Η Ρωσία επισημοποίησε την τελική αποχώρηση από τη Συνθήκη «Ανοιχτοί Ουρανοί» μέσα στον Δεκέμβριο. Η επίσημη ειδοποίηση έφτασε σε όλα τα κράτη μέλη μετά από έξι μήνες, από τη στιγμή που η Μόσχα είχε προειδοποιήσει για την πρόθεσή της να αποχωρήσει από τη διεθνή συμφωνία που κληρονόμησε από τον Ψυχρό Πόλεμο .
Στο επίσημο σημείωμα του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, διαβάζουμε ότι «παρά τις πολυάριθμες παραβιάσεις της Ανατολής από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους και τους συνοδοιπόρους τους, για πολλά χρόνια η Ρωσία όχι μόνο συνέβαλε στη μεγαλύτερη δυνατή συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Συνθήκης, αλλά έχει κάνει επίσης ό,τι ήταν δυνατό για να τη διατηρήσει. Ήμασταν έτοιμοι να εξετάσουμε τις ανησυχίες των εταίρων, αλλά, φυσικά, στη βάση της αμοιβαιότητας. Η κατάσταση άλλαξε δραματικά πέρυσι με την αποχώρηση από τη Συνθήκη των ΗΠΑ, η συμμετοχή των οποίων κάποτε ήταν προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της. Αυτό το βήμα έχει ανατρέψει σοβαρά την ισορροπία συμφερόντων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων κρατών. Έχουμε προτείνει συγκεκριμένες λύσεις στα προβλήματα που έχουν προκύψει, αλλά τα μέλη της Δύσης δεν έχουν. Κατά συνέπεια, η Ρωσία αναγκάστηκε να κινήσει εσωτερικές διαδικασίες για να καταγγείλει τη Συνθήκη, αλλά ακόμη και εδώ δείξαμε υπομονή, δεν επισπεύσαμε αξιολογήσαμε αυτή τη διαδικασία και κρατήσαμε την πόρτα ανοιχτή μέχρι το τέλος, βασιζόμενοι στη σύνεση της Ουάσιγκτον. Ωστόσο, στις 27 Μαΐου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών για την απόφαση της αμερικανικής πλευράς να μην επιστρέψει στη Συνθήκη. Ως εκ τούτου, η έξοδος της χώρας μας από αυτήν έχει καταστεί αναπόφευκτη».
Την ίδια στιγμή, το Κρεμλίνο προέτρεψε τους δυτικούς εταίρους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν θα μπορέσουν να εγγυηθούν την ασφάλειά τους χωρίς να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα της Ρωσίας και των συμμάχων της. «Θα βρίσκουμε πάντα μια αποτελεσματική απάντηση. Αλλά είναι ακόμη καλύτερο να εργαστούμε εποικοδομητικά μαζί για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ασφάλειας, βασιζόμενοι ιδίως στην εμπειρία της γόνιμης πολυετούς συνεργασίας των κρατών στο πλαίσιο της Συνθήκης για τους “Ανοικτούς Ουρανούς”», συνεχίζει η δήλωση.
Η συμφωνία, ωστόσο, δεν είναι τελείως νεκρή, καθώς άλλα συμμετέχοντα κράτη παραμένουν συνδεδεμένα με αυτήν, αλλά είναι προφανές ─συνεχίζει η Μόσχα─ ότι χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η αποτελεσματικότητά της θα μειωθεί δραστικά: το πεδίο εφαρμογής θα μειωθεί κατά περίπου 80% και ομοίως ο αριθμός των αποστολών που έχουν προγραμματιστεί για το 2022 θα καταρρεύσει.
Σημείωση: Παραθέτουμε δύο προηγούμενα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο Geoeurope για το θέμα αυτό, έτσι ώστε να υπάρξει καλύτερη κατανόηση της αλληλουχίας των εξελίξεων.
ΗΠΑ: Οριστικά έξω από τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί»
Φίλιππος Αδαμίδης
10/04/2021
Τον Νοέμβριο 2020, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, είχε σχολιάσει την απόφαση του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση από τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», επισημαίνοντας ότι αυτή θα διογκώσει τις εντάσεις μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας και θα αυξήσει τους κινδύνους λανθασμένων υπολογισμών και συγκρούσεων.
Η επιστροφή στη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» θα έστελνε ένα λάθος μήνυμα στη Ρωσία. Για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση Μπάιντεν επιβεβαιώνει την απόφαση που είχε πάρει το 2020 η κυβέρνηση Τραμπ, για απόσυρση από τη συγκεκριμένη συνθήκη. Τουλάχιστον, αυτό φαίνεται από τη διπλωματική ενημέρωση που έκαναν οι ΗΠΑ στους συμμάχους τους και έγινε γνωστό από το Defence News [1]. Αν και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 5 Απριλίου δήλωσε ότι δεν έχει ληφθεί ακόμα οριστική απόφαση για το θέμα της συνθήκης αυτής, η ενημέρωση προς τους συμμάχους από την Ουάσιγκτον, έγινε στις 31 Μαρτίου.
Οι λόγοι είναι ίδιοι με αυτούς που οδήγησαν στην επίσημη απόφαση του 2020, δηλαδή οι παραβιάσεις της συνθήκης από τη Ρωσία. Η συνθήκη υπογράφτηκε στο Ελσίνκι το 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή το 2002. Μέσα από την αρχή της αμοιβαίας παρατήρησης, στόχος της συνθήκης ήταν να επιτρέπει στα συμμετέχοντα κράτη να παρατηρούν το ένα το άλλο, για να διασφαλίσουν ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα έχουν μία καθαρή εικόνα των στρατιωτικών κινήσεων [2].
Ωστόσο, από το 2019 οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους. Αυτό οφείλεται στο ότι η σύγχρονη τεχνολογία των δορυφόρων, είχε αντικαταστήσει αποτελεσματικά τα αεροσκάφη στην παροχή υπηρεσιών παρατήρησης. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, η Μόσχα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις δομικές αδυναμίες της Συνθήκης, διαστρεβλώνοντας τους σκοπούς της. Στα πλαίσια αυτά, Αμερικανοί διπλωμάτες παρείχαν απόρρητα στοιχεία σε Ευρωπαίους ομολόγους τους, για να αποδείξουν ότι η Ρωσία χρησιμοποιούσε τη Συνθήκη για να στοχοποιήσει αμερικανικές κρίσιμες υποδομές.
Μεταξύ των αμερικανικών ανησυχιών, σημαντικές είναι αυτές που αφορούν τους προηγμένης τεχνολογίας αισθητήρες του Tupolev Tu-154, που επιτρέπουν την παρατήρηση μετακίνησης αμερικανικών στρατευμάτων στη Γερμανία και την Πολωνία. Επιπρόσθετα, υπήρχε η πιθανότητα να μειωθούν οι παρατηρήσεις στον θύλακα του Καλίνιγκραντ, μία περιοχή αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης.
Αυτές οι ανησυχίες μεταφέρθηκαν και στην κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία υποστηρίζει ότι μία απόφαση επανεισόδου στη Συνθήκη, την οποία η Ρωσία εξακολουθεί να παραβιάζει, θα έστελνε λάθος μήνυμα στη Μόσχα και θα υπονόμευε τη θέση της Ουάσιγκτον στο ευρύτερο πρόγραμμα ελέγχου των εξοπλισμών.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[2] https://www.geoeurope.org/2020/05/23/i-synthiki-anoiktoi-oyranoi-kai-oi-ip/
Η Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» και οι ΗΠΑ
Γρηγόρης Κοτσίρης
23/05/2020
Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση της χώρας από τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Πριν από ένα χρόνο, οι ΗΠΑ είχαν σταματήσει τα κονδύλια για τις επιχειρήσεις των «Ανοικτών Ουρανών», αχρηστεύοντας το στοιχείο της αμοιβαιότητας από τη συνθήκη, η οποία σχεδόν δεν λειτουργούσε. Ήταν μία κίνηση αντιποίνων στην απαγόρευση από την πλευρά της Μόσχας των πτήσεων πάνω από το Καλίνιγκραντ και την Οσετία.
