Η ΕΚΤ και η προσπάθεια διάσωσης της ΕΕΚώστας Κουρτίδης

Οι επιδόσεις της Κριστίν Λαγκάρντ το πρώτο διάστημα που ανέλαβε την ΕΚΤ, ήταν μάλλον φτωχές και πολλοί αναρωτήθηκαν αν θα τα κατάφερνε.

Η δήλωσή της «δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να ασχολείται με τα spreads», οδήγησε σε κατάρρευση τις αγορές ομολόγων και τα χρηματιστήρια. Η φράση αυτή ερμηνεύτηκε ως το αντίθετο της γνωστής ρήσης του Μάριο Ντράγκι «ο,τιδήποτε χρειαστεί» και ως μία δήλωση υπακοής στις θέσεις της Bundesbank.

Ωστόσο, η Κριστίν Λαγκάρντ προσαρμόστηκε γρήγορα, βελτίωσε τις επικοινωνιακές της επιδόσεις, οι οποίες θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικές για έναν κεντρικό τραπεζίτη και κυρίως, μέσα από μία σειρά ενεργειών επιβεβαίωσε ότι η γραμμή Ντράγκι θα διατηρηθεί.

Την Πέμπτη 4/6/2020, το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε την αύξηση κατά 600 δις ευρώ του ειδικού προγράμματος για αγορές ομολόγων την περίοδο της πανδημίας (PEPP), ενώ παρατείνεται η διάρκειά του τουλάχιστον ως το τέλος Ιουνίου 2021. Πρόκειται για μία απόφαση που εντάσσεται στην προαναφερθείσα γραμμή.

Υπήρχε ήδη η εκτίμηση, ότι η ΕΚΤ θα αύξανε κατά 500 δις ευρώ το πρόγραμμα για την πανδημία, καθώς από τα κεφάλαια των 750 δις που είχαν δεσμευθεί στην πρώτη φάση του προγράμματος, έχουν εξαντληθεί περίπου 200 δις και με αυτό το ρυθμό τα κεφάλαια θα εξαντληθούν πριν τον Οκτώβριο, κάτι που θα προκαλούσε πίεση στα ομόλογα των ασθενέστερων οικονομιών.

Τελικά, η διοίκηση της ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει περισσότερο το ποσό, κατά 600 δις ευρώ για να ανέλθει στα 1,35 τρις ευρώ και να διασφαλισθεί ότι στο ορατό μέλλον και πάντως μέχρι να ενεργοποιηθούν τα κονδύλια των διαφόρων δημοσιονομικών παρεμβάσεων (Next Generation EU κ.λπ.) θα υπάρχει μια αποτελεσματική προστασία στην πίεση που δημιουργεί η πανδημία και, ειδικότερα, στη μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων των κρατών της ευρωζώνης.

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Αναλυτικά οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τη στήριξη της Ευρωζώνης.

Πρώτον, το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω του κορωνοϊού (PEPP) θα αυξηθεί κατά 600 δις ευρώ στο ποσό των 1,35 τρις ευρώ. Οι αγορές των ομολόγων θα συνεχίσουν να γίνονται με ευέλικτο τρόπο, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να αποτρέψει κινδύνους όσον αφορά την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής (δηλαδή, συγκρατώντας το κόστος δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης).

Δεύτερον, το PEPP παρατείνεται από το τέλος Δεκεμβρίου του 2020 έως τουλάχιστον το τέλος Ιουνίου του 2021. Σε κάθε περίπτωση, το ΔΣ της ΕΚΤ θα προχωρά σε καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP έως ότου κρίνει ότι η φάση της κρίσης του κορωνοϊού έχει παρέλθει.

Τρίτον, τα έσοδα που θα έχει η ΕΚΤ από τις αποπληρωμές ομολόγων που έχει αγοράσει στο πλαίσιο του PEPP και λήγουν θα τα επενδύει ξανά τουλάχιστον έως το τέλος του 2022.

Οι αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος APP (Asset Purchase Programme) της ΕΚΤ θα συνεχισθούν με το ρυθμό των 20 δις ευρώ μηνιαίως, μαζί με τις επιπλέον αγορές 120 δις ευρώ που έχουν αποφασισθεί για το πρόγραμμα αυτό έως το τέλος του έτους. Το ΔΣ της ΕΚΤ εξακολουθεί να εκτιμά ότι οι μηνιαίες καθαρές αγορές ομολόγων με βάση το APP θα συνεχισθούν όσον είναι αναγκαίο και θα σταματήσουν λίγο πριν από την αύξηση των βασικών επιτοκίων της.

