Επενδύσεις Vs ΕπιδόματαΜανώλης Μουράτογλου

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετωπίσουν τον επόμενο χρόνο ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αυτό της διαχείρισης της ρευστότητας που θα προκύψει από τους πόρους της ΕΕ που έχουν εγκριθεί, ή και από επιπρόσθετες πηγές που θα κινητοποιηθούν για την αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης της πανδημίας.

Το πρόβλημα αυτό δεν αφορά μόνο συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται με διαφορετικό τρόπο από την ύφεση που έχει προκαλέσει η πανδημία.

Η πολιτική σχετίζεται πάντα με την υπεράσπιση διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων, διαφορετικών απόψεων και προοπτικών. Με την έννοια αυτή, δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξουν ρήγματα μεταξύ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για τη χρήση των πόρων του πακέτου Next Generation EU, καθώς και των άλλων κοινοτικών πόρων που έχουν εγκριθεί. Στους πόρους αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και αυτοί που τα εθνικά κράτη θα κατορθώσουν να κινητοποιήσουν, στο βαθμό που θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε αναστολή το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα τα οποία πιέζουν να χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, για να ξαναρχίσει η ανάπτυξη και να επανασχεδιαστεί το οικονομικό μοντέλο της χώρας. Από την άλλη, υπάρχουν αυτοί που επιμένουν ότι τα διαθέσιμα χρήματα πρέπει να στραφούν κυρίως προς τα επιδόματα για να απαλύνουν τις οικονομικές πιέσεις που έχουν επιβαρύνει τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα, έχοντας ως δεδομένο ότι οι θέσεις εργασίας θα εξακολουθούν να μειώνονται.

Με μία πρώτη ματιά, οι θέσεις που διατύπωσε η κυβέρνηση της ΝΔ κινούνται προς την κατεύθυνση της επιλογής των επενδύσεων, ως πρωτεύουσας και δευτερευόντως προς την κατεύθυνση των επιδομάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα προγράμματα τού «Μένουμε Όρθιοι» κινείται κυρίως, προς την κατεύθυνση των επιδομάτων. Μέχρι σήμερα οι διαφορές της αντιμετώπισης της κρίσης που επέφερε η πανδημία, από την πλευρά των κομμάτων ήταν κυρίως ποσοτικές. Η κυβέρνηση έδωσε κάποια επιδόματα σε πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, προχώρησε σε διευκολύνσεις και αλλαγές ρυθμίσεων, αλλά στο επίπεδο της ανάπτυξης οι κινήσεις μετατοπίστηκαν για το 2021 που αναμένεται να έρθουν στη χώρα οι κοινοτικοί πόροι. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να μοιραστούν άμεσα με τη μορφή επιδομάτων τα περισσότερα χρήματα του «μαξιλαριού ασφαλείας» που έχουν αποταμιευτεί, μία προοπτική που η κυβέρνηση έδειξε απροθυμία να την υιοθετήσει.

Με ανάλογους τρόπους κινούνται και τα υπόλοιπα κόμματα. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν τέτοια διλήμματα, επενδύσεις ή επιδόματα, η ρητορική των κομμάτων επιβάλλει πάντα την υιοθέτηση και των δύο εκδοχών, με το ζητούμενο να είναι πού θα δώσουν το βάρος. Αυτό είναι εμφανές στην περίπτωση του πορίσματος της Επιτροπής Πισσαρίδη που υιοθέτησε η κυβέρνηση, με το βάρος να δίνεται στις επενδύσεις και το νέο παραγωγικό μοντέλο, ενώ περίπου τα ίδια αναμένονται και από το πόρισμα της επιτροπής που αναμένεται να συστήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, στις δυτικές χώρες τα διλήμματα έχουν βαθύνει περισσότερο. Από τη μία εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν στην ανάπτυξη και στον κύκλο παραγωγής-κατανάλωσης και από την άλλη, αυξάνονται οι οπαδοί του μοντέλου της αποανάπτυξης που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από επιδοματικές πολιτικές. Με τα δεδομένα αυτά εμφανίζεται το κρίσιμο ερώτημα για το ποιοι συνασπισμοί κοινωνικών δυνάμεων θα διαμορφωθούν σε κάθε χώρα και προς ποια κατεύθυνση θα ωθήσουν τις αποφάσεις.

Στην Ελλάδα, όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, οι συμπλεύσεις κοινωνικών δυνάμεων δεν είναι αυτονόητες. Το πρόβλημα έγκειται στη διάσπαση των κοινωνικών δυνάμεων και στις διαφορετικές προοπτικές που υιοθετούν. Από τη μία έχει διαμορφωθεί μία κοινωνική συσπείρωση των τμημάτων του κεφαλαίου που κινούνται γύρω από το κράτος, με το μεγάλο όγκο των δημοσίων υπαλλήλων, των διανοουμένων που αναπτύσσονται γύρω από τις κρατικές δομές και των στρωμάτων που επιβιώνουν μέσω της επιδοματικής πολιτικής.

Από την άλλη, υπάρχουν τα τμήματα της αστικής τάξης που δεν εξαρτούν τις δραστηριότητές τους από το κράτος σε μεγάλο βαθμό, οι μικρομεσαίοι του πρωτογενούς, του παραγωγικού και του εμπορικού τομέα που χαρακτηρίζονται από έντονη αντικρατιστική ιδεολογία, καθώς και οι εργαζόμενοι που οι θέσεις εργασίας τους στους παραγωγικούς και εμπορικούς τομείς, εξαρτώνται από τη βιωσιμότητα των τελευταίων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο ποσοστό εκφράζει τα συμφέροντα της πρώτης ομάδας και γι’ αυτό κατάφερε να διατηρήσει τα ποσοστά του στις εκλογές του 2019, ενώ η ΝΔ εκφράζει κυρίως τα συμφέροντα της δεύτερης ομάδας. Αυτό σημαίνει ότι οι προσανατολισμοί στο δίλλημα επενδύσεις Vs επιδόματα, σε μεγάλο βαθμό θα καθοριστούν από αυτές τις κοινωνικές δυναμικές…