Η ανακάλυψη των υπολειμμάτων του Homo floresiensis, ενός άγνωστου μέχρι τότε είδους ανθρωποειδούς, από μια ομάδα Ινδονήσιων και Αυστραλών ερευνητών στο ινδονησιακό νησί Φλόρες, χαρακτηρίστηκε από κάποιους ακαδημαϊκούς ως η μεγαλύτερη ανακάλυψη της ανθρωπολογίας τα τελευταία 50 χρόνια. Tην επιτυχία αυτή διάλεξε το περιοδικό Science ως την πρώτη επιλαχούσα για το βραβείο εντυπωσιακής ανακάλυψης της χρονιάς 2004 (την πρώτη θέση κατέλαβαν οι ανακαλύψεις από την εξερεύνηση στον Άρη, οι οποίες δείχνουν ότι ο πλανήτης ήταν κάποτε πιο υγρός απ’ ό,τι σήμερα και πιθανά ικανός να συντηρήσει ζωή). Οι ερευνητές, που ανακάλυψαν το νέο είδος, σημειώνουν ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μικρό ανθρωποειδές, με ύψος περίπου ένα μέτρο στην ενήλικη φάση του και με ενδοκρανιακό όγκο περίπου 380 κυβικών εκατοστών, μικρότερο δηλαδή από το 1/3 του σύγχρονου ανθρώπινου εγκεφάλου και ακόμη μικρότερο σε σχέση με το μέγεθος του σώματός του. Oι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι πιθανότατα απόγονος του Homo erectus και εξελίχθηκε σε μακρόχρονη απομόνωση, η οποία είχε ως επακόλουθο την ενδημική σμίκρυνση του μεγέθους. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα πλευρά της ανακάλυψης είναι ότι ο Homo floresiensis προφανώς έζησε τουλάχιστον μέχρι και 18.000 χρόνια πριν. Συνεπώς, έζησε την ίδια εποχή με τους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους. Αρκετοί ακαδημαϊκοί εξεπλάγησαν από το μικρό μέγεθος του νέου ανθρωποειδούς αλλά και από την πρόσφατη χρονική περίοδο που φέρεται να έζησε. Κάποιοι προχώρησαν στο ερώτημα μήπως τα υπολείμματα απλώς ανήκαν σε κάποιο παραμορφωμένο σύγχρονο άνθρωπο, όμως αυτή η υπόθεση απορρίπτεται από την ομάδα που έκανε την ανακάλυψη, διότι δεν υποστηρίζεται από τα ευρήματα [1].
Παρά τον ασυνήθιστο χαρακτήρα αυτής της ανακάλυψης, θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το γένος μας, ο Homo, γέννησε ένα είδος νάνων το οποίο έζησε ταυτόχρονα με τον Homo sapiens για ένα μεγάλο διάστημα της εξελικτικής μας ιστορίας; Ο αείμνηστος Στήβεν Τζέυ Γκουλντ (Stephen Jay Gould), περίφημος διαλεκτικός βιολόγος και θεωρητικός της εξέλιξης, ασφαλώς θα απαντούσε αρνητικά. Αυτό που εκλαμβάνουμε ως έκπληξη μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά πράγματα για τις βαθύτερες –και συχνά ασυνείδητες– υποθέσεις μας για τον κόσμο. Η ανακάλυψη του Homo floresiensis προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη μόνο μέσα από μια αστική θεώρηση, δεδομένης της παραδειγματικής της υπόθεσης ότι η ιστορία εξελίσσεται αναγκαστικά με προοδευτικό τρόπο, οδηγώντας αμείλικτα στο σύγχρονο κόσμο μας. Ο Γκουλντ ήταν ένας από τους γνωστότερους επικριτές αυτής της κοσμοθεωρίας, και ασφαλώς θα είχε δεχτεί ως ευχάριστο νέο την ανακάλυψη του Homo floresiensis, η οποία δεν θα του προκαλούσε καμία έκπληξη.