Η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια και τόνισε ότι θα παραμείνουν στα σημερινά ή χαμηλότερα επίπεδα έως ότου οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σε ένα επίπεδο λίγο χαμηλότερο από το 2%.

Για την Ελλάδα, αύξηση του μεγέθους του PEPP σημαίνει πως μέσα στο επόμενο 12μηνο τουλάχιστον, η ΕΚΤ θα αγοράσει περισσότερα ελληνικά ομόλογα, τη στιγμή που ήδη τα 16 δις ευρώ που αναμενόταν να αγοράσει πριν την αύξηση του μεγέθους του προγράμματος, κάλυπταν και με το παραπάνω την εκδοτική δραστηριότητα της χώρας. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο PEPP είχε ήδη κάνει τα ελληνικά ομόλογα να ξεχωρίσουν καθώς είναι οι μόνοι τίτλοι που δεν συμμετείχαν στο κλασσικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της κεντρικής τράπεζας, δίνοντας στους επενδυτές ένα παραπάνω κίνητρο για να κυνηγήσουν τις αποδόσεις της ελληνικής αγοράς.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

H EKT, σύμφωνα με το σενάριο βάσης, προβλέπει ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα συρρικνωθεί φέτος κατά 8,7% για να αυξηθεί κατά 5,2% το 2021 και κατά 3,3% το 2022. Ωστόσο σύμφωνα με το ακραίο σενάριο η ύφεση φέτος προβλέπεται να φθάσει το 12,6%, ενώ για το 2021 προβλέπεται ήπια ανάκαμψη της οικονομίας κατά 3,35% και κατά 3,8% το 2022. Όπως χαρακτηριστικά είπε η Κριστίν Λαγκάρντ στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται να έχει φτάσει στο κατώτατο σημείο της τον Μάιο, ενώ ήδη έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα πρώτα θετικά σημάδια μετά τη χαλάρωση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί. Συνακόλουθα εκτιμάται ότι σταδιακά από το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία προς την ανάκαμψη. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ούτε το μέγεθος αλλά ούτε και η ταχύτητα με την οποία θ’ ανακάμψει η οικονομία της ευρωζώνης.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ εξήρε τα μέτρα που έχει λάβει η Κομισιόν, ύψους 500 δις ευρώ, για την ανακούφιση καταναλωτών και επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας της υποχρεωτικής αναστολής των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα θετική μνεία έκανε δε στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ίδια διαβεβαίωσε ότι η ΕΚΤ, από την πλευρά της, θα συνεχίσει με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής να συμβάλλει τόσο στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας που επικρατούν στην ευρωζώνη, στοχεύοντας στην ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και στην επαναφορά του πληθωρισμού σε ανοδική πορεία. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της ΕΚΤ που δημοσιοποιήθηκαν απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό από τον επιθυμητό στόχο (πλησίον του 2%) καθώς για φέτος εκτιμάται αύξηση του μόλις κατά 0,3%, κατά 0,8% το 2021 και κατά 1,3% το 2022.

Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η Κριστίν Λαγκάρντ έκανε σαφές ότι δεν πρόκειται να απαντήσει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, αλλά μόνο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η Λαγκάρντ συνεχίζει τη γραμμή Ντράγκι, η οποία είχε συμφωνηθεί επί των ημερών του, με την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία της προσέδωσε και αξιοπιστία. Η Μέρκελ δεν θέλησε να ταυτιστεί με την Καρλσρούη, ενώ λίγες ημέρες μετά τη γνωμάτευση του δικαστηρίου ανακοίνωσε μαζί με τον Εμανουέλ Μακρόν το Ταμείο Ανάκαμψης.

Ο γαλλογερμανικός άξονας κερδίζει από τη λειτουργία της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Η Γερμανία έξω από το ευρώ θα υπέφερε από την ανατίμηση του νομίσματός της, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βασισμένη σε εξαγωγές, οικονομία της. Η Γαλλία, χωρίς την κάλυψη του Βερολίνου, θα εμφάνιζε όλες τις αδυναμίες της.

Θα καταφέρει ο γαλλογερμανικός άξονας να σώσει την ΕΕ αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της Καρλσρούης, την πανδημία, τους «4 ολιγαρκείς» και την έλλειψη γεωπολιτικής δυναμικής της ΕΕ; Η απάντηση δεν είναι βέβαιη, αλλά ο γαλλογερμανικός άξονας κάνει προσπάθειες και η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ, εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο