανδύα. Ο έλεγχος μέσω της φαρμακευτικής αγωγής δεν είναι μόνο πιο βολικός, αλλά και πιο ύπουλος και πολύ πιο διαδεδομένος. Οι πρόσφατες αντιδράσεις, όπως του Μπρέγκιν, μοιάζουν με τις πράξεις των λουδιτών που κατέστρεφαν τις μηχανές στις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εκείνες οι μηχανές αποτέλεσαν τον υλικό τρόπο ύπαρξης του αναδυόμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. «Χρειάζεται χρόνος και εμπειρία πριν οι εργάτες μάθουν να διακρίνουν μεταξύ της μηχανής και της απασχόλησής της από το κεφάλαιο, και έτσι να μεταφέρουν τις επιθέσεις τους από τα υλικά όργανα της παραγωγής στη μορφή της κοινωνίας που ιδιοποιείται αυτά τα όργανα». Η καλοπροαίρετη έκκληση του Μπρέγκιν να αντικατασταθούν τα φάρμακα, τα ηλεκτροσόκ και οι βιοχημικές θεωρίες με την ψυχοθεραπεία, την κατανόηση και την αγάπη συγχέει ομοίως τα όργανα παραγωγής και τη μορφή της κοινωνίας που τα ιδιοποιείται. Στον τομέα της ψυχικής υγείας, η επίθεση ενάντια στην υπερκατανάλωση ψυχοφαρμάκων και την κακομεταχείριση της ψυχιατρικής είναι απαραίτητο να στραφεί ενάντια στο σύστημα της κερδοσκοπίας από το οποίο πηγάζουν.

Σήμερα η θεραπεία των ψυχικών διαταραχών αποτελεί μέρος ενός κλάδου στον οποίο κυριαρχούν οι κεφαλαιοκράτες των εταιριών, που διακατέχονται από έναν αχαλίνωτο πόθο για το κέρδος. Το σύστημα των υπηρεσιών, των πολιτικών θεσμών και των νόμων υπηρετεί μια τάξη της οποίας ανώτατη ηθική αξία είναι αποκλειστικά η συσσώρευση όλο και περισσότερου κέρδους. Η καπιταλιστική τάξη μπορεί να παρομοιαστεί με έναν τοξικομανή που αναζητά –μάταια, γιατί δεν μπορεί να σβήσει τη δίψα του– όλο και μεγαλύτερη δόση της εθιστικής ουσίας, και στη συνέχεια την πλασάρει σε άλλους για να εξασφαλίσει μια γραμμή ανεφοδιασμού που διαρκώς διευρύνεται. Όσο αδύνατο είναι να πείσει κανείς τον βρικόλακα να αποποιηθεί τη δίψα του για το αίμα, άλλο τόσο αδύνατο είναι να επηρεάσει κανείς τον καπιταλιστή. Η σφήνα στην καρδιά, ή –στην περίπτωση του καπιταλισμού– ο ριζικός μετασχηματισμός αυτού του ταξικού συστήματος, είναι η θεραπεία που βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή.

Η εφαρμογή ενός τέτοιου θεραπευτικού προγράμματος απαιτεί την οργάνωση των φορέων παροχής υπηρεσιών και των ασθενών –των παραγωγών και των καταναλωτών της περίθαλψης– τόσο στον τομέα της ψυχικής υγείας όσο και στην υγειονομική περίθαλψη γενικά. Ήδη έχουν γίνει κάποια βήματα προς την οργάνωση των φορέων παροχής υπηρεσιών. Εδώ και χρόνια, ο «επαγγελματισμός» δεν επέτρεπε στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να συνδικαλιστούν για να διεκδικήσουν τουλάχιστον καλύτερους μισθούς και καλύτερα ασφαλιστικά προνόμια. Με αυτή την ελιτίστικη ιδεολογία που προέτασσαν οι εργοδότες, προειδοποιούσαν τους γιατρούς, τις/τους νοσοκόμες/ους και άλλους εργαζόμενους να μη στιγματιστούν με το να γίνουν μέλη σωματείων. Στο όνομα του επαγγελματισμού, οι εργαζόμενοι δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις προσφορές των εργοδοτών τους, και πολλοί από αυτούς ήταν κακοπληρωμένοι. Ωστόσο, πριν από τριάντα περίπου χρόνια, οι νοσοκόμες/οι άρχισαν να οργανώνονται. Το 17% είναι σήμερα μέλη σωματείων και απολαμβάνουν αξιοπρεπείς μισθούς – ένα ποσοστό 15,6% μεγαλύτερο από τις νοσοκόμες που δεν έχουν οργανωθεί σε κάποιο σωματείο. Και άλλοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έκαναν βήματα προόδου τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά δεν είναι αρκετά. Έχουν γίνει μάλιστα αθέμιτες επεμβάσεις στο συνδικαλισμό των γιατρών.

Η ανοδική δύναμη του κεφαλαίου, ειδικά μετά τη νίκη του στον Ψυχρό Πόλεμο, αντιστρατεύεται τις ανθρώπινες ανάγκες. Τα θύματα όμως της εμπορευματοποίησης των πάντων και της προλεταριοποίησης όλων των ανθρώπων διογκώνονται τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. Η ανανέωση του τομέα της περίθαλψης ώστε να παρέχει ουσιαστική ψυχική και σωματική βοήθεια είναι αλληλένδετη με τη δυνατότητα που έχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι να πατάξουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση.