Αποκλειστική Οικονομική ΖώνηΠαύλος Χρήστου

Η Α.Ο.Ζ υιοθετήθηκε, με το άρθρο 55 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, στο Montego Bay. Τα άρθρα 55-75 αναλύουν διεξοδικά το νέο αυτό καθεστώς, ενώ Α.Ο.Ζ είναι μια θαλάσσια περιοχή, η οποία ευρίσκεται μετά την αιγιαλίτιδα ζώνη, στην οποία παράκειται και εκτείνεται, μέχρι το όριο των 200 ν.μ, από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετριέται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Απαιτείται ειδική διακήρυξη του παράκτιου κράτους για τη θέσπιση της Α.Ο.Ζ. Εάν δεν τη θεσπίσει δεν έχει δικαιώματα επί της Α.Ο.Ζ. Η θαλάσσια περιοχή που δεν θα υιοθετηθεί ως Α.Ο.Ζ, παραμένει νομικώς ως μέρος της ανοικτής θάλασσας.

Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ

Η οριοθέτηση συνίσταται στην επιλογή ενός θαλάσσιου ορίου, μιας νοητής γραμμής, στην οποία σταματά η κυριαρχία ή δικαιοδοσία ενός κράτους και αρχίζει η κυριαρχία ενός άλλου. Το πρόβλημα της οριοθέτησης συνίσταται στη διαδικασία επιλογής του κατάλληλου θαλάσσιου ορίου, στην απόφαση σχετικά με το θαλάσσιο όριο, στη χάραξη και τελική απεικόνιση της νοητής γραμμής στα: εθνικά ή εσωτερικά ύδατα, αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, Α.Ο.Ζ.

Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις οριοθέτησης:

  • Καθορισμός μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ζωνών που ανήκουν στο ίδιο κράτος.
  • Καθορισμός του εξωτερικού ορίου μίας θαλάσσιας ζώνης (αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, Α.Ο.Ζ). Κήρυξη δηλαδή από μέρους ενός κράτους ζώνης εθνικής κυριαρχίας (αιγιαλίτιδα ζώνη) και έπειτα εθνικής δικαιοδοσίας, όταν το κράτος βρίσκεται σε τέτοια γεωγραφική θέση που του επιτρέπεται από το δίκαιο της θάλασσας να διεκδικήσει το εύρος των θαλάσσιων ζωνών του σε όλη την δυνατή έκταση.
  • Οριοθέτηση μεταξύ κρατών που συνίσταται στην ανάγκη να αποσαφηνιστεί το όριο ανάμεσά τους, γιατί βρίσκονται σε τέτοια γεωγραφική θέση που υπάρχει επικάλυψη ζωνών, είτε γιατί οι ακτές τους είναι απέναντι η μία σε σχέση με την άλλη (μέση γραμμή), είτε γιατί οι ακτές τους είναι παρακείμενες (γραμμή ίσης απόστασης).

Η κωδικοποίηση του δικαίου της θάλασσας με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας 1982 χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό ανακριβής, τόσο ως προς τις ρυθμίσεις σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την Α.Ο.Ζ, όσο και με την αιγιαλίτιδα ζώνη, παρότι στην τελευταία γίνεται αναφορά στις έννοιες της επιείκειας, των ειδικών περιστάσεων και του ιστορικού τίτλου. Οι αρχές επιείκειας είναι ασαφείς και οι σχετικές περιστάσεις θεωρητικά απεριόριστες, ενώ κύριος γνώμονας της δικανικής σκέψης του Διεθνούς Δικαστηρίου και των ad hoc διαιτητικών οργάνων είναι ότι οι αρχές επιλέγονται από το σύστημα που πρέπει να επιλεγούν σύμφωνα με την καταλληλόλητά τους για την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος

Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ Α.Ο.Ζ

Το πλάτος της Α.Ο.Ζ εξαρτάται πάντα από το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης που έχει καθορίσει το ενδιαφερόμενο κράτος, αν δηλαδή το κράτος έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6ν.μ., τότε το πλάτος της Α.Ο.Ζ του είναι 194 ν. μ. Για να προσδιορισθεί ακριβώς η έκταση της Α.Ο.Ζ πρέπει πρώτα να χαραχθούν οι όλες οι γραμμές βάσης του κράτους και η έκταση της αιγιαλίτιδας

