Η Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» και οι ΗΠΑΓρηγόρης Κοτσίρης

Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση της χώρας από τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Πριν από ένα χρόνο, οι ΗΠΑ είχαν σταματήσει τα κονδύλια για τις επιχειρήσεις των «Ανοικτών Ουρανών», αχρηστεύοντας το στοιχείο της αμοιβαιότητας από τη συνθήκη, η οποία σχεδόν δεν λειτουργούσε. Ήταν μία κίνηση αντιποίνων στην απαγόρευση από την πλευρά της Μόσχας των πτήσεων πάνω από το Καλίνιγκραντ και την Οσετία.

Το ότι όλα προϊδέαζαν ότι θα υπάρξει αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συνθήκη, προκύπτει από το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ακολουθούν μία γραμμή σταδιακής απεμπλοκής από όλες τις συνθήκες που αφορούν τον έλεγχο των εξοπλισμών. Αυτή η πολιτική γραμμή λειτουργεί εις βάρος της ασφάλειας της Ευρώπης, η οποία γίνεται πιο ευάλωτη αφού θα λείψει η δυνατότητα κάλυψης αιφνιδιαστικών κινήσεων που θα αύξαναν την επιθετικότητα εναντίον της.

Η Ευρώπη στηρίζει τις ΗΠΑ στη στρατηγική για περιορισμό της Ρωσίας, διαφωνεί όμως για τις αποχωρήσεις των ΗΠΑ από τις συνθήκες. Αυτό που έγινε με τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», είχε γίνει και το Φεβρουάριο του 2019 με τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας (INF) με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που συνεχίστηκε με την άμεση αποχώρηση και της Ρωσίας.

Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν καμία επιλογή από το να συνεχίσουν να στηρίζουν την αμερικανική στάση απέναντι στη Ρωσία, διαφωνούν όμως με την αμερικανική μέθοδο ελέγχου των εξοπλισμών. Ίδιες επιφυλάξεις υπάρχουν και σε τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου, ιδίως σε αυτά που είχαν συμμετάσχει τις προηγούμενες δεκαετίες στη σύναψη αυτών των συνθηκών.

Η σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για την κατάργηση των συνθηκών ελέγχου των εξοπλισμών, επηρεάζεται και από τον παράγοντα που ονομάζεται Κίνα. Η Κίνα δεν μπορεί να θεωρείται δευτεροκλασάτη δύναμη, συγκρινόμενη με τις άλλες δύο ─ σε στρατιωτικό επίπεδο θεωρείται περίπου ισοδύναμη. Η Κίνα μπορεί να μην είναι ακόμα μία πυρηνική υπερδύναμη, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αλλά δεν έχει περιορισμούς από το δίκτυο συνθηκών αφοπλισμού που περιορίζει τις κινήσεις της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Για το λόγο αυτόν, το Πεκίνο απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε πρόσκληση για συμμετοχή σε νέες διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό. Οι Ευρωπαίοι κατανοούν και αυτοί το πρόβλημα που δημιουργεί η άνοδος της Κίνας, αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό.

Το Φεβρουάριο 2021 λήγει η Συνθήκη START για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και η Ρωσία έχει ήδη κάνει έκκληση στις ΗΠΑ για την ανανέωσή της από το Νοέμβριο 2019. Αν ανανεωθεί, η νέα Συνθήκη START θα αποτελεί το τελευταίο προπύργιο των συμφωνιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Αν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου, τότε και αυτή η συνθήκη μάλλον δεν θα ανανεωθεί.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρώπη η Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», μαζί με τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE) και το Έγγραφο της Βιέννης, θεωρούνταν ως οι τρεις πυλώνες για τις συμφωνίες ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η CFE έχει ουσιαστικά απενεργοποιηθεί μετά την αποχώρηση της Ρωσίας το 2015 και τις διαμάχες που προέκυψαν για το ρόλο της στις συγκρούσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Τώρα φαίνεται ότι έφτασε και η σειρά των Ανοικτών Ουρανών.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο, όλο το σύστημα των Ανοικτών Ουρανών, είχε περίπου απαξιωθεί, χάνοντας την αξία του ως συλλέκτη πληροφοριών. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν δύο αεροσκάφη τύπου OC-135B του 1961, που ήταν εφοδιασμένα με όργανα αναλογικής και όχι ψηφιακής τεχνολογίας. Αλλά και οι Ρώσοι ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο και έπρεπε να φτάσουν το 2016 για να αντικαταστήσουν την αναλογική τεχνολογία με ψηφιακή.

