ΕΕ-Κίνα: Επιβραδύνεται η επικύρωση της συνολικής συμφωνίας για τις επενδύσειςΚώστας Κουρτίδης

Στις 30 Δεκεμβρίου 2020, η ΕΕ και η Κίνα ανακοίνωσαν την υπογραφή της Comprehensive Agreement on Investments (Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις ─ ΣΣΕ), η οποία θα δρομολογούσε μία νέα εποχή στις ευρωκινεζικές σχέσεις.

Σύμφωνα με τους Ευρωπαίους ηγέτες επρόκειτο για την πιο φιλόδοξη συμφωνία που είχε υπογράψει μέχρι τότε η Κίνα. Η Κίνα θα προσέφερε στους Ευρωπαίους επενδυτές πρωτοφανή πρόσβαση στην εσωτερική της αγορά και θα εξάλειφε πολλές από τις πρακτικές της που μέχρι τότε δυσκόλευαν τη λειτουργία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε κινεζικό έδαφος.

ΟΙ ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ

Υπήρξαν πολλές κριτικές για την υπογραφή αυτής της συμφωνίας. Κάποιοι επικριτές θεωρούν ότι οι κινεζικές διαβεβαιώσεις στην Ευρώπη πάσχουν από έλλειψη συστημάτων ελέγχου και επιβολής. Η διαφάνεια για την επιβολή κυρώσεων για επιδοτήσεις αφορά μόνο τον τομέα των υπηρεσιών και όχι τον βιομηχανικό τομέα, ο οποίος απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών επενδύσεων στην Κίνα.

Τα νέα ανοίγματα στην κινεζική αγορά αφορούν μόνο τους κλάδους των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, των τηλεπικοινωνιών και της ιδιωτικής υγείας, οι οποίοι πάντα καθορίζονται από δομικούς περιορισμούς. Σε κάθε περίπτωση ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος για την εθνική ασφάλεια στην Κίνα, δίνει στην κυβέρνηση το δικαίωμα αξιολόγησης των επενδύσεων και των επιπτώσεών τους στην εθνική ασφάλεια, καθιστώντας την ευρωκινεζική ΣΣΕ ιδιαίτερα ευάλωτη.

Άλλες κριτικές εστίασαν στην έλλειψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων για τα εργασιακά θέματα και ιδιαίτερα, για το πρόβλημα της καταναγκαστικής εργασίας της μειονότητας των Ουιγούρων. Σύμφωνα με ανακοινώσεις των Βρυξελλών, το Πεκίνο είχε δεσμευτεί ότι θα επιτάχυνε την επικύρωση των κανονισμών του ILO, τις οποίες είχε ήδη υπογράψει.

Ο ΓΑΛΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ

Η ΣΣΕ μπορεί να ανακοινώθηκε στο τέλος του 2020, αλλά θα έπερεπε να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μία διαδικασία που θα ήταν μακροχρόνια. Οι εκτιμήσεις είναι ότι η διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στο πρώτο ήμισυ του 2022, δηλαδή κατά τη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ. Για τον λόγο αυτόν, ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν και ο μόνος ηγέτης που είχε προσκληθεί από την Άνγκελα Μέρκελ, που ασκούσε την προεδρία της ΕΕ, στην ψηφιακή συνάντηση της 30ής Δεκεμβρίου. Ο συμβολισμός ότι ο γαλλογερμανικός άξονας είχε συμφωνήσει ώστε η τελική επικύρωση να γίνει από τη Γαλλία για να δικαιωθεί η γερμανική πρωτοβουλία, είναι προφανής.

Στην επίσημη ανακοίνωση της ΣΣΕ, υπάρχει μία σύντομη αναφορά για τον ρόλο της Άνγκελα Μέρκελ ως κινητήριας δύναμης για το κλείσιμο της συμφωνίας. Η παρουσία του Εμανουέλ Μακρόν, δίνει το στίγμα ότι ο γαλλογερμανικός άξονας είναι ο καθοριστικός παράγοντας που αναζητεί την «στρατηγική αυτονομία» απέναντι στην Ουάσιγκτον.

Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ

Στη διπλωματία, οι συμβολισμοί εξακολουθούν να είναι ισχυροί. Η κατάληξη για την ΣΣΕ λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, θεωρήθηκε στην Ουάσιγκτον ως ένδειξη έλλειψης σεβασμού από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων. Πέρα όμως από το θέμα του σεβασμού, αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για την προεδρία Μπάιντεν ήταν το θέμα της επανασύστασης του διατλαντικού μετώπου, το οποίο είχε κατεδαφίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, για την αναχαίτιση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Κίνας σε παγκόσμια κλίμακα.

Η Άνγκελα Μέρκελ παρατηρούσε με καχυποψία τις κινήσεις του Τραμπ σε ό.τι αφορούσαν τις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, οι οποίες δημιουργούσαν τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων σε ευρωπαϊκούς οικονομικούς κλάδους που είχαν μεγαλύτερη έκθεση στο εμπόριο με την Κίνα. Η δυσπιστία απέναντι στην Ουάσιγκτον από την πλευρά του Βερολίνου, συνεχίστηκε και για τις πολιτικές ενός νέου Ψυχρού Πολέμου που προωθούσε και η νέα αμερικανική προεδρία. Το μήνυμα από την πλευρά του Βερολίνου ήταν σαφές ─ αν η Ουάσιγκτον θέλει να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο ανταγωνισμού με την Κίνα, τότε θα πρέπει να μάθει να μοιράζεται τρόπους και κατευθύνσεις με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.

Στο εσωτερικό μέτωπο της ΕΕ, η μεγαλύτερη αντίδραση προήλθε από την Ιταλία για τον αποκλεισμό της από το ψηφιακό τραπέζι της ΣΣΕ της 30ής Δεκεμβρίου.

Από την πλευρά της η Κίνα, με στοχευμένες παραχωρήσεις στον γαλλογερμανικό άξονα, ενίσχυσε τις εσωτερικές αντιθέσεις στο στρατόπεδο της Δύσης. Σε μία περίοδο που η διεθνής κοινή γνώμη ανέπτυσσε ένα αντικινεζικό αίσθημα λόγω των γεγονότων στο Χονγκ Κονγκ, στην Σινγιάνγκ και στην Ταιβάν, η ΣΣΕ μετεξελίχθηκε σε ένα σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και των ζωτικών συμφερόντων του Πεκίνου.

Με τη δημοσίευση κάποιων κειμένων της ΣΣΕ στα τέλη Ιανουαρίου, έγινε σαφής η γεωοικονομική οπτική του Βερολίνου, μέσα από το μήνυμα που στάλθηκε από τις Βρυξέλλες, ότι προηγούνται τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Η απάντηση από την Ουάσιγκτον ήταν διατυπωμένη με γεωπολιτική λογική, αφού ανέφερε ότι η ΕΕ και η Γερμανία ειδικότερα, θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα, ξεπερνώντας τη μερκαντιλιστική αντίληψη στις διεθνείς σχέσεις.

Στις 26 Ιανουαρίου στο Νταβός, τόσο η Άνγκελα Μέρκελ, όσο και ο Εμανουέλ Μακρόν, έκαναν σαφές το περίγραμμα της πολυμέρειας, όπως την εννοεί η ΕΕ και η οποία, δεν ταυτίζονταν με αυτή που προωθείται από τις ΗΠΑ. Τρία στοιχεία δείχνουν τη διαφοροποίηση από τις ΗΠΑ. Το πρώτο αφορά την επιβολή του ψηφιακού φόρου για την ανάσχεση της ισχύος των Big Tech. Το δεύτερο αφορά την υπογραφή της ΣΣΕ. Το τρίτο αφορά την αποφυγή δημιουργίας αντιτιθέμενων μπλοκ, μία κατάσταση που θα ευνοούσε την ευρωπαϊκή αυτονομία.

Η ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ

Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ χαρακτήρισε την ΣΣΕ ως φτωχή, συνεπικουρούμενος από τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.

Σταδιακά, η θέση του Παρισιού άρχισε να αποσταθεροποιείται. Υπήρξε μία προσέγγιση με τη Μαδρίτη η οποία ανησυχεί για την αύξηση της επιρροής του Πεκίνου στη Νότια Αμερική και στη Μεσόγειο. Η Γαλλία και η Ισπανία συμφώνησαν ότι πρέπει να προσεγγίσουν την Ιταλία για τη διαμόρφωση μίας πιο ισορροπημένης σχέσης με το Πεκίνο. Μίας σχέσης που θα αντιστάθμιζε αυτήν που είχαν επιβάλλει οι γερμανικές εταιρείες στην κυβέρνηση του Βερολίνου, που με τη σειρά της, την είχε επιβάλλει στις Βρυξέλλες.

Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΕΕ αντανακλάστηκαν και στη διευρυνόμενη διαμάχη μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κομισιόν. Η Κομισιόν συντάσσεται με το Βερολίνο, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέτει τις δικές του προτεραιότητες που συνδέονται κυρίως με την καταναγκαστική εργασία και τις κρατικές επιδοτήσεις των κινεζικών εταιρειών.

Στις 21 Απριλίου η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απέστειλε επιστολή στους ηγέτες των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, στην οποία επισημαίνονταν ότι το Πεκίνο συνέχιζε την αυταρχική στροφή του, ενώ μικρή πρόοδος είχε γίνει και στο θέμα των οικονομικών υποσχέσεων για τις οποίες είχε δεσμευτεί.

Στις 26 Απριλίου ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις ανακοίνωσε ότι η Κομισιόν θα ελέγχει και θα αποκλείει ξένες επενδύσεις στην ΕΕ, όταν αυτές θα επιδοτούνται κρατικά και η ΕΕ θα ενισχύσει τα εργαλεία της για να προστατευτεί από τους διεθνείς εταίρους της, όταν οι τελευταίοι παραβιάζουν τους κανόνες.

Στις 4 Μαΐου ο Βάλντις Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι το κλίμα δεν είναι κατάλληλο για την επικύρωση της ΣΣΕ. Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Κίνας και τα αντίποινα του Πεκίνου, επιβάρυναν το κλίμα.

Αυτό δείχνει ότι περίπου 5 μήνες μετά την πρώτη ρήξη μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον για την ΣΣΕ, η ΕΕ αποφάσισε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και ζήτησε μία συντονισμένη απάντηση στην Κίνα.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, τον Δεκέμβριο 2020, ο Τζέικ Σάλλιβαν, Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ είχε προειδοποιήσει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα εκτιμούσε μία διαβούλευση με τους Ευρωπαίους εταίρους για τις οικονομικές πρακτικές της Κίνας, πριν η ΕΕ προχωρήσει στην υπογραφή της ΣΣΕ.

Η ΣΣΕ της οποίας το πλήρες κείμενο δεν έχει δημοσιοποιηθεί, χρειάστηκε 7 χρόνια διαπραγματεύσεων για να φτάσει στη συμφωνία της 30ής Δεκεμβρίου. Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι η συγκυρία ευνοεί τη μετατόπιση θέσεων ενός μέρους της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, προς τις θέσεις της Ουάσιγκτον.

Με το δεδομένο ότι ο ρυθμός για την επικύρωση έχει επιβραδυνθεί, υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν το μέλλον της ΣΣΕ: Ο πρώτος αφορά τα μέρη της συμφωνίας που θα απορρίψει η ΕΕ και αν αυτό θα γίνει αποδεκτό από το Πεκίνο. Προς το παρόν, η βασική γραμμή είναι ότι δεν μπορεί να απορριφθεί ολόκληρη η ΕΕ. Ο δεύτερος αφορά, τη στάση που θα κρατήσει η Ουάσιγκτον απέναντι στην ΕΕ και στις προτάσεις που θα καταθέσει για την αναθέρμανση των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ. Ο τρίτος αφορά την απόσυρση της Άνγκελα Μέρκελ τον Σεπτέμβριο, με δεδομένο ότι η παρέμβασή της ήταν καθοριστική για την υιοθέτηση της ΕΕ. Επομένως, ιδιαίτερη σημασία θα έχει η στάση που θα κρατήσει ο διάδοχός της. Σε άμεση συνάρτηση με τα προηγούμενα, είναι και η στάση που θα κρατήσει και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί στην παρούσα φάση αν η ΣΣΕ θα συνέβαλε στη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Ωστόσο φαίνονται και εδώ οι δομικές αδυναμίες της ΕΕ και κυρίως της Κομισιόν, η οποία στην αρχή της θητείας της φιλοδοξούσε να χαρακτηριστεί ως «γεωπολιτική Κομισιόν».