1.
Η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ξεκάθαρα η εποχή των πολυεθνικών επιχειρήσεων [1]. Η παγκοσμιοποίηση [2] είναι ουσιαστικά η επέκταση των δραστηριοτήτων των μεγάλων επιχειρήσεων σχεδόν στα όρια του πλανήτη. Στα πλαίσια αυτά, οι ισχυρότερες χώρες ελέγχουν σήμερα το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, και τις συνολικές παγκόσμιες παραγωγικές ροές, ενώ οι οικονομίες των υπολοίπων χωρών υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από αυτή την κατάσταση. Η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στη διόγκωση της πόλωσης τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του συνόλου σχεδόν των χωρών του πλανήτη. Στο εσωτερικό της κάθε χώρας, η πόλωση δημιουργείται κυρίως λόγω των αποκλίσεων μεταξύ των υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων. Σε διεθνή κλίμακα, παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ των χωρών που βρίσκονται στο επίκεντρο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας και αυτών που βρίσκονται στην περιφέρεια. Οι χώρες της περιφέρειας εκτός του ότι είναι υπερχρεωμένες, παρά το γεγονός ότι δέχθηκαν τις επενδύσεις των πολυεθνικών εταιρειών, εξακολουθούν να έχουν χαμηλό βιοτικό επίπεδο, που πολλές φορές αγγίζει τα κατώτερα όρια της φτώχειας.
Κατά συνέπεια, η σημερινή διεθνής οικονομία είναι ένα σύστημα πολιτικά ιεραρχημένο, έτσι ώστε σε κάθε επίπεδο οι ισχυρότερες εθνικές οικονομίες να επιβάλλονται στις λιγότερο ισχυρές.
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) έχουν συμβάλει σημαντικά στην επέκταση της παγκοσμιοποίησης. Σε αντίθεση με τις άλλες συναλλαγές, οι επενδύσεις αυτές δεν είναι ρευστοποιημένες και έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, καθόσον αποσκοπούν στο να εκτοπίσουν τους ντόπιους ανταγωνιστές ή να απαξιώσουν τις ντόπιες τεχνολογίες. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μέσω της μετεγκατάστασής τους σε μια ξένη χώρα, εξασφαλίζουν διαρκή, μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, διατηρώντας επίσης και το δικαίωμα συμμετοχής στη διαχείριση και στη λήψη των αποφάσεων. Οι εταιρείες αυτές, αξιοποιώντας ορισμένα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, όπως οικονομική υποδομή, ανταγωνιστικότητα, μέγεθος, αποτελεσματικότητα, εξειδίκευση των εργαζομένων, εφαρμόζουν, μέσω των θυγατρικών τους, μια στρατηγική και οργάνωση διεθνούς επιπέδου, εξασφαλίζοντας το συντονισμό της παραγωγής, των συναλλαγών των διεθνών δραστηριοτήτων τους και προωθώντας με τον τρόπο αυτόν τα γενικά τους συμφέροντα. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τις οικονομίες κλίμακας, την τεχνολογική τους υπεροχή και τη γνώση της διεθνούς αγοράς. Μέσω της διεθνοποίησης επιτυγχάνεται η μείωση του κόστους, η εκμετάλλευση των συνεργιών που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, αλλά και ο έλεγχος της πελατείας. Η συνεχής προσπάθεια των πολυεθνικών επιχειρήσεων να διεισδύσουν στις παγκόσμιες αγορές, μέσω των διαφόρων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με τη μείωση των εμποδίων στην κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών και του χρήματος, οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε μια ενιαία αγορά χρήματος κεφαλαίων, της οποίας οι εξελίξεις επηρεάζουν την οικονομία της κάθε χώρας. Πρόκειται για την «ευθανασία» του κεφαλαίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Keynes.
Μέσω των χρηματαγορών και των αγορών συναλλάγματος, οι όμιλοι εταιρειών αξιοποιούν τα κεφάλαιά τους αυξάνοντας συγχρόνως και τη ρευστότητά τους. Όμως τόσο οι κρίσεις κατά το παρελθόν όσο και η κρίση των ενυπόθηκων δανείων subprime στις ΗΠΑ και οι συνέπειές της στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αλληλοεπιδράσεων που δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Είναι γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση διευκολύνει τη διασύνδεση των τραπεζικών συναλλαγών με τις αγορές, αναδεικνύει νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα και επιτρέπει την ελεύθερη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων. Όμως η σημερινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας έχει φτάσει στα όρια των «επιτρεπόμενων» ανισορροπιών συμβάλλοντας αποφασιστικά στην κοινωνική κρίση του πλανήτη.
Παρατηρείται το φαινόμενο της συγκέντρωσης εξουσίας και της αυξανόμενης κερδοσκοπίας σε βάρος ορισμένων οικονομιών, καθώς επίσης και η αδυναμία ελέγχου και εποπτείας από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Ειδικότερα, η παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών κεφαλαίων, οδηγεί στην αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων, με μια παράλληλη συμπίεση των μισθών και των τιμών των πρώτων υλών.
Εξάλλου, οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης συρρικνώνουν τις δημόσιες δαπάνες μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, λόγω της ανεργίας και της στασιμότητας της κατανάλωσης. Σε πολλές χώρες η μείωση της φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων στις χρηματαγορές.
Τα κράτη όχι μόνο δεν μπορούν να παρέμβουν προκειμένου να περιορίσουν την ύφεση, αλλά συγχρόνως υιοθετούν πολιτικές που επιδεινώνουν την οικονομική τους κατάσταση. Στην περίπτωση που ορισμένες κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να αντισταθμίσουν τα φορολογικά έσοδα με την αύξηση του δημοσίου χρέους, έχουμε τη λεγόμενη «φορολογική κρίση των κρατών», η οποία σε συνδυασμό με την νεοφιλελεύθερη πολιτική, μειώνει τις θέσεις εργασίας του δημοσίου τομέα και επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποδιοργάνωση.
Οι μεγάλες πολυεθνικές εκμεταλλεύτηκαν τις εκάστοτε οικονομικές συγκυρίες, επενδύοντας τα κεφάλαιά τους σε χώρες που τους παρείχαν τους πλέον ευνοϊκούς όρους ανάπτυξης, ειδικά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής οι νέες μορφές οργάνωσης και παραγωγής, η ραγδαία ανάπτυξη των χρηματαγορών κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χωρών αυτών.
Αντίθετα η ανεξέλεγκτη μετακίνηση του κεφαλαίου δημιούργησε μια κοινωνία άνιση και κυριολεκτικά «βάρβαρη».
2.
Μπορούμε τώρα να προβούμε σε ένα σχετικό απολογισμό όλων αυτών των εξελίξεων, με τη βοήθεια συγκεκριμένων εμπειρικών μελετών.
Πρόσφατη μελέτη από το ΔΝΤ [3], δείχνει πως τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες πολυεθνικές όχι μόνο μειώνουν το μερίδιο των κερδών τους που προορίζονται για τους εργαζόμενους [4], αλλά μειώνουν και το αντίστοιχο μερίδιο που προορίζεται για επενδύσεις [5]. Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις αυξάνουν τα κέρδη τους καταβάλλοντας όλο και λιγότερη προσπάθεια. Μειώνουν τον υπάρχοντα ισχνό ανταγωνισμό , κυρίως μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κυρίαρχο αρτικόλεξο-σύμβολο της εποχής μας, το WWW (World Wide Web) παραφράζεται πλέον σε Wild Wild West του καπιταλισμού.