Ο Στήβεν Τζέυ Γκουλντ υπήρξε σε όλη τη ζωή του πρωταγωνιστής της αριστερής διανόησης και ο θάνατός του από καρκίνο το 2002 προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, όπως φάνηκε και από το συγκινητικό επικήδειο των συνεργατών του Ρίτσαρντ Λέβοντιν (Richard Lewontin) και Ρίτσαρντ Λέβινς (Richard Levins), που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Monthly Review τον Νοέμβριο του 2002. Αν και είναι απώλεια για εμάς, η προσεκτικά αναπτυγμένη κοσμοθεωρία του συνεχίζει να ζει μέσα από την εκτενή και ανθεκτική στο χρόνο γραπτή εργασία του. Η εφαρμογή της διανοητικής του θεώρησης στην κατανόηση της φύσης και της κοινωνίας παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ. Ο Γκουλντ σίγουρα θα έγραφε για τον Homo floresiensis αν ήταν ακόμη μαζί μας. Η οξυδέρκειά του μας είναι εξαιρετικά πολύτιμη για τη διατήρηση και την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής επιστήμης της ανθρώπινης καταγωγής.
Ο Γκουλντ και ο στενός του συνεργάτης Νάιλς Έλντριτζ (Niles Eldredge) ανέπτυξαν τη θεωρία των διακεκομμένων ισορροπιών, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη ενός τυπικού είδους, αντί να ακολουθεί μια διαδικασία δαρβινικής προοδευτικότητας, χαρακτηρίζεται καλύτερα από περιόδους ταχύτατης γεωλογικής αλλαγής, οι οποίες ακολουθούνται από μακρές περιόδους στασιμότητας. Η μεγαλύτερη αλλαγή συντελείται στο σημείο της ειδογένεσης. Οι δύο επιστήμονες υπογράμμισαν τον αστικό χαρακτήρα του παραδοσιακού δαρβινισμού και παραδέχτηκαν τη διασύνδεση μεταξύ του μαρξισμού και της δικής τους συγκεκριμένης αντίληψης για τη φυσική ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι επέβαλαν ή συναίνεσαν στην επιβολή κοινωνικών απόψεων για το φυσικό κόσμο, αλλά τονίζει το γεγονός ότι αναγνώρισαν την κοινωνικά ενσωματωμένη φύση της επιστήμης. Οι Γκουλντ και Έλντριτζ γνώριζαν καλά ότι οι κοινωνικές φιλοσοφίες δεν παρεμποδίζουν μόνο την αντίληψή μας για κάποια φυσικά δεδομένα (όπως, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο το κοινωνικό πλαίσιο του Δαρβίνου πιθανά τον κατέστησε ανίκανο να αναγνωρίσει πλήρως την έλλειψη προοδευτικής ώθησης στην ιστορία της εξέλιξης), αλλά επίσης μας βοηθούν να δούμε πράγματα που αλλιώς μπορεί να μας διέφευγαν, όπως το εξής: Πώς η έμφαση που δίνει ο ιστορικός υλισμός στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνικής ιστορίας βοήθησε τους μαρξιστές διανοούμενους να αναγνωρίσουν την πιθανότητα να λειτουργεί η οργανική εξέλιξη με τον τρόπο που προτείνει η θεωρία των διακεκομμένων ισορροπιών. Η αντίληψη του Γκουλντ, η οποία απορρέει από τη μαρξιστική παράδοση, μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τα σημαντικά συμπεράσματα που προκαλεί η ανακάλυψη του Homo floresiensis, τα οποία μπορεί να διαφύγουν της προσοχής λιγότερο κριτικών επιστημόνων.
