Οι εκλογές στην ΤαϊβάνΜανώλης Μουράτογλου

Τα περισσότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης έδωσαν μια συγκεκριμένη εικόνα των εκλογών της Ταιβάν.

Ο λαός της Ταϊβάν «απέκρουσε» (Reuters), «απέρριψε» (CNN) και «αψήφησε» (Financial Times, Wall Street Journal, France 24, NBC) την κινεζική κυβέρνηση και το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα.

Τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της 13ης Ιανουαρίου στην Ταϊβάν κέρδισε ο Λάι Τσινγκ Τε, με το δεξιό Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP). Η επιλογή του εκλογικού σώματος της Ταϊβάν έχει, προφανώς, «εξοργίσει» (BBC, Sky News, Japan Today) το Πεκίνο.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο νεοεκλεγμένος πρόεδρο Λάι κέρδισε το 40% των ψήφων (μείωση από το 57% του κόμματος πριν από τέσσερα χρόνια).

Ο προτιμώμενος υποψήφιος του Πεκίνου, ο Χου Γιου Ιχ του Κουομιτάνγκ (Εθνικιστικό Κόμμα της Κίνας), ήρθε δεύτερος με 33% (μείωση από 39%) και ο Κο Γουέν Γε του νέου «κεντροαριστερού» Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν (TPP) τρίτος με 26%.

Εάν οι συνομιλίες συνασπισμού μεταξύ του Κουομιτάνγκ και του TPP δεν είχαν καταρρεύσει, ένας κοινός υποψήφιος θα είχε, σχεδόν βέβαια, κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, με μια άνετη πλειοψηφία.

Στο κοινοβούλιο το DPP έχασε την πλειοψηφία του στις εκλογές. Το μεγαλύτερο κόμμα είναι τώρα το Κουομιτάνγκ (από 38 έδρες έφτασε στις 52), μπροστά από το DPP (μείωση 10 εδρών, φτάνοντας στις 51) και το TPP (8).

Οι ρίζες του Κουομιτάνγκ βρίσκονται στο Εθνικιστικό Κόμμα της Κίνας του Τσιάνγκ Κάι Σεκ, το οποίο ηττήθηκε από τους κομμουνιστές και οδηγήθηκε στο κινεζικό νησί της Ταϊβάν (πρώην Φορμόζα) το 1949. Ιστορικά, ο στόχος του Κουομιτάνγκ ήταν η επανένωση της Κίνας υπό εθνικιστική ηγεσία. Το πρόσφατο προεκλογικό μανιφέστο του κόμματος συνεχίζει να αποκαλεί το νησί με το συνταγματικό του όνομα: η Δημοκρατία της Κίνας.

Ωστόσο, οι ρεαλιστές πολιτικοί του Κουομιτάνγκ δεν αναμένουν την ανατροπή του ΚΚ Κίνας σύντομα και τώρα επιδιώκουν τον στόχο της συνταγματικής συμφιλίωσης –ασαφής στο περίγραμμα– και στενότερων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων με την ηπειρωτική Κίνα.

Το TPP που αντιπροσωπεύει τη γραμμή «κυριαρχία της Ταϊβάν και ειρήνη στα Στενά», αντιτίθεται σε προκλητικά βήματα προς την ανεξαρτησία, ενώ υποστηρίζει επίσης μια «ισχυρή αποτρεπτική δύναμη», όπως αυτή που παρέχεται από τα κεφάλαια και τους εξοπλισμούς των ΗΠΑ. Η προεκλογική του πλατφόρμα υποσχόταν επίσης δημόσια υγειονομική περίθαλψη, προοδευτική φορολογία και μέτρα κατά της διαφθοράς.

Είναι σημαντικό ότι η πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία αποκάλυψε ευρεία ανησυχία του εκλογικού σώματος για την οικονομία της Ταϊβάν, τα μελλοντικά ενεργειακά εφόδια, την κοινωνική ανισότητα και τα πρότυπα στη δημόσια ζωή. Ειδικά μεταξύ των νέων, αυτά τα ζητήματα είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά, με το συνταγματικό μέλλον της Ταϊβάν.

Η χαμηλότερη προσέλευση του κόσμου στις εκλογές, παρά τις έντονες πιέσεις από την Κίνα σε πολλά μέτωπα, αντανακλούσε την αυξημένη απογοήτευση των πολιτών από το πολιτικό κατεστημένο της Ταϊβάν.

Μετά από 75 χρόνια, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αρνείται να αναγνωρίσει τη νομιμότητα της Ταϊβάν και συνεπώς του πολιτικού της συστήματος. Το Πεκίνο έχει καταστήσει σαφή την αποδοκιμασία του για τον Χου ως «δημιουργού προβλημάτων».

Όμως, παρά το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, θεωρείται ότι θα υπάρχει σιωπηλή ικανοποίηση στο Πεκίνο με την πτώση της ψήφου του DPP και την αλλαγή της σύνθεσης του κοινοβουλίου στην Ταϊπέι.

Αντίθετα, η κινεζική οργή επικεντρώνεται στη συνεχιζόμενη παρέμβαση των ΗΠΑ στις κινεζικές υποθέσεις και στη στρατιωτική ανάπτυξη των ΗΠΑ –σε συμμαχία με τη Βρετανία, την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα– από ξηρά, θάλασσα και αέρα, γύρω από την Κίνα.