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982,: «Κάθε κράτος έχει δικαίωμα να ορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ, μετρούμενα από τις γραμμές βάσης καθοριζόμενες με την παρούσα Σύμβαση». Οι γραμμές βάσης ή οριογραμμές που αναφέρονται στο άρθρο 3 της Σύμβασης, αποτελούν το εσωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης, αλλά και της Α.Ο.Ζ, που σε συνδυασμό με το πλάτος της μας δίνει το εξωτερικό όριό της. Επιπλέον, με το άρθρο 14, η Σύμβαση καθορίζει ότι, τα κράτη μπορούν να επιλέξουν τα ίδια κάποιες από τις μεθόδους ή να κάνουν συνδυασμό των μεθόδων που παρέχονται με σκοπό την εφαρμογή τους σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Οι μέθοδοι που προβλέπονται είναι η φυσική ακτογραμμή (άρθρο 5), και οι ευθείες γραμμές βάσης( άρθρο 7).

Για την Ελλάδα η χάραξη της γραμμής βάσης είναι η φυσική ακτογραμμή, δηλαδή η γραμμή όπου εφάπτεται η θάλασσα με την ξηρά.

Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ Α.Ο.Ζ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΚΡΑΤΩΝ

Κατά τη διάρκεια της Τρίτης Συνδιάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας δημιουργήθηκε έντονη διαμάχη ως προς τον καθορισμό των αρχών, που θα πρέπει να διέπουν την οριοθέτηση στης ΑΟΖ μεταξύ γειτονικών κρατών. Τα κράτη, θα επισημαίναμε, διαμοιράστηκαν σε δύο ομάδες: Η μία που την αποτελούσαν 22 κράτη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, υποστήριζε την καθιέρωση της μέσης γραμμής, και η άλλη από 29 κράτη μεταξύ αυτών και η Τουρκία, υπεστήριζε την αρχή της ευθυδικίας. Τονίζεται ότι, θέμα οριοθέτησης της Α.Ο.Ζ μεταξύ απέναντι (γειτονικών) ή παρακείμενων κρατών, δημιουργείται μόνο εφόσον η απόσταση είναι μικρότερη από τα 400 ν.μ. και αυτές επικαλύπτονται.     Η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των κρατών βασίζεται ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των κρατών. Για την αρχή της ίσης απόστασης υπήρχε η αντίληψη ότι είναι υπέρτατη αρχή μεταξύ των άλλων αρχών οριοθέτησης στις θαλάσσιες ζώνες πρώτα απ’ όλα επειδή στην περίπτωση των αντικείμενων κρατών η αρχή αυτή είναι έννοια εγγενής με την λογική του ισοδύναμου καταμερισμού και έτσι τείνει να εκφράζει καλύτερα την ιδέα της δίκαιης οριοθέτησης. Επιπλέον εξυπηρετεί καλύτερα τις απαιτήσεις της βεβαιότητας και της ασφάλειας δικαίου. Είναι ακόμη ένας παράγοντας που του έχει αποδοθεί εξέχουσα θέση στην πρακτική των κρατών καθώς και κατά στις διαπραγματεύσεις για την ακριβή οριοθέτηση συνόρων και ορίων. Η αρχή ίσης απόστασης μπορεί να εφαρμόζεται στις θαλάσσιες οριοθετήσεις όπως και στις εδαφικές, αλλά δεν είναι αυτόματη κατά την εφαρμογή της. Όταν πρόκειται για αντικείμενες ακτές το δίκαιο της θαλάσσιας οριοθέτησης ενοποιείται κάτω από τον τριπλό κανόνα «συμφωνία-ίση απόσταση-ειδικές περιστάσεις». Συνεπώς όσον αφορά στις αντικείμενες ακτές χαράσσεται πρώτα η μέση γραμμή και σε δεύτερη φάση αξιολογούνται οι σχετικές περιστάσεις. Έτσι για πρώτη φορά στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου υιοθετείται η διορθωτική προσέγγιση της επιείκειας (corrective equity approach) ως εθιμικό δίκαιο.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ

Οι αρχές που αναγνωρίζονται ως επιεικείς και συνιστούν αντικείμενο επίκλησης τόσο από τα αντιτιθέμενα κράτη όσο και στα πλαίσια της δικαστηριακής πρακτικής είναι γενικής φύσης ως προς τον χαρακτήρα αρχές, και οι πιο συχνά διατυπωμένες είναι οι εξής:

α.            Η οριοθέτηση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα με συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου.

