Ο κορωνοϊός και η γλώσσα του πολέμουLawrence Freedman

Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε τη γλώσσα των συγκρούσεων (πόλεμος) για να αναφερθούμε στην τρέχουσα πανδημία του Covid-19. Υπάρχουν πολλά παράλληλα ζητήματα, η σύγκριση όμως δεν είναι επακριβής.

Είμαστε σε πόλεμο με το Covid-19; Η καθημερινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της πανδημίας, υποδηλώνει ότι αυτό συμβαίνει. Απεικονίζεται ως μάχη ενάντια σε έναν σκληρό εχθρό, που πρέπει να νικήσει. Στην «πρώτη γραμμή», οι επαγγελματίες του τομέα της υγείας τίθενται σε κίνδυνο. Στα ερευνητικά εργαστήρια, οι επιστήμονες προσπαθούν να βρουν εμβόλιο για να αποκρούσουν τον εισβάλλοντα παθογόνο ιό. Οι κυβερνητικοί υπουργοί συναντώνται μέσω τηλεδιασκέψεων σε εικονικά «πολεμικά υπουργικά συμβούλια», ενώ οι πολίτες παρακολουθούν, εθελοντικά, από το μέτωπο της οικίας των, κάνοντας απλά «το κομμάτι τους». Στη Βρετανία, οι αναπόφευκτες συγκρίσεις με την «ξεχωριστή» στιγμή του 1940, στην οποία αναφέρθηκε η βασίλισσα Ελισάβετ κατά την τηλεοπτική της ομιλία, στις 5 Απριλίου, υπενθύμισε την πρώτη της φορά, που απευθύνθηκε στο έθνος, ως έφηβη πριγκίπισσα. Αυτή είναι μια νέα εποχή θυσίας, σθένους και συλλογικής προσπάθειας.

Το θέμα του πολέμου δεν είναι μοναδικό για τη Βρετανία. Στην Κίνα, ο πρόεδρος Xi Jinping επικαλέστηκε τα λόγια και το πνεύμα του Mao Zedong καθώς διακήρυξε τον «πόλεμο του λαού». Στη Γαλλία, ο Emmanuel Macron υιοθέτησε το μανδύα και τη γλώσσα του πρωθυπουργού του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, George Clemenceau, όταν έβαλε τη χώρα σε «πολεμική βάση». Ο Donald Trump αποκάλεσε τον κορωνοϊό ως μια ξένη απειλή («ο κινεζικός ιός») και αυτοανακυρήχθηκε «πρόεδρος σε περίοδο πολέμου». Αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκριση με τον πόλεμο, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel είπε ότι η πρόκληση που θέτει ο ιός Covid-19 είναι η μεγαλύτερη που αντιμετωπίζει η χώρα από το 1945.

Υπάρχουν προφανής ενστάσεις ως προς τη σύγκριση της πανδημία με τον πόλεμο. Είναι καταρχήν προσβλητικό να υπαινισσόμαστε ότι όσοι προσβλήθηκαν από τη νόσο, κλήθηκαν να πολεμήσουν, δηλαδή η επιβίωσή τους να εξαρτάται απλά από την έμφυτη θέλησή των και όχι από τους ιατρικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, που υπερβαίνουν τον έλεγχό τους. Η αρθρογράφος της Guardian, Marina Hyde, έγγραψε πρόσφατα σχετικά με το θέμα, επισημαίνοντας τη ρήση της Deborah Orr: «Η ιδέα ότι η ασθένεια είναι μια δοκιμασία χαρακτήρων, με την ανάκαμψη ως ανταμοιβή για τους γενναίους, αποτελεί ευφυολόγημα που αγγίζει όμως την ύβρι».

