Η συνέχιση της διπλωματίας του F-35Στρατής Αλεξίου

Το κείμενο αυτό αποτελεί συνέχεια του κειμένου με τίτλο «Η διπλωματία του F-35», που δημοσιεύτηκε στις 25/9/2020. Για την καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων, δημοσιεύουμε και πάλι το κείμενο αυτό:

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ F-35

Στις 13 Αυγούστου 2020, με κοινή τους ανακοίνωση οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και τα ΗΑΕ, δήλωσαν ότι συμφώνησαν στην εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-ΗΑΕ, μέσα από τη «Συμφωνία του Αβραάμ».

Από τις 23-27 Αυγούστου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, πραγματοποίησε μία επίσκεψη στο Σουδάν, το Μπαχρέιν, το Ομάν, το Ισραήλ και τα ΗΑΕ. Οι στόχοι αυτών των επισκέψεων ήταν πολλαπλοί, η σταθεροποίηση της συμφωνίας μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αμπού Ντάμπι, η αναζωογόνηση των συμμαχιών ενάντια στο Ιράν και η διευθέτηση του θέματος του F-35.

Το θέμα του F-35 προέκυψε όταν ο Λευκός Οίκος θεώρησε ότι η Συμφωνία του Αβραάμ» θα βοηθούσε στην πώληση του αεροσκάφους στα ΗΑΕ, αφού το Αμπού Ντάμπι προσπαθούσε τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό το οπλικό σύστημα και η Ουάσιγκτον δεν ήταν πρόθυμη να συναινέσει. Οι υπόγειες διαβουλεύσεις έδειξαν ότι το Ισραήλ προσπαθούσε να οχυρωθεί στη γραμμή ότι η πώληση του F-35 δεν ήταν μέρος της «Συμφωνίας του Αβραάμ», ενώ τα ΗΑΕ προσπαθούσαν να εντάξουν την πώληση μέσα στο πλαίσιο εξομάλυνσης των σχέσεων.

Ο Μάικ Πομπέο προσπάθησε να εντάξει την πώληση στην αντιπαράθεση του Ισραήλ και των ΗΑΕ με το Ιράν και να την αναδείξει ως παράγοντα που θα αναδείκνυε την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών και θα έπειθε και άλλες αραβικές χώρες να συμμετάσχουν στη «Συμφωνία του Αβραάμ».

Στις 4 Σεπτεμβρίου οι New York Times απεκάλυψαν ότι ο Μπένζαμιν Νετανιάχου είχε δώσει την έγκριση του για την αγορά του F-35, αφού είχε διασφαλιστεί ότι και το Μπαχρέιν θα συμμετείχε στη «Συμφωνία του Αβραάμ».

Η ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Στις 23 Σεπτεμβρίου ο υπουργός Άμυνας και αναπληρωτής πρωθυπουργός Μπένι Γκαντζ, επισκέφθηκε τον Αμερικανό ομόλογο του Μαρκ Έσπερ για να συζητήσουν τις στρατιωτικές σχέσεις των δύο χωρών. Ενδιαμέσως, το Reuters δημοσίευσε την πληροφορία ότι οι ΗΠΑ και τα ΗΑΕ είχαν έρθει σε επαφή για την πώληση των αεροσκαφών F-35, με τη συμφωνία να αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο 2020.

Στις επαφές του στην Ουάσιγκτον, ο Μπένι Γκαντζ κράτησε ηπιότερη στάση σε σύγκριση με την αρχική που είχε εκφράσει όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο το θέμα των F-35. Ο Μαρκ Έσπερ επανέλαβε τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει ο Μάικ Πομπέο στο ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ, ότι οι ΗΠΑ θα διασφαλίσουν το QME (Quality Military Edge), δηλαδή το στρατιωτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ έναντι όλων των χωρών της Μέσης Ανατολής.

Για την Ιερουσαλήμ, το θέμα δεν ήταν πλέον η αποφυγή πώλησης του F-35 σε αραβικές χώρες, αλλά η πρόσβασή του σε νέες στρατιωτικές τεχνολογίες που διαθέτει η Ουάσιγκτον και σε οπλικά συστήματα επόμενης γενιάς. Το Κογκρέσο στάθηκε στο πλευρό της Ιερουσαλήμ και η Νάνσι Πελόζι υποσχέθηκε κοινοβουλευτικό έλεγχο και επιτήρηση, για τη συνέχιση της πολιτικής του QME για το Ισραήλ.

Σε ό,τι αφορά το Ιράν, τα ΗΑΕ έκαναν σαφές στον Μάικ Πομπέο και στο Πεντάγωνο, ότι υπάρχουν συγκεκριμένες «ανάγκες» για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στην ιρανική επιθετικότητα. Με τα δεδομένα αυτά, την υπόγεια» συνεννόηση για την πώληση των F-35, ακολούθησε η νέα επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν, γεγονός που ικανοποίησε τόσο το Ισραήλ, όσο και τα ΗΑΕ. Η Ιερουσαλήμ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Λευκός Οίκος θα επέβαλε κυρώσεις στο Ιράν, επομένως έριξε το βάρος της στην διασφάλιση του QME, την οποία και επέτυχε.

Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ F-35

Στα πλαίσια της εξωτερικής τους πολιτικής οι ΗΠΑ οικοδομούν με γρήγορους ρυθμούς μία διεθνή κοινότητα βασισμένη στο F-35, τη στρατιωτική αξία της οποίας θεωρούν αδιαμφισβήτητη.

Σύμφωνα με το Πεντάγωνο, το F-35 θα είναι ένας από τους πυλώνες υποστήριξης ενός νέου μοντέλου δικτυοκεντρικού πολέμου, βασισμένου στη χρήση πολλαπλών φορέων αισθητήρων.

Από την αρχή το πρόγραμμα του F-35 σχεδιάστηκε να είναι διεθνές. Οκτώ χώρες-εταίροι συμμετείχαν στο πρόγραμμα, Αυστραλία, Καναδάς, Δανία, Ιταλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο, επενδύοντας κεφάλαια και λαμβάνοντας μέρος στο R&D και στην κατασκευή τμημάτων του αεροσκάφους. Η Τουρκία εκδιώχθηκε από το πρόγραμμα, λόγω της γνωστής υπόθεσης απόκτησης του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400.

Σε μία σειρά άλλων χωρών, όπως η Ιαπωνία, το Ισραήλ, η Νότια Κορέα, το Βέλγιο, η Πολωνία και η Σιγκαπούρη, το αεροσκάφος πωλήθηκε ή πωλείται μέσα από τα αμερικανικά προγράμματα στρατιωτικής βοήθειας. Στις χώρες αυτές αναμένεται να προστεθούν και τα ΗΑΕ, ενώ η Ουάσιγκτον καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να εντάξει στον κατάλογο αυτόν και την Ινδία.

Η Τουρκία έχει αποκλειστεί από το πρόγραμμα του F-35, αλλά καταβάλει προσπάθειες για να επανέλθει. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι μπορεί και να τα καταφέρει. Ωστόσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί από την υπογραφή της «Συμφωνίας του Αβραάμ», κάνουν αυτή την προσπάθεια εξαιρετικά πιο δύσκολη. Το άνοιγμα της πόρτας της Ουάσιγκτον στις μοναρχίες του Κόλπου το οποίο αναμένεται να επισφραγιστεί με την υπογραφή αντίστοιχης συμφωνίας μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, κλείνει την πόρτα αυτή στην Τουρκία. Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, ισχυρά πολωμένοι αντίπαλοι της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή και στην Βόρεια Αφρική δεν θα αφήσουν μεγάλες δυνατότητες κινήσεων στην Άγκυρα, στα κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ.