β.            Η αρχή της μη καταπάτησης από το ένα μέρος της φυσικής προέκτασης του άλλου.

γ.            Η αρχή της αποφυγής στα πλαίσια του εφικτού κάθε αποκοπής της θαλάσσιας πρόσβασης των ακτών καθενός από τα αφορούντα κράτη.

δ.            Η οριοθέτηση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα με την εφαρμογή των κριτηρίων της επιείκειας και με την χρήση πρακτικών μεθόδων που είναι σε θέση να διασφαλίσουν σε συσχετισμό με την γεωλογική διαμόρφωση της περιοχής και άλλες σχετικές περιστάσεις ένα δίκαιο αποτέλεσμα.

ε.            Υφίσταται η υπόθεση ότι η λύση επιείκειας είναι ένας ίσος διαχωρισμός μεταξύ των περιοχών υφαλοκρηπίδας των διάδικων κρατών που αλληλεπικαλύπτονται.

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Α.Ο.Ζ

Η Ελληνική Βουλή κύρωσε τη Σύμβαση με το Ν.2321/1995 (ΦΕΚΑ΄, 130/23 Ιουνίου 1995), περί «Κύρωσης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας». Υπογράφτηκε πρόσφατα συμφωνία με Ιταλία και Αίγυπτο. Η Τουρκία, παρά του ότι την καταψήφισε το 1982, και ιδιαίτερα την ΑΟΖ, την υιοθέτησε το Δεκέμβριο του 1986 στη Μαύρη Θάλασσα, και προέβη στην οριοθέτηση με την τότε ΕΣΔΔ με βάση τη μέση γραμμή, έχει δε χωρική θάλασσα στα 12ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα.

Στρατιωτικές χρήσεις της Α.Ο.Ζ: Η απαγόρευση πολεμικών χρήσεων της ανοικτής θάλασσας ισχύει και στην Α.Ο.Ζ με βάσει τα άρθρα 58 παρα.2 και 88. Τέλος, με βάση το άρθρο 301 της Σύμβασης το παράκτιο κράτος μπορεί να αντιτίθεται σε στρατιωτικές δραστηριότητες που διεξάγονται στη ΑΟΖ του από το άλλο κράτος, όχι μόνο όταν απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα και η πολιτική του ανεξαρτησία, αλλά και όταν τις θεωρεί αντίθετες προς τις αρχές του Χάρτη των ΗΕ, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνες της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ( 1982) διατήρησε τον κανόνα «της ίσης απόστασης-ειδικών περιστάσεων» μόνο για τη θαλάσσια οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης (άρθρο 15 Σύμβασης Δ.Θ 1982). Στον κανόνα αυτό, η διεθνής νομολογία και πρακτική απέδωσαν ισχύ εθιμικού δικαίου. Κρίθηκε, ακόμη, ότι η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης πρέπει να καταλήγει σε δίκαιο αποτέλεσμα, όπως αυτό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Τα άρθρα της Σύμβασης Δ.Θ 1982 (άρθρα 74 παρ.1 και 83 παρ.1) σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Α.Ο.Ζ παραπέμπουν στο διεθνές δίκαιο, το οποίο έχει διαμορφωθεί κυρίως μέσα από τη νομολογία και την πρακτική των κρατών. Με το νέο περιεχόμενο των ρυθμίσεων της Σύμβασης Δ.Θ 1982, ο γενικός χαρακτήρας της οποίας αποσκοπούσε στο να ρυθμίζει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, το Δικαστήριο, τηρώντας επιφυλακτική στάση απέναντι στην ίση απόσταση (μέση/πλάγια γραμμή), φάνηκε να θέτει σε πρωταρχική θέση τη διερεύνηση του συνόλου των περιστάσεων, ειδικών και σχετικών. Από τη μελέτη της νομολογίας δύναται να επισημανθεί η προτεραιότητα που αποδόθηκε από τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα στις αρχές της επιείκειας, οι οποίες μέσα από ποικίλες σχετικές και ειδικές περιστάσεις, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης της γραμμής οριοθέτησης κατά την τελική χάραξή της τελευταίας. Η γραμμή ίσης απόστασης εφαρμόστηκε σπανιότερα από το Δικαστήριο σε αντίθεση με την ευρεία χρήση της στην πρακτική των κρατών, αφού στις υποθέσεις που διερεύνησε το Δικαστήριο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο διακηρύσσοντας μέσω της νομολογίας του, ότι η γραμμή ίσης απόστασης δεν επιτάσσεται από το δίκαιο, συνέβαλε στην απελευθέρωση του δικαίου και της πρακτικής από κάθε υποχρέωση ή υπόθεση υπέρ της ίσης απόστασης.