Όταν οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν αναλογίες πολέμου για να ανταποκριθούν στις εθνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης προκαλούν απογοήτευση. Ενώ διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν διακηρύξει πολέμους εναντίον της φτώχειας, του εγκλήματος, των ναρκωτικών και του καρκίνου, μάλλον ηττήθηκαν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο εχθρός ήταν πολύ διάχυτος και προφανώς ανίκανος για διαπραγματεύσεις παράδοσης. Αλλά εδώ έχουμε έναν συγκεκριμένο ιό, που δημιουργεί μια μοναδική και σοβαρή απειλή. Αυτός μπορεί να μην είναι ένας εχθρός που κατευθύνεται από μια κακόβουλη ανθρώπινη νοημοσύνη, αλλά είναι κάτι που μπορεί να κινείται κρυφά, να κρύβεται σε ανθρώπους που δεν εμφανίζουν συμπτώματα της νόσου, να εμφανίζεται σε απροσδόκητα σημεία, μερικές φορές ως εξοντωτικός στρατός και αλλού ως μια περιστασιακή ενέδρα ανταρτών. Έτσι λοιπόν, ο κόσμος στην τρέχουσα κατάσταση αισθάνεται έναν πόλεμο – που απαιτεί το ίδιο σθένος και εκτίμηση του κινδύνου, καθώς οι κυβερνήσεις υποχρεούνται να υποσχεθούν ότι θα κάνουν «ό,τι χρειάζεται» για να κρατήσουν τους πολίτες ασφαλείς. Ξέρουν ότι θα υπάρξει υπολογισμός, και όταν η μάχη τελειώσει τότε θα επέλθει η στιγμή για ανάκαμψη και ανοικοδόμηση.

Βέβαια, υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ των πανδημιών και του πολέμου, ειδικά εάν υιοθετηθεί μια ρεαλιστική άποψη για τον σύγχρονο πόλεμο και όχι για το μοντέλο, το οποίο σχεδιάζουμε ενστικτωδώς, ενός τιτάνιου αγώνα ζωής και θανάτου, στο οποίο ο νικητής παίρνει τα πάντα. Όλοι οι πόλεμοι θέτουν τεράστιες απαιτήσεις αναφορικά με τις εμπλεκόμενες χώρες, μεγάλο πόνο και δεινά, συχνά δε χωρίς αποδοτικά/παραγωγικά σαφή αποτελέσματα. Όπως οι πανδημίες, οι πόλεμοι μπορούν να έρθουν σε κύματα, καθώς οι ειρηνικοί διακανονισμοί καταρρέουν και οι μάχες ξαναρχίζουν. Κι ενώ οι ασθενείς του Covid-19 και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να αντλούν παρηγοριά από τη σύγκρισή τους με μαχητές, οι ίδιοι οι στρατιώτες τείνουν να ντρέπονται από αυτή την ηρωική αναγνώριση. Ίσως χρειαστεί να κάνουν την «απόλυτη θυσία», αλλά συνήθως δέχονται τον κίνδυνο χωρίς ενθουσιασμό και αναμένουν από τους διοικητές τους και τους πολιτικούς τους ηγέτες, να μην είναι απερίσκεπτοι με τη ζωή τους.

Πράγματι, η σύγκριση πολέμου-ιατρικής μπορεί να λειτουργήσει αμφότερα. Ο McGeorge Bundy, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ των John F Kennedy και Lyndon Johnson, στη δεκαετία του 1960, παρατήρησε ότι τα «χειρουργικής ακρίβειας» στρατιωτικά χτυπήματα, ενώ μπορεί να προτείνουν την εκτέλεση αποφασιστικών επιθέσεων, οι οποίες θα περιορίζονται για τους πιο ζωτικούς στόχους, δεν παύουν να θυμίζουν «χειρουργική επέμβαση … αιματηρή, συγκεχυμένη, και τελικά θα πρέπει να επιστρέψεις για τα περισσότερα».

Πάνω απ’ όλα, η πανδημία θυμίζει τον πόλεμο, διότι η πορεία της μετράται σε θανάτους. Μέρος του τελετουργικού του Covid-19 είναι η καθημερινή επιβεβαίωση αριθμών: ποσοστών μόλυνσης και θανάτων. Όταν κάποιος, που εσείς γνωρίζετε, αναφέρετε σε αυτές τις στατιστικές ή όταν αναφέρεται ο θάνατος μιας γνωστής προσωπικότητας ή όταν οι άνθρωποι ομιλούν για τις εμπειρίες και τις απώλειές τους στην τηλεόραση ή στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, η προσωπική ανθρώπινη έννοια της πανδημίας περιλαμβάνει μια έντονη ανακούφιση. Αλλά όμως στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, οι αριθμοί των θυμάτων είναι τόσο μεγάλοι σήμερα, ώστε αυτοί οι αριθμοί να σε αποσπούν από τις ατομικές δοκιμασίες και τις τραγωδίες, που εκπροσωπούν.

Σε όρους management, ο απολογισμός των θανάτων χρησιμεύει ως «βασικός δείκτης ερμηνείας»: αποτελεί, δηλαδή, ότι ένα μέτρο ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των κυβερνητικών πολιτικών για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. Αλλά λόγω της σημασίας των, ως δείκτες πολιτικής δράσης, οι αριθμοί των θανάτων μπορεί να αρχίσουν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία, όχι μόνο για την εγγενή αναξιοπιστία τους, αλλά και για την ευαισθησία τους από την επίσημη χειραγώγηση. Πολλοί επιδημιολόγοι και στατιστικολόγοι θεωρούν ότι ο σημερινός αριθμός θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο -υπήρξαν 8.958 αναφερόμενοι θάνατοι κατά τη στιγμή της γραφής του συγκεκριμένου άρθρου (11/4/2020)- ήταν υποτιμημένος, εν μέρει λόγω της καθυστέρησης στην καταγραφή όσων πέθαναν από κορωνοϊό εκτός των νοσοκομείων.

Υπάρχουν επίσης προβλήματα κατά τον προσδιορισμό της αιτίας του θανάτου. Δεδομένου ότι ένα υψηλό ποσοστό θανάτων αφορά υποκείμενα νοσήματα, είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι για τη συμβολή του Covid-19. Εναλλακτικά, πολλοί θάνατοι από τον Covid-19 θα μπορούσαν να μην είχαν προστεθεί στις λίστες επειδή καταγράφηκαν ως εποχική γρίπη ή πνευμονία. Μπορεί, βέβαια, οι αναφερόμενοι θάνατοι να μην είναι αυτοί που τελικά θα παρέχουν τον πιο αξιόπιστο οδηγό για τον αντίκτυπο της νόσου, αλλά η «υπερβολική θνησιμότητα», που υπολογίζεται συγκρίνοντας τον αριθμό των θανάτων κατά τους μήνες της πανδημίας με τους αντίστοιχους μήνες προηγούμενων ετών.

Οι αβεβαιότητες αυτές εξηγούν γιατί κάποιοι καχύποπτα θεωρούν ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου «μαγειρεύει» στοιχεία – είτε μειώνει τα νούμερα για να αποφύγει τις κατηγορίες κακοδιοίκησης εν μέσω πανδημίας, είτε διογκώνοντάς τα προκειμένου να δικαιολογήσει τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί για την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Αντίστοιχα έχουν εκφραστεί βάσιμοι ισχυρισμοί για υποτιμημένους θανάτους εναντίον των αρχών της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν.

Εδώ, για άλλη μια φορά, λειτουργεί η αναλογία του πολέμου: ιστορικά οι κυβερνήσεις συχνά ήταν απρόθυμες στο να ομολογήσουν στο λαό τους τις πραγματικές απώλειες μάχης, ώστε να μην υπονομευθεί το εθνικό ηθικό και αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια.

Οι σχέσεις μεταξύ πολέμου και μολυσματικής ασθένειας υπερβαίνουν τα ζητήματα σχετικά με την ακρίβεια της αναφοράς των θανάτων ή τον πειρασμό να «πειράξει» κανείς τα πραγματικά δεδομένα. Και οι δύο είναι στενά συνδεδεμένοι. Βιολογικά όπλα, όπως η ευλογιά για παράδειγμα, όταν μεταδόθηκε στους ιθαγενείς Αμερικανούς μέσω μολυσμένων κουβερτών, άφησαν ανήμπορους τους πληθυσμούς να ξεφύγουν από την υποταγή και συνήθως οι ασθένειες συνοδεύουν τους στρατούς που μετακινούνται σε άγνωστα εδάφη. Οι προκλήσεις που αντιμετώπισε η Florence Nightingale ως νοσοκόμα όταν πήγε στην Κριμαία το 1854, ήταν εξίσου σημαντικές, όπως η έξαρση της χολέρας και του τυφοειδούς πυρετού, καθώς επίσης η κακή θεραπεία των τραυμάτων (πληγών). Η ισπανική γρίπη του 1918-20, η οποία έπληξε δυσανάλογα τους νέους, πιστεύεται ότι προήλθε από στρατιωτικούς καταυλισμούς. Το 1918 περισσότεροι Αμερικανοί στρατιώτες πέθαναν από τη γρίπη παρά από τον πόλεμο. Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, οι ασθένειες και οι τραυματισμοί χωρίς μάχη ήταν τόσο θανατηφόροι για τα στρατεύματα όσο και οι τραυματισμοί που προέκυπταν από την άμεση μάχη.

Ενώ οι επίσημοι αριθμοί των θυμάτων του πολέμου τείνουν να επικεντρώνονται κυρίως στους μαχητές, συχνά οι πολίτες είναι τα κύρια θύματα, είτε από σκόπιμη επίθεση είτε ως παράπλευρες απώλειες είτε επειδή οι χώρες τους έχουν καταρρεύσει από μια παρατεταμένη σύγκρουση. Παράλληλα, όταν οι άνθρωποι μένουν υποσιτισμένοι και φτωχοί, με διαλυμένα συστήματα υγείας, η ασθένεια μαζί με την πείνα μπορεί να είναι πιο θανατηφόρα από την πραγματική μάχη. Ο αποκλεισμός των θανάτων των πολιτών θα ήταν παραπλανητικός ως προς το κόστος του πολέμου, όμως η συμπερίληψή τους συνήθως απαιτεί εκτιμήσεις που μπορεί να αποτελούν κάτι περισσότερο από εικασίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι θάνατοι που προέκυψαν από τους εμφύλιους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών, παρουσιάζονται συχνά σε μεγάλους αριθμούς με υψηλό και χαμηλό εύρος. Το ίδιο ισχύει και για τις παγκόσμιες πανδημίες: 20.000.000-50.000.000 εκατομμύρια (θάνατοι) από την ισπανική γρίπη, έως και 2.000.000 από την ασιατική γρίπη το 1957-58, 150.000-500.000 από τη «γρίπη των χοίρων» το 2009. Με τον πόλεμο, όπως και με τις πανδημίες, η καταμέτρηση των νεκρών γίνεται πιο δύσκολη, καθώς η εστίαση κινείται από τον ανεπτυγμένο προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Μπορεί να μην είναι πάντοτε συνετή η επίκληση του πολέμου όταν αντιμετωπίζονται πανδημίες, αλλά υπάρχουν πάντα νόμιμες συγκρίσεις που υπερβαίνουν τα ρητορικά επινοήματα για να ενθαρρύνουν την εθνική προσπάθεια. Ούτε είναι τόσο κακό, εάν η αναλογία του πολέμου μας οδηγεί στη σκέψη ενός αγώνα που απαιτεί μια συνεισφορά από όλους μας. Αλλά σε αντίθεση με τους πολέμους, που θα μπορούσαν να επιλυθούν με ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχουν πολιτικές παραχωρήσεις που κάνουν τον ιό να υποχωρήσει. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά να πολεμήσουμε όσο μπορούμε. Ο Covid-19 αποτελεί μια παγκόσμια απειλή. Για αυτό, καθώς αποκτούμε τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε, θα πρέπει να παραβλέψουμε τη «γλώσσα των συγκρούσεων» και να σκεφτούμε την άποψη της συνεργασίας σε μια παγκόσμια προσπάθεια.

O Sir Lawrence Freedman είναι επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα Σπουδών Πολέμου (Department of War Studies) του King’s College στο Λονδίνο.

Η μετάφραση του άρθρου έγινε από τον Πολυχρόνη Ναλμπάντη, Υποστράτηγος ε.α., PhD – MPhil