Η πολιτική αυτή που υιοθέτησε ο Ντόναλντ Τραμπ, η οποία οδηγεί στην εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τις αραβικές χώρες, αναμένεται να συνεχιστεί, ασχέτως του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.

Για την Ελλάδα, η «Συμφωνία του Αβραάμ» και η διπλωματία του F-35, αποτελούν θετικές εξελίξεις, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η αναβάθμιση του ρόλου των μοναρχιών του Κόλπου, ισχυρών αντιπάλων της Τουρκίας, στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, δημιουργεί δισεπίλυτα προβλήματα στην Άγκυρα. Η υπογραφή της «Συμφωνίας του Αβραάμ» μεταξύ Ισραήλ και ΗΑΕ, δηλαδή δύο χωρών που η Ελλάδα θεωρεί ως στρατηγικούς της εταίρους, είναι εξαιρετικά θετική.

Στο στρατιωτικό επίπεδο, ο αποκλεισμός της Τουρκίας από ένα αεροπλάνο 5ης γενιάς, όταν η Ελλάδα λύνει το δικό της πρόβλημα με την αγορά των Rafale, διαμορφώνει νέα δεδομένα στην περιοχή. Η δυνατότητα της Άγκυρας να κατασκευάσει το τουρκικής σχεδίασης αεροσκάφος TF-X για να αντικαταστήσει τον γερασμένο στόλο των F-16 (η Τουρκία προγραμματίζει το TF-X να έχει φτάσει τις δυνατότητες του F-35 το 2029) χωρίς εξωτερική βοήθεια, είναι μικρή. Και η μόνη χώρα που θα μπορούσε να παράσχει τέτοια βοήθεια θα ήταν η Ρωσία. Όμως, μία τέτοιου είδους απόφαση θα ήταν κομβική για την περαιτέρω απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, με όλες τις σχετικές συνέπειες.

Θα αποτελέσει η Ελλάδα μέρος της κοινότητας του F-35; Κατά πάσα πιθανότητα, ναι. Η Ελλάδα, μετά την στρατηγική επιλογή του Rafale, διαθέτει τον αναγκαίο χρόνο για να σκεφθεί τις επόμενες επιλογές της. Το ΓΕΑ δεν θα είχε καμία αντίρρηση να συνδυάσει τα Rafale με τα F-35, αλλά το ερώτημα είναι πότε θα επιτρέψουν τα οικονομικά της χώρας να γίνει εφικτή μία τέτοια επιλογή.

Από την πλευρά των ΗΠΑ δεν υπάρχει κάποιος ενδοιασμός σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ενώ υπάρχουν πληροφορίες ότι η Ουάσιγκτον θα έβλεπε μία τέτοια προοπτική να υλοποιείται σύντομα.

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η απάντηση σε τέτοια ενδεχόμενα αναβάθμισης της ισχύος της Ελλάδας, δεν είναι εύκολη. Οι πρώτες αντιδράσεις περιέχουν περισσότερο στοιχεία εθνικισμού και τόνωσης του ηθικού στο εσωτερικό, παρά περιγραφή βιώσιμων λύσεων για την τουρκική αεροπορία. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα προωθεί το αφήγημα ότι η Ελλάδα εξοπλίζεται επειδή φοβάται την τουρκική πολεμική βιομηχανία και δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για να εντάξει και να διατηρήσει στο οπλοστάσιο της, προηγμένα οπλικά συστήματα.

Ωστόσο, η Ελλάδα με την απόκτηση του Rafale, ήδη από το 2021, αποκτά ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, το οποίο η Τουρκία δεν έχει τη δυνατότητα να το ανατρέψει, τουλάχιστον την επόμενη πενταετία. Αυτό το πλεονέκτημα δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει στο κλαμπ του F-35 ή στο ευρωπαϊκό μαχητικό 6ης γενιάς που αναπτύσσουν από κοινού η Γαλλία και η Γερμανία.

Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΤΟΥ F-35

Μετά τα ΗΑΕ και το Κατάρ εξέφρασε την επιθυμία να αποκτήσει το F-35. Η Ντόχα έχει ήδη υποβάλλει επίσημο αίτημα στην Ουάσιγκτον, όπως διέρρευσαν πηγές της αμερικανικής πρωτεύουσας στο πρακτορείο Reuters στις 7 Οκτωβρίου.

Αυτό το πρόγραμμα δεν αναμένεται να υλοποιηθεί εύκολα, με δεδομένη την αναγκαία έγκριση του Κογκρέσου και τις αναμενόμενες αντιρρήσεις από την πλευρά του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.

Ασχέτως των εξελίξεων, το F-35 εξελίσσεται σε προνομιακό εργαλείο της Ουάσιγκτον για την ενίσχυση συμμαχιών, καθώς και σε σύστημα που προτιμούν χώρες οι οποίες επιθυμούν να εμπλέκονται ενεργά στις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις.

Για τις ΗΠΑ η πώληση του F-35 στο Κατάρ, θα είχε νόημα ─επιπλέον του οικονομικού─ αν αυτό θα σήμαινε αύξηση της πίεσης στο Ιράν, ενώ για την Ντόχα θα είχε νόημα αν της παρείχε μόχλευση σε μία σειρά θεμάτων στη Μέση Ανατολή, στα οποία ενδιαφέρεται να παρέμβει. Πριν από λίγες ημέρες, ο Μάικ Πομπέο δέχτηκε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον ΥΠΕΞ του Κατάρ Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ-Θανί και του μετέφερε τις προθέσεις του, να κάνει το Κατάρ έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους των ΗΠΑ, εκτός ΝΑΤΟ. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Κατάρ φιλοξενεί το προωθημένο αρχηγείο της US Central Command και το Combined Air Operation Center, μέσα από τα οποία οι Αμερικανοί επιχειρούν στην περιοχή. Η επίτευξη αυτού του στόχου είναι περίπλοκη και γιατί χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα για να εγκριθεί η πώληση των F-35 από το Κογκρέσο, αλλά και γιατί μεσολαβούν οι προεδρικές εκλογές, ενώ ένα σημαντικό τμήμα του Κογκρέσου δεν εμπιστεύεται το Κατάρ λόγω των σχέσεων του με τη Χαμάς και το Ιράν.

ΟΙ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Η αντίδραση από το Ισραήλ είναι αναμενόμενη και ανάλογη αυτής που υπήρξε για την πώληση στα ΗΑΕ, μόνο που στην περίπτωση αυτή απουσιάζουν δύο βασικές παράμετροι: Πρώτον, δεν υπάρχει κάποια «Συμφωνία του Αβραάμ» και δεύτερον, η διαβεβαίωση ότι θα συνεχιστεί η πολιτική του QME (Quality Military Edge) δεν ισχύει αυτόματα και στην περίπτωση του Κατάρ και το Ισραήλ θα θελήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.

Σε διπλωματικό επίπεδο, δεν πρέπει να αποκλείεται μία βελτίωση των σχέσεων Ισραήλ-Κατάρ, ενώ υπάρχουν διάφορα σχέδια, όπως η εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, από την Ουάσιγκτον έχουν ξεκινήσει διαδικασίες που ωθούν το Κατάρ στην υπογραφή μίας Συμφωνίας του Αβραάμ.