Το μοτίβο που χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο της εργασίας του Γκουλντ είναι ότι το παρόν είναι προϊόν αμέτρητων τυχαίων γεγονότων, συνεπώς ζούμε σε έναν μόνο από τους πολλούς πιθανούς κόσμους. Οι Γκουλντ και Λέβοντιν συνέγραψαν μια περίφημη κριτική αυτού που αποκάλεσαν το «παράδειγμα του Πανγκλός»[2], δηλαδή της υπερ-λειτουργιστικής άποψης, η οποία είναι κοινός τόπος στην αστική κοινωνία, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος μας διαμορφώθηκε με το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να διαμορφωθεί, συνεπώς αντικατοπτρίζει μια αναπόδραστη φυσική τάξη. Αντίθετα, με το παράδειγμα του Πανγκλός ο Γκουλντ ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη της φυσικής ιστορίας, και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης, δεν χαρακτηρίζεται από μια προοδευτική, κατευθυντική τάση, αλλά, αντίθετα, από μια εγκάρσια περιπλάνηση στο τοπίο της πιθανότητας, το οποίο καθορίζεται κυρίως από συμπτώσεις. Από νωρίς στην καριέρα του ο Γκουλντ έδωσε έμφαση στη σημασία της παραδοχής ότι η εξελικτική διαδικασία χαρακτηριζόταν καλύτερα από τη μεταφορική εικόνα ενός θάμνου με πάρα πολλά κλαδιά παρά από μια σκάλα, η οποία θα υπαινισσόταν μια ξεκάθαρη κατευθυντική πρόοδο προς ένα υψηλότερο επίπεδο. Εφαρμόζοντας αυτό το επιχείρημα στην ανθρώπινη εξέλιξη, ισχυρίστηκε ότι η εξελικτική ανάπτυξη του είδους μας δεν ήταν μια γραμμική πορεία μέχρι τη σημερινή μας μορφή. Αντίθετα, ήταν μια διαδικασία διαφοροποίησης ανθρωποειδών, ενώ κατόπιν υπήρξε ένα κλάδεμα συγγενικών σειρών μέσω της εξαφάνισης. Συνεπώς, η παρούσα χρονική στιγμή –κατά την οποία είμαστε το μόνο διασωζόμενο ανθρωποειδές– είναι ιστορικά μη τυπική [3].
Τα γραπτά του Γκουλντ έχουν ήδη αποδειχτεί προφητικά τουλάχιστον μία φορά, όταν το 1996 αναφέρθηκαν ενδείξεις ότι ο Homo erectus επέζησε στο νησί της Ιάβας μέχρι περίπου 27.000 χρόνια πριν, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να συνυπήρξε με τον Homo sapiens για τουλάχιστον 100.000 χρόνια. Αυτή η ανακάλυψη παρότρυνε τον Γκουλντ να σημειώσει ότι σχετικά πρόσφατα (40.000 χρόνια πριν) συνυπήρχαν τουλάχιστον τρία ανθρώπινα είδη: ο Homo neanderthalensis στην Ευρώπη, ο Homo erectus στην Ασία και ο Homo sapiens, ο οποίος εξαπλώθηκε από την Αφρική σε άλλα μέρη του κατοικημένου κόσμου [4]. Η ανακάλυψη του Homo floresiensis προσθέτει ένα τέταρτο μέλος του είδους μας στην ίδια περίοδο. Οι ερευνητές που τον ανακάλυψαν δηλώνουν ότι τα υπολείμματα ακόμη περισσότερων ειδών ίσως βρεθούν σε άλλα νησιά του Αρχιπελάγους Μαλάυ. Συνεπώς, το κύριο μέρος των συγκεντρωμένων ενδείξεων δηλώνει αποφασιστικά ότι ο Γκουλντ είχε δίκιο εδώ και καιρό: οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν είναι προϊόν μιας γραμμικής εξελικτικής πορείας, αλλά ένα κλαδί του θάμνου των ανθρωποειδών που απλώς είχε την καλή τύχη να επιζήσει μέχρι σήμερα.
Eκτός από τη συνύπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων ανθρώπινων ειδών στο πρόσφατο παρελθόν, η σμίκρυνση του Homo floresiensis ενισχύει το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει αναγκαστικά μία κατεύθυνση στην εξελικτική διαδικασία. Εφόσον ο Homo erectus προφανώς γέννησε, εκτός από σύγχρονους ανθρώπους με μεγάλο εγκέφαλο, και έναν απόγονο με αξιοσημείωτα μικρό εγκέφαλο (ακόμη μικρότερο από το αναμενόμενο με βάση το μικρό του φυσικό ύψος), ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε εγγενής εξελικτική τάση για μεγαλύτερο εγκέφαλο ανάμεσα στους προγόνους μας. Όπως έχει σημειώσει ο επιφανής μελετητής Τζάρεντ Ντάιαμοντ (Jared Diamond), δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει ιδιαίτερα το προφανές γεγονός ότι ο πρόγονός μας Homo erectus γέννησε έναν πληθυσμό «μικροπυγμαίων», αφού είναι πολύ γνωστό ότι «μεγάλα θηλαστικά που αποικίζουν απομονωμένα μικρά νησιά τείνουν να εξελίσσονται σε απομονωμένους πληθυσμούς νάνων», με παραδείγματα που περιλαμβάνουν πυγμαίους ιπποπόταμους και ελέφαντες [5]. Το γεγονός ότι η θαμνοειδής μορφή του οικογενειακού μας δέντρου και το μικρό φυσικό και διανοητικό ανάστημα ενός εκ των εξελικτικών μας ξαδέρφων μάς προκαλεί έκπληξη οφείλεται αποκλειστικά στην ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας φυσικής προοδευτικής τάσης.
Το εύρημα του Homo floresiensis θα έπρεπε να επικεντρώνει την προσοχή μας στην αξιοσημείωτη ενότητα ολόκληρης της σύγχρονης ανθρωπότητας, μια και ρίχνει περισσότερο φως στην αφετηρία όλων των σύγχρονων ανθρώπων. Οι μελετητές της σχολής της πολυτοπικής εξέλιξης έχουν ισχυριστεί από καιρό ότι οι σύγχρονοι ανθρώπινοι πληθυσμοί είναι απόγονοι τοπικών πληθυσμών του Homo erectus που εξελίχτηκαν παράλληλα στη διάρκεια εκατοντάδων χιλιάδων ετών, με λιγοστή γενετική ανταλλαγή ανάμεσα στους πληθυσμούς. Η ίδια σχολή εμμένει στην άποψη ότι ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε διακριτές ομάδες (φυλές) είναι πολύ παλιός, κάτι που υπονοεί ότι γνήσιες βιολογικές διαφορές υφίστανται ανάμεσα στις σύγχρονες φυλές. Αυτή η αντίληψη είναι παράλληλη με μια άποψη που ήταν διαδεδομένη προτού ο δαρβινισμός κερδίσει έδαφος και ονομάζεται πολυγονία. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, κάθε ανθρώπινη φυλή ήταν προϊόν μιας ξεχωριστής θείας δημιουργίας, συνεπώς οι ανθρώπινες φυλές είναι στην πράξη ξεχωριστά (ιεραρχικά κατατάξιμα) βιολογικά είδη. Αφότου η θεωρία της εξέλιξης έγινε ευρέως αποδεκτή, η θεωρία της πολυτοπικής εξέλιξης αναδείχτηκε ως η επιστημονική έκδοση της πολυγονίας. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, για να είμαστε δίκαιοι, ότι οι σύγχρονοι πολυτοπικιστές τυπικά αρνούνται να υποστηρίξουν ρατσιστικές απόψεις ή πολιτικές και αναγνωρίζουν το υψηλό επίπεδο γενετικής ομοιότητας μεταξύ ανθρώπινων πληθυσμών. Παρ’ όλα αυτά, αποδέχονται ως αληθινούς τους διαχωρισμούς των ανθρώπων σε διακριτές βιολογικές φυλές (αν όχι είδη).
Ο συνδυασμός πρόσφατων παλαιοντολογικών και γενετικών ευρημάτων κατέστησε την εξήγηση της πολυτοπικής εξέλιξης σε σχέση με τις ανθρώπινες καταβολές αυξανόμενα αβάσιμη. Αντίθετα, υποστηρίζει το επιχείρημα ότι όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι μοιράζονται έναν πολύ πρόσφατο (με γεωλογικούς όρους) κοινό πρόγονο, που έζησε στην Ανατολική ή στη Νότια Αφρική πριν από περίπου 250 εκατομμύρια χρόνια και του οποίου οι απόγονοι εξαπλώθηκαν εκτός της Αφρικής πριν από περίπου 100.000 χρόνια, μέχρι που τελικά αντικατέστησαν όλες τις υπόλοιπες ομάδες ανθρώπων. Όπως έχουν σημειώσει κάποιοι ανθρωπολόγοι, το εύρημα του Homo floresiensis «δίνει ακόμη ένα (το τελειωτικό ίσως;) χτύπημα στους πολυτοπικιστές», καθώς αποδεικνύει την πρόσφατη ύπαρξη ανθρώπινων ομάδων σε διάφορες περιοχές του κόσμου που ήταν εντελώς διαχωρισμένες από τους σύγχρονους ανθρώπους και δεν θα μπορούσαν να έχουν ανταλλάξει γονίδια με τους πρόσφατους προγόνους μας [6]. Η σημασία των τωρινών ενδείξεων συνεπώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τοπικοί πληθυσμοί των Homo erectus, Homo neanderthalensis και Homo floresiensis δεν αναμείχθηκαν σταδιακά μέσα σε τοπικούς πληθυσμούς του Homo sapiens. Αντιθέτως, ήταν ξεχωριστοί αλλά ζούσαν ταυτόχρονα με τους σύγχρονους ανθρώπους μέχρι πολύ πρόσφατα. Συνεπώς, οι τοπικοί πληθυσμοί των σύγχρονων ανθρώπων δεν κατάγονται ευθέως από τους πληθυσμούς του Homo erectus που εξαπλώθηκαν εκτός Αφρικής 1 με 2 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αντίθετα, συνδέονται με τον Homo sapiens, ο οποίος μετανάστευσε από την Αφρική μόλις πρόσφατα (με γεωλογικά κριτήρια).
Όπως ισχυρίστηκε ο Γκουλντ είκοσι χρόνια πριν, η ανθρώπινη ισότητα είναι ένα απρόβλεπτο γεγονός της ιστορίας. Θα μπορούσαμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι διαχωρισμοί μεταξύ ανθρώπινων ομάδων θα είχαν συμβεί πολύ παλιά, συνεπώς οι φυλές θα ήταν πράγματι ευδιάκριτες βιολογικά. Δεν ζούμε όμως σε έναν τέτοιο κόσμο λόγω των παραξενιών της ιστορίας. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι είναι αξιοσημείωτα παρόμοιοι από γενετικής πλευράς και όπου η φυλή ως βιολογική πραγματικότητα είναι ψευδαίσθηση. Αν πληθυσμοί του Homo erectus ή του Homo floresiensis είχαν επιζήσει μέχρι σήμερα, τότε πιθανά να αντιμετωπίζαμε γνήσια ηθικά διλήμματα σχετικά με το πώς να συμπεριφερθούμε σε συνανθρώπους πραγματικά διαφορετικής φύσης. Είμαστε όμως τυχεροί που δεν αντιμετωπίζουμε τέτοια διλήμματα και θα έπρεπε να χαιρόμαστε την ενότητά μας. Ο Γκουλντ εξέφρασε το μάθημα καλά: «Αν η σημερινή μας εποχή έχει την παραξενιά να αντικαθιστά το θαμνώδη πλούτο του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης ιστορίας με μια ασυνήθιστη βιολογική ενότητα για να προσδώσει ηθική υποστήριξη στη συναρπαστική μας πολιτιστική ποικιλία, γιατί να μην εκμεταλλευτούμε αυτό το δώρο; Δεν είχαμε καν αυτή την επιλογή κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της παραμονής μας στη Γη, ενώ τώρα την έχουμε. Γιατί λοιπόν να έχουμε να επιδείξουμε περισσότερες αποτυχίες από επιτυχίες, σπαταλώντας την πιο ευεργετική ευκαιρία που μας παρουσιάζει η βιολογική μας ενότητα; Θα μπορούσαμε να το κάνουμε; Θα μπορούσαμε πραγματικά να το κάνουμε. Γιατί να μη δοκιμάσουμε την αδελφοσύνη;»[7].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι βασικές πηγές για την «ανακάλυψη της χρονιάς» του περιοδικού Science, καθώς και για την ανακάλυψη και την ανάλυση του Homo floresiensis είναι: Richard A. Kerr, «Breakthrough of the Year: The Winner», Science 306 (2004): 2.010-12. The News Staff, «Breakthrough of the Year: The Runners-Up», Science 306 (2004): 2.013-17. P. Brown κ.ά., «A New Small-Bodied Hominin from the Late Pleistocene of Flores, Indonesia», Nature 431 (2004): 1.055-61. M.J. Morwood κ.ά., «Archaeology and Age of a New Hominin from Flores in Eastern Indonesia», Nature 431 (2004): 1.087-91. Michael Balter, «Skeptics Question Whether Flores Hominid is a New Species», Science 306 (2004): 1.116. Ann Gibbons, «New Species of Small Human Found in Indonesia», Science 306 (2004): 789.
[2] Panglossian Paradigm: Η λέξη προέρχεται από το χαρακτήρα του Dr. Pangloss στη σάτιρα Candide του Βολταίρου και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον αθεράπευτα οπτιμιστή. (Σ.τ.Μ.)
[3] Κάποια από τα βασικά γραπτά του Gould πάνω σε αυτά τα θέματα είναι τα εξής: Stephen Jay Gould and Niles Eldredge, «Punctuated Equilibria: The Tempo and Mode of Evolution Reconsidered», Paleobiology 3 (1977): 115-51. S.J. Gould και Richard C. Lewontin, «The Spandrels of San Marco and the Panglossian Paradigm: A Critique of the Adaptationist Programme», Proceedings of the Royal Society of London B 205 (1979): 581-98. S.J. Gould, Wonderful Life (New York, Norton, 1989). S.J. Gould, Full House (New York, Three Rivers Press, 1996). S.J. Gould, «Bushes and Ladders in Human Evolution», στο Ever Since Darwin (New York, Norton, 1977): 56-62.
[4] Bλ. C.C. Swisher III κ.ά., «Latest Home Erectus of Java: Potential Contemporaneity with Homo Sapiens in Southeast Asia», Science 274 (1996): 1.870-74. S.J. Gould, «Our Unusual Unity», στο Leonardo’s Mountain of Clams and the Diet of Worms (New York, Three Rivers Press, 1998): 197-212.
[5] Jared Diamond, «The Astonishing Micropygmies», Science 306 (2004): 2.047-48.
[6] Το απόσπασμα είναι από το Marta Mirazon Lahr και Robert Foley, «Human Evolution Writ Small», Nature 431 (2004): 1.043-44. Για συζητήσεις σχετικά με τις πολυτοπικές απόψεις καθώς και αυτές που βασίζονται στην «καταγωγή από την Αφρική» βλ. Milford Wolpoff και Rachel Caspari, Race and Human Evolution: A Fatal Attraction (New York, Simon & Schuster, 1997). Christopher Stringer και Robin McKie, African Exodus: The Origins of Modern Humanity (New York, Owl Books, 1998). S.J. Gould, «Human Equality is a Contingent Fact of History», στο The Flamingo’s Smile (New York, Norton, 1985): 185-98. Για μια συζήτηση πάνω στην πολυγονία και στις διάφορες εκδόσεις του «επιστημονικού» ρατσισμού βλ. S.J. Gould, The Mismeasure of Man (New York, Norton, 1981).
[7] S.J. Gould, «Our Unusual Unity», ό.π., σελ. 212. βλ. επίσης Gould, «Human Equality is a Contingent Fact of History».