Η ομοιότητα των κανόνων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Α.Ο.Ζ (άρθρα 74 και 83 Σύμβασης ΔΘ 1982) δεν οδηγεί απαραίτητα σε ταυτόσημες γραμμές οριοθέτησης, αφού η δίκαιη λύση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δύναται να οδηγεί σε μη δίκαιο αποτέλεσμα για την οριοθέτηση της Α.Ο.Ζ. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω άρθρων συνάγεται με βεβαιότητα ότι:                α. Οποιαδήποτε λύση για την οριοθέτηση πρέπει να βασίζεται στο διεθνές δίκαιο (εκτός και αν τα ενδιαφερόμενα κράτη αποφασίζουν διαφορετικά) και συνάμα να υπηρετεί την βεβαιότητα και την προβλεπτικότητα του δικαίου και

Η επιείκεια (equity) και η δικαιοσύνη αποτελούν τον τελικό στόχο, στον οποίο πρέπει να αποσκοπεί η διαδικασία της οριοθέτησης και όχι το μέσο για την επίτευξη μιας λύσεως.

Η εφαρμογή των σχετικών περιστάσεων δύναται να οδηγήσει σε διόρθωση ή προσαρμογή της προσωρινής μέσης γραμμής, ενώ ο παράγοντας της αναλογικότητας δύναται να εφαρμοστεί «ex post facto» για να ελέγξει συνολικά τον δίκαιο χαρακτήρα του αποτελέσματος της οριοθέτησης.

Στον χώρο της πρακτικής των κρατών τα περισσότερα θαλάσσια σύνορα που συνάπτονται με συμφωνία αποτελούν προϊόν διμερών διαπραγματεύσεων. Η ανάλυση της πρακτικής των κρατών αποδεικνύει ότι στις οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών επικρατεί η διπλή φόρμουλα της Σύμβασης Δ.Θ 1982: αφενός διεθνές δίκαιο, δηλ. βεβαιότητα δικαίου μέσω της αρχής ίσης απόστασης (μέσης γραμμής/πλάγιας γραμμής) που θα ισχύει κατ’ αρχήν και για τα νησιά και αφετέρου ο στόχος του δίκαιου αποτελέσματος της οριοθέτησης μέσω της εφαρμογής των αρχών επιείκειας. Η συμβατική πρακτική των κρατών φαίνεται να κλίνει υπέρ της εφαρμογής ενός ενιαίου ορίου μέσω της υιοθέτησης ενός κοινού συνόρου για περισσότερες από μία θαλάσσιες ζώνες, πρακτική που έρχεται σε συμφωνία με τα άρθρα 74 και 83 Σύμβασης ΔΘ 1982.