Αντιδράσεις αναμένονται και από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας. Το Ριάντ δεν πρόβαλε αντιρρήσεις για την πώληση του αεροπλάνου στα ΗΑΕ, αλλά δεν θα ισχύσει το ίδιο και για το Κατάρ. Την τελευταία πενταετία, η ρήξη μεταξύ των μοναρχιών του Κόλπου, οδήγησε σε απομόνωση του Κατάρ. Η Ντόχα κατηγορείται από τις άλλες μοναρχίες, με τη συνδρομή της Αιγύπτου, ότι υποστηρίζει τους σχεδιασμούς του Ιράν στη Μέση Ανατολή, καθώς και αυτούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και της Χαμάς. Σε ό,τι αφορά τον θρησκευτικό παράγοντα, η Ντόχα πρωταγωνιστεί στην εσωτερική αντιπαράθεση του Σουνιτικού Ισλάμ. Στην αντιπαράθεση αυτή, η Άγκυρα με τη στήριξη του Κατάρ, φιλοδοξεί να παίξει τον ηγετικό ρόλο και σε μία τέτοια προοπτική, αντιτίθενται σφοδρά η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ.

Με τη σειρά της, η Ουάσιγκτον ελπίζει ότι μία συμφωνία για το F-35 θα αποσπάσει την Ντόχα από την επιρροή της Τεχεράνης και θα ανοίξει την πόρτα για τη βελτίωση των σχέσεων του Κατάρ με την ΕΕ. Εκτός από τον ρόλο που παίζει το Κατάρ στη Λιβύη, μαζί με την Τουρκία, ως υποστηρικτές της κυβέρνησης Σάρατζ, η Ντόχα αποτελεί το κέντρο των διαπραγματεύσεων για την ειρήνευση στο Αφγανιστάν, ένα θέμα που ενδιαφέρει πολύ την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και προσωπικά τον Ντόναλντ Τραμπ, ως μέρος της προεκλογικής του καμπάνιας.

Ασχέτως των προθέσεων της κυβέρνησης Τραμπ να προωθήσει το F-35 και να το χρησιμοποιήσει ως διπλωματικό εργαλείο, η πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ μπορεί να περιπλέξει το θέμα. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μία κυβέρνηση Μπάιντεν, μπορεί να υποβάθμιζε αυτό το διπλωματικό εργαλείο, λόγω των επιπλοκών που μπορεί να επιφέρει, λόγω του ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν αισθάνεται ότι οφείλει κάτι στα ΗΑΕ και λόγω του ότι, ο κύκλος των διπλωματικών του συμβούλων θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξουν συγκεκριμένες πολιτικές απέναντι σε κάποιες από τις μοναρχίες του Κόλπου.

Ακόμα και με επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, η περιπλοκότητα του θέματος μπορεί να οδηγήσει σε δεύτερες σκέψεις, ιδίως αν το κόστος αυτής της προσπάθειας, υπερβαίνει τα πιθανά οφέλη.

Από στρατιωτική άποψη, η απόκτηση αεροσκαφών τελευταίας τεχνολογίας από τις χώρες του Κόλπου, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, δεν συνιστά κάλυψη πρωταρχικής ανάγκης. Οι αεροπορίες των μοναρχιών του Κόλπου είναι πολύ πιο προηγμένες τεχνολογικά από την απαρχαιωμένη αεροπορία του Ιράν, που αποτελεί τη βασική απειλή της περιοχής. Με το δεδομένο αυτό και στα πλαίσια ενός ορθολογικού αμυντικού σχεδιασμού, η περαιτέρω ενίσχυση της αεροπορίας δεν θα έπρεπε να αποτελούσε πρωτεύοντα στόχο. Αντίθετα, ο στόχος αυτός θα έπρεπε να είναι το πολεμικό ναυτικό, στο οποίο το Ιράν εξακολουθεί να διαθέτει κάποια πλεονεκτήματα, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ο 5ος Στόλος των ΗΠΑ για να ελέγχει την περιοχή.

Το ότι οι χώρες του Κόλπου μέσα από την απόκτηση του F-35 δεν θέλουν να διευρύνουν την αποτρεπτική τους ισχύ με ορθολογικούς τρόπους, δείχνει ότι και από την πλευρά τους το αμερικανικό αεροσκάφος αντιμετωπίζεται περισσότερο ως διπλωματικός μοχλός, παρά ως επιχειρησιακή ανάγκη.