Οι αναμενόμενες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑΗλίας Σταυρίδης

 

Η μεγάλη πλειοψηφία των μέσων μαζικής επικοινωνίας πανηγυρίζει για την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ, θεωρώντας ως δεδομένο ότι θα αλλάξουν οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον-Αθήνας-Άγκυρας, εις βάρος της τελευταίας. Οι αναλύσεις αυτής της μορφής προέρχονται κυρίως από την αντίληψη ότι οι διεθνείς σχέσεις καθορίζονται πρωτίστως από τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών, όπως για παράδειγμα, μεταξύ Τραμπ-Ερντογάν. Αυτό όμως δεν αποτελεί τον κανόνα στις διεθνείς σχέσεις, οι οποίες καθορίζονται κυρίως από τα κρατικά συμφέροντα.

Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να ανιχνεύσουμε μία σειρά αλλαγών που θα υπάρξουν στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο και θα επηρεάσουν άμεσα και έμμεσα την Ελλάδα.

Πρώτον, από τη στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο θα δώσει προτεραιότητα στα θέματα της εσωτερικής πολιτικής. Αναμένεται ότι θα θέσει ως πρωταρχικό στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν η οικονομική κρίση που επιφέρει ο κορωνοϊός και η κοινωνική αστάθεια που ήδη υπάρχει και είναι άγνωστο το πώς θα εξελιχθεί, αφού εξαρτάται από την στάση ριζοσπαστικοποιημένων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας. Η επόμενη προτεραιότητα θα είναι το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική θα γίνουν, αλλά σταδιακά.

Σε επίπεδο εσωτερικών συσχετισμών, αυτό που θα έχει σημασία για την προεδρία Μπάιντεν θα είναι η πλειοψηφία στη Γερουσία. Η τελευταία αναμένεται να κριθεί στις τοπικές εκλογές της Τζόρτζια στις 5 Ιανουαρίου. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα μπορέσει να βρει ένα modus vivendi με τον ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακ Κόνελ, που ίσως επηρεάσει τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Δεύτερον, ο Τζο Μπάιντεν είναι εξαιρετικά έμπειρος και ενημερωμένος στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Έχει υπηρετήσει δύο θητείες ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα και δύο θητείες ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Το γενικό περίγραμμα της στρατηγικής του θα είναι η βελτίωση των διεθνών σχέσεων στα πλαίσια της προώθησης των συμφερόντων της Δύσης. Ο Μπάιντεν είναι διεθνιστής και πιστεύει στον ρόλο των συμμαχιών.

Ο βασικός πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής της νέας προεδρίας θα είναι η στρατηγική αντιπαράθεση με την Κίνα, η οποία θεωρείται στρατηγικός αντίπαλος και πρέπει να ανασχεθεί, καθώς και με τη Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό θα δωθεί ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Σε μία δεύτερη φάση, είναι πιθανόν ο Τζο Μπάιντεν να προτείνει τη δημιουργία μίας Λίγκας Δημοκρατιών η οποία θα φέρει κοντά τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τους συμμάχους από την Ασία (Ιαπωνία, Νότια Κορέα και πιθανόν Ινδία), σε μία προσπάθεια να μεταβάλουν τους κανόνες λειτουργίας του διεθνούς συστήματος (ξεκινώντας από την αναμόρφωση του ΠΟΥ) και να ανασχέσουν τις χώρες με αυταρχικά καθεστώτα.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική θα είναι σταδιακές. Σε πρώτη φάση αυτό που προέχει είναι η επιστροφή στην κανονικότητα των διαδικασιών της εξωτερικής πολιτικής, μία επιστροφή στους ειδικούς και στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εμπλέκονται σε αυτές τις διαδικασίες, αφού επί προεδρίας Τραμπ είχαν περάσει στο περιθώριο. Θεωρείται επίσης ότι θα πρέπει να αποκατασταθεί η συνοχή σε όλες τις βαθμίδες των μηχανισμών λήψης αποφάσεων, που αφορούν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Πεντάγωνο και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.

Τρίτον, ο νέος πρόεδρος, από ιδεολογικής άποψης, βρίσκεται μακριά από αυταρχικούς ηγέτες και δικτάτορες. Με την έννοια αυτή, επιθετικές συμπεριφορές όπως αυτή της Τουρκίας στη Μεσόγειο, δεν θα είναι εύκολα ανεκτές. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία θα επανεξετασθούν, αφού σε αντίθεση με την ανοχή που έδειχνε ο Ντόναλντ Τραμπ στη Μόσχα, οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν μεγαλύτερη ανάσχεση της ρωσικής επιρροής σε διάφορες περιοχές. Σε αντίθεση με την απερχόμενη διοίκηση, οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι η Μεσόγειος αποτελεί σημαντικό χώρο στην αμερικανική γεωπολιτική σκακιέρα και δεν προτίθενται να χάσουν τον έλεγχο στην περιοχή.

Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τη Λιβύη και γενικότερα το Μαγκρέμπ, οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι οι ΗΠΑ απουσιάζουν από την περιοχή και θα πρέπει να επανέλθουν. Δεν θα πρέπει να αναμένονται ριζικές αλλαγές σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπάιντεν δεν αναφέρθηκε καθόλου στην Λιβύη στην προεκλογική περίοδο, όπως και είναι γνωστό ότι ποτέ δεν στήριξε έμπρακτα την πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα για επέμβαση στη Λιβύη το 2011. Αναμένεται ωστόσο, ότι η πολιτική του Λευκού Οίκου θα ευθυγραμμιστεί με αυτή του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το Μαγκρέμπ, κάτι που δεν συνέβαινε επί προεδρίας Τραμπ. Αυτό θα επηρεάσει και τον ρόλο του Africom που είχε ελαχιστοποιηθεί τα τελευταία χρόνια.

Το σημαντικότερο όμως θέμα που θα επηρεάσει την περιοχή, είναι οι σχέσεις που θα διαμορφώσει η νέα προεδρία με τα διάφορα παρακλάδια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η εκμετάλλευση σχέσεων με οργανώσεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε διάφορες χώρες, αποτελούσε μία επιλογή της κυβέρνησης Ομπάμα, στην οποία ο Μπάιντεν δεν είχε αντιταχθεί. Η γραμμή αυτή δεν αποκλείεται να συνεχιστεί, όχι συνολικά, αλλά σε επιμέρους καταστάσεις που θα βοηθούν τα σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή. Σημαντικός παράγοντας σε μία τέτοια εξέλιξη, αναμένεται να είναι και ο τρόπος αντίδρασης της Τουρκίας η οποία έχει αυτοαναγορευθεί σε προστάτη και κύριο εκφραστή της Μουσουλμανικής μειονότητας.

Πέμπτο, σε ό,τι αφορά την περιοχή του Κόλπου και εδώ αναμένονται αλλαγές στην πολιτική. Υπάρχουν δύο επίπεδα αντιπαραθέσεων, το πρώτο αφορά το σχίσμα στο Σουνιτικό Ισλάμ ─μεταξύ Τουρκίας, Πακιστάν κ.λπ. εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ κ.λπ.─ και το δεύτερο την αντιπαράθεση των μοναρχιών του Κόλπου απένατι στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ο Μπάιντεν αναμένεται να συνεχίσει τη διπλωματία των F-35 στην περιοχή, επομένως θα κινηθεί πλησιέστερα στη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, αλλά ο έλεγχος θα περάσει στα χέρια του Κογκρέσου, των ειδικών και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Έκτο, το γεγονός ότι ο Μπάιντεν πιστεύει στις συμμαχίες σημαίνει ότι θα επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, θα επανέλθει στον ΠΟΥ και θα δώσει προτεραιότητα στη συνοχή του ΝΑΤΟ. Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, η αμερικανική πολιτική θα θελήσει να δεσμεύσει τους Ευρωπαίους σε μία πολιτική στρατηγικής ανάσχεσης της Κίνας ─που θα σημαίνει μεταξύ των άλλων και έλεγχο των στρατηγικών τεχνολογιών, όπως το 5G─ καθώς και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους απέναντι στο ΝΑΤΟ, περιλαμβάνοντας και τον όρο του 2% του προϋπολογισμού για αμυντικές δαπάνες. Η πολιτική της ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία αναμένεται να συνεχιστεί, ενώ τα θέματα του διατλαντικού εμπορίου θα εξακολουθήσουν να είναι δισεπίλυτα, αν ληφθεί υπόψιν και η αποτυχία της ΤΤΙΡ επί προεδρίας Ομπάμα.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Η προεδρία Μπάιντεν αναμένεται ότι θα βρεθεί πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις σε ό,τι αφορά την Τουρκία, σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία. Αυτό δεν σημαίνει ταύτιση με τις θέσεις της Αθήνας, αλλά θα είναι μία σχετική πρόοδος. Σε ό,τι αφορά την Άγκυρα, είναι βέβαιο ότι οι σχέσεις θα επιστρέψουν στο θεσμικό επίπεδο, αντί του προσωπικού που ήθελε να τις διατηρεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, σε στρατηγικό επίπεδο, η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να διατηρήσει την Τουρκία στους κόλπους της Δύσης, ακόμα και αν χρειαστεί να γίνουν κάποιες υποχωρήσεις ή να μεταφερθούν αυτές σε άλλες χώρες της περιοχής.

Αναμένεται ότι οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μία περισσότερο παρεμβατική μεσογειακή πολιτική, βασισμένη όπως πάντα στη στήριξη του Ισραήλ και των συμμάχων του στην περιοχή.

Το αναμενόμενο άνοιγμα μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, μπορεί να δώσει στην Ευρώπη τη δυνατότητα να το εκμεταλλευτεί, αφού απέναντί της θα έχει έναν πιο αξιόπιστο συνομιλητή από τον Ντόναλντ Τραμπ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αναλάβει και η Ευρώπη τις δικές της ευθύνες και να αποκτήσει ένα πιο ξεκάθαρο στρατηγικό όραμα. Δηλαδή να μετατραπεί σε γεωπολιτικό παράγοντα στην πράξη και όχι στα λόγια.

Στα πλαίσια αυτής της μετατροπής, έχει ιδιαίτερη σημασία η στρατηγική της Γαλλίας για την υπεράσπιση των συμφερόντων της στη Μεσόγειο ─που αφορά άμεσα και την Ελλάδα─ και η οποία δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τις προθέσεις της νέας αμερικανικής πολιτικής για μεγαλύτερη ενεργοποίηση στη Μεσόγειο.