Αναμφισβήτητα, το λεγόμενο Νέο Δίκαιο της Θάλασσας διακρίνεται, λοιπόν, από έναν έντονο περιπτωσιακό χαρακτήρα που έχει σχέση με θέματα που ενδιαφέρουν και την κατεξοχήν γεωγραφική και γεωπολιτική προσέγγιση των επιμέρους θέσεων των κρατών. Δύο κατηγορίες φαίνεται να διαμορφώνονται με τη σειρά τους από τη φύση της σημαντικής αυτής ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για κατηγορίες, οι οποίες θα οδηγήσουν τα κράτη στη συσπείρωση σε ειδικές ομάδες πίεσης στον τομέα διαμόρφωσης, διεκδίκησης και στη συνέχεια εφαρμογής καθόλα θετικών για τα εθνικά τους συμφέροντα θέσεων. Αναλυτικότερα, η πρώτη κατηγορία αφορά σε στοιχεία αναφορικά με τη γεωγραφική θέση των κρατών και κυρίως σε συνδυασμό με τις γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες των ακτών τους με έμφαση ειδικότερα στον υποθαλάσσιο χώρο του παρακείμενου βυθού και του υπεδάφους του. Η δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με τον οικονομικό κυρίως παράγοντα και ειδικότερα με τις οικονομικές δραστηριότητες των κρατών στο θαλάσσιο χώρο, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της εμπορικής ναυσιπλοΐας, της αλιείας και της off shore εξόρυξης πετρελαίου.

Μέχρι σήμερα το σύνολο περίπου των είκοσι ενός κρατών της Μεσογείου συμπεριλαμβανομένων επίσης και των παράκτιων κρατών της Μαύρης Θάλασσας έχουν επιδείξει έντονο ενδιαφέρον ανάπτυξης πολιτικών συνεργασίας σε επίπεδο πάντα της καλλιέργειας ιδιαίτερων σχέσεων καλής γειτονίας, με αποτέλεσμα ελάχιστες θαλάσσιες περιοχές να παραμένουν δίχως οριοθετική ρύθμιση. Μοναδική ουσιαστικά περίπτωση αποτελεί η διαρκής άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τις ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας αναφορικά κυρίως με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας επιλεκτικά για την περιοχή του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της γεωγραφικής επέκτασης στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου λόγω της παρουσίας του ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου και της Στρογγύλης στην περιοχή. Η διαμάχη αυτή ανάμεσα στις δύο χώρες, Ελλάδα – Τουρκία, συντηρείται σκοπίμως από την πλευρά της Τουρκίας ήδη από το 1973, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο φάσμα τουρκικών διεκδικήσεων σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κυρίως στο Αιγαίο και επιδιώκοντας την πλήρη ανατροπή του status quo.Τα τρία τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου μια προσπάθεια οριοθέτησης Α.Ο.Ζ ανάμεσα αρχικά στην Αίγυπτο και την Κύπρο, στη συνέχεια την Κύπρο και το Λίβανο και τελευταία την Κύπρο και το Ισραήλ. Η αντίδραση της Τουρκίας υπήρξε άμεση και εν πολλοίς απειλητική κυρίως για την Κύπρο. Και τούτο διότι, εκκρεμούσης της επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, η Τουρκία αρνείται, επίσης, την οποιαδήποτε ρύθμιση στην περιοχή που θεωρητικά θα έβλαπτε τα εθνικά της συμφέροντα, με γνώμονα την όποια αυθαίρετη χάραξη οριοθετικών γραμμών που θα της επέτρεπε να ξεπεράσει τη θέση του γεωγραφικώς μειονεκτούντος στην περιοχή κράτους, υπέρ μιας μαξιμαλιστικής ρύθμισης σε βάρος της Κύπρου, αλλά και κυρίως σε βάρος της Ελλάδας. Έτσι, προωθώντας μια αυθαίρετη όσο και contra legem οριοθέτηση, η οποία αγνοεί εντελώς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου επί της υφαλοκρηπίδας της από την πλευρά των δυτικών ακτών της και αντιστοίχως της Ελλάδας από την πλευρά των ανατολικών ακτών της Δωδεκανήσου, αλλά και της Καρπάθου και της Κάσου, διεκδικεί πλήρη κατοχύρωση του μέγιστου στην περιοχή θαλάσσιου και υποθαλάσσιου χώρου. Ενώ, συμπληρωματικά, δεν δέχεται και την πλήρη επήρεια του Καστελόριζου και της Στρογγύλης σε επίπεδο υφαλοκρηπίδας έξω από το περιορισμένο σημερινό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 ν.μ. Θέση η οποία παρασύρει και την περίπτωση της ΑΟΖ στο πλαίσιο ενδεχόμενης οριοθέτησής της.

 

*Ο Παύλος Χρήστου είναι υποπτέραρχος ε.α., αντιπρόεδρος της Ε.Α.Α.Α.