Η κρίση του κορωνοϊού δεν φαίνεται να εμποδίζει τη διεύρυνση των γερμανικών στρατιωτικών ικανοτήτων. Πριν από λίγες ημέρες, η Επιτροπή Άμυνας της Bundestag ενέκρινε το πρόγραμμα αγοράς 38 νέων Eurofighters ύψους 5,5 δις ευρώ και τώρα απομένει η τελική έγκριση της αρμόδιας Επιτροπής Προϋπολογισμού της Bundestag.
Η προώθηση αυτού του προγράμματος αποτελεί μία ενίσχυση προς την Airbus η οποία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις των πολιτικών αεροσκαφών εν μέσω πανδημίας, ενώ παράλληλα ικανοποιεί και τη Γαλλία.
Ταυτόχρονα, η όλη κίνηση πιστοποιεί και τις δυσκολίες που υπάρχουν με τις ΗΠΑ για τις αγορές πολεμικού υλικού. Αυτό δεν αφορά μόνο τον αποκλεισμό του F-35 από τον διαγωνισμό, αλλά και την ακύρωση του διαγωνισμού για βαρέως τύπου ελικόπτερα, στον οποίο συμμετείχαν αμερικανικές εταιρείες, οι προτάσεις των οποίων κρίθηκαν αντιοικονομικές.
ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Σύμφωνα με το Spiegel της 4/11 για το πρόγραμμα υπήρξε συναίνεση και του SPD το οποίο, είχε επιδείξει σκεπτικισμό για την αντικατάσταση του στόλου των Tornado από νέα αεροσκάφη [1]. Οι αντιρρήσεις του SPD κινήθηκαν σε δύο άξονες.
Από τη μία πλευρά, οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν επικριτικοί για τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Γερμανία στο ΝΑΤΟ για χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων από τη Συμμαχία, ενώ ταυτόχρονα επιδεινώνονταν οι σχέσεις Βερολίνου-Ουάσιγκτον το καλοκαίρι με την απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά, το SPD έδωσε βάση στις ανησυχίες που εξέφρασαν στρατιωτικοί κύκλοι και ειδικοί-πρωτοστατούντος του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων DGAP για το πρόγραμμα αντικατάστασης των Tornado [2]. Τα προβλήματα προέκυψαν από τις επιχειρησιακές ανάγκες της Luftwaffe για την αντικατάσταση του στόλου των 93 Tornado που βρίσκονται σε υπηρεσία από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, με παράλληλη ικανοποίηση της δέσμευσης που είχε αναλάβει το Βερολίνο στο ΝΑΤΟ, ότι τα νέα αεροσκάφη θα διαθέτουν πυρηνικές δυνατότητες.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ F-35
Πριν από έναν περίπου χρόνο, το Βερολίνο απέκλεισε το F-35 από τον διαγωνισμό, ανοίγοντας το παιχνίδι μεταξύ του αναβαθμισμένου Eurofighter και του F/A-18E/F της Boeing. Τον περασμένο Απρίλιο εμφανίστηκε μία πρώτη λύση η οποία περιλάμβανε ένα πακέτο που αποτελούνταν από Eurofighter Typhoons, 30 F/A-18 και 15 EA-18G Growlers αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου που θα αντικαθιστούσαν τα Tornado με τις αντίστοιχες ικανότητες.
Ο αποκλεισμός των F-35 δημιούργησε ένα εσωτερικό κλίμα κριτικών, κυρίως στο πολιτικό επίπεδο. Η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Αννεγκρέτ Κραμπ-Κάρρενμπαουερ είχε ανακοινώσει τον Απρίλιο 2019, ότι το κόστος του F-35 θα προσέγγιζε τα 9 δις, το οποίο θεωρήθηκε απαγορευτικό και παρά την προσπάθεια του think tank DGAP να επαναφέρει το θέμα στις αρχές του 2020, η περίπτωση αυτή απορρίφθηκε. Εκτός από το πολιτικό, σε τεχνικό επίπεδο υπήρξαν κριτικές ότι το επιλεγέν αεροσκάφος δεν είναι πιστοποιημένο για τη μεταφορά πυρηνικών όπλων Β61 για τα οποία έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ, σε αντίθεση με το F-35.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η επιλογή του Eurofighter εκτός από τις τεταμένες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, στοχεύει και στην αναζωογόνηση του γαλλογερμανικού άξονα. Είναι κοινό μυστικό, ότι το Παρίσι ευνοούσε τη λύση του Eurofighter για την ενίσχυση της γαλλογερμανικής Airbus.
Παράλληλα υπάρχει και η στρατηγική διάσταση. Στα μέσα Σεπτεμβρίου η Αννεγκρέτ Κραμπ-Κάρρενμπαουερ και η Γαλλίδα ομόλογος της Φλοράνς Παρλί επισκέφθηκαν το εργοστάσιο της Airbus στο Μάντσινγκ της Βαυαρίας που αποτελεί τη βάση της Airbus Defence and Space. Οι δύο υπουργοί επιβεβαίωσαν την υποστήριξη των χωρών τους στο πρόγραμμα του μελλοντικού μαχητικού FCAS και στο EuroMale, το ευρωπαϊκό drone, στο οποίο συνεργάζονται επίσης η Ισπανία και η Ιταλία.
Μετά, οι δύο υπουργοί μετακινήθηκαν στην αεροπορική βάση του Εβρέ στη Γαλλία, όπου θεμελίωσαν συμβολικά τη «Γαλλογερμανική Μοίρα Μεταφορών», η οποία αναμένεται να επιχειρεί με 10 C-130J και κοινό προσωπικό, σαν παράδειγμα ολοκλήρωσης των σχέσεων των δύο χωρών.
Δύο εβδομάδες αργότερα η Γερμανία ακύρωσε τον διαγωνισμό βαρέως τύπου μεταφορικών ελικοπτέρων (STH), προϋπολογισμού 4 δις ευρώ και επέστρεψε τις προσφορές των Boeing και Lockheed Martin που είχαν υποβληθεί για τα Chinook και τα King Stallion. Η επιχειρησιακή ανάγκη προέκυψε από την αντικατάσταση του στόλου των CH-53G της Luftwaffe τα οποία επιχειρούν από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Το υπουργείο Άμυνας απέρριψε την πρόταση ως αντιοικονομική και ο διαγωνισμός θα πρέπει να επαναληφθεί, αλλά αυτή τη φορά με δεδομένη την απόφαση και το κόστος για το νέο Eurofighter.
Είναι προφανές ότι το Βερολίνο περιμένει το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, για να πάρει τις τελικές αποφάσεις του. Την προηγούμενη περίοδο, οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Βερολίνου είχαν δοκιμαστεί σοβαρά από τις αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ να πιέσει τη Γερμανία να συμμορφωθεί με τον κανόνα του 2% των αμυντικών δαπανών για τις χώρες του ΝΑΤΟ, καθώς και με την απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων που μεταστάθμευαν στη Γερμανία. Είναι γνωστό ότι το Βερολίνο προσβλέπει σε μία νίκη του Τζο Μπάιντεν για μία αναθέρμανση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[2] https://dgap.org/en/research/publications/tornado-complex