Η στρατηγική της απομείωσης των κινδύνων στην ΕΕΗλίας Σταυρίδης

Κατά μέσο όρο, σε 11 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν σε έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Ecfr) την περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2023, το 53% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι είναι ρεαλιστικά εφικτό να υπάρχουν καλές σχέσεις με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ταυτόχρονα, ενώ μόνο το 19% πιστεύει ότι αυτό είναι δεν είναι ρεαλιστικά δυνατό και ότι οι χώρες τους θα πρέπει να επιλέξουν τον ένα ή τον άλλο [1].

Οι πολίτες ορισμένων μη ευρωπαϊκών μεσαίων δυνάμεων τάσσονται υπέρ της κινεζικής οικονομικής παρουσίας στη χώρα τους, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τα στοιχεία του Ecfr. Οι πλειοψηφίες στη Σαουδική Αραβία (64%), τη Νότια Αφρική (58%), τη Βραζιλία (52%) και την Τουρκία (52%) εξέφρασαν μέση αποδοχή πέντε τύπων κινεζικής οικονομικής παρουσίας στις χώρες τους. Τα θετικά σχόλια προέκυψαν σε ερωτήσεις σχετικά με το εάν οι κινεζικές εταιρείες θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν μια μεγάλη αθλητική ομάδα, εφημερίδα, εταιρεία τεχνολογίας ή υποδομή στη χώρα τους και εάν θα έπρεπε να τους επιτραπεί να κατασκευάσουν τέτοια υποδομή. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, επαναλαμβάνοντας μια προηγούμενη έρευνα Ecfr, το ποσοστό μειώνεται σημαντικά, στο 29%, μεταξύ των Ευρωπαίων.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ

Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, τα λόγια της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία τις προηγούμενες ημέρες μίλησε για τη σχέση μεταξύ Ευρώπης και Κίνας, έβαλαν ένα θεμέλιο για την κληρονομιά της «Γεωπολιτικής Ευρώπης» Στην ομιλία της, η φον ντερ Λάιεν κατέστησε σαφές ότι η Ευρώπη κάνει σημαντικά βήματα προς την απομάκρυνση του κινδύνου, σχολιάζει η Τζάνκα Όρτελ, διευθύντρια του Προγράμματος για την Κίνα του Ecfr. Και αυτό που προκύπτει από τα δεδομένα που συλλέγει το πανευρωπαϊκό think tank είναι ουσιαστικά, απορριπτικό: σχέσεις με την Κίνα ναι, αλλά εφόσον οι σχέσεις δεν αγγίζουν ευαίσθητες στρατηγικές σφαίρες.

«Είναι σημαντικό να σημειωθεί –συνεχίζει ο ειδικός– ότι η απομάκρυνση του κινδύνου δεν συνεπάγεται το τέλος της σχέσης. Αντιθέτως, σημαίνει την ανάγκη να αντιμετωπιστούν πλήρως οι προκλήσεις, αναγνωρίζοντας παράλληλα μια αίσθηση απογοήτευσης με την πιθανή τροχιά της Κίνας τα επόμενα χρόνια. Είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί σοβαρά το ζήτημα, υιοθετώντας μια πιο δυναμική θέση και ταυτόχρονα διατηρώντας ανοιχτούς τους διαύλους διαλόγου και δέσμευσης με το Πεκίνο».

Με βάση αυτό, προσθέτει η Όρτελ, «οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να προσεγγίσουν τη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας στις αρχές Δεκεμβρίου με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές προκλήσεις, ενώ επενδύουν ουσιαστικά στην οικοδόμηση σχέσεων με παγκόσμιους εταίρους. Το έργο της μείωσης του κινδύνου θα αποδειχθεί δύσκολο, ειδικά αφού η κινεζική κυβέρνηση είναι πιθανό να καταστήσει δύσκολη, και ταυτόχρονα δελεαστική, για τις ευρωπαϊκές εταιρείες την συνέχεια της συνεργασίας με τη Λαϊκή Δημοκρατία».

Επιπλέον, «η πρόεδρος της Κομισιόν τόνισε ότι η έρευνα κατά των επιδοτήσεων των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων (EVs) θα συνεχιστεί λόγω των εμφανών δυνατοτήτων του κλάδου και των εξαγωγικών πιέσεων που προκύπτουν από την κινεζική οικονομία». Είναι μια τέλεια περίπτωση: στις Βρυξέλλες υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο να πλημμυρίσουν οι ευρωπαϊκές αγορές με κινεζικά οχήματα, που πρωταγωνίστησαν σε μια σκηνή, κατά τη συνάντηση μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Σι Τζινπίνγκ. Ο τελευταίος προφανώς εκμεταλλεύτηκε την προπαγάνδα για να δώσει βάρος σε έναν από τα στρατηγικούς τομείς του διαρκούς τεχνολογικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Για την Όρτελ, το θέμα των EV απεικονίζει τους λόγους για τους οποίους η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει την άμυνά της και να διερευνήσει περιπτώσεις παράνομων επιδοτήσεων. Είναι σημαντικό για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας να προστατευτεί από την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, ιδιαίτερα όταν η κινεζική οικονομία επιβραδύνει.

Αξίζει να ληφθεί υπόψιν ότι το 46% των Ευρωπαίων, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ecfr, πιστεύει ότι η Κίνα —και όχι η Ευρώπη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες— θα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στην παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων μέσα σε μια δεκαετία, ενώ και το 80% των Κινέζων πιστεύει ότι η χώρα τους θα ηγηθεί της αγορά ηλεκτρικών οχημάτων.

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, επίσης υπό το πρίσμα αυτής της ανάγνωσης της κατάστασης που παρέχεται από το ευρωπαϊκό think tank Ecfr, ότι μεταξύ των χωρών που είναι πιο απρόθυμες στην κινεζική οικονομική δέσμευση δεν υπάρχει μόνο η Δύση με την αυστηρή ή αξιακή έννοια (για παράδειγμα η Νότια Κορέα), αλλά και τη Ρωσία, όπως θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι η Κίνα έχει παρόμοιες αμφιβολίες για τη δυτική οικονομική παρουσία στη χώρα της.

Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων από το Ecfr στην Κίνα θα θεωρούσε απαράδεκτο για τις δυτικές εταιρείες να αγοράσουν κάποια κινεζική εφημερίδα ή ψηφιακά μέσα (57% απαράδεκτο, 38% αποδεκτό), να αγοράσουν μια κινεζική εταιρεία τεχνολογίας (59% απαράδεκτο, 34% αποδεκτό) ή να έχουν στην κατοχή τους δημόσια υποδομή, όπως ενεργειακά δίκτυα, γέφυρες ή λιμάνια στην Κίνα (59% απαράδεκτο, 23% αποδεκτό).

Στην πραγματικότητα, ο μόνος τύπος δυτικής οικονομικής παρουσίας που η πλειονότητα των Κινέζων ερωτηθέντων θεωρεί αποδεκτή περιλαμβάνει δυτικές εταιρείες που αγοράζουν μια μεγάλη αθλητική ομάδα στην Κίνα (25% απαράδεκτη και 66% αποδεκτή). Οι Κινέζοι διχάζονται επίσης σχετικά με το εάν οι δυτικές εταιρείες θα πρέπει (44%) ή όχι (50%) να έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν δημόσια υποδομή στην Κίνα, όπως ενεργειακά δίκτυα, γέφυρες ή λιμάνια.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

[1] https://ecfr.eu/publication/living-in-an-a-la-carte-world-what-european-policymakers-should-learn-from-global-public-opinion/