Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και η ευθύνη μαςΧρήστος Μωϋσίδης

Την 19η Μαΐου 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στην Αμισό του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Η καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως ημέρα μνήμης και τιμής για τους Έλληνες του Πόντου και κατ’ επέκταση για όλον τον μικρασιατικό ελληνισμό, συνιστά μία διαρκή υπενθύμιση κι ευκαιρία επαναξιολόγησης της ιστορικής μας πορείας, ξέχωρα από τις όποιες άλλες διαστάσεις προσλαμβάνει στη συλλογική μας συνείδηση το γεγονός της γενοκτονίας αυτό καθαυτό.

Τούτου λεχθέντος, ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί το μέγεθος των γεωπολιτικών επιπτώσεων που είχε η μικρασιατική καταστροφή. Πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα, ακόμη περισσότερα μένουν να διερευνηθούν κι εμείς δεν βρισκόμαστε καν στη θέση να αξιολογήσουμε με ψύχραιμη ματιά, χωρίς πάθος και ιδεολογική προκατάληψη τις συνέπειες που είχε για την ίδια την εθνική μας υπόσταση.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής θεώρησης των πραγμάτων που διαμορφώθηκε διαχρονικά όχι μόνον μέσα από τις συγκυρίες αλλά κι από σκοπιμότητες, πολιτικές σκοπιμότητες, που εγκλώβισαν τον ελληνισμό στα στενά όρια μίας δήθεν πολιτικής ορθότητας απαξιώνοντας προκλητικά κάθε ιστορικό, πολιτισμικό, γεωγραφικό και ηθικό μας έρεισμα ─ από το λεγόμενο δόγμα της «μικρής πλην έντιμης Ελλάδος» μέχρι τον «συνωστισμό» και την «έντιμη διπλωματία» των καιρών μας, στη βάση της εξυπηρέτησης μιας υποτιθέμενης ισορροπίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Η σύγχρονη Ελλάδα και η σύγχρονη Τουρκία γεννήθηκαν μέσα από την καταστροφή. Η πρώτη ως θύμα και η δεύτερη ως θύτης· κι η ιστορία είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Η πολιτική και πολιτειακή μας ηγεσία, σε κάθε επέτειο, επαναλαμβάνει τις γνωστές μεγαλοστομίες περί δικαίωσης, σεβασμού, ιστορικής μνήμης κ.λπ. όμως, πότε πραγματικά πίστεψε και ένιωσε έστω και κατ’ ελάχιστον ή στιγμιαία όσα με τόση ευκολία συνηθίζει να εκστομίζει; Και το ερώτημα είναι ουσιαστικό διότι η μνήμη είναι πεδίο μάχης κι όχι χώρος για εξορκισμούς κι ευχολόγια.

Πριν αναφερθούμε στους Τούρκους, πολιτικά ─πάντα πολιτικά από την πλευρά μας─ ψάξαμε και βρήκαμε διάφορες δικαιολογίες να μετριάσουμε λίγο τη ζημιά. Διασκεδάσαμε τα όποια αισθήματα ενοχής και αναζητήσαμε αποδιοπομπαίους τράγους για να φορτωθούν με περισσότερη ευθύνη απ’ όση μπορούσαν να αντέξουν.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες, εργαστήκαμε συστηματικά για μία σχέση καλής γειτονίας με ανοχή, παραχωρήσεις κι υπεκφυγές και διπλωματικά υποστηρίξαμε και συνδράμαμε τους βατευτές μας επιδεικνύοντας αγγλοσαξονικό φλέγμα.

Εν γνώσει μας υπονομεύσαμε το εθνικό μας φρόνημα κι αφού τα «λύσαμε» όλα στην Ανατολή κι επειδή χωρίς βαρβάρους προκοπή δεν έχει, βαλθήκαμε να τους αναζητούμε ανάμεσά μας. Έτσι και χωρίς περιστροφές χάθηκε ο στόχος και ξεθώριασε το όραμα. Ωστόσο προοδεύσαμε! Όχι τόσο όσο θα μπορούσαμε αλλά, προοδεύσαμε…

Οι παλαιοελλαδίτες δικαίως αδυνατούν να κατανοήσουν πως οι «πρόσφυγες» τρίτης και τέταρτης πλέον γενιάς εξακολουθούν να ονειρεύονται και να νοσταλγούν χαμένες πατρίδες και μάλιστα πατρίδες τις οποίες δεν γνώρισαν και δεν έζησαν ποτέ!

Από την άλλη, δεν δικαιολογούνται όταν δεν αντιλαμβάνονται πως η μνήμη αποτελεί ταυτοτικό γνώρισμα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, φέροντας μέσα της την αλήθεια όπως αυτή εκλαμβάνεται από τον καθένα μας. Η διαφορετικότητα της καταγωγής μας δε, δεν μας καθιστά ξένους αντίθετα μας προσφέρει πρόσθετες οντολογικές προεκτάσεις!

«Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· είμεθα Έλληνες κι εμείς τί άλλο είμεθα; αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας, αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό», έγραφε κάποτε ο Κ. Καβάφης, θέλοντας να καταδείξει εκείνη ακριβώς τη συνθήκη που επιτρέπει στον ελληνισμό να εκτείνεται σε έναν χώρο πολύ μεγαλύτερο από εκείνον που καταλαμβάνει γεωγραφικά κι απενοχοποίησε με εκπληκτικό τρόπο την ιδιαιτερότητα της πολιτισμικής ταυτότητας που μπορεί κι οφείλει να διαφέρει έστω κι αν αμφισβητείται.

