Οι αρνητικές συνέπειες της ασκούμενης Νομισματικής Πολιτικής της ΕΚΤΚώστας Μελάς

Η συνεχής μονοδιάστατη επεκτατική νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από τις κατάλληλες δημοσιονομικές πολιτικές έχει και ανεπιθύμητες παρενέργειες: τα επιτόκια καταθέσεων τα οποία βρίσκονται μια ανάσα από το να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο. Θίγονται το μεγάλο μέρος των μεσαίων και μικρών καταθετών δεδομένου ότι τα επιτόκια καταθέσεων όχι μόνο είναι χαμηλά αλλά και κάτω από τον πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή όμως ευνοεί τους πλούσιους που κατέχουν τον κύριο όγκο του πλούτου αυξάνοντας τις υπάρχουσες ανισότητες ακόμη περισσότερο.

Τα χαμηλά επιτόκια αυξάνουν τις τιμές των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού επιτρέποντας στους πλουσίους κατόχους τους να επιτυγχάνουν υψηλά κέρδη όταν τα πωλήσουν. Αυξάνουν επίσης την αξία των ακινήτων δημιουργώντας επιπλέον δυσκολίες σε όσους θα ήθελαν να αποκτήσουν ιδιοκτησία. Η επακόλουθη αύξηση των ενοικίων είναι μεγαλύτερη, λόγω της προεξόφλησης της περαιτέρω αύξησης των τιμών των ακινήτων, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των ενοικιαστών. Η Τράπεζα της Αγγλίας εκτιμά ότι το δικό της πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης αύξησε τον πλούτο του 10% πτωχότερου πληθυσμού περίπου κατά £3.000, αλλά οι πλουσιότερες ομάδες είδαν τον πλούτο τους να αυξάνει κατά μέσο όρο £350.000 [1].

Αυξάνουν, παράλληλα, την κερδοσκοπίας στα χρηματιστήρια, επιτρέποντας στους μεγάλους παίκτες αλλά και στους διαμεσολαβητές να αποκομίζουν μεγάλα έσοδα από κέρδη και προμήθειες.

Η αγορά κρατικών ομολόγων, όπως πραγματοποιήθηκε, βοήθησε τα κράτη που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα να μειώσουν δραστικά το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους τους, αλλά περισσότερο βοήθησαν κράτη, όπως η Γερμανία, που δεν το είχαν ανάγκη, να δημιουργήσουν σημαντικά πλεονάσματα στο δημοσιονομικό τους ισοζύγιο.

Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη είναι η αγορά των εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Πριμοδοτήθηκαν πάνω από όλες , οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που είναι σε θέση να εκδώσουν ομόλογα. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 63% των αγορών αφορούσαν σε επιχειρήσεις εντάσεως άνθρακα, όπως οι επιχειρήσεις εξόρυξης πετρελαίου, αυτοκινητοβιομηχανίας και ηλεκτρισμού.

Θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι μεταξύ των επιχειρήσεων που διασώζονται βρίσκονται και πολλές που σε κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να διασωθούν. Πρόκειται για τις λεγόμενες επιχειρήσεις ζόμπι.

Την ίδια στιγμή, τα χαμηλά και μεσαία στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού λόγο της εφαρμοζόμενης πολιτικής λιτότητας και της συνεχούς μείωσης στην πρόσβαση των δημοσίων υπηρεσιών (λόγο ιδιωτικοποιήσεων και ελαχιστοποίηση του κράτους πρόνοιας) βλέπουν να μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη.

Παράλληλα, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν κατάφερε να επιτύχει το στόχο να φέρει τον πληθωρισμό στο 2% ώστε να αποφευχθεί η ύφεση, παρά τα περίπου 2,5 τρις ευρώ που έχει «ρίξει» στο σύστημα από το 2014.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής, όταν δεν λειτουργεί σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πολιτική, δεν είναι ικανές να προκαλέσουν τις απαιτούμενες μεγεθυντικές ωθήσεις. Αυτό τόσο για λόγους εγγενείς με τη φύση της νομισματικής πολιτικής όσο και την ιδιομορφία του ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το πρώτο, σημειώνουμε την περίπτωση ύπαρξης παγίδας ρευστότητας και με το δεύτερο, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και νοικοκυριών πραγματοποιείται μέσω του τραπεζικού συστήματος και όχι μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει αφάνταστα τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μέσω του βασικού της διαύλου, δηλαδή του τραπεζικού συστήματος. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός από θύτες της οικονομικής κρίσης είναι στην πορεία και θύματα. Η πρώτη τους ενέργεια, κατά τη διάρκεια της πιστωτικής χαλάρωσης, είναι να εξυγιάνουν τους σκελετούς που έχουν στους ισολογισμούς τους. Παρακρατούν επομένως την παρεχόμενη ρευστότητα για αυτό το σκοπό. Από την άλλη μεριά, με δεδομένη την εύθραυστη κατάσταση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ο εποπτικός μηχανισμός της ΕΚΤ αύξησε τα απαιτούμενα κριτήρια λειτουργίας των ιδρυμάτων αλλά και συγχρόνως τα πιστοληπτικά κριτήρια των επιχειρήσεων που ζητούν δάνεια. Το αποτέλεσμα ήταν ο σημαντικότατος περιορισμός των δανείων προς τις επιχειρήσεις.

Σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή που υφιστάμεθα, η νομισματική πολιτική παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες, καθώς χρησιμοποιείται για την έξοδο από την κρίση, διότι όταν οι ισολογισμοί των, βληθέντων από την κρίση, επιχειρήσεων και νοικοκυριών βρίσκονται «βρεγμένες» και κάτω από το νερό, δεν σκέφτονται να αυξήσουν το δανεισμό τους σε κανένα επίπεδο επιτοκίου (όσο χαμηλό και αν είναι). Στο οικονομικό μέτωπο, όταν ένα χρέος (φούσκα) εκρήγνυται, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανακαλύπτει ότι οι υποχρεώσεις του, εξακολουθούν να υπάρχουν στους ισολογισμούς τους ενώ έχει καταρρεύσει η αξία των στοιχείων του ενεργητικού τους, αφήνοντας τους ισολογισμούς τους «βυθισμένους στο νερό». Προκειμένου να σκαρφαλώσουν έξω από αυτή την κατάσταση πληρώνουν τα χρέη τους με τις ταμειακές τους ροές επιδιώκοντας μείωση των χρεών τους αντί να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Ενώ αυτό είναι μια σωστή πράξη ατομικά για κάθε επιχειρηματία ή νοικοκυριό για τη συνολική οικονομία είναι μια καταστροφή.

Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση δεν μπορεί να διατάξει τον ιδιωτικό τομέα να μην αποκαταστήσει τους ισολογισμούς του διότι αυτός επιθυμεί να θέσει τα του οίκου του σε τάξη. Τα στοιχεία για τις ροές των πόρων, στις αναπτυγμένες χώρες που έχουν εμπειρία σπασίματος της φούσκας στεγαστικών δανείων από το 2008, δείχνουν ότι ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται πάντοτε σε θετικό χρηματοοικονομικό πλεόνασμα, δηλαδή αποταμιεύουν ή πληρώνουν τα χρέη τους και δεν δανείζονται ακόμη όταν τα επιτόκια χορηγήσεων είναι μηδενικά. Αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να πράξει η κυβέρνηση ώστε να «ισοφαρίσει» τις υφεσιακές δυνάμεις που προέρχονται από τη διαδικασία απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα είναι να πράξει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πράττει ο ιδιωτικός τομέας: π.χ. να δανείζει και να δαπανά τη μη δανειζόμενη αποταμίευση στον ιδιωτικό τομέα.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική καθίσταται απολύτως απαραίτητη σε τέτοιους είδους κρίσεις. Εάν η κυβέρνηση λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο τότε μπορεί να μην υποστούν μείωση τα εισοδήματα και το ΑΕΠ να παραμείνει σε σταθερό επίπεδο ή και να μεγεθυνθεί. Εάν το ΑΕΠ διατηρηθεί στα αναμενόμενα επίπεδα, ο ιδιωτικός τομέας θα έχει το εισόδημα να πληρώσει και να μειώσει το χρέος του. Από τη στιγμή που οι τιμές των στοιχείων του ενεργητικού δεν θα πέσουν κάτω από το μηδέν, όσο περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας έχει το εισόδημα να πληρώσει τα χρέη του, τα προβλήματα του ισολογισμού του μπορεί να λυθούν. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να υποστηρίζει τα δημοσιονομικά κίνητρα για το απαραίτητο χρονικό διάστημα ώστε ο ιδιωτικός τομέας να επανορθώσει τους ισολογισμούς του και να είναι έτοιμη να δανείσει περαιτέρω αν χρειαστεί.

Επομένως, το βάρος στην παρούσα φάση πέφτει στη δημοσιονομική πολιτική ή σωστότερα στο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, διότι οποιαδήποτε δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατάλληλη νομισματική πολιτική προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Τα αποτελέσματα θα είναι διαφορετικά από τα αναμενόμενα αν η νομισματική πολιτική δεν είναι διευκολυντική.

Υποσημειώσεις:

[1] Philip Bunn, Alice Pugh & Chris Yeates, «The distributional impact of monetary policy easing in the UK between 2008 and 2014», Staff Working Paper No. 720, Μάρτιος 2018.