To Eurogroup της 9ης Απριλίου και οι ισορροπίες στην ΕΕΒαγγέλης Χωραφάς

Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στο Eurogroup της 9ης Απριλίου δεν σημαίνει ότι σταμάτησε και η αντιπαράθεση που υπάρχει μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης για το πώς θα αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που προέρχεται από την πανδημία του κορωνοϊού.

Τα συμφέροντα των κρατών και οι διαφορετικές προσεγγίσεις παραμένουν αναλλοίωτα ─ το αν και το πώς θα επιμεριστεί το κόστος της κρίσης.

Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup είναι καθαρά τακτική και όχι στρατηγική. Είναι τακτική γιατί αφορά μικρά ποσά, σε σχέση με τις ανάγκες που προκύπτουν και δεν μπορούν να καλυφθούν από αυτά. Τα 240 δις του ESM που θα δοθούν χωρίς μνημονιακές δεσμεύσεις, αλλά μόνο για κάλυψη αναγκών υγείας, μπορεί να απορροφηθούν από τα κράτη-μέλη σε ποσοστά μέχρι 2% του ΑΕΠ τους. Αν οι κυβερνήσεις επιζητούν γενικότερη οικονομική στήριξη από τον ESM, τότε αυτή θα γίνει με όρους μνημονίων.

Στα παραπάνω ποσά θα πρέπει να προστεθούν και το 200 δις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων που θα κατευθυνθούν προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τα 100 δις της Κομισιόν που θα χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των θέσεων εργασίας. Όλα τα προηγούμενα αποτελούν έναν συμβιβασμό μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου, όπως αυτός σχηματοποιήθηκε από την αντιπαράθεση μεταξύ Ιταλίας και Ολλανδίας.

Αυτή ακριβώς η αντιπαράθεση, δείχνει ότι δεν υπήρξε κάποια στρατηγική εξέλιξη. Ακόμη και μπροστά στην πανδημία του κορωνοϊού, η ΕΕ εξακολουθεί να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, αλλά η ανάγκη να συγκεραστούν ριζικά αντίθετες θέσεις, οδηγεί σε προσωρινά και προβληματικά αποτελέσματα. Αυτό επιτρέπει σε όλους να επιστρέψουν στη χώρα τους και να δηλώνουν νικητές, οι Ιταλοί με το επιχείρημα ότι το κορωνομόλογο εξακολουθεί να βρίσκεται στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης και οι Ολλανδοί με το επιχείρημα ότι δεν πρόκειται ποτέ να μπει σε αυτή την ατζέντα.

Υπάρχει όμως μία διαφορά σε σχέση με την κρίση του ευρώ το 2010-2012. Σε αυτή την κρίση, το μέτωπο του Νότου φαίνεται περισσότερο συμπαγές. Στην προηγούμενη κρίση του ευρώ, η ενότητα του Νότου ήταν επίπλαστη και όλες οι χώρες κάτω από το τραπέζι, αναζητούσαν συμβιβασμούς με τη Γερμανία. Στην παρούσα κρίση, η ηγεσία της Γαλλίας φαίνεται ισχυρότερη, αλλά το ερώτημα είναι αν ο Νότος είναι συνολικά ισχυρός και ενωμένος σε μία κατεύθυνση.

Τόσο ο Βορράς, όσο και ο Νότος πηγαίνουν στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Απριλίου, για να συζητήσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός «προσωρινού ταμείου ανάκαμψης» της ευρωπαϊκής οικονομίας, το οποίο προς το παρόν, είναι τόσο ασαφές, ώστε όλοι να συμφωνούν.

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΡΩΝΟΜΟΛΟΓΟ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΛΥΣΗ;

Εκτός από την πολιτική συναίνεση μεταξύ Βορρά και Νότου, το κορωνομόλογο αντιμετωπίζει ένα εξίσου σοβαρό πρόβλημα, αυτό του χρόνου. Το κορωνομόλογο δεν μπορεί να βγει στην αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ οι ανάγκες των κρατών είναι επείγουσες. Όταν η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφέρεται στις απαραίτητες εγγυήσεις, δεν το κάνει για να δημιουργήσει εμπόδια. Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος ώστε το κορωνομόλογο να εκδοθεί σύντομα. Πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε τα κορωνομόλογα να μην σχετίζονται με τα κανονικά ομόλογα που θα εξακολουθήσουν να εκδίδουν τα κράτη της ΕΕ και ότι οι εγγυήσεις που τα συνοδεύουν, δεν θα αποδυναμώνουν την κεφαλαιακή θέση των κρατών που τις προσφέρουν.

Με άλλα λόγια, η έκδοση κορωνομολόγου είναι μία σύνθετη διαδικασία, η οποία θα διαρκέσει πολλούς μήνες ή και περισσότερο, ακόμη και αν υπάρχει η πολιτική βούληση. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενώ το κορωνομόλογο μπορεί να είναι η βέλτιστη λύση σε βάθος χρόνου, δεν είναι η καλύτερη λύση για την κάλυψη άμεσων αναγκών, όπως αυτές που προκύπτουν από την πανδημία.

Για να βρεθούν λύσεις κάλυψης επειγουσών αναγκών, πρέπει να γίνει στροφή προς της ΕΚΤ. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2010-2012, η ΕΚΤ είχε χρησιμοποιήσει ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, το πρόγραμμα ΟΜΤ. Πριν από λίγες ημέρες, η ΕΚΤ έκανε ένα βήμα παραπάνω παραμερίζοντας όρους και προϋποθέσεις για συμμετοχή στο ΟΜΤ. Αυτή ήταν μία σωστή απόφαση, αλλά δεν είναι αρκετή.

Για να αντιμετωπιστεί η επείγουσα κατάσταση της κρίσης του κορωνοϊού, τα κράτη θα πρέπει να εκδώσουν ομόλογα με επιτόκια κοντά στο μηδέν και χωρίς ημερομηνία λήξης και η ΕΚΤ να τα αγοράσει από την πρωτογενή αγορά.

Το θετικό από μία τέτοια κίνηση είναι ότι δεν θα υπάρξει αύξηση του δημοσίου χρέους των κρατών, επειδή όλο το νέο χρέος θα νομισματοποιηθεί και η κρίση δεν θα θίξει το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ. Για τις χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο κ.λπ. που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, αλλά και για την Ελλάδα που βρίσκεται μέσα σε πρόγραμμα εξόφλησης του δημοσίου χρέους, ο πανικός των κατόχων ομολόγων θα κατευνασθεί. Επιπρόσθετα, με την έξοδο των οικονομιών από την ύφεση, το δημόσιο χρέος δεν θα έχει εκτοξευθεί σε ανεξέλεγκτα επίπεδα.

Στην πραγματικότητα, αυτή η λύση είναι μία άλλη εκδοχή της πολιτικής «χρήμα από το ελικόπτερο», με βάση την οποία οι κεντρικές τράπεζες μοιράζουν χρήμα στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσους τους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Εδώ υπεισέρχεται ο πολιτικός παράγοντας. Οι συνθήκες της ΕΕ και το καταστατικό της ΕΚΤ, της απαγορεύουν να υιοθετήσει τέτοιου είδους πολιτικές νομισματοποίησης του χρέους. Επομένως, είναι θέμα πολιτικής βούλησης για να βρεθούν οι τρόποι παράκαμψης των εμποδίων, σε μία επείγουσα κατάσταση, η οποία μπορεί να ωθήσει την ευρωζώνη σε αχαρτογράφητα νερά.

Η ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Πολλοί πιστεύουν ότι η σύγκρουση στην ΕΕ είναι μεταξύ του Βορρά της λιτότητας και του Νότου της αναδιανομής. Και ότι ο Βορράς της λιτότητας είναι ιδεολογικά οχυρωμένος πίσω από τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Συνήθως, αυτές οι απόψεις διακινούνται στους χώρους της Αριστεράς, αλλά και της άκρας Δεξιάς και τις περισσότερες φορές είναι ιδεολογικά φορτισμένες.

Οι απόψεις αυτές οπωσδήποτε περιέχουν δόσεις αλήθειας, αλλά δεν είναι επαρκείς για να εξηγήσουν το τι γίνεται αυτή την περίοδο στην ΕΕ. Και αυτό γιατί όλα δείχνουν, ότι η αναζητούμενη πολιτική βούληση για την προώθηση λύσεων για την κρίση του κορωνοϊού, δεν καθορίζεται τόσο από ιδεολογικές επιλογές όσο από γεωπολιτικές επιδιώξεις.

Η ΕΕ ήταν πάντα ένα μωσαϊκό ισχυρών εθνικών δομών, με ισχυρότερες αυτές της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες ποτέ δεν μετέφεραν σε αυτήν το σύνολο της εθνικής τους κυριαρχίας.

Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, η Γερμανία έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε μία δύναμη, όχι παγκοσμίου βεληνεκούς, αλλά σε μία δύναμη που έχει ανατρέψει αμετάκλητα τις ευρωπαϊκές ισορροπίες.

Το κέντρο βαρύτητας αυτής της Γερμανίας δεν είναι η ΕΕ, αλλά έχει μετατοπιστεί προς την Ανατολή, μετατρέποντας το Βερολίνο στο κέντρο μίας ευρύτερης περιοχής που εκτείνεται από το Ελσίνκι μέχρι το Βελιγράδι και τη Ζυρίχη, τη Βιέννη και το Άμστερνταμ. Η μετατόπιση προς την Ανατολή του νέου οικονομικοπολιτικού άξονα της Γερμανίας, διαμορφώνει το έδαφος μίας στενής συνεργασίας με τη Ρωσία του Πούτιν, βασισμένης στα απεριόριστα ενεργειακά αποθέματα και στις τεράστιες δυνατότητες για βιομηχανική οργάνωση.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ από τους πολέμους των Βαλκανίων, μέχρι την Ουκρανία, συνίσταται στην δημιουργία μίας ζώνης απομόνωσης για να αποτρέψει την γερμανορωσική συμβίωση.

Με τα δεδομένα αυτά, η ΕΕ δεν υπάρχει στη διεθνή σκακιέρα ισορροπίας δυνάμεων. Δομημένη με οντολογικές παθογένειες, με τα εθνικά συμφέροντα να επικρατούν των ευρωπαϊκών και με κοινότυπη ρητορική περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται κενό γράμμα, η ΕΕ δεν έχει μεγάλους ορίζοντες στη μετά την κρίση εποχή.

Η Γαλλία κινείται σε άλλο μήκος κύματος, συνεχίζοντας να διατηρεί στρατεύματα στην Αφρική, κάνοντας πυρηνικές δοκιμές στην ατόλη Μουρουρόα και προωθώντας την πρωτοβουλία ΕΙ2 για τη στρατηγική κουλτούρα στην Ευρώπη. Οι Βρετανοί έκαναν το βήμα εξόδου με το Brexit και τώρα μπορεί να ακολουθήσουν άλλους προσανατολισμούς, αν και δύσκολα θα ξεφύγουν από τις διάφορες αντιισλαμικές συμμαχίες του μέλλοντος. Η Ιταλία είναι σε δύσκολη θέση. Η γεωπολιτική της θέση ως αμερικανικού αεροπλανοφόρου, υπερισχύει των πολιτικών της φιλοδοξιών και η προσπάθειά της να κρυφτεί τις τελευταίες δεκαετίες πίσω από το πρόσχημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν μπορεί να κρύψει τις αδυναμίες της. Η Ισπανία, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στα ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ, ενδιαφέρεται περισσότερο για τις πρώην αποικίες της στη Λατινική Αμερική, παρά για τη θέση της στην ΕΕ.

Με τα δεδομένα αυτά, τα αιτήματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας ως εκφραστών του Νότου, είναι εξαρχής αποδυναμωμένα απέναντι στο Βερολίνο. Επομένως, το πρόβλημα δεν είναι το Βερολίνο για τα κορωνομόλογα ή την ΕΚΤ, αλλά το γεγονός ότι οι εμφανιζόμενοι ως ευρωπαϊκός Νότος ─μεταξύ αυτών και η Ελλάδα─ υπολείπονται κατά πολύ σε γεωοικονομική ισχύ.

Η Γερμανία, μία μη στρατιωτική δύναμη και χωρίς φιλοδοξίες επανεξοπλισμού, έχει μετατραπεί σε μία υψηλού επιπέδου γεωοικονομική δύναμη.

Η Γερμανία και ο κύκλος των γεωοικονομικών της συμμάχων αρνούνται την έστω μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους ή την αλλαγή του καταστατικού της ΕΕ, γιατί επιδιώκουν την εμβάθυνση της εξάρτησης του ευρωπαϊκού Νότου από τον Βορρά και την περαιτέρω αποδυνάμωσή του, έτσι ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στους μελλοντικούς προσανατολισμούς τους.

Μέσα στα πλαίσια αυτά, το ενδεχόμενο ενός Italexit με βάση το κλίμα που επικρατεί στην Ιταλία και τη δαιμονοποίηση της Γερμανίας για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ενδεχόμενο. Το ερώτημα είναι αν από αυτή τη μεγάλη γεωπολιτική αλλαγή, θα επηρεάζονταν τα σχέδια του Βερολίνου και πώς θα λειτουργούσε ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος σε μία νέα ΕΕ, αν η τελευταία θα εξακολουθούσε να υπάρχει με τη σημερινή μορφή της.