Κι αν όλα τα παραπάνω σας φαίνονται εξωπραγματικά, αναλογιστείτε πως οι ομογενείς μας εξακολουθούν σήμερα να θεωρούνται Έλληνες β’ διαλογής κι εμείς, οι απόγονοι των απογόνων των μικρασιατών, «πρόσφυγες» ονομαζόμαστε ─ ευτυχώς ολοένα και πιο σπάνια πια. Πρόσφυγες γιατί; Πρόσφυγες από πού; Οι παππούδες μας δεν ήταν το ίδιο Έλληνες με τους παππούδες των Επτανησίων ή των Πελοποννησίων και των Μακεδόνων; Αυτή η νοοτροπία ανταποκρίνεται στις πολιτικές σκοπιμότητες στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω και που επέτυχαν τελικά τη συρρίκνωση του ελληνισμού και την απώλεια μεγάλου μέρους της πατρώας μας κληρονομιάς.

Οι ιστορικοί και οι πολιτικοί αναλυτές τα γνωρίζουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε. Πολύ καλύτερα από εμένα. Θα αρκεστώ μόνον σε μία διαπίστωση που μέρα με τη μέρα στοιχειοθετείται ολοένα και περισσότερο. Η Μικρά Ασία δεν χάθηκε παρά μόνον όταν αποφασίσθηκε η εγκατάλειψή της. Η βιβλιογραφία και η εκτεταμένη αρθρογραφία μας προσφέρουν πλέον πλήθος τεκμηρίων που επιβεβαιώνουν την πικρή αλήθεια: Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας αφέθηκε στην τύχη του για χάρη του ελληνισμού της Παλαιάς Ελλάδας.

Όσο και να καμαρώνουν οι Τούρκοι για τον «ένδοξο» στρατό τους, όσο και να απαιτούν τιμές και σεβασμό για το πλήθος των «μαρτύρων» τους, η Ιστορία θα είναι πάντα εκεί για να τους διαψεύδει. Περικοσμήθηκαν έναν κίβδηλο ηρωισμό κομμένο και ραμμένο πάνω στις δικές μας πολιτικές επιλογές και κατάφεραν να έχουν κι αυτοί ένα κομμάτι ιστορίας. Η δική τους ιστορία όμως δεν έχει τίποτε το ένδοξο και το ηρωικό να επιδείξει πέρα από κλοπές, λεηλασίες, βασανισμούς και σφαγές.

Επένδυσαν στη φρίκη και έσπειραν τον όλεθρο. Εκμεταλλεύτηκαν τον δικό μας μόχθο και οικειοποιήθηκαν τον δικό μας πλούτο για να γίνουν οι ίδιοι νοικοκυραίοι με δικά μας σπιτικά. Στα δικά μας σπιτικά! Το γνωρίζουν και οι ίδιοι. Το ζήτημα δεν είναι πολιτικό. Είναι πρωτίστως πνευματικό και πολιτισμικό.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πρώτες οι εκκλησιές μας, τα εικονίσματα και τα δισκοπότηρά μας μαρτύρησαν στα βδελυρά χέρια των βαρβάρων. Οι τόποι λατρείας, παιδείας και κοινωνικής ζωής δεν γλύτωσαν από το πλιάτσικο όπως ακριβώς τα σώματα των αθώων δεν γλύτωσαν από την ατίμωση.

Το ίδιο συνέβη δεκαετίες αργότερα στην Πόλη και την Κύπρο. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα! Στον Καύκασο. Στη Μέση Ανατολή. Στην Αφρική. Όπου απλώνουν χέρι κι όπου πατούν το πόδι τους οι Τούρκοι. Κι εμείς, οι πολιτισμένοι, μένουμε να παρακολουθούμε απαθείς εισβολές, κατοχή, διωγμούς, εκτοπίσεις κι εποικισμούς κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου και ηθικού κανόνα.

Το ισλαμιστικό κι εθνικιστικό κίνημα στον χώρο που καταλάμβανε άλλοτε η κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία οδήγησε στη συστηματική κι οργανωμένη εξόντωση των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας και χρησιμοποίησε πλήθος «εργαλείων» για την επίτευξη του στόχου που έθεσε ο Κεμάλ κι οι ομογάλακτοί του: «Η Τουρκία στους Τούρκους». Ποιά Τουρκία και ποιοί Τούρκοι; Σε αυτό το ερώτημα οι γείτονές μας αδυνατούν να δώσουν μία πειστική απάντηση.

Στο πέρασμα του χρόνου τούς δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να αναμετρηθούν με το παρελθόν τους, να αναλάβουν την ιστορική ευθύνη για τα εγκλήματα που διέπραξαν και να επιδείξουν τη γενναιότητα για την οποία κομπάζουν. Μέχρι και σήμερα αρνούνται πεισματικά να το πράξουν.

Για ό,τι μας αφορά, ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων οφείλει να συνεχιστεί με περισσότερη ένταση. Όχι εξαιτίας της τροπής που έχουν πάρει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, ούτε γιατί θρέφουμε μίσος για τον τουρκικό λαό αλλά, διότι αποτελεί το ηθικό μας χρέος απέναντι στον ίδιον μας τον εαυτό.