Η αυξανόμενη οικονομική δύναμη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων –από τις φαρμακευτικές μέχρι της υψηλής τεχνολογίας– έχουν συγκεντρώσει τεράστια οικονομική δύναμη μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα χέρια λίγων επιχειρήσεων. Μάλιστα, στις αναπτυγμένες οικονομίες, η συνεχώς αυξάνουσα δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων συνοδεύεται από χαμηλότερες επενδύσεις παρά την παρατηρούμενη αύξηση των εταιρικών κερδών, αλλά και από ασθενή παραγωγικότητα (σαφέστατα συναρτώμενη με το χαμηλό ύψος των επενδύσεων), και από αυξανόμενους ρυθμούς μείωσης του μεριδίου του εισοδήματος που πηγαίνει στους εργαζόμενους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα markups ( ο λόγος μεταξύ τιμής/οριακό κόστος, μ= P/MC) στις αναπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1980, περίπου 43,0% κατά μέσο όρο, με αυτή την τάση να παρουσιάζει αυξητικό ρυθμό την προηγούμενη δεκαετία (δηλαδή την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης). Σχεδόν η μισή από την υπολογισθείσα αύξηση (19,3%) πραγματοποιήθηκε αυτή τη δεκαετία.
Δεύτερη, στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες η παρατηρούμενη αύξηση των markups ήταν μικρότερη, περίπου 5,0% κατά μέσο όρο από τη δεκαετία του 1990.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη μελέτη, τις αυξήσεις των markups οδηγούν, στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι επιχειρήσεις superstar , ενώ οι αυξήσεις των υπολοίπων επιχειρήσεων είναι περισσότερο περιορισμένες. Τα παραπάνω παρατηρούνται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και όχι μόνο στους κλάδους της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αύξησης της συγκέντρωσης δύναμης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και του επιπέδου των επενδύσεων που οι ίδιες πραγματοποιούν. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα πρώτα χρόνια αύξησης των markups συνοδεύτηκαν με αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων, αλλά αυτή η σχέση έγινε αρνητική με τη συνεχιζόμενη αύξηση της δύναμης των πολυεθνικών.
Ένα ακόμη στοιχείο που απορρέει από τη μελέτη είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια, το μερίδιο του ΑΕΠ που πηγαίνει στους εργαζόμενους (στις ΗΠΑ) μειώθηκε από 65,0% σε 58,0%. Δηλαδή κάθε χρόνο, στα 100 δολάρια ΑΕΠ, οι επιχειρηματίες κερδίζουν μισό δολάριο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Εμποτισμένο από την ιδεοληπτική έμμονη ιδέα της μετανάστευσης (τονίζω την ιδεοληπτική σύλληψη της ιδέας για να την αντιπαραθέσω με την πραγματικότητα του υπαρκτού προβλήματος της μεγαλύτερης σε μέγεθος μετανάστευσης στην ιστορία του πλανήτη), το 99,0% των κατοίκων της Δύσης που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες δεν αντιλαμβάνονται ότι τις τελευταίες δεκαετίες το μεγάλο κεφάλαιο έχει βάλει βαθιά το χέρι του στις τσέπες τους. Μάλιστα τα τελευταία 5-6 χρόνια το μεγάλο κεφάλαιο έχει γίνει πιο αρπακτικό, μεγεθύνοντας τις ανισότητες και δημιουργώντας τεράστια εμπόδια στη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κώστας Μελάς, Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Νοέμβριος 2011.
[2] Τα ζητήματα αυτά έχουν αναπτυχθεί εκτενώς από τον συγγραφέα στα: Κ. Μελάς, Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Εξάντας, 1999 και Κ. Μελάς & Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις, εκδ. Παπαζήση, 2005.
[3] Federico J. Díez, Daniel Leigh & Suchanan Tambunlertchai, Global Market Power and its Macroeconomic Implications, Working paper 18/ 137, IMF, Ιούνιος 2018.
[4] Autor, D., D. Dorn, L. Katz, C. Patterson & J. Van Reenen, 2017, «The Fall of the Labor Share and the Rise of Superstar Firms», NBER Working Paper, No. 23396.
[5] Aghion, P., N. Bloom, R. Blundell, R. Griffith & P. Howitt, 2005, «Competition and Innovation: an Inverted-U Relation», The Quarterly Journal of Economics, 120(2): 701–28.