Το ότι όλα προϊδέαζαν ότι θα υπάρξει αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συνθήκη, προκύπτει από το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ακολουθούν μία γραμμή σταδιακής απεμπλοκής από όλες τις συνθήκες που αφορούν τον έλεγχο των εξοπλισμών. Αυτή η πολιτική γραμμή λειτουργεί εις βάρος της ασφάλειας της Ευρώπης, η οποία γίνεται πιο ευάλωτη αφού θα λείψει η δυνατότητα κάλυψης αιφνιδιαστικών κινήσεων που θα αύξαναν την επιθετικότητα εναντίον της.
Η Ευρώπη στηρίζει τις ΗΠΑ στη στρατηγική για περιορισμό της Ρωσίας, διαφωνεί όμως για τις αποχωρήσεις των ΗΠΑ από τις συνθήκες. Αυτό που έγινε με τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», είχε γίνει και το Φεβρουάριο του 2019 με τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας (INF) με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που συνεχίστηκε με την άμεση αποχώρηση και της Ρωσίας.
Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν καμία επιλογή από το να συνεχίσουν να στηρίζουν την αμερικανική στάση απέναντι στη Ρωσία, διαφωνούν όμως με την αμερικανική μέθοδο ελέγχου των εξοπλισμών. Ίδιες επιφυλάξεις υπάρχουν και σε τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου, ιδίως σε αυτά που είχαν συμμετάσχει τις προηγούμενες δεκαετίες στη σύναψη αυτών των συνθηκών.
Η σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για την κατάργηση των συνθηκών ελέγχου των εξοπλισμών, επηρεάζεται και από τον παράγοντα που ονομάζεται Κίνα. Η Κίνα δεν μπορεί να θεωρείται δευτεροκλασάτη δύναμη, συγκρινόμενη με τις άλλες δύο ─ σε στρατιωτικό επίπεδο θεωρείται περίπου ισοδύναμη. Η Κίνα μπορεί να μην είναι ακόμα μία πυρηνική υπερδύναμη, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αλλά δεν έχει περιορισμούς από το δίκτυο συνθηκών αφοπλισμού που περιορίζει τις κινήσεις της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Για το λόγο αυτόν, το Πεκίνο απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε πρόσκληση για συμμετοχή σε νέες διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό. Οι Ευρωπαίοι κατανοούν και αυτοί το πρόβλημα που δημιουργεί η άνοδος της Κίνας, αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό.
Το Φεβρουάριο 2021 λήγει η Συνθήκη START για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και η Ρωσία έχει ήδη κάνει έκκληση στις ΗΠΑ για την ανανέωσή της από το Νοέμβριο 2019. Αν ανανεωθεί, η νέα Συνθήκη START θα αποτελεί το τελευταίο προπύργιο των συμφωνιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Αν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου, τότε και αυτή η συνθήκη μάλλον δεν θα ανανεωθεί.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρώπη η Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», μαζί με τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE) και το Έγγραφο της Βιέννης, θεωρούνταν ως οι τρεις πυλώνες για τις συμφωνίες ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η CFE έχει ουσιαστικά απενεργοποιηθεί μετά την αποχώρηση της Ρωσίας το 2015 και τις διαμάχες που προέκυψαν για το ρόλο της στις συγκρούσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Τώρα φαίνεται ότι έφτασε και η σειρά των Ανοικτών Ουρανών.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, όλο το σύστημα των Ανοικτών Ουρανών, είχε περίπου απαξιωθεί, χάνοντας την αξία του ως συλλέκτη πληροφοριών. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν δύο αεροσκάφη τύπου OC-135B του 1961, που ήταν εφοδιασμένα με όργανα αναλογικής και όχι ψηφιακής τεχνολογίας. Αλλά και οι Ρώσοι ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο και έπρεπε να φτάσουν το 2016 για να αντικαταστήσουν την αναλογική τεχνολογία με ψηφιακή.