Στις σημερινές συνθήκες, το δίκτυο δορυφόρων χαμηλής τροχιάς και το αναμενόμενο σύστημα νανοδορυφόρων, μπορούν να παρέχουν πολλαπλά καλύτερες δυνατότητες επιτήρησης. Όμως, παρά το ότι τεχνικά οι Ανοικτοί Ουρανοί άρχισαν να ξεπερνιούνται, δεν ισχύει το ίδιο σε διπλωματικό επίπεδο, αφού διατηρούν τη δυνατότητα να φέρνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις 34 χώρες που έχουν υπογράψει τη συνθήκη, για να συζητούν δύσκολα θέματα ασφάλειας.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Όσοι είναι υπερασπιστές της συνθήκης, θα επιχειρηματολογήσουν για το ρόλο της στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και κυρίως, ότι θα μπορούσε να επιτύχει ένα δομημένο διάλογο με τη Μόσχα. Οι Αμερικανοί διαφωνούν με αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία δεν τήρησε τους όρους της συνθήκης, αφού η βασική αξία της συνθήκης ήταν η προώθηση της ειλικρίνειας. Και αν ένα μέρος της συνθήκης, δηλαδή η Μόσχα, καταστρατηγεί την ειλικρίνεια, στοχοποιώντας την ασφάλεια των άλλων μερών, τότε η ίδια η συνθήκη υπονομεύει αυτή την ασφάλεια.

Αν η Ρωσία ακολουθήσει τις ΗΠΑ και αποχωρήσει και αυτή από τους Ανοικτούς Ουρανούς, τότε η συνθήκη εκ των πραγμάτων, θα ακυρωθεί. Η Μόσχα κατανοεί ότι μία τέτοια κίνηση θα εκληφθεί από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως μία πράξη επιθετικότητας απέναντι τους, αλλά ίσως τα γενικότερα συμφέροντα σύγκλισής τους με τις ΗΠΑ για την κατάργηση των συμφωνιών ελέγχου για τους εξοπλισμούς, υπερισχύσουν των περιφερειακών ανησυχιών.

Η Ευρώπη μπορεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του αμυντικού της αποτυπώματος, πιθανόν ως ισχυρότερης ευρωπαϊκής συνιστώσας μέσα στο ΝΑΤΟ. Μία μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αξιοπιστία στα θέματα της άμυνας, ίσως να βοηθήσει τις δύο μικρότερες πυρηνικές δυνάμεις της Ευρώπης, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, να αποκτήσουν κάποιον αξιόπιστο λόγο στον τομέα του αφοπλισμού και του ελέγχου των εξοπλισμών. Όσο όμως περνάει ο καιρός, τόσο η Ευρώπη καταλαβαίνει τη στρατηγική της αδυναμία, αλλά και τις μικρές δυνατότητες που έχει για να την υπερβεί.

Κατά τα άλλα, ο διάλογος θα συνεχιστεί, μόνο που θα είναι σχεδόν αποκλειστικά διμερής. Η βασική αρχή της Ουάσιγκτον είναι ότι αποτελεί μία μεγάλη και ισχυρή δύναμη, επομένως σε διμερείς διαπραγματεύσεις έχει τη δυνατότητα να υπερισχύσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει τους περιορισμούς και τις αναστολές που επιβάλλει η συμπόρευση με μικρότερες και σχετικά ανίσχυρες δυνάμεις.