Στις σημερινές συνθήκες, το δίκτυο δορυφόρων χαμηλής τροχιάς και το αναμενόμενο σύστημα νανοδορυφόρων, μπορούν να παρέχουν πολλαπλά καλύτερες δυνατότητες επιτήρησης. Όμως, παρά το ότι τεχνικά οι Ανοικτοί Ουρανοί άρχισαν να ξεπερνιούνται, δεν ισχύει το ίδιο σε διπλωματικό επίπεδο, αφού διατηρούν τη δυνατότητα να φέρνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις 34 χώρες που έχουν υπογράψει τη συνθήκη, για να συζητούν δύσκολα θέματα ασφάλειας.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Όσοι είναι υπερασπιστές της συνθήκης, θα επιχειρηματολογήσουν για το ρόλο της στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και κυρίως, ότι θα μπορούσε να επιτύχει ένα δομημένο διάλογο με τη Μόσχα. Οι Αμερικανοί διαφωνούν με αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία δεν τήρησε τους όρους της συνθήκης, αφού η βασική αξία της συνθήκης ήταν η προώθηση της ειλικρίνειας. Και αν ένα μέρος της συνθήκης, δηλαδή η Μόσχα, καταστρατηγεί την ειλικρίνεια, στοχοποιώντας την ασφάλεια των άλλων μερών, τότε η ίδια η συνθήκη υπονομεύει αυτή την ασφάλεια.
Αν η Ρωσία ακολουθήσει τις ΗΠΑ και αποχωρήσει και αυτή από τους Ανοικτούς Ουρανούς, τότε η συνθήκη εκ των πραγμάτων, θα ακυρωθεί. Η Μόσχα κατανοεί ότι μία τέτοια κίνηση θα εκληφθεί από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως μία πράξη επιθετικότητας απέναντι τους, αλλά ίσως τα γενικότερα συμφέροντα σύγκλισής τους με τις ΗΠΑ για την κατάργηση των συμφωνιών ελέγχου για τους εξοπλισμούς, υπερισχύσουν των περιφερειακών ανησυχιών.
Η Ευρώπη μπορεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του αμυντικού της αποτυπώματος, πιθανόν ως ισχυρότερης ευρωπαϊκής συνιστώσας μέσα στο ΝΑΤΟ. Μία μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αξιοπιστία στα θέματα της άμυνας, ίσως να βοηθήσει τις δύο μικρότερες πυρηνικές δυνάμεις της Ευρώπης, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, να αποκτήσουν κάποιον αξιόπιστο λόγο στον τομέα του αφοπλισμού και του ελέγχου των εξοπλισμών. Όσο όμως περνάει ο καιρός, τόσο η Ευρώπη καταλαβαίνει τη στρατηγική της αδυναμία, αλλά και τις μικρές δυνατότητες που έχει για να την υπερβεί.
Κατά τα άλλα, ο διάλογος θα συνεχιστεί, μόνο που θα είναι σχεδόν αποκλειστικά διμερής. Η βασική αρχή της Ουάσιγκτον είναι ότι αποτελεί μία μεγάλη και ισχυρή δύναμη, επομένως σε διμερείς διαπραγματεύσεις έχει τη δυνατότητα να υπερισχύσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει τους περιορισμούς και τις αναστολές που επιβάλλει η συμπόρευση με μικρότερες και σχετικά ανίσχυρες